Έμιλι Ντίκινσον* – Δύο ποιήματα – Μετάφραση Αντώνης Μπαλασόπουλος
Ποίημα 372 [Μετά από μέγα πόνο, επίσημο ένα αίσθημα σιμώνει—]
Μετά από μέγα πόνο, επίσημο ένα αίσθημα σιμώνει—
Θρονιάζονται με τελετή οι Αισθήσεις, τάφοι σαν να ’ταν—
Ρωτάει η Καρδιά η άκαμπτη, «ήταν Αυτός που υπέμεινε;»
Και «ήτανε Χτες, ήταν πριν Αιώνες;»
Μηχανικά στριφογυρνάν τα πόδια—
Ξύλινη μια οδός
Στο έδαφος, ή στον αέρα, ή προς τι
Αδιάφορο εγίνη
Του χαλαζία μια γαλήνη, σαν την πέτρα—
Αυτή είναι του Μόλυβδου η Ώρα
Που τη θυμάσαι, αν ζωντανός γλιτώσεις
Όπως ανακαλούν στη μνήμη το Χιόνι οι παγωμένοι
Πρώτα—η Παγωνιά—μετά η νάρκη—μετά η στιγμή που αφήνεσαι—
***
Ποίημα 591 [Μια μύγα άκουσα να ζουζουνίζει—όταν πέθανα—]
Μια μύγα άκουσα να ζουζουνίζει—όταν πέθανα—
Η Ακινησία στο Δωμάτιο
Ήταν σαν του Αέρα την Ακινησία—
Ανάμεσα στης Καταιγίδας τους σπασμούς—
Γύρω τα μάτια—είχαν στεγνώσει απ’ το τρίψιμο τα δάκρυα
Κι οι ανάσες συγκεντρωνόντουσαν αποφασιστικά
Γι’ αυτή την τελευταία πράξη—όταν ο Βασιλεύς
Μες στο Δωμάτιο—Εμφανίζεται
Τα Τιμαλφή μου έδωσα διαθήκη—Υπέγραψα να πάρουν
Το τμήμα του εαυτού μου που μπορούσε
Να διαμοιραστεί—κι ήτανε τότε
Που στη μέση μπήκε μια μύγα—
Με βόμβο μπλε—αβέβαιο—διστακτικό
Στο φως—κι εμένα ανάμεσα
Και τότε τα Παραθύρια σβήσαν—και τότε
Δεν έβλεπα να δω—
***
Πηγή: thraca.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου