«Σύνδρομο mobbing» - Η έννοια του ανυπεράσπιστου ατόμου με αφορμή την υπ’ αρίθμ. 315/2020 διάταξη της Εισ. Πλημ. Πατρών
Με το παρόν δεν επιχειρείται η κρισιολόγηση των πραγματικών περιστατικών, που αντιμετώπισε η κατωτέρω παρατιθέμενη υπ’ αριθμ. 315/2020 διάταξη ΕισΠλημ/κώνΠατρ, αλλά ο προσδιορισμός τόσο της έννοιας του αδυνάμου προσώπου, όσο και της μεθοδευμένης πρόκλησης ψυχικού πόνου.
Κατ’ αρχάς πρέπει να προσδιορισθούν α) η έννοια της κακομεταχείρισης, η οποία καθιστά ένα άτομο αδύναμο και β) της συμπεριφοράς που είναι ικανή να επιφέρει ψυχική βλάβη.
Ο όρος «mobbing» προέρχεται από το αγγλικό ρήμα “to mob” που αποδίδεται ως «κακομεταχειρίζομαι κάποιον». Στον όρο «mobbing» αποδίδεται επίσης η εξής σημασία: Επιτίθεμαι, περικυκλώνω κι ενοχλώ.
Ως «σύνδρομο mobbing» νοείται κάθε επαναλαμβανόμενη καταχρηστική συμπεριφορά που εκδηλώνεται με λόγια, πράξεις, γραπτά μηνύματα και μπορεί να βλάψει την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια, τη σωματική ή την ψυχική ακεραιότητα του ατόμου, να θέσει σε κίνδυνο την εργασία του ή να διαταράξει το εργασιακό κλίμα. Πρόκειται για συστηματική, μεθοδική και συνεχή (τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα και για μεγάλο χρονικό διάστημα) άσκηση ψυχολογικής βίας, εργασιακής κακοποίησης, για διαμόρφωση εχθρικού, ταπεινωτικού εργασιακού περιβάλλοντος και για την επιβολή διακριτικής μεταχείρισης και τρομοκρατίας που προσβάλει την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια, τη σωματική και την ψυχική ακεραιότητα των εργαζομένων κι οδηγεί συχνά σε ολοκληρωτική εξάντληση (σύνδρομο Burn-out) του εργαζόμενου-στόχου, προκειμένου να αναγκαστεί σε παραίτηση. Το mobbing αποτελεί μια αποτελεσματική στρατηγική «ψυχολογικής τρομοκρατίας» που χρησιμοποιείται σκοπίμως από επιχειρήσεις και οργανισμούς, προκειμένου να απαλλαγούν από το ενοχλητικό ή το «πλεονάζον» προσωπικό, να προβούν σε διοικητικές αναδιαρθρώσεις, σε μειώσεις μισθών, σε αντικατάσταση προσωπικού κλπ (Περιοδικό «Ενημέρωση» ΙΝΕ ΓΣΕΕ τ 237/2017, όπου και παραπομπές σε οικεία βιβλιογραφία).
Στο άρθρο 312 του προϊσχύσαντος ΠΚ με τον τίτλο «Πρόκληση βλάβης με συνεχή σκληρή συμπεριφορά» δεν δίδεται ορισμός της έννοιας του ανυπεράσπιστου ατόμου. Κατά την αιτιολογική έκθεση Σχ ΠΚ 1938 δεν θεωρήθηκε απαραίτητο να δοθεί ορισμός της έννοιας ανυπεράσπιστος.
Στη νομολογία, κατά τον προϊσχύσαντα ΠΚ, η έννοια του αδυνάμου ατόμου έχει προσδιορισθεί ως εξής: «Υλικό αντικείμενο του άνω εγκλήματος είναι αφενός μεν κάθε ανήλικος από τη γέννησή του μέχρι τη συμπλήρωση του 17ου έτους της ηλικίας του, αφετέρου δε κάθε πρόσωπο που δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του, δηλαδή άτομα των οποίων η αδυναμία αντιστάσεως οφείλεται στην ανηλικότητα ή στην ιδιοσυστατική" μειονεξία" τους, εφόσον όμως τελούν σε σχέση εξαρτήσεως από το δράστη, ώστε όχι μόνο δεν δύνανται αλλά και δεν τολμούν να αμυνθούν. Συνεχής καθίσταται η σκληρή συμπεριφορά, όχι μόνο με τη δημιουργία μόνιμης κατάστασης, αλλά και με την επίμονη συστηματική επανάληψή της (ΑΠ 1372/2007, ΑΠ 18/1980, ΑΠ 1163/1978.). Ως σκληρή δε συμπεριφορά είναι η προερχόμενη από έλλειψη συναισθήματος έναντι του αδυνάτου, που εκφράζεται αντικειμενικά με την πρόκληση σημαντικών πόνων, οδυνών και βασάνων (σωματικών και ψυχικών),όπως λ.χ. βάναυσες λοιδωρίες, σωματική κακομεταχείριση, συνεχή ραπίσματα, υπερβολική καταπόνηση κ.λπ» (499/2000 Εφ Πειρ).
Κατά την θεωρία στην έννοια του αδυνάμου προσώπου περιλαμβάνεται και αυτός, που τελεί σε σχέση εργασίας με τον δράστη. Άλλωστε η προσέγγιση αυτή είναι σύμφωνη και με το γράμμα της διάταξης. Ο όρος σχέση εργασίας, κατά την θεωρία περιορίζεται μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, αλλά ακόμη και μεταξύ εργαζομένων, αν ο ένας εξ αυτών έχει διευθυντική θέση, που ασκεί τις εξουσίες του εργοδότη. Για να είναι εξουσιαστική η σχέση εργασίας θα πρέπει να είναι σχέση εξαρτημένης εργασίας, χωρίς να αποκλείεται και η σύμβαση έργου, όταν ο εργαζόμενος εκτελεί τις εντολές του εργοδότη. Τα παραπάνω ισχύουν και στη σχέση υπηρεσίας (Γ. Μπέκα « Η προστασία της Ζωής και της Υγείας στον ΠΚ» σελ 416-417), Ν Ανδρουλάκη « Ποινικό Δίκαιο « Ειδικό Μέρος σελ 173).
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν ΠΚ για το άρθρο 312 «Σωματική βλάβη αδυνάμων ατόμων», «Τροποποιείται αρχικά ο τίτλος του άρθρου, ώστε να αποσαφηνιστεί ότι η διάταξη καταλαμβάνει πλέον όλες τις πράξεις σωματικής βλάβης που στρέφονται κατά αδύναμων ατόμων, εφόσον βρίσκονται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του δράστη βάσει νόμου, δικαστικής απόφασης ή πραγματικής κατάστασης, συνοικούν με τον δράστη ή έχουν μαζί του σχέση εργασίας ή υπηρεσίας». Επομένως συνάγεται ότι το αδύναμο άτομο, πέραν της ηλικίας, αποκτά αυξημένη ποινική προστασία.
Β) Συμπεριφορά.
Περαιτέρω τα αίτια που δημιουργούν την ανικανότητα αυτοϋπεράσπισης.
Κατά την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 312, η οποία τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 ν 4322/2015, που προσέθεσε και την ψυχική υγεία προς άρση των ερμηνευτικών προβλημάτων, που είχαν ανακύψει, η συμπεριφορά η οποία έχει αξιόποινο χαρακτήρα έπρεπε να επενεργεί όχι μόνο στο σώμα, αλλά και στον ψυχικό κόσμο του θύματος (προσβλητικές παρατηρήσεις, πρόκληση τρόμου κ.λπ (Μπέκα ανωτ σελ 417, Ανδρουλάκη ανωτ σελ 174).
Περαιτέρω και η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 312 ΠΚ εξομοιώνει με την σωματική βλάβη και η πρόκληση ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη.
Τέλος τα αίτια που δημιουργούν την ανικανότητα αυτοϋπεράσπισης ποικίλουν. Δεν αφορούν μόνο την σωματική μειονεξία, την ασθένεια, την αναπηρία, ναρκωτικά, αλκοόλ , δηλαδή σωματικούς λόγους. Στην έννοια του ανυπεράσπιστου εντάσσεται και το θύμα, που δεν τολμά να αντισταθεί, επειδή φοβάται τις συνέπειες της άμυνας του (Γ. Μπέκα ανωτ σελ 411, ΑΠ ανωτ, Εφ Πειρ ανωτ) όπως είναι ο εργαζόμενος.
Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι ο εργαζόμενος ο οποίος υφίσταται μεθοδευμένη πρόκληση ψυχικού πόνου, ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη είναι υλικό αντικείμενο του άρθρου 312 ΠΚ. Η μη προβολή άμυνας εκ μέρους του εργαζομένου δεν μπορεί σε κάθε περίπτωση να αποκλείσει την εφαρμογή του άρθρου 312 ΠΚ, καθόσον το θύμα λόγω των εργασιακών συνθηκών και του φόβου που αισθάνεται όχι μόνο από την αντίδραση του εργοδότη, αλλά και τις εν γένει δυσμενείς εργασιακές συνθήκες που θα βιώσει τόσο στον ίδιο τον εργασιακό χώρο , όσο και σε άλλον, δεν μπορεί τις περισσότερες φορές να ζητήσει την όποια ένδικη προστασία, που του παρέχει ο νόμος.
Συνεπώς τα ζητούμενα για τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς είναι : α) αν ο εργαζόμενος τελεί σε μια από τις σχέσεις που αναφέρει το άρθρο 312 ΠΚ, β) αν υφίσταται μεθοδευμένη πρόκληση όχι μόνο σωματικού πόνου, αλλά και ψυχικού πόνου ικανού να προκαλέσει σοβαρή ψυχική βλάβη.
Επανερχόμενοι στη σχολιαζομένη διάταξη θα επισημάνουμε τα εξής, χωρίς να κρισιολογήσουμε επί των πραγματικών περιστατικών, τα οποία ανελέγκτως έγιναν δεκτά: Η διάταξη δέχθηκε ότι η εγκαλούσα η οποία εργαζόταν, ως νοσηλεύτρια στα εξωτερικά ιατρεία δημοσίου νοσοκομείου επί καθημερινής βάσεως και για πολλά χρόνια υφίστατο εργασιακό εκφοβισμό με εξυβριστικές και ανάρμοστες συμπεριφορές από την προϊσταμένη της. Επίσης σύμφωνα πάντα με τη σχολιαζομένη η εγκαλούσα, πιστεύοντας ότι δεν μπορεί να βρει λύση έλαβε 40 δισκία ηρεμιστικά με αποτέλεσμα να εισαχθεί στο νοσοκομείο, όπου υπεβλήθη σε πλύση στομάχου. Επίσης διαπιστώθηκε ότι έπασχε μεταξύ άλλων από καταθλιπτική συνδρομή σύμφωνα με το ενημερωτικό σημείωμα εξόδου του νοσοκομείου, στο οποίο νοσηλεύθηκε.
Η εν λόγω διάταξη απόρριψε την έγκληση διότι :α) όπως αναφέρει στη μείζονα πρόταση του συλλογισμού της δεν είναι ανυπεράσπιστος αυτός που δεν αντιδρά στον εργασιακό εκφοβισμό από φόβο. Ωστόσο τόσο από τη νομολογία που παραθέτει, όσο και από τη θεωρία ουδόλως συνάγεται ότι η σκέψη αυτή είναι σύμφωνη με την ορθότερη άποψη, την οποία και δεν αναφέρει. β)επικαλείται τη νομική οδό, που θα έπρεπε να ακολουθήσει η εγκαλούσα, χωρίς να αντιμετωπίζει επαρκώς και αιτιολογημένα τόσο την ψυχική της κατάσταση, όσο και τον ενδεχόμενο φόβο που τυχόν θα της προκαλούσε η ενέργειά αυτή. γ) Τέλος και ενώ δέχεται ως αληθή τα αναγραφόμενα στην έγκληση, εν τούτοις αποφαίνεται ότι δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα του άρθρου 312 ΠΚ , διότι δεν υπάρχει ιατρικό έγγραφο που να αποδεικνύει ότι είναι ανυπεράσπιστη. Ωστόσο πέραν του ότι δέχθηκε, ως αληθή, τα αναγραφόμενα στην έγκληση, όπου καταφάσκεται ο εργασιακός εκφοβισμός, η απόπειρα αυτοκτονίας της εγκαλουμένης και η καταθλιπτική της συνδρομή, εν τούτοις απαιτεί έγγραφο, που να αποδεικνύει το ανυπεράσπιστο. Ωστόσο η συνδρομή της κατάστασης αυτής είναι δυνατόν να διαλευκανθεί από τον εκάστοτε δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό με βάση την αρχή της ηθικής απόδειξης και όχι της νομικής, όπως υπόρρητα επικαλείται η διάταξη.
Εν κατακλείδι και χωρίς να αξιολογούμε τα πραγματικά περιστατικά στην εξεταζομένη διάταξη παρατηρούμε ότι: η έννοια του ανυπεράσπιστου ατόμου ερμηνεύθηκε ενάντια στις νομολογιακές και θεωρητικές παραδοχές, σύμφωνα με τις οποίες ανυπεράσπιστο άτομο είναι και αυτό που δεν τολμά να αρνηθεί. Οι όποιες δυνατότητες έχει να προσφύγει στη δικαιοσύνη δεν αναιρούν την έννοια του ανυπεράσπιστου, εφόσον βεβαίως συντρέχουν όλα τα στοιχεία του άρθρου 312 ΠΚ και δεν γίνεται καταχρηστική επίκλησή του.
Τα εργασιακά δεδομένα στην Ελλάδα, αλλά και στον υπόλοιπη Ευρώπη αναμφίβολα δεν έχουν σχέση με τα αντίστοιχα της βιομηχανικής επανάστασης και των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Ωστόσο και χωρίς να προσεγγίζουμε το θέμα με βάση κοινωνικές και οικονομικές θεωρίες, ο εργαζόμενος είναι πάντα το αδύναμο μέρος στη σχέση του με τον εργοδότη. Συνεπώς οι μεθοδευμένες ενέργειες που προκαλούν ψυχικό πόνο ικανό να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη πρέπει να αντιμετωπίζονται όχι βέβαια με μεροληψία, ούτε υπό το βάρος της όποιας κοινής γνώμης, αλλά μέσα στα πλαίσια του άρθρου 312 ΠΚ, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από τη θεωρία και τη νομολογία.
Παρατίθεται η υπ’ αριθμ. 315/2020 διάταξη ΕισΠλημΠατρ [ΤΝΠ QUALEX, ΠοινΔικ 2/2021, σελ. 277 - 280]
«ΑΡΙΘΜΟΣ 315/2020
ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΠΑΤΡΩΝ
ΔΙΑΤΑΞΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΠΑΤΡΩΝ
(ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ 51 ΚΠΔ)
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου