Βασίλης Βασιλικός*, [Τασκένδη μακρινή, όπου ανθούν...]
[Λάκα – Σούλι (1967-1974), ενότητα 2: Λάκα – Σούλι]
18
Στον Πέτρο Ανταίο**
Τασκένδη μακρινή, όπου ανθούν
«τα στυφά, σοφά γκόρτσια του χρέους»,
τρία μερόνυχτα απ’ τη Μόσχα με το τρένο
πέντε ώρες με τ’ αεροπλάνο
και βάλε Μόσχα – Γιάννενα, Μόσχα – Πεντάλοφο,
Μόσχα – Λάκα-Σούλι, όπου ακόμη ο αραμπάς
καταπονεί τους δρόμους. «Υπάρχουν Έλληνες
τύπου Τασκένδης», είπε και γέλασε.
Μα η αντάρτισσα δεν γέλασε καθόλου,
ούτε ο αδερφός της που είκοσι χρόνια
«λίμαξε πατρίδα η ψυχή του».
Τασκένδη η σεισμόπληκτη, στα σύνορα της Κίνας,
με τους σαράντα σου υπό σκιάν το καλοκαίρι,
«σαν την Ελλάδα», είπε, «όπου τα μονοπάτια
στο αντάρτικο γίναν αυτοκινητόδρομοι
για τους τουρίστες∙ «σαν την Αθήνα», είπε,
«όπου οι δρόμοι της Αντίστασης
βαφτίστηκαν με ονόματα ξένων σωτήρων».
Τασκένδη με τους ορεινούς, τωρινούς επιστήμονες
(παιδίατροι, ηλεκτρονικοί, μεταλλειολόγοι),
που κάποτε θα γύριζαν πιο χρήσιμοι στον τόπο τους,
μα η πατρίδα, αντί να ’ρχεται πιο κοντά,
όλο και ξεμακραίνει, σαν τα όνειρα
που τα ξεχνάς όσο καλύτερα ξυπνάς
κι είναι το ολέθριο νερό της βρύσης
μια κατάρα, ώσπου λυτρωτική σε ακουμπά
η κεντημένη απ’ τη γιαγιά σου
«ΚΑΛΗΜΕΡΑ» στην πετσέτα.
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Βασίλης Βασιλικός: Τα Ποιήματα (2006)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου