Ο 'Ηλιος (που κρύφτηκε) και ο Χρόνος (που χάθηκε), Μίκη...
Μόλις πριν δυο χρόνια σου σου είπα πόσο σημαντικός υπήρξες στη ζωή μου, Μίκη. Πόσο κομβική ήταν η παρουσία σου στο μεγάλωμα μου, στα παιδικά μου χρόνια, τότε που ήσουν νέος και δυνατός, τότε που άναβες ένα διακόπτη και γέμιζε η ψυχή των Ελλήνων φως.
Για την ακρίβεια δεν στο είπα. Στο έγραψα. Εκεί στο μέσεντζερ που μιλούσαμε, όποτε αισθανόσουν καλύτερα. Είχες και λογαριασμό στο φέισμπουκ, άλλωστε. Ένας λογαριασμό που τον ήξεραν μόνο ‘λίγοι και εκλεκτοί’ όπως έλεγες. Μπήκα κι εκεί να σου πω ένα γεια. Είχες φύγει.
Τον τελευταίο καιρό σάς θυμάμαι ώρες ατέλειωτες να ανταλλάσσετε στο φεισμπουκ μηνύματα με την Σύλβα. Λέγατε, λέγατε, μιλάγατε για τέχνη, για πολιτική, για την υγεία σας για τα πάντα. Σάς παρακολουθούσα κι έλεγα μέσα μου αχ Παναγιά μου να έχω τα μυαλά τους στην ηλικία τους αυτά τα ξυράφια τα ακονισμένα, αυτά τα λεπίδια που με ακρίβεια μοιρογνωμονίου έτεμναν λέξεις, έννοιες, ιδέες και συναισθήματα.
Σιγά σιγά αραίωσαν κι αυτά…
Κουραζόσουν πολύ Μίκη.
Βάραινες…
Μέχρι που σταμάτησαν.
Ήθελες να φύγεις. Ούτε νοσοκομεία, ούτε γιατρούς, ούτε τους πόνους τους φριχτούς άντεχες πια. Στο κρεββάτι σου, εκεί να κλείσεις τα μάτια να τελειώνεις κάποτε που να πάρει η ευχή, να τελειώνεις πια.
Πριν φύγεις, όλα τα μεταθανάτια τα οργάνωσες στην εντέλεια. Αυτή ήταν άλλωστε η τελευταία σου επιθυμία: όπως όριζες τη ζωή σου, έτσι να ορίσεις και τον θάνατο σου. Μέχρι το γραφείο τελετών διάλεξες. Δεν είχα ξανακούσει κανέναν να επιλέγει τους ανθρώπους που θα τον συνοδεύσουν στο τελευταίο του σπίτι. Μόνο εσύ το είχες κάνει. Αλλιώτικος από μας. Διαφορετικός. Άλλο ύφασμα γερό, αθάνατο. Γι’ αυτό – ΚΑΙ γι’ αυτό – εσύ ήσουν ο Ένας κι εμείς οι Πολλοί.
Γενικώς εσύ ήσουν ο Ένας κι εμείς οι Πολλοί. Γι’ αυτό το μπόι σου ξεχώριζε ανάμεσά μας. Γι’ αυτό μάς έριχνες ένα κεφάλι, γι’ αυτό στεκόσουν πάντα τόσο ψηλά. Ακόμα κι όταν σκόνταφτες, ακόμα κι όταν έπεφτες, σηκωνόσουν ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Και θυμώναμε μαζί σου. Κι ύστερα το ξεχνάγαμε. Και σε αγαπούσαμε ξανά. Και ξανά και ξανά.
Σε ευχαριστώ.
Σε ευχαριστώ που γνώρισες ένα μικρό κοριτσάκι χωρίς πατέρα κι άνοιξες σαν φτερούγες την αγκαλιά σου να με κλείσεις μέσα μαζί με τα δικά σου παιδιά.
Σε ευχαριστώ που όποτε είχα ανάγκη να μιλήσω, να μοιραστώ τα παιδικά μου τραύματα, ήσουν εκεί να με ακούσεις.
Σε ευχαριστώ για τα γέλια που μάς χάρισες όταν τα είχαμε τόση ανάγκη. Τότε που έπαιρνες το μπουζουκάκι, αυτοσχεδίαζες λαϊκά στιχάκια και πέφταμε στα πατώματα.
Κάπου πρέπει να έχω ακόμα την ταινία του μαγνητοφώνου που σε είχε ηχογραφήσει η μητέρα μου να τραγουδάς χιουμοριστικά τα σουξέ της μόδας τότε και να σκαρώνεις δικά σου καινούργια. ‘Απίθανη με τσάκισες μ’ έκανες μανταλάκι…’ συγγνώμη δε θυμάμαι παρακάτω. Τα γέλια θυμάμαι. Τα γέλια.
Ερχόσουν με το αυτοκίνητο - μια αρχόντισσα Σιτροέν ο μεγάλος ο βάτραχος με τα καθίσματα τα μαλακά σαν πούπουλα - και με πήγαινες στα γαλλικά και στο μπαλέτο που βαριόμουνα. Με περίμενες απ’ έξω για να με γυρίσεις σπίτι.
Το κουβεντιάζαμε την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε.
«Αν δεν ήμουν εγώ, θα μάθαινες ποτέ μπαλέτο;». Γελούσες.
«Ευτυχώς που έμαθα κι απόκτησε μια πρίμα μπαλαρίνα το διεθνές στερέωμα».
Θυμάμαι. Όλα τα θυμάμαι. Και το ταξίδι που με πήρες μαζί σου στη πρώην Γιουγκοσλαβία για να παρακολουθήσουμε μαζί την πρεμιέρα της ταινίας ‘Τίτο’ που πρωταγωνιστούσε ο Ρίτσαρντ Μπάρτο και είχες γράψει τη μουσική στο Ντουμπρόβνικ.
Γυρίζοντας στο ξενοδοχείο (Εξέλσιορ αν θυμάμαι καλά) ήμουν τόσο κουρασμένη που κοιμηθηκα στο πίσω κάθισμα. Χρόνια αργότερα θα μάθαινα πως εκείνη τη νύχτα υπήρχε ένα συμβόλαιο θανάτου στο όνομά σου από μια εξτρεμιστική φασιστική οργάνωση στο όνομα σου. Μάς κυνηγούσαν να σε σκοτώσουν, αλλά δεν μού είπες τίποτα για να μη με τρομάξεις. Πρόσφατα κάπου το διάβασα να το λες νομίζω, έτσι το έμαθα και εγώ.
Σε ευχαριστώ που με άφησες να σάς συντροδεύσω στις συναυλίες σας στο Παρίσι και στη Νότιο Γαλλία, τότε με Αντώνη Καλογιάννη, με Αφροδίτη Μάνου και Πέτρο Πανδή. ΄Ηταν κι ο γιος σου μαζί, ο Γιωργάκης, τι ωραία χρόνια, τι ωραίοι ήλιοι…
Ο Ήλιος κι ο Χρόνος. Που τον αφιέρωσες στην Σύλβα και στην Έλενα στα χρόνια της Χούντας.
‘Στο τέταρτο πάτωμα, η μαμά σου κοιμάται Έλενα
Μουσική θεία τα όνειρα της…’
Κι ήταν το τέταρτο πάτωμα του τραγουδιού, η αστυνομική Ασφάλεια στην οδό Μπουμπουλίνας όπου κρατούσαν η μητέρα μου πριν οι στρατοδίκες την δικάσουν σε δέκα χρόνια κάθειρξη και την οδηγήσουν στις φυλακές Αβέρωφ, ως ηγετικό στέλεχος του ΠΑΜ Πατριωτικού Μετώπου κατά της Χούντας.
Θυμάμαι που είχες κρυφτεί για να μη σε πιάσουν οι φασίστες στο σπίτι του αδελφού της μητέρας μου Γιώργου Γιαβάσογλου που με την καρδιά και την ψυχή του το είχε παραχωρήσει στον αγώνα. Ήταν δέκα λεπτά με τα πόδια από το δικό μας κι εκεί στα 12 μου χρόνια σάς έφερνα κάθε μέρα τα κατσαρολάκια με το φαγητό. Γράφω ‘σας’ γιατί στην ίδια κρυψώνα ήταν ο Κώστας Φιλίνης και ο Μπάμπης Δρακόπουλος – κι εκείνος μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης ΠΑΜ.
Θυμάμαι. Και θυμάμαι και θυμάμαι και τελειωμό δεν έχουν τα θυμάμαι μου καθώς σήμερα ο θάνατός σου μου παίρνει πίσω τον Ήλιο και τον Χρόνο μου, καθώς σήμερα ο θάνατος σου σβήνει τον Ήλιο και διώχνει τον Χρόνο.
Κι αυτό που γράφω σήμερα για σένα, δεν είναι αγιογραφία. Είναι η υποκειμενική ματιά ενός παιδιού που ευλογήθηκε να κουρνιάσει κάτω από τον ίσκιο σου, όταν το είχε ανάγκη.
Επουράνιοι ποταμοί, υπόγειοι χείμαρροι
κατεβαίνουν παφλάζοντας,
οδός Ονείρων, Ομόνοια,
Σύλβα, Σύλβα…
Ο Ήλιος έσβησε.
Ο Χρόνος χάθηκε.
Όμως εμείς θα ανταμώσουμε, Μίκη. Όλοι μαζί.
Έλενα Ακρίτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου