Δευτέρα, Νοεμβρίου 25, 2019

ΣΦΥΡΙΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΓΕΝΤΙ ΚΟΥΛΕ




Ο ΑΧΩΝΕΥΤΟΣ

Διήγημα

Στον Τριαντάφυλλο Μηταφίδη,
ός  μάλα πολλά πλάχθη εν  ταις των φασιστών ειρκταίς

Στη γειτονιά ήρθαν πριν δέκα χρόνια. Έχτισαν ένα τρίπατο , στο ισόγειο αυτός και η γυναίκα του, στους ορόφους τα παιδιά τους, άντρας και γυναίκα, ανύπαντροι κι οι δυο.
Στριφνοί άνθρωποι και αγέλαστοι
, δεν είχαν πάρε δώσε με κανένα ούτε καλημέρες -καλησπέρες. . Κανένας δεν ήξερε από πού κρατάει η σκούφια τους, ποιο το επάγγελμα του γέρου όταν εργαζόταν
Το σπίτι τους όλη μέρα μες στη σιωπή βουτηγμένο, στα παράθυρα του ισογείου βαριές κουρτίνες, αδιαπέραστες , λες κι είχανε παρατεταμένο  βαρύ πένθος.
Δυο φορές τη μέρα ο γέρος έβγαινε στο δρόμο με μια σκούπα, το πρωί , για να σαρώσει ό,τι σκουπίδι βρισκόταν πεταμένο σε ακτίνα δέκα μέτρων απ’ το σπίτι και τ’ απόγευμα για να κυνηγήσει τα παιδιά που ψευτόπαιζαν μπάσκετ.
Ήταν προφανές ότι ο άνθρωπος ήταν ψυχωτικός. Έπλενε  με τη μάνικα καθημερινά το δρόμο, κυνηγούσε με το μπαστούνι του τα σκυλιά και τις γάτες, έχοντας μονίμως στραμμένη  την πλάτη στους γείτονες  που περνούσαν από μπροστά του. 
Τρωγόταν με τα ρούχα του, μάνιαζε όταν έβλεπε ακαθαρσίες σκύλων έξω από την πόρτα του, έβριζε θεούς και δαίμονες. Στρεφόταν προς τις πολυκατοικίες που ορθώνονταν πάνω από τη χαμοκέλα του. « Να πάρετε τα βρομόζωά σας να χέζουν έξω από την πόρτα σας!» και «Θα σας δείξω εγώ!». Μερικές φορές κολλούσε χαρτιά ανορθόγραφα στο στύλο της ΔΕΗ, όπου απειλούσε με μηνύσεις όσους φιλόζωους δε θα έβαζαν στο εξής πάνα στο σκυλί τους.

Όπιος ξαναφέρει το σκύλο του
να κοπρήση μπροστα στη πόρτα μου

είναι απολήτηστος και θα του κάνω μίνυσιν
 
Μια μέρα τσακώθηκε και με την Κούλα:
«Να μην ξαναπεράσεις από δω με το σκυλί σου!»
«Και ποιος είστε εσείς που θα ορίσετε από πού θα περνάω;»
«Αυτό που σου λέω! Μακριά από το σπίτι μου! Μας έχετε γ@@ήσει με τα σκ@@ά σας, χολέρα και πανούκλα θα πάθουμε …»
« Μιλάτε παράλογα , κύριε! Σε λάθος άνθρωπο απευθύνεστε. Μη γενικεύετε. Το σκυλί μου είναι εμβολιασμένο και επιπλέον βλέπετε τη σακούλα που κρατάω στα χέρια μου; Την έχω για να μαζεύω τις ακαθαρσίες  του.»
« Μου βγάζεις γλώσσα από πάνω;. Αυτό είναι θράσος! Θα με βγάλεις και τρελό ; Απ΄ό,τι ξέρω είσαι δασκάλα . Μπορείς να μου πεις , κυρία μου, τι  μαθαίνεις στα παιδιά σου , να ρυπαίνουν το χώρο;»
«Δε θα σας δώσω λόγο  για το τι μαθαίνω στους μαθητές μου, εσείς όμως με ποιο δικαίωμα με αποκαλείτε θρασεία ; Τι παριστάνετε , τον εισαγγελέα των ηθών;»
«Τα πρότυπα, κυρία μου, τα ζωντανά πρότυπα ! Όταν  οι άνθρωποι είναι χαλασμένοι , χαλάει και η κοινωνία. Διότι αν εσείς , που είστε το ζωντανό παράδειγμα στα παιδιά μας , συμπεριφέρεστε έτσι, τότε αυτά μαθαίνουν να θεωρούν την παρανομία φυσική.»
« Εσείς τι είστε , ο κήνσορας της ηθικής; Αφήστε τα μαθήματα κοινωνικής αγωγής και κοιτάξτε τη δουλειά σας, παρακαλώ! Και για να ‘χουμε καλό ρώτημα , δε σας ενοχλεί όλη αυτή η ασχήμια και η βρομιά γύρω σας, το άθλιο περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε, τα καημένα τα ζώα σας πειράζουν;».

Παρακολουθούσα απ’ το μπαλκόνι τη σκηνή, όπου έπινα τον πρωινό καφέ. Σε μια στιγμή δεν κρατήθηκα και φώναξα στη γυναίκα μου.
«Κούλα, ανέβα σε παρακαλώ επάνω, χάνεις τα λόγια σου με τον κύριο.»
Γύρισε το κεφάλι του προς τα πάνω.
«Μπα , βγήκε και ο ιππότης της ασφάλτου για συμπαράσταση τώρα; Σε προειδοποιώ: μάζεψε τη γυναίκα σου, γιατί θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα!»
Τον αγνόησα προκλητικά. « Κούλα» , ρώτησα κοροϊδευτικά « η  Φλώρα έκανε τα τσισάκια της ;
«Αμέ!», απάντησε στο ίδιο ύφος
«Μπράβο, στο κορίτσι μας ! Τα κακάκια της;»
«Ουί!»
« Λαμπρά! Έλα τώρα επάνω, καλή μου, γιατί θ’ αργήσουμε στο ραντεβού μας. Έχουμε να συναντήσουμε κάποιους φυσιολογικούς ανθρώπους»
Έμεινε σύξυλος. Ώσπου να συνέλθει, η Κούλα είχε γίνει καπνός.
Τον ακούγαμε που μάνιαζε αρκετή ώρα έξω από την πόρτα του: " Θα σας δείξω εγώ, που το παίζετε ανώτεροι και μορφωμένοι. Ένα τίποτα είστε" . 
Τι να του ΄λεγες; Έτσι θα καταλήξουμε κι εμείς , σχολιάσαμε,  όταν γεράσουμε; Ψυχές  μαραγκιασμένες που γράφει ο ποιητής, κακά γεράματα πολλή χολή λέει ο λαός, ο θεός να δώσει να μη καταλήξουμε σαν κι αυτόν, τον αχώνευτο .
 

Τσουλούσαν  οι μέρες μεροδούλι - μεροφάι. Αλλά είχε μπει ο Απρίλης με τις ομορφιές του, λουλούδιασαν οι γλάστρες μας , μύριζε Άνοιξη  ορίτζιναλ , του χωριού,  και καθόμασταν  στο μπαλκόνι, έλυνα τα σταυρολεξάκια μου εγώ, η Κούλα δίπλα μου ζοριζόταν με το νέο έρωτά της, τα Sudoku, όταν έσκασε η πρώτη βόμβα: δηλητηριάστηκε η Κανέλα , μία πανέμορφη μπαστάρδω που τη συντηρούσε η γειτονιά με τα αποφάγια της και μας έφτιαχνε τη διάθεση με τις μαλαγανιές της.

«Methomyl, είπε ο κτηνίατρος που του την πήγαμε άρον άρον σε μια κουβέρτα , δε γίνεται τίποτα! Το φυτοφάρμακο είναι τόσο ισχυρό , που μια σταγόνα του μπορεί να σκοτώσει και ελέφαντα.». 

Οι υποψίες μας πέσανε αμέσως στον αχώνευτο της γειτονιάς αλλά πώς να αποδείξεις ένα φόνο , όταν στηρίζεσαι μόνο σε υποψίες;
Τρεις μέρες μετά , εξερράγη και η δεύτερη βόμβα, όταν ακόμη ένα ημίαιμο  βρέθηκε τέζα σε μια πιλοτή της οδού Αλαμάνας. Πάλι οι υποψίες μας έπεσαν πάνω σ΄αυτόν τον αχαΐρευτο, αλλά τρέχα να  το αποδείξεις .  Οι εικασίες δεν είναι επιχειρήματα, επομένως ... μηδέν εις το πηλίκον. 

Όμως  δεν πέρασε πολύς καιρός , είχε πλέον καλοκαιριάσει και μαζί με τις ζέστες ήρθε  και  στο σπίτι  το κακό , που, ως γνωστόν, δεν κάνει διακρίσεις αλλά του αρέσει να μπουκάρει παντού με διάφορες μορφές ακόμα και ως τσιχλόφουσκα μπαμπλ .
Σε μια  ασήμαντη  τσίχλα φώλιαζε ο χάρος για το σκυλί μας , απ’ αυτές τις ροζ που γεμίζουνε το στόμα και κάνουν φούσκες σαν  μπαλόνια . Στραγγίζει ο πιτσιρικάς ηδονικά τη γλυκιά ασπαρτάμη του κι ύστερα , αν δεν την κολλά κάτω από το θρανίο του, κάνει ένα φτου και την πετά στο δρόμο γελώντας νοερά με τα καντήλια που θα κατεβάσει ο κάτοχος της επερχόμενης σόλας.
Η δική μας όμως τσίχλα, η θανατερή, πριν την προλάβει το παπούτσι του διαβάτη, τράβηξε την προσοχή της σκυλίτσας μας μας , που ως γνωστό, αν δεν τη λέγαμε Φλώρα θα την είχαμε βαφτίσει Λαιμάργω. Αυτό ήταν! Κάνει ένα χλαπ η δύσμοιρη και την καταπίνει ως που να πεις κύμινο κι εγώ έμεινα αρχικά να την κοιτώ και ύστερα να την ψευτομαλώνω, μια και είμαι της ήπιας παιδαγωγικής στα νήπια , δεν την αντέχω τη βαριά. Πού να φανταστώ πως μία τσιχλίτσα μπορούσε να αποβεί μοιραία  σε μια ψυχούλα, που οι μόνοι της εχθροί ήταν οι φτερωτοί εχθροί που ενδημούν στη φύση;
Στην ώρα απάνω η Φλωρίτσα μας ήρθε και γονάτισε μπροστά μας , το στόμα μέσα στους αφρούς και τα ματάκια να μας κοιτούν, λίγη βοήθεια σας παρακαλώ, καλοί μου άνθρωποι! Αλλόφρονες τη μεταφέραμε στο κτηνιατρείο, εκεί δόθηκε η κρίσιμη μάχη, απ’ τη μια ορμούσε να την πάρει ο χάρος  κι από την άλλη ο γιατρός να τη φλομώνει στα εμετικά και στις καρδιοτονωτικές ενέσεις και δώσ΄του εγώ να  σκέφτομαι κρατήσου Φλώρα  κι η Κούλα να κλαίει το  "κορίτσι" της και να καταριέται το φονιά.

Κι ενώ η πάλη κρατούσε αμείωτη στα μαρμαρένια αλώνια του κτηνιατρείου, καταφθάνει ασθμαίνων στο ιατρείο ο  κύριος Νίκος  Νικολάου , γείτονας σιδηροδρομικός,  με τον Κίτσο του, ένα σετεράκι μούρλια, που ψυχομαχούσε στην αγκαλιά του.
«Τι έγινε, κυρ Νίκο;»
« Δεν ξέρω , κύριε Μανόλη. Τον είχα βγάλει βόλτα , κάτι πρέπει να έφαγε μες στο σκοτάδι, δε βλέπω εξάλλου καλά, σαν τσίχλα μου φάνηκε, σε μια ώρα σωριάστηκε χάμω μ’ αφρούς στο στόμα του.»
« Πολύ φαρμάκι στάζει η γειτονιά σας!» απεφάνθη ο γιατρός και έπεσε να γλιτώσει και το χαϊβάνι του κυρ Νίκου, τα πράματα όμως με τον Κίτσο του ήταν πολύ  πιο σκούρα από της Φλώρας μας, το ζώο τα κακάρωσε στο πιτς φιτίλι, σε λίγο τον ακολούθησε και το δικό μας  σκυλί .
Ξημέρωσε η  άλλη μέρα, στη γειτονιά και μας βρήκε όλους   τους φιλόζωους  επί ποδός πολέμου. Συζητήσεις και μυστικοσυμβούλια αλλεπάλληλα κατέληξαν στο τετράγωνο συμπέρασμα ότι φως φανάρι ποιος ήταν η αιτία του θανατικού, αλλά πώς να τα βάλεις με έναν κυανοπώγωνα- άσο στην προκάλυψη και την παραλλαγή; Πώς να στοιχειοθετήσεις προσωποποιημένη μήνυση εναντίον του , να πεις στον εισαγγελέα ότι αυτός είναι το κάθαρμα ,  ο δολοφόνος με τις τσίχλες!, θα σου τραβούσε διά του δικηγόρου του μια αεροπλανική κλωτσιά και θα προσγειωνόσουν στην ταράτσα του δικαστικού μεγάρου. Πέραν λοιπόν της κλασικής μήνυσης κατ’ αγνώστων και της καταγγελίας  με τις αφισέτες στους στύλους της ΔΕΗ, άλλο ουδέν δε θα μπορούσε να γίνει. 

Τη φάγαμε κανονικά και καθίσαμε στον άξονα της παράνοιας και πού σκυλί από δω και μπρος να κυκλοφορήσει στο δρόμο, καθόμασταν περίλυποι  στα μπαλκονάκια μας  , μας έβλεπε ασφαλώς ο γέρος πίσω από τις κουρτίνες και ασφαλώς θα γέλαγε με γέλιο σατανικό, χι, χι, χι, ο ανώμαλος…
Και περνούσαν οι μέρες  βουτηγμένες  στην κακοκεφιά , ώσπου  φτάσαμε στην αποφράδα μέρα της 21 του Απρίλη! Ποιος τη θυμόταν πια, θα μου πείτε ως αποφράδα μέρα πην ημών που , που μαζί με τους ίδιους σιτεμένους φίλους είχαμε τάμα κάθε χρόνο να επισκεπτόμαστε  το Επταπύργιο , να καμαρώσουμε τις όμορφες σουίτες του , όπου είχανε φιλοξενηθεί κάμποσοι σύντροφοι . Δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τα μαγευτικά μερόνυχτα που είχαν περάσει εκεί , τον υπέροχο φάλαγγα στις πατούσες , τις μεταλλικές αμπάρες των θαλάμων, για να προστατεύονται από τους τρομοκράτες οι ευπόληπτοι νοικοκυραίοι του έξω κόσμου, προπαντός εκείνο το ολόγλυκο παράγγελμα φύλακες γρηγορείτε! ανά δίωρο τη νύχτα , που τους νανούριζε στον ύπνο και τους έφερνε τα ωραία όνειρα. Τι βίτσιο κι αυτό, να τριγυρνούνε τα θύματα κι όχι οι θύτες στον τόπο του εγκλήματος! Είναι η μνήμη που κυλάει στις φλέβες τους  και δε λέει να ησυχάσει, έρχεται και τους  σέρνει πιάνοντας καθένα από το χέρι να περπατήσει στους χώρους που σημάδεψαν τα νιάτα του ,και πώς να ξεφύγει απ’ τα νιάτα του , στραβά κουτσά δικά του νιάτα ήταν, γίνεται;

Πήραμε ν’ ανηφορίζουμε την Ιπάτρου σιωπηλοί. Τα πολλά τα λόγια είναι φτώχεια σε τούτες τις στιγμές , μπροστά  τραβούσαν  ο Λεωνίδας και οι έτεροι Γεντικουλάδες, ακολουθούσαν  οι κοιλίτσες και τα προγούλια των μη φυλακισθέντων . Φτάνοντας στο ξέφωτο κοντοσταθήκαμε απορημένοι. Πλήθος ανθρώπων συνωστίζονταν μπροστά στην είσοδο του φρουρίου , κάτι σαν σύναξη από ΚΑΠΗ, όλο φαλάκρες και άσπρα μαλλιά, αλλά τα βλέμματά τους είχαν κάτι το αλλιώτικο, μια αγριάδα που σε πάγωνε, πρόσωπα συσπασμένα από αλλόκοτα τικ νευροπαθών ατόμων.
« Συγκέντρωση διαμαρτυρίας των παλαιών φυλάκων των δικαστικών φυλακών. Τους συμπαραστέκονται και η Χρυσή Αυγή…», είπε ο υπάλληλος της αρχαιολογικής υπηρεσίας που μας υποδέχτηκε στην πόρτα.
« Τι τα θέλετε κύριοι, δίκιο έχουν», πετάχτηκε ένας άλλος , μια ποντικόφατσα , που τον συντρόφευε στο θυρωρείο.«Τόσα χρόνια στην υπηρεσία της πατρίδας , με τόσα σκουλήκια που είχαν να κάνουν, δολοφόνους , πολιτικούς κρατούμενους, βιαστές, και τώρα στα γεράματα να παίρνουν τρεις κι εξήντα! Χώρια η δυσφήμιση ως το θάνατο, κάθαρμα! να σ’ ανεβάζουν , καθίκι! να σε κατεβάζουν . Αλλά τι να πεις, με τέτοιο αχάριστο κράτος που έχουμε , όλα να τα περιμένεις…».

Γυρίσαμε και κοιτάξαμε αποσβολωμένοι τη χουντοομήγυρη . Μπροστά μας ένας γέροντας σκάλιζε το μικρόφωνο, ετοιμαζόταν να εκφωνήσει λόγο, ποιος ξέρει τι θα έλεγε στους θρασύτατους, κάποια παραλλαγή ασφαλώς του εθνικόφρονος παραληρήματος εμείς που δώσαμε το αίμα μας για την πατρίδα, εμείς που.…
«Δεν το πιστεύω!», ακούστηκε η φωνή του Αντώνη. «Σύντροφοι, αν δε μ’ απατούν τα μάτια μου, αυτός εκεί μπροστά είναι ο Σφυρίχτρας!»
« Βεβαίως, ο Σφυρίχτρας είναι!», είπαν με μια φωνή οι άλλοι.
«Ποιος Σφυρίχτρας, βρε παιδιά;», απόρησα εγώ.
«Δεν ξέρεις το Σφυρίχτρα; Ε, τότε δεν ξέρεις, φίλε μου, τίποτα…», απάντησε ο Γιώργος Πυρπασίδης. «…Ο πιο σαδιστής δεσμοφύλακας που πέρασε ποτέ από το Γεντί Κουλέ! Ο φόβος και ο τρόμος των κρατουμένων ! Γυρνούσε με μια σφυρίχτρα μέρα νύχτα και μας έπαιρνε το κεφάλι. Πρώτα σφύριζε με το παραμικρό, φρρρ! ,γιατί , ρε σκύλε, δεν περπατάς ευθυτενώς στη γραμμή;, φρρρ! ,γιατί δεν μπαίνεις αμέσως στο κελί σου;, φρρρ! ,γιατί διαβάζεις στο κρεβάτι μετά το σιωπητήριο;, και μετά σε πλάκωνε με το καμουτσίκι του , κατέβαζε το παντελόνι σου και σου έκανε τον πισινό και τα ποδάρια σου σαν της ζέβρας…».
" Και για επιδόρπιο", συμπλήρωσε ο Κώστας, "έβγαινε τα βράδια απ΄ το Γεντί και καθάριζε σκυλιά με το υπηρεσιακό του, στις ερημιές του Σέιχ Σου.Για να ξαλαφρώνει, έλεγε, που δεν μπορούσε να σκοτώσει επισήμως τους κομουνιστές.."

Μου τον έδειξαν και κοκάλωσα. Ο αχώνευτος! Ο δολοφόνος με τις τσίχλες, η μαραγκιασμένη ψυχή!
Το βρομερότερο των διπόδων επί της γης , το πιο διεστραμμένο πλάσμα της οικουμένης, ετοιμαζόταν να εκφωνήσει λόγο για τα  δικαιώματα της ρυπαρής συνομοταξίας του .


Gerontakos, 25/11/2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Jan Stanislawski (1860-1907)- Polish modernist painter and founder of various innovative art groups-Πολωνός μοντερνιστής ζωγράφος και ιδρυτής διαφόρων καινοτόμων ομάδων τέχνης

Ο Jan Grzegorz Stanisławski (24 Ιουνίου 1860, Vilshana – 6 Ιανουαρίου 1907, Κρακοβία, Αυστροουγγαρία) ήταν Πολωνός μοντερνιστής ζωγράφος, ...