Τρίτη, Σεπτεμβρίου 28, 2021

Για την ασυνεννοησία των κομμάτων της Αριστεράς ένα φωτεινό παράδειγμα

 

Το μάθημα που παραδίδει η Γερμανία για την ελληνική αριστερά


Ελλάδα, Σεπτέμβριος 2021. Χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό χρέους επί του ΑΕΠ παγκοσμίως, χώρα με διαλυμένη την παραγωγική της βάση μετά από 10 χρόνια βαθιάς ύφεσης (κρίση, πανδημία), και πολιτικών αντιμετώπισης τους που απέρριψαν ως αναποτελεσματικές μέχρι και οι ίδιοι τους οι εμπνευστές (ΔΝΤ). Χώρα με τα δεύτερα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας και υποαπασχόλησης στην ΕΕ (πρωτιά η Ισπανία), χώρα με τις χειρότερες επιδόσεις στους δείκτες ποιότητας απασχόλησης που μετρούν ημερομίσθια, χρόνο και συνθήκες εργασίας.

Πολίτευμα της Ελλάδας, η αιρετή μοναρχία.

Σε ένα παλιότερο κείμενο είχα δανειστεί αυτό το ιδιόμορφο σχήμα για να εξηγήσω το πολιτειακό καθεστώς της χώρας. Σε αντίθεση με όσα μαθαίνουν τα παιδιά στο σχολείο για τα καθεστώτα, ότι τυπικά βρισκόμαστε στην περίπτωση μίας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στην Ελλάδα επί της ουσίας ούτε κυρίαρχο κοινοβούλιο έχουμε ούτε ισχυρούς θεσμούς που να εξισορροπούν τις εξουσίες του Πρωθυπουργού.  

Η συντριπτική πλειοψηφία των νόμων δεν ξεκινάει από αυτόνομους με τοπική ή ιδεολογική συνείδηση βουλευτές, αλλά από τον Υπουργό ή τον Πρωθυπουργό που είναι στην κορυφή μίας μεγάλης ιεραρχικής αλυσίδας. Το ίδιο το εκλογικό σύστημα (που ψήφισε ο σημερινός αιρετός Μονάρχης) πριμοδοτεί και ενισχύει αυτή την τάση δίνοντας bonus έδρες στο κόμμα του οποίου ηγείται ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, που αυτός επιλέγει τελικά, μαζί με την ομάδα του, ποιος θα είναι υποψήφιος και γιατί, ελέγχοντας ασφυκτικά τελικά τον ίδιο τον κοινοβουλευτισμό (και αυτοδιοίκηση), από το παλάτι του, το υδροκέφαλο κράτος της Αθήνας, και τα υπουργεία της.

Και στην οικονομία όμως τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Εκεί κουμάντο κάνουν οι ολιγαρχίες, μερικές δηλαδή πολύ πλούσιες οικογένειες που πρέπει κανείς να τις έχει από κοντά λόγω της ισχύς τους στον τύπο, στα κανάλια και φυσικά στις επιχειρήσεις, και μετά μία θάλασσα μικρών αυτοαπασχολούμενων, κάθε ένας για την επιβίωση.

Αυτά είναι τα μεγάλα μεγέθη, με εξαιρέσεις φυσικά να υπάρχουν, που όμως δεν αρκούν για να δώσουν έναν εναλλακτικό ρυθμό στο τρόπο που διακινείται και μοιράζεται η πίτα του πλούτου και της πολιτικής εξουσίας.

Ο αιρετός Μονάρχης, σε αντίθεση με τον κλασικό λοιπόν, εκλέγεται μεν, κάτι που δημιουργεί διαφωνίες που όντως κάνουν το πολίτευμα «δημοκρατία», και δέχεται καταγγελίες για αλαζονική διακυβέρνηση, πράγμα που προκαλεί τον έλεγχο του και δημιουργεί όρια στη δύναμη του, αλλά είναι στη διακριτική του ευχέρεια να συνεργαστεί, να ακούσει, και σε κάποιες εκλάμψεις πεφωτισμένων με κύρος προσώπων να του αντισταθούν αν αποφασίσει κάτι. Και τα πράγματα χειροτερεύουν γιατί ούτε οργανωμένα συνδικάτα υπάρχουν, ούτε ισχυρές οργανώσεις των πολιτών, ούτε κάτι τέλος πάντων έξω από το κόμμα του που να λειτουργήσει ως θεσμικό και πολιτικό αντίβαρο στην εξουσία Του, ικανό να παράγει προτάσεις πολιτικής (τοπικές ή εθνικές) που να ακουστούν, αν δεν το θελήσει πρώτα ο ίδιος.

Σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον, με αυτό τον πολιτικό πολιτισμό που ανταγωνίζεται να εκλέξει το δικό του Μονάρχη, που οι πολίτες ως οπαδοί ηγετών είτε τον κάνουν θεό, ή τον μισούν θανάσιμα, η Αριστερά στην Ελλάδα έχει πολλά να μάθει από τη Γερμανία. Και λέω την Αριστερά γιατί αυτή, από το εξαιρετικό ρεπορτάζ που γίνεται εδώ στην parallaxi, μαθαίνουμε ότι θέλει ένα άλλο μοντέλο διακυβέρνησης.

Το περιοδικό που μας φιλοξενεί εδώ δεν το αναφέρω τυχαία. Και ο τύπος, η Ενημέρωση, αντί να εστιάζει στα πολιτικά προγράμματα, στις δράσεις και την ανάλυση των επιπτώσεων όσων προτείνουν τα κόμματα, ασχολείται αποκλειστικά με τις ίντριγκες, τα ρούχα της πρώτης κυρίας, και αν είπε κάτι κάποιος υπουργός στο πρωινό κανάλι που φιλοξενείται σχεδόν κάθε μέρα. Ενώ θα μπορούσε να μιμηθεί τη Γερμανία, όπου όλο το ζουμί και η ουσία της πολιτικής ζωής και του ρεπορτάζ αφορά στις πολιτικές προτάσεις που είναι κοστολογημένες, και γύρω από τις οποίες συγκρούονται και συνεργάζονται πολλά κόμματα που κανένα τους δεν λειτουργεί αποκλειστικά για την κατάληψη της Μοναρχίας, τελεία.

Στην Ελληνική Αριστερά βέβαια αρκούσε μία διαφωνία σε σχέση με το Χότζα για να έχουμε δύο κόμματα του 0,03% το καθένα, και άλλες τόσες όπως η τελευταία του κ. Βαρουφάκη σε σχέση με τα γεγονότα του 2015 για να μην υπάρχει σύμπλευση μικρότερων κομμάτων για έναν ευρύτερο πολιτικό σκοπό.

Αρκεί στην Ελληνική Αριστερά μία αντιπαράθεση επί των συμβόλων και των περασμένων γεγονότων και για αυτό ανακινεί σήμερα ως (=επικοινωνιακό) αντίδοτο αποκλειστικά το αντιδεξιό μέτωπο που ήταν αποτελεσματικό για τον Α. Παπανδρέου, το οποίο όμως ούτε μέτωπο συγκροτεί, και το κυριότερο, δεν συσπειρώνει ούτε τις κατώτερες τάξεις (αυτές ψηφίζουν κυρίως άκρα δεξιά) για τις οποίες υπάρχει, ούτε τις πιο μορφωμένες οι οποίες συνήθως μεταφέρουν τις αλλαγές στους θεσμούς.

Η Αριστερά μπορεί να εισάγει λοιπόν από τη Γερμανία έναν τρόπο αντίληψης για την πολιτική και την κοινωνία που να είναι πραγματικά πλουραλιστικός. Μπορεί να μην διασπάσει τις γραμμές που χωρίζουν τους κομματικούς/κινηματικούς φορείς της, αλλά να επιμεληθεί ένα πρόγραμμα με ταξικό πρόσημο συγκεκριμένο μαζί με ινστιτούτα και ερευνητές στο οποίο θα συγκλίνει και θα προτάξει ως πολιορκητικό κριό στην ηγεμονία που χτίζεται. Παρουσιάζοντας παρά τις διαφωνίες για τα ιστορικά γεγονότα του κάποτε ένα πρόγραμμα απτό, κατανοήσιμο με επίκεντρο όλους αυτούς που δεν ακούγονται ή αναλύονται πουθενά, ούτε καν μέσα από τις τάξεις της.

Το βασικό οικουμενικά εγγυημένο εισόδημα, η πολιτική για τα ενοίκια, η κατάργηση των πανελληνίων, η πράσινη πολιτική, οι συμπαιγνίες διακριτών πολιτικών φορέων και η κατάλληλη κατανομή των υπουργείων και των εξουσιών στη βάση των προτάσεων πολιτικής (και όχι των προσώπων) αντί των στείρων αντιπαραθέσεων για το ποιος είναι πιο ριζοσπαστικός και χειρίζεται καλύτερα τον Μαρξισμό μπορεί να μη μαγνητίζει τις μάζες που ψάχνουν για δηλώσεις και τους οπαδούς που ζητούν την ιδεολογική καθαρότητα, αλλά είναι ο μόνος τρόπος μπροστά. Είναι δύο-τρεις παρεμβάσεις που αφού αναλυθούν σοβαρά μπορεί να τις προτείνει με ορατό αντίκρισμα στη ζωή και στις τσέπες εκείνων που θεωρητικά υπερασπίζεται μόνο ένας συνασπισμός κομμάτων με κουλτούρα συνεργασιών.

Αυτό, όπως πιστεύω, συμβαίνει τελικά με τη Γερμανία σε επίπεδο πολιτικής κουλτούρας τώρα, αν και με άλλο ιδεολογικό πρόσημο. Και μπορεί αν το μιμηθεί με μέτρο η Αριστερά, δηλαδή κρατώντας τις συνεργασίες επί πολιτικών και το ρόλο των πιο μικρών κομμάτων, και αφήνοντας το απολιτίκ που συχνά χαρακτηρίζει τον πραγματισμό των βόρειων, να κερδίσει εκεί που φαίνεται ότι χάνει παταγωδώς. Δίνοντας έναν άλλο κυρίαρχο ρυθμό, με τις εξαιρέσεις του φυσικά. Ένα άλλο πιο πειστικό πρόγραμμα πολιτικής διακυβέρνησης, παρά τις διαφωνίες ή τις ιδεοληψίες που εύλογα θα υπάρχουν…

Δεν υπάρχουν σχόλια: