Οι Τσέχοι και το 1821
Όταν ξέσπασε η εξέγερση του 1821, στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων κυριαρχούσε το απολυταρχικό καθεστώς του καγκελαρίου Μέτερνιχ. Οι φιλελεύθερες ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης είχαν σημαντικό αντίκτυπο στους Πολωνούς και Ούγγρους, οι οποίοι, διαθέτοντας ισχυρές ελίτ και συνείδηση της πρότερης κρατικής τους υπόστασης, διεκδικούσαν από τις αρχές του 19ου αιώνα την εθνική τους αναγέννηση. Διαφορετική ήταν η περίπτωση των εθνικών κινημάτων στην Τσεχία και στη Σλοβακία. Οι μεν Σλοβάκοι δεν μπορούσαν να επικαλεστούν ύπαρξη πρότερου κράτους, οι δε Τσέχοι διέθεταν αδύναμες ελίτ, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό είχαν ταυτιστεί με την αυστριακή αριστοκρατία.
Το εθνικό κίνημα στην Τσεχία εμφανίστηκε με αρκετή καθυστέρηση, προβάλλοντας ως κύριο αίτημα την αναγέννηση της τσεχικής γλώσσας, η οποία μέχρι τότε θεωρούνταν ένα ιδίωμα ακαλλιέργητων χωρικών. Ο αγώνας για την αναγνώριση της τσεχικής γλώσσας, μαζί με την αχνή ανάμνηση του τσεχικού βασιλείου την περίοδο του 14ου και 16ου αιώνα, διαδραμάτισαν τον σημαντικότερο ρόλο στο κίνημα για την εθνική αφύπνιση των Τσέχων. Το 1821 το κίνημα των Τσέχων «αφυπνιστών» βρισκόταν στα γεννοφάσκια του. Σε πρωταγωνιστές αυτού του κινήματος, κι ενόσω η πλειονότητα του αγροτικού πληθυσμού της Τσεχίας και της Σλοβακίας βρισκόταν σε λήθαργο, αναδείχτηκαν ορισμένοι εκπρόσωποι της αδύναμης μικρομεσαίας τάξης που ζούσε σε αστικό περιβάλλον. Από το περιβάλλον «των πλουσιότερων φτωχών και των φτωχότερων πλουσίων» αναδείχτηκαν εκείνοι που έθεσαν σε κίνηση την ιδέα της τσεχικής παλιγγενεσίας. Επρόκειτο, κυρίως, για δασκάλους, κατώτερους υπαλλήλους και ιερείς της Καθολικής Εκκλησίας.
Ανασχετικό ρόλο στην ανάπτυξη δυναμικού εθνικού κινήματος στην Τσεχία και στη Σλοβακία έπαιξε η γειτνίαση με το ισχυρό ρωσικό στοιχείο, που στη συνέχεια μετεξελίχθηκε σε πανσλαβιστικό κίνημα. Την εποχή που τα όρια μεταξύ «πατριωτισμού του μπαρόκ» και του «πατριωτισμού του διαφωτισμού», για να χρησιμοποιήσουμε τους χαρακτηρισμούς του Τσέχου ιστορικού Γιαν Κρζεν, ήταν ακόμα δυσδιάκριτα, έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα βιβλία και οι πρώτες εφημερίδες στην τσεχική γλώσσα. Το 1821, δυο εβδομαδιαίες εφημερίδες διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην ενημέρωση του περιορισμένου τσεχικού αναγνωστικού κοινού: Η «Αυτοκρατορική, βασιλική και πατριωτική Εφημερίδα του Κραμέριου» (Krameriovy císařsko-královské vlastenecké noviny) και ο «Πατριωτικός Αγγελιοφόρος» (Vlastenecký zvěstovatel). Το περιεχόμενό τους δεν ήταν αφιερωμένο αποκλειστικά στην ειδησεογραφία, αλλά διέθετε και εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα. Συχνά στην ύλη τους περιλάμβαναν ένθετα με ιστορικά ή ταξιδιωτικά αφιερώματα, διηγήματα, περιγραφές ζώων και φυτών κ.λπ.
Την περίοδο της Επανάστασης του ’21 στα ένθετα των δύο παραπάνω εντύπων δημοσιεύτηκαν εκτενή αφιερώματα για τη Μολδοβλαχία και την Ελλάδα, με ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τον πληθυσμό, τη σύνθεση, τη γλώσσα, την ιστορία, τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες και τα έθιμά τους. Η παρουσίαση των σημαντικότερων γεγονότων γινόταν με βάση τη γεωγραφική διαίρεση της εποχής. Σε μια ειδησεογραφική ενότητα που αφορούσε την «Αυστριακή Αυτοκρατορία» ή την «Τουρκική Αυτοκρατορία» δημοσιεύονταν περισσότερες ειδήσεις, συχνά χωρίς αλληλουχία ή συνάφεια. Εκδότης, δημοσιογράφος και επιμελητής των κειμένων των εφημερίδων ήταν συχνά το ίδιο πρόσωπο. Κύρια πηγή ενημέρωσης των τσεχικών εντύπων ήταν, κατά κανόνα, οι αυστριακές εφημερίδες.
Με δεδομένη την εχθρότητα του Μέτερνιχ για κάθε επαναστατικό κίνημα, καθώς και την έμφυτη αντιπάθειά του για τον Τύπο, «τον μεγαλύτερο, άρα και πιο άμεσο, κίνδυνο», όπως έλεγε, αντιλαμβανόμαστε ότι τα περιθώρια κινήσεων των δύο τσεχικών εντύπων ήταν αρκετά περιορισμένα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο τι εικόνα περνούν στους αναγνώστες οι δύο εφημερίδες για τα επαναστατικά γεγονότα στη Μολδοβλαχία και στη νότια Ελλάδα; Οι ειδήσεις (ανα)δημοσιεύονταν συνήθως με καθυστέρηση τεσσάρων έως έξι εβδομάδων. Κομιστές των ειδήσεων σ’ αυτές ήταν υπάλληλοι των ταχυδρομείων, ιδιαίτερα από την περιοχή της Τρανσυλβανίας και της Μπουκοβίνας, οι οποίες συνορεύαν με τις επαναστατημένες περιοχές της Μολδοβλαχίας, ή ναυτικοί που έφταναν στο λιμάνι της Βενετίας από τις περιοχές της νότιας Ελλάδας ή των Ιονίων.
Η σχετική ειδησεογραφία καλύπτει με ακρίβεια, αν και χαοτικά, τα σημαντικότερα γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Μολδοβλαχία: την άφιξη του Υψηλάντη, τις προκηρύξεις του στο Ιάσιο, την αμφιλεγόμενη σχέση του με τον Τούντορ Βλαντιμιρέσκου και, παράλληλα, την αναταραχή που προκάλεσε το νέο της επανάστασης στην Υψηλή Πύλη, την αποκήρυξη του Υψηλάντη και των επαναστατών από τον Τσάρο και τον Μέτερνιχ, όπως και τον αφορισμό τους από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Τον Απρίλιο εμφανίστηκαν οι πρώτες ειδήσεις για τον ξεσηκωμό στον «Μωρέα». Στην αρχή οι πληροφορίες που έφταναν από τη νότια Ελλάδα ήταν συγκεχυμένες και συχνά συσχετίζονταν με την «ανταρσία» του Αλή Πασά. Οι αναδημοσιευμένες ειδήσεις αναπαρήγαγαν ώς ένα βαθμό την ουδέτερη έως εχθρική στάση των αυστριακών εντύπων για την «ανταρσία» των Ελλήνων και των «συνοδοιπόρων» τους. Γίνεται π.χ. λόγος για λεηλασίες Ελλήνων και Βλάχων εις βάρος τουρκικών περιουσιών στη Μολδοβλαχία, ενώ η είσοδος των οθωμανικών στρατευμάτων στο Βουκουρέστι χαρακτηρίζεται ως απελευθέρωση των κατοίκων από την τυραννία των εξεγερμένων.
Στη συνέχεια, και αφού γίνονται γνωστά τα σκληρά αντίποινα των Τούρκων, στις ειδήσεις επικρατεί ο ουδέτερος τόνος. Η έκταση που αφιερώνουν τα δύο τσεχικά έντυπα στα γεγονότα της Μολδοβλαχίας και της Πελοποννήσου καλύπτουν μεγάλο τμήμα της ύλης τους. Η εξέγερση των Ελλήνων αντιμετωπίζεται ως γεγονός παγκόσμιας σημασίας και αποτελεί τη σημαντικότερη εξωτερική είδηση καθ’ όλη τη διάρκεια του 1821, όπως και των επόμενων ετών. Στο πρώτο φιλικό για τους εξεγερμένους σχόλιο, που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1821 στην «Εφημερίδα του Κραμέριου», γίνεται λόγος για έναν «δίκαιο αγώνα» που αποσκοπεί στην απελευθέρωση των Ελλήνων από την σκλαβιά και την τυραννία. Κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών οι τσεχικές εφημερίδες εγκατέλειψαν την ουδέτερη στάση και, αρχικά διστακτικά, στη συνέχεια πιο θαρραλέα, υιοθέτησαν μια πιο φιλική στάση για τους εξεγερμένους Έλληνες. Αυτό γίνεται αντιληπτό από την έμφαση που δίνουν στις στρατιωτικές νίκες των επαναστατών ή στα αντίποινα των Τούρκων, ενώ αντίθετα αποσιωπούν τις ήττες των Ελλήνων.
Αναμφίβολα, σημαντικό ρόλο στην αλλαγή στάσης των τσεχικών εντύπων διαδραμάτισε το φιλελληνικό κίνημα. Υπό την επιρροή του η επανάσταση των Ελλήνων αντιμετωπίστηκε ως δίκαια εξέγερση ενός χριστιανικού έθνους, το οποίο προσπαθούσε να απαλλαγεί από την τυραννία αλλόπιστων βαρβάρων, ως αγώνας του καλού εναντίον του κακού. Οι συμπάθειες των Τσέχων προς τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα τον Ελλήνων θα προσλάβουν μεγαλύτερη έκταση δυο δεκαετίες αργότερα, βρίσκοντας περίοπτη θέση και στα έργα Τσέχων λογίων. Ήταν η εποχή που το ώριμο πλέον εθνικό κίνημα των Τσέχων ζητούσε την χειραφέτησή του στο πλαίσιο της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων.
* Ο Κώστας Τσίβος είναι επίκουρος καθηγητής σύγχρονης ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Καρόλου, στην Πράγα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου