Zehra Doğan*: ζωγραφίζοντας με μέλι, φρούτα και αίμα
«Στη γη μας, έχουμε συνηθίσει το θάνατο, επειδή έχουμε δει πολλούς ανθρώπους να χάνουν τη ζωή τους- γονείς και συγγενείς»
του Alessio PerroneΗ Doğan συνέλεξε ιστορίες για γυναίκες πολιτικούς κρατούμενους και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και έγραψε άρθρα σχολιασμού που δημοσιεύονταν σε μία DIY έκδοση. Επειδή δεν μπορούσε να βγάλει φωτογραφίες, ζωγράφιζε τις εικόνες χρησιμοποιώντας υλικά που της έστελναν στη φυλακή οι υποστηρικτές της από έξω. Οι τουρκικές αρχές δεν αγνόησαν αυτό το είδος ακτιβισμού. Το Σεπτέμβρη, διενεργήθηκαν εφόδοι σε κελιά, ελπίζοντας να βρουν εκτυπωτές και αποδεικτικά στοιχεία για την ταυτότητα του ανθρώπου που εξέδιδε την εφημερίδα. Όμως, η έφοδος ήταν αναποτελεσματική- τα πάντα γίνονταν στο χέρι.
Η Zehra Doğan γνώριζε πως θα την συλλάμβαναν αν πήγαινε στο Nusaybin, στην Τουρκία. Άλλωστε την είχαν προειδοποιήσει για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Μετά από τρία χρόνια ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, η ένταση ανάμεσα στην Τουρκία και το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (ΡΚΚ) ξεκίνησε να κλιμακώνεται το 2015, και το Nusaybin, που βρίσκεται στα σύνορα με τη Συρία, βρέθηκε στο επίκεντρο μίας σύγκρουσης που κόστισε τη ζωή σε 3000 ανθρώπους.
«Στη γη μας, έχουμε συνηθίσει το θάνατο, επειδή έχουμε δει πολλούς ανθρώπους να χάνουν τη ζωή τους- γονείς και συγγενείς», είπε η Doğan μέσω του διερμηνέα της.
Η πόλη, που έχει πληθυσμό ογδόντα χιλιάδων κατοίκων βρίσκεται σε κατάσταση στρατιωτικής πολιορκίας ενώ έχει τεθεί και περιορισμός στην ελευθερία της κυκλοφορίας των πολιτών. Από το 2015, όταν οι συγκρούσεις επανεκκίνησαν, η τουρκική κυβέρνηση απαγόρευσε τη λειτουργία των κουρδικών μέσων ενημέρωσης, των οργανώσεων, των σχολείων εκμάθησης της κουρδικής γλώσσας και των πολιτιστικών ιδρυμάτων.
Οι ειδησεογραφικές αναφορές στην περιοχή κάλυπταν μονοδιάστατα την αφήγηση του τουρκικού στρατού και η Zehra Doğan- μία Κούρδισσα δημοσιογράφος που εργαζόταν για την Jinha, μία φεμινιστική πλατφόρμα που αποτελείτο αποκλειστικά από γυναίκες- ήθελε να καταγραψει αυτά που γίνονταν από την άλλη πλευρά.
«Προέρχομαι από ένα λαό που η γλώσσα και η ταυτότητά του έχουν υποβιβαστεί απο το τουρκικό κράτος», λέει.
Έγραψε πρόσφατα στον Independent: «Αν δεν πήγαινα, θα ήταν σαν να εγκατέλειπα το λαό μου. Οι ιστορίες τους δεν θα είχαν ακουστεί ποτέ».
Βλέποντας τον κόσμο διαφορετικά
Όμως, η σύλληψη της Doğan τον Ιούλιο του 2016 δεν οφειλόταν στη δημοσιογραφία, αλλά στη ζωγραφική της.
Πιστεύοντας πως ο κόσμος θα αδυνατούσε να κατανοήσει τον Kουρδικό λαό, τις συνήθειες και την κουλτούρα του, στον ελεύθερο της χρόνο άρχισε να ζωγραφίζει σκηνές που απεικόνιζαν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής και γυναικείες φιγούρες που αποτυπώνονταν στο χαρτί με τα πιο ζωηρά χρώματα. Όταν συνειδητοποίησε πως τα άρθρα στη Jinha άρχιζαν να μη λαμβάνουν την ανάλογη σημασία ή να λογοκρίνονται από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, τότε ξεκίνησε να χρησιμοποιεί την τέχνη της ως ένα μέσο καταγραφής των γεγονότων. Έπειτα αναρτούσε τα έργα της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι εικόνες της, που προσέφεραν την κουρδική οπτική που απουσίαζε, σύντομα άρχισαν να διαδίδονται εκτενώς.
Το πιο διάσημο έργο της ήταν η αναπαραγωγή μίας φωτογραφίας της στρατιωτικής παρουσίας στην Nusaybin, αλλά με μία αλλαγή: τα τανκς είχαν μεταμορφωθεί σε λυσασμένα ανθρωποφάγα τέρατα.
Μετά τη σύλληψή της, μάρτυρες κατέθεσαν στο δικαστήριο πως εκείνη ήταν μέλος μίας παράνομης οργάνωσης- μια κατηγορία που την οδήγησε στη φυλακή ως υπόδικη.
Η ζωή στη φυλακή
Κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού της, το καλλιτεχνικό έργο της Doğan πήρε μία νέα πνοή. Βρήκε τις τουρκικές φυλακές να σφύζουν από ζωή: το κράτος φυλάκιζε μαζικά Κούρδους δημοσιογράφους απο το 2015, αλλά μετά από μία πραξικοπηματική απόπειρα το 2016, ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι και ακτιβιστές από ολόκληρη τη χώρα βρίσκονταν πλεον στη φυλακή. Με μαζικά πογκρόμ και τη χρήση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, οι αρχές συνέλαβαν πάνω από 60,000 ανθρώπους το 2016 μόνο, ενώ προέβησαν σε περιορισμό της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και έκλεισαν εφημερίδες που ασκούσαν κριτική στο κράτος.
«Υπήρχαν πολλοι δημοσιογράφοι που είχαν τόσες ιστορίες να διηγηθούν», λέει. «Και οι αναγνώστες τους ήταν επίσης στη φυλακή.» Γι’ αυτό ήταν αναγκαίο να ιδρυθεί μία εφημερίδα εκεί. Η Doğan συνέλλεξε ιστορίες για γυναίκες πολιτικούς κρατούμενους και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και έγραψε άρθρα σχολιασμού που δημοσιεύονταν σε μία DIY έκδοση. Επειδή δεν μπορούσε να βγάλει φωτογραφίες, ζωγράφιζε τις εικόνες χρησιμοποιώντας υλικά που της έστελναν στη φυλακή οι υποστηρικτές της από έξω.
Οι τουρκικές αρχές δεν αγνόησαν αυτό το είδος ακτιβισμού. Το Σεπτέμβρη, διενεργήθηκαν εφόδοι σε κελιά, ελπίζοντας να βρουν εκτυπωτές και αποδεικτικά στοιχεία για την ταυτότητα του ανθρώπου που εξέδιδε την εφημερίδα. Όμως, η έφοδος ήταν αναποτελεσματική- τα πάντα γίνονταν στο χέρι. Μετά τις εφόδους, η Doğan και άλλοι κρατούμενοι εξέδοσαν ένα άλλο τεύχος της εφημερίδας. Η ίδια θυμάται ακόμα το εξώφυλλο, που έγραφε: «Eίμαστε έγκλειστοι, αλλά σας κυνηγάμε ακόμα».
Οι άνθρωποι έξω από τη φυλακή έστελναν καμβάδες, πινέλα και μπογιές στην Doğan, σύνεργα που η ίδια χρησιμοποιούσε για να διδάξει ζωγραφική σε άλλες κρατούμενες. Αποτύπωναν στο χαρτί τις δικές τους εικόνες κι εντυπώσεις για την κακοποίηση που βίωναν καθημερινά.
Το Σεπτέμβρη του 2016, η δίκη της Doğan ολοκληρώθηκε. Δεν βρέθηκε ένοχη σε καμία κατηγορία και αποφυλακίστηκε. Αλλά η εκεχειρία δεν κράτησε για πολύ: την συνέλαβαν ξανά το Μάρτιο του 2017 και την καταδίκασαν σε ποινή τριών ετών για «προπαγάνδα υπέρ τρομοκρατικής οργάνωσης», μία κατηγορία που δε στηρίχτηκε σε τίποτα περισσότερο από τις αναρτήσεις των έργων της στα μέσα κοινωνικής δικύωσης.
Παγκόσμια αναγνώριση
Στο νέο κελί της, στη φυλακή Diyarbakır, η Doğan ήρθε αντιμέτωπη με νέα επίπεδα καταστολής. Οι αρχές απαγόρευσαν τα σύνεργα ζωγραφικής μέσα στη φυλακή.
Χωρίς τα απαραίτητα σύνεργά της, δημιούργησε μπογιές χρησιμοποιώντας μέλι, φρούτα και αίμα. Ζωγράφιζε πανω σε χάρτινες συσκευασίες και πεταμένα αντικείμενα που έβρισκε στα σκουπίδια. Κάθε φορά οι αρχές κατείσχαν παραδειγματικά τα έργα της.
Η ιστορία της τράβηξε την προσοχή όλου του κόσμου. Από τη μία, αντιμετωπιζόταν ως τρομοκράτισσα στην Τουρκία. Από την άλλη ο Banksy είχε ζωγραφίσει μία τοιχογραφία για εκείνη στη Νέα Υόρκη. Ο Ai Weiwei της έγραφε γράμματα και η ίδια ήταν υποψήφια για διάφορα βραβεία στη Δύση.
Θυμάται με στοργή τη διεθνή στήριξη και τα γράμματα που της έστελναν, λέγοντας πως ανέβαζαν πολύ το ηθικό της και των άλλων γυναικών δημοσιογράφων, πολιτικών και ακαδημαϊκών που βρίσκονταν στη φυλακή μαζί της.
Αρκετές από αυτές τις γυναίκες είναι ακόμα κρατούμενες, αλλα η Doğan αποφυλακίστηκε στις 24 Φεβρουαρία 2019. Πρόσφατα ταξίδεψε στο Λονδίνο για να παραλάβει ένα βραβείο για την ελευθερία της έκφρασης στην τέχνη και να γίνει επίσημα μέλος της οργάνωσης PEN International.
Αρκετά έχουν αλλάξει από τη σύλληψή της πριν από τρία χρόνια: η άνοδος του εθνικισμού και κάποιων υψηλά ιστάμενων ανδρών που ασκούν έντονη επιρροή σε πολλές χώρες της Δύσης είχαν ως αποτέλεσμα να δεχτούν πολλά πυρά οι αλληλέγγυες Μ.Κ.Ο. αλλά και η διεθνής κοινότητα που την στήριξε.
Ο «δυνατός άνδρας» της ίδιας της Τουρκίας, ο πρόεδρος Erdoğan, που ενορχήστρωσε ένα κύμα καταστολής της κοινωνίας- αντιμετώπισε μια μεγάλη εκλογική ήττα στην Άγκυρα και την Ιστανμπουλ πρόσφατα, περιοχές που είχαν στηρίξει την άνοδό του στην εξουσία. «Αυτό σημαίνει πολλά σε μία τέτοια εποχή καταπίεσης, το να πάνε οι άνθρωποι και να ψηφίσουν ενάντια στον Erdoğan», είπε η Doğan.«Θα μπορούσες να συλληφθείς μόνο και μόνο επειδή έχεις δηλώσει πως δε σου αρέσει».
Παρά το γεγονός ότι η λειτουργία της Jinha απαγορεύτηκε από το κράτος λίγο μετά τη σύλληψη της Doğan, η πλατφόρμα υπάρχει ακόμα με το όνομα Jinnews. Για τη Zehra Doğan, μία φυσιολογική ζωή ίσως και να πλησιάζει. Έχοντας κρατήσει κάποιους από τους πίνακες των συγκρατουμένων της, σχεδιάζει να οργανώσει μία έκθεση ζωγραφικής και να επιστρέψει σύντομα στη Nusaybin.
Πηγή New Internationalist
H φωτογραφία του άρθρου προέρχεται απο τον ιστότοπο ANF
Μετάφραση BlackCat
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου