Γερμανικές εκλογές: Τα δεδομένα, τα μετεκλογικά σενάρια, το πολιτικό διακύβευμα, οι επιπτώσεις για την Ευρώπη
Οι διαρκείς μετατοπίσεις των ψηφοφόρων τους τελευταίους μήνες ως προς την πρόθεση ψήφου, στοιχείο επίσης ενδεικτικό της μεταμερκελικής “κόπωσης”, έχουν πάντως ανακοπεί όσο πλησιάζει η ώρα της κάλπης, ενώ και η διαφορά των δύο μεγάλων κομμάτων (αν τους αξίζει ακόμη η ονομασία, εφόσον αμφότερα πολύ απέχουν από την κατάκτηση έστω του ενός τρίτου της λαϊκής ψήφου) έχει περιοριστεί στα όρια του στατιστικού λάθους.
Του Κώστα Ράπτη
Οποιοδήποτε και αν είναι το αποτέλεσμά τους, οι μεθαυριανές ομοσπονδιακές εκλογές της Γερμανίας αντικειμενικά συνιστούν τέλος εποχής. Όχι μόνο διότι η Άγκελα Μέρκελ τερματίζει την 16ετή παραμονή της στην κορυφή της εξουσίας (μοναδικός καγκελάριος από το 1949 που αποχωρεί σε χρόνο της επιλογής του και όχι μετά από εκλογική ήττα), αλλά και γιατί η πολιτική της “κληρονομιά” ενδέχεται να ακυρωθεί.
Μετά από μία σειρά δοκιμασιών (κρίση της ευρωζώνης, προσφυγικό κύμα του 2015, πανδημία του κορονοϊού), που η Μέρκελ διαχειρίστηκε με την χαρακτηριστική της προτίμηση στην αποφυγή πειραματισμών και στην εξαγορά χρόνου, το γερμανικό πολιτικό σύστημα είναι περισσότερο κατακερματισμένο από ποτέ: με τους άλλοτε πρωταγωνιστές του γερμανικού δικομματισμού αποδυναμωμένους και τη Μπούντεσταγκ να περιλαμβάνει έξι κόμματα (ή επτά, αν μετρήσουμε την βαυαρική CSU χωριστά από την CDU της καγκελαρίου, πράγμα που ίσως να είναι συντόμως και πολιτικά αναγκαίο), αφότου παγιώθηκε η κεντρική πολιτική παρουσία της ακροδεξιάς AfD, που ξεκίνησε ως κίνημα ακαδημαϊκών κατά της διάσωσης του ευρωπαϊκού Νότου, μετεξελίχθηκε σε αντιμεταναστευτικό κόμμα και τώρα δρέπει την ψήφο ποικίλων “αρνητών” της εποχής Covid.
Ακόμη περισσότερο: το κόμμα της Άγκελα Μέρκελ κινδυνεύει, αν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις, να υποστεί δραματική υποχώρηση και να καταγραφεί δεύτερο – πράγμα που θα συμβεί για μόλις τέταρτη φορά στις 20 εκλογικές αναμετρήσεις της μεταπολεμικής ομοσπονδιακής Γερμανίας.
Οι διαρκείς μετατοπίσεις των ψηφοφόρων τους τελευταίους μήνες ως προς την πρόθεση ψήφου, στοιχείο επίσης ενδεικτικό της μεταμερκελικής “κόπωσης”, έχουν πάντως ανακοπεί όσο πλησιάζει η ώρα της κάλπης, ενώ και η διαφορά των δύο μεγάλων κομμάτων (αν τους αξίζει ακόμη η ονομασία, εφόσον αμφότερα πολύ απέχουν από την κατάκτηση έστω του ενός τρίτου της λαϊκής ψήφου) έχει περιοριστεί στα όρια του στατιστικού λάθους.
Σύμφωνα με τις τελευταίες σφυγμομετρήσεις, η Σοσιαλδημοκρατία (SPD), με υποψήφιο καγκελάριο τον Όλαφ Σολτς, νυν υπουργό Οικονομικών στον “μεγάλο συνασπισμό”, εμφανίζεται σταθερή στο 25%, ενώ η Ένωση CDU-CSU με επικεφαλής τον πρωθυπουργό της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, Άρμιν Λάσετ ανήλθε στο 21-22% και οι Πράσινοι της Αναλένα Μπέρμποκ υποχωρούν στο 14-15% (μετά από μία προηγούμενη δημοσκοπική εκτίναξη). Ακολουθούν η AfD με 12%, οι Φιλελεύθεροι (FDP) του Κρίστιαν Λίντνερ με 11% και το κόμμα της Αριστεράς (Linke) με 6-7%, ενώ ενισχυμένο εμφανίζεται αθροιστικά το ποσοστό των κομμάτων που δεν προορίζονται να ξεπεράσουν το όριο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης του 5%. Όλα αυτά με την επιφύλαξη ότι οι έρευνες πραγματοποιούνται κυρίως σε σταθερές τηλεφωνικές γραμμές, γεγονός που ενδεχομένως υπερβάλλει τα ποσοστά των Σοσιαλδημοκρατών.
“Μεγάλος συνασπισμός” Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών, αντιστοίχως με αυτόν που τώρα κυβερνά την Γερμανία είναι εξαιρετικά δύσκολο να συγκροτηθεί ξανά. Όχι μόνο διότι απουσιάζει η πολιτική βούληση προς τούτο από τους υποψήφιους εταίρους, αλλά διότι ενδέχεται να μην αρκούν καν τα δεδομένα της κοινοβουλευτικής αριθμητικής. Εξ ού και τα υπό συζήτηση σενάρια αναφέρονται όλα σε τρικομματική κυβέρνηση.
Στη γερμανική δημόσια συζήτηση οι πιθανοί κυβερνητικοί συνασπισμοί ονοματίζονται με βάση τα χρώματα που συμβολίζουν το κάθε κόμμα. Έτσι γίνεται λόγος για κυβέρνηση “φαναριών της τροχαίας” (SPD, FDP και Πράσινοι) ή “σημαίας της Γερμανίας” (CDU, SPD, FDP) ή “Κένυας” (CDU, SPD, Πράσινοι) ή “Τζαμάικα” (CDU, FDP και Πράσινοι, όπως συζητούνταν το 2017) ή “Κοκκινο-κοκκινο-πράσινης συμμαχίας” (SPD, Πράσινοι και Αριστερά), με την τελευταία αυτή εκδοχή να κυκλοφορεί στην παραλλαγή μιας κυβέρνησης μειοψηφίας α λα πορτογαλικά, όπου η Αριστερά θα προσφέρει ψήφο ανοχής.
Καθοριστικό πάντως για τη νομιμοποίηση των επιχειρημάτων που θα προβάλει κάθε κόμμα κατά την μετεκλογική διαπραγμάτευση είναι το αν θα έχει κινηθεί ανοδικά ή καθοδικά και αν οι διαφορές θα είναι μεγάλες, πράγμα που δεν θεωρείται πιθανό.
Δεν υπάρχει κανένας γραπτός ή άγραφος κανόνας που να επιβάλλει την ανάληψη της καγκελαρίας από τον υποψήφιο του πρώτου κόμματος – ο Βίλι Μπραντ κατόρθωσε το 1969 να ηγηθεί κυβερνητικού συνασπισμού, μολονότι το κόμμα του είχε καταταγεί δεύτερο. Κανένας δε από τους πολιτικούς πρωταγωνιστές δεν έχει αποκλείσει καμία επιλογή συνεργασίας, εξαιρουμένου του Λάσετ ο οποίος έχει δεσμευθεί να μην συνεργασθεί με την AfD, καλώντας τον Σολτς να πράξει το ίδιο σε ό,τι αγορά το “έτερο άκρο” της Αριστεράς.
Εν ολίγοις, η έξοδος της Μέρκελ από την καγκελαρία μπορεί να καθυστερήσει αρκετές εβδομάδες ή και μήνες, μέχρι να τελεσφορήσουν οι διαβουλεύσεις για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης. “Πολύφερνοι” εταίροι, όπως οι Φιλελεύθεροι και οι Πράσινοι, δεν έχουν λόγους να βιαστούν να ανοίξουν τα χαρτιά τους, ενώ δημοσιογραφικές πληροφορίες φέρουν αυτές ακριβώς τις δύο δυνάμεις να συντονίζονται διακριτικά τις τελευταίες ημέρες ώστε την επιτύχουν την ανάληψη των υπουργείων Οικονομικών και Εξωτερικών αντιστοίχως.
Όμως ο δαίδαλος των σεναρίων εντέλει καταλήγει σε ένα απλό και πολιτικά κρίσιμο ερώτημα που εναπόκειται να απαντήσουν πρωτίστως ο Σολτς και ο Λίντνερ. Με μία κατάταξη σαν αυτή που αποτυπώνουν οι δημοσκοπήσεις θα προτιμήσει ο εκλεκτός των Σοσιαλδημοκρατών να στραφεί προς την Αριστερά (παραβλέποντας τις θέσεις της κατά του ΝΑΤΟ που τελευταία υποστέλλονται καταλλήλως), σε μια επιλογή μεγαλύτερης προγραμματικής συνοχής, ή θα επιλέξει κυβέρνηση ευρύτερης βάσεως συνεργαζόμενος με τους Φιλελεύθερους – και αν ναι, ποιες από τις “κόκκινες γραμμές” τους, ήτοι τη μη αύξηση των φόρων και τη διατήρηση του συνταγματοποιημένου “φρένου χρέους”, θα ήταν αυτοί πρόθυμοι να εγκαταλείψουν;
Με άλλα λόγια, θα υλοποιηθεί ή όχι η ριζικά επεκτατική οικονομική πολιτική (με αύξηση λ.χ. του κατώτατου μισθού κατά 25%) που υπόσχεται υπό την πίεση του ίδιου του του κόμματος ο κατά τα λοιπά “συνετός” Σολτς; Και δευτερευόντως, κατά πόσον θα προχωρήσει η πράσινη μετάβαση με τους ταχείς ρυθμούς που ζητά το κόμμα της Μπέρμποκ και δεν ενθουσιάζουν καθόλου το FDΡ αλλά κατά βάθος ούτε το SPD; Υπενθυμίζεται ότι η υποψήφια καγκελάριος των Πρασίνων έχει δηλώσει πως οι εκλογές της 26ης Ιανουαρίου είναι μάλλον οι τελευταίες οι οποίες θα μπορέσουν να έχουν κάποιον αντίκτυπο στην ανάσχεση της κλιματικής κρίσης, η οποία αποτελεί ακριβώς το αντικείμενο κινητοποιήσεων που προγραμματίζονται για σήμερα σε όλη τη Γερμανία.
Ο “γκαφατζής” Λάσετ, ο οποίος άρχισε να κατακρημνίζεται δημοσκοπικά αφότου η κάμερα τον συνέλαβε να γελά σε εκδήλωση στη μνήμη των θυμάτων των πλημμυρών του Ιουλίου στο κατεξοχήν πληγέν κρατίδιό του, θεωρείται πάντως και “βασιλιάς του comeback”. Επιχείρησε δε το τελευταίο διάστημα, με τη βοήθεια και της Μέρκελ η οποία επιστρατεύτηκε όψιμα για τις ανάγκες της καμπάνιας, να τονώσει τους φόβους των Γερμανών απέναντι σε μία “αριστερή στροφή” και την απέχθειά τους για την προοπτική αύξησης των φόρων, η οποία, όπως υποστηρίζει, θα θέσει εν κινδύνω την μεταπανδημική ανάκαμψη. Συμβαίνει όμως το ίδιο εκλογικό σώμα να εκφράζει ταυτόχρονα και μια ασαφή επιθυμία εξόδου από ό,τι βιώνει ως στασιμότητα των τελευταίων ετών, ενώ ο Λάσετ δυσκολεύεται να εμπνεύσει την ίδια του την κομματική βάση και η βαυαρική CSU (ο χαρισματικός ηγέτης της οποίας Μάρκους Ζέντερ στερήθηκε το χρίσμα κατόπιν ενεργειών των “βαρώνων” της CDU) προαναγγέλλει ότι μετεκλογικά θα πρέπει “να δοθούν εξηγήσεις”, προεξοφλώντας ήττα.
Σε κάθε περίπτωση, η Γερμανία καταδιώκεται από μία τριπλή “κληρονομιά”: την αύξηση των ανισοτήτων (που δρομολόγησαν οι Σοσιαλδημοκράτες με τις μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης Σρέντερ και τώρα θέλουν μετανοήσαντες να αντιστρέψουν), την καθήλωση των επενδύσεων κατά την εποχή του “απόλυτου μηδενός” στα ελλείμματα, με αποτέλεσμα την τωρινή υστέρηση των υποδομών και της εκπαίδευσης-κατάρτισης, την ώρα που οι ανταγωνίστριες χώρες εφορμούν στην ψηφιοποίηση, αλλά και την απόφαση της Μέρκελ να αποπυρηνικοποιήσει την παραγωγή ενέργειας, εξαρτώντας τη χώρα της ακόμη περισσότερο από το ρωσικό φυσικό αέριο. Καθημερινά, μικρές και μεγάλες κρίσεις υπενθυμίζουν πόσο βαριά είναι αυτή η “κληρονομιά”.
Για την Ευρώπη και την Ελλάδα, οι συνέπειες των γερμανικών εκλογών δεν θα είναι εύκολο να προβλεφθούν, ακόμη και μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος, όσο δεν θα είναι γνωστή η συγκρότηση του νέου κυβερνητικού συνασπισμού και οι συμβιβασμοί που θα τον θεμελιώσουν. Θα αποτελέσει πάντως ιστορική ειρωνεία πρώτης τάξεως το ενδεχόμενο η ηγέτιδα δύναμη της ευρωζώνης να εγκαταλείψει το πρότυπο της “πειθαρχίας” που η ίδια επέβαλε (όχι χωρίς ιδιοτέλεια) στα λοιπά κράτη-μέλη και να παρεκκλίνει από το κοινοτικό πλαίσιο που το ενσαρκώνει.
Για δε την εξωτερική πολιτική, η οποία ουδόλως απασχόλησε τον προεκλογικό αγώνα, το μίγμα που μπορεί να προκύψει ανάμεσα στον “ατλαντισμό” των Πρασίνων, τον “αντιτουρκισμό” των Φιλελευθέρων και τη φιλορωσική κλίση των Σοσιαλδημοκρατών είναι αδύνατον να διαγνωσθεί.
πηγή: capital.gr
Ο Κώστας Ράπτης σπούδασε γλωσσολογία. Εργάζεται τα τελευταία χρόνια ως συντάκτης διεθνών θεμάτων στον Τύπο και τη ραδιοφωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου