Τρίτη, Νοεμβρίου 26, 2019

Το άλογο 

(1931)

 

Αποτέλεσμα εικόνας για Ζαχαρία ΠαπαντωνίουΤου Ζαχαρία Παπαντωνίου  (1877-1940)
Ένα κάρο ανέβαινε από τα σφαγεία. Μέσα έφερνε ένα βόδι σφαγμένο με τα πόδια στον ουρανό. Απάνω στο σφαχτό καθόταν ο καροτσέρης, ένας άνθρωπος μελαχροινός με ψαρά γένεια και το παιδί του. Το κάρο κυλιόταν αργά, νωθρά μέσα στη γαλήνη.
Ήταν Απρίλης, είχε πέσει το βράδυ κι΄ άναβαν τα φώτα. Από το καμουτσίκι, ένα μαδημένο σκοινί, μπορούσε να καταλάβη κανείς πως ο καρροτσέρης αγαπούσε τ΄ άλογο. Το καμουτσίκι έπεφτε στα καπούλια πολύ ελαφρά σαν παιγνίδι. Και σ΄ όλον τον ανήφορο από τα σφαγεία ίσα με την πόλη αυτό το άλογο δεν άκουσε βρισιά, μήτε προσταγή, παρά τη φωνή: «Έλα Κύρκο, άιντε Κύρκο». Έτσι μ΄ αυτό το χάδι ανέβαινε και σέρνοντας το κάρρο, ένα σφαχτό και δυό ανθρώπους.
-Που λες, είπεν ο γέρος καροτσέρης και φτύνοντας καπνό, που λες, ο Κύρκος έχει φιλότιμο. Να τ΄ ακούς εσύ, που κάποτε το χτυπάς. Δεν τα δέρνουν τα ζα. Το ζω είναι άνθρωπος. Και τέτοιο άλογο πού το βρίσκεις; Σαν τούτο! Μας τρέφει όλους, που λες. Δίνει ψωμί εμένα, εσένα και της μάνας σου, των αδελφιών σου, του σπιτιού. Ένα ζω να θρέφη οκτώ ανθρώπους!… Θα πεις εγώ δουλεύω. Αμ΄ αυτό δουλεύει πρώτα κ΄ ύστερα ΄γω. Γιατί αυτό είναι δουλευτής που δε βρίσκεται. Είν΄ από τη Σερβία. Χρεωθήκαμε να το πάρουμε. Δεν τα ξέρεις εσύ.
Πέρασε κάμποση ώρα σιωπής.
Το παιδί έπαιζε με την ουρά του βοδιού. Ο γέρος έφτυνε τον καπνό λέγοντας πότε-πότε: Φτου φαρμάκι! Έπειτα ξανάρχισε:
-Που λες…. Πόσες αραμπαδιές έφερε ο Κύρκος απ΄ τα νταμάρια… Κανένα άλογο δεν κουβάλησε τόση πέτρα, τόσο λιθάρι. Δώδεκα δραχμές την ημέρα. Μας έσωσε. Κι΄ απ΄ την Πεντέλη, πριν πάρουμε κάρο δικό μας, είχε ζευτεί και τράβαγε μάρμαρο και κακό. Να μάρμαρο! Θεώρατο, για αγάλματα, που λες. Και να πεις πως δεν ήτανε άγριο! Ήταν, όμως εγώ του μιλώ. «Κύρκο», να του πεις, ακούει αυτός, γιατί το ζω καταλαβαίνει. Τα βάσανά μας, τη φτώχεια… όλα. Και πως εγώ είμαι άρρωστος, το ξέρει κι΄ αυτό.
Το κάρο πήγαινε βαριά. Οι ρόδες βροντούσαν με το ρυθμό τους, εκείνο το ρυθμό που ξέρετε, που τον ακούτε κάποτε τη νύχτα, μόνον αυτόν, μέσα στην πόλη. Ξανάρχισε ο γέρος:
– Άκου. Αύριο τα΄ άλογο και το κάρο και τη δουλειά θα την πάρεις εσύ. Εγώ δεν μπορώ. Ξέρεις που η μέση μου πονεί. Να, θα πέσω. Μούπε ο γιατρός να μη δουλεύω. Και τι να κάμεις, έλα ντε. Ζήσε χωρίς δουλειά μια φαμίλια οχτώ στόματα. Έ! Που καταντήσαμε. Να κουβαλούμε απ΄τα σφαγεία δυόμισι δραχμές την ημέρα. Τι να κάμεις, πώς ν΄ ανεβείς σε νταμάρι, άρρωστο κορμί; Κ΄ η αδελφή σου κίτρινη σε κακό χάλι! Ναι. Η Βγενιώ την είδες πώς είναι; Αυτά θέλουν γιατρούς, παράδες…

 – Είμαστε δυστυχισμένοι, άκου παιδί μου. Κοίτα να δουλέψεις. Μην το κάνεις σαν το αφιλότιμο το μεγαλύτερο. Ο Θεός να τον παιδέψει αυτόν. Κοίταξε συ να πάρεις τη δουλειά. Να πάρεις τον Κύρκο να τον ξαναπάς στα νταμάρια, να βγάλουμε ψωμί. Να γιατρευτώ κι΄ εγώ. Και η μάνα σου να μη ξενοπλένει, κι΄ η Βγενιώ να κάνει χρώμα που βήχει το κορίτσι…. Βήχει τ΄ ακούς; Να τον βγάλεις εδώ τον ανήφορο! Έλα σιγά! Χάιδευέ τον στο λαιμό. Άϊντε Κύρκο…
Το παιδί πήδησε κάτω, έπιασε τα΄ άλογο και τραβούσε. Ο γέρος έβλεπε με ανάπαυση τη λιγερή σκιά του παιδιού, το τολμηρό του χέρι που κρατούσε τα λουριά, έβλεπε τη συνέχειά του. Αυτό το παιδί θα γενεί καλός καροτσέρης. Ναι! Είναι τόσο δύσκολο να ιδεί κανείς το παιδί του να μπαίνει στον ίσιο δρόμο, να παίρνει την πατρική δουλειά και να την σέρνει στο μέλλον, να την κάνει κάτι αιώνιο, σαν νάναι ο ίδιος ο γέρος ξαναγεννημένος!
Πέρασαν εμπρός από κάποιο εικόνισμα του δρόμου. Ο γέρος έβγαλε την ψάθα του και σταυροκοπήθηκε μέσα στο σκοτάδι. Ήταν άρρωστος, σακατεμένος, όμως δε σταυροκοπήθηκε για τον εαυτό του. Είπε: «Θέ μου, κάμε να μη βήχει το κορίτσι η Βγενιώ. Κάμε τούτο το παιδί να πάρει στα χέρια του το κάρο με τον Κύρκο. Και για μένα, ό,τι πεις».
Έπειτα συλλογίστηκε το σπίτι του, ένα άθλιο χάλασμα στους Αέρηδες και μέσα τα παιδιά του που φώναζαν, η γυναίκα του επάνω σε μια σκάφη, το κορίτσι του σ΄ ένα κρεβάτι μ΄ εκείνο το βήχα, που δεν μπορείς να τον ακούς, κι΄ ο γιατρός νάρχεται να λέει «φάρμακα, αέρας, λουτρά», όλα τα πράματα που δεν γίνονται. Τα συλλογίστηκε όλα.


Το κάρο είχε προχωρήσει πολύ μέσα στην πόλη, όταν άκουσε μια φωνή:
-Άλτ!
Η φωνή ερχόταν από μακριά και δεν κατάλαβε πως ήταν γι’ αυτόν. Όμως το «Άλτ»! ξανακούστηκε. Το κάρο σταμάτησε. Τρεις στρατιώτες του πυροβολικού κι΄ ένας δεκανέας με τα όπλα στον ώμο, πλησίασαν.
-Έλα, κατέβα κάτω, είπε ο δεκανέας.
-Σ΄ εμένα το λες;
-Άειντε, γειά σου, κατέβα να μη χάνουμε καιρό.
-Και γιατί;
-Κουβέντα θέλεις, πατριώτη; Το κάρο θα το πάμε στον στρατώνα. Επιστρατεία έχομε. Τώρα το μαθαίνεις;
-Επιστρατεία…
-Ναι, γεια σου. Αναγκαστική εισφορά. Πιάστε από κει να ξεφορτώσουμε…Άειντε γειά σου. Τι έχεις μέσα…
-Κοτζάμ βόδι!
-Να το ρίξεις κάτω.
-Έτσι μες στο δρόμο; Για στάσου, βρέ παιδί, τ΄ είναι τούτα; Θα το πάω στην αγορά. Έχω δουλειά, έχω μεροκάματο.
-Το μεροκάματο κοιτάς, καημένε, ή που φεύγει απόψε το σύνταγμα; Χωρατεύεις;
-Για εξήγα μου, χριστιανέ μου… Για πες… πώς παίρνεις έτσι τα΄ άλογο τ΄ αλλουνού, απ΄ το δρόμο… 

-Έτσι το λέει ο νόμος!Τώρα θα σου ξηγήσω και το νόμο; Εμπρός βοηθάτε από δω. Σύντομα.
Είπεν ο δεκανέας κι΄ οι στρατιώτες ανέβηκαν στις ρόδες. Πιάνοντας κι΄ οι τρεις έσυραν το βόδι
προς τα έξω. Το μαύρο σφαχτό έπεσε με βρόντο βαρύ κάτω στο πεζοδρόμιο.
– Έλα μαρς! Είπεν ο δεκανέας. Κόπιασε κοντά, πατριώτη.
– Πού κοντά;
– Στον στρατώνα να πάρεις τον αριθμό σου. Κι΄ ύστερ΄ απ΄ τον πόλεμο, αν γίνει πόλεμος, ύστερ΄ απ΄ την επιστρατεία, τέλος πάντων, νάρθεις να πάρης τ΄ άλογό σου και το κάρο, ή να πληρωθείς απ΄το δημόσιο αν σκοτωθή το ζω.
Ο γέρος γύρισε και κοίταξε το βόδι πούταν πεσμένο στο δρόμο. Είπε στο παιδί του: «Κάτσε αυτού ως που ναρθώ».Το παιδί έπεσε απάνω στο βόδι και ξεκουραζόταν. Ο γέρος ακολουθούσε το κάρο. Δεν έλεγε τίποτα. Ένας στρατιώτης εκεί που πήγαιναν χωρίς καμιά κουβέντα, γύρισε και τούπε: 

-Άμ ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, πατριώτη, θα το δώσουμε για την πατρίδα.
Ο γέρος μετά κάμποση ώρα του απήντησε:
-Ποιος λέει όχι. Για την πατρίδα είν΄ όλα. Μα ο Θεός δίνει σε κάποιους, βλέπεις, έξι παιδιά. Κι΄ ετούτη η δόλια καρδιά που έχουμε, σάμπως μπορείς να την κάμεις όποτε θέλεις πέτρα στο νταμάρι; Για να μην ακούει; Πάντα καρδιά είναι.
-Καραβάσης! Εφώναξε ο δεκανέας στον στρατιώτη πούσερνε το άλογο. Τράβα γρήγορα.


Φτάσανε στον στρατώνα κι΄έμπασαν το κάρο στην αυλή φωνάζοντας «έ! ώ! 'ιπ!». Το σύνταγμα ετοιμαζόταν. Θάφευγε τα μεσάνυχτα. Ο γέρος στάθηκε κι άκουγε το θόρυβο της αυλής. Οι έφεδροι χόρευαν, πηδούσαν, τάραζαν τον κόσμο από τις φωνές. Τα τραγούδια, τα λιανοτράγουδα, τα λησμονημένα, τα παλιά, ηχούσαν τόσο χαρωπά, σε τόνο που ποτέ δεν τους έδωκε το κρασί, ποτέ τα πανηγύρια. Τούτο το μεθύσι και ο χάρος κεραστής, πρώτη φορά το ΄βλεπεν ο γέρος. Έβλεπε του χορού τους τρελούς γύρους, το χορευτή που ΄τρεμε το κορμί του στον αέρα, το πηλήκιο που σφενδονιζότανε ψηλά. Ανάμεσα στο τραγούδι, χίλιοι θόρυβοι, της καινούργιας αρβύλας το βιαστικό πάτημα, η προσταγή, το κάρφωμα κασονιών, το φόρτωμα, πετάλων χτυπήματα στη γη, προσταγές ωργισμένες, τρεξίματα άφηναν ν΄ακούγεται το μεγάλο λαχάνιασμα της επιστρατείας. Πολίτες έμπαιναν μέσα ψάχνοντας για δικούς των, φωνάζοντας ονόματα στο σωρό. Και διαβάτες και χαμίνια. Και φούστες μεταξένιες έκαναν θόρυβο, ακολουθώντας κάποιο παιδί, έφεδρο, που πήγαινε να φορέση το σάκκο, πλέοντας μέσα στην πλατειά στολή. Κάποιοι κρατούσαν εκεί στην άκρη μια σημαία. Ένας παππάς από κάτω, φορώντας φυσεκλίκια σταυρωτά στο στήθος, μιλούσε στους άλλους για την ελευθερία και το Χριστό. Ένας έφεδρος στο φανάρι διάβαζεν εφημερίδα. Κι΄άλλος έγραφε στο γόνα με το μολύβι. Το τραγούδι χυνόταν δυνατό από στόματα που γελούσαν.
Μέσα στο σάλαγο σκιές, δυο-δυο, γλιστρούσαν κοντά στο τοίχο, στο σκοτάδι, χέρια έπεφταν απάνω σε ώμους, απελπισμένα. Τα λόγια γίνονταν συντρίμματα μέσα στα δάκρυα, κι΄ένιωθες τους μεγάλους χωρισμούς, που έχουν τη σιωπή και την επισημότητα του τέλος του θανάτου. Χέρια ζαρωμένα έσφιγγαν τα ζωντανά κορμιά των εφέδρων μ΄όση δύναμη αγκαλιάζει κανείς μια ενθύμηση, ένα σημάδι, μια σκιά, κάτι που έπαυσε ποια να υπάρχει. Τα δάκρυα έτρεχαν και τα μαντήλια έπιναν. Άκουγες ένα φιλί, μια καρδιά που χτυπούσε στο σκοτάδι.
Ο γέρος ήταν μόνος σ΄αυτό το πανηγύρι. Κανένα δεν ήξερε και δεν τον ήξερε κανένας. Όμως προχώρησε στο βάθος εκεί που ήταν αραδιασμένα κάμποσα κάρα και το δικό του μαζί. Ο Κύρκος σήκωσε το κεφάλι προς αυτόν και φύσηξε με τα πλατιά του ρουθούνια. Ο γέρος άπλωσε τα χέρια και τον έπιασε απ΄το λαιμό.
Κι΄εκεί στη γωνιά παράμερα, ένας άνθρωπος μιλούσε μ΄ένα άλογο.
-Δε θα σε ξαναϊδώ… ‘Ε, δουλευτή… Έ, παλληκάρι… Και στο σπίτι δεν ξέρουν τίποτα. Μήτε η κυρά σου. Μήτε η Βγενιώ, κατάλαβες. Μια φαμίλια σε χάνει… Ήμουν άρρωστος, βρε Κύρκο, μα τώρα είμαι πεθαμένος. Πας στο καλό. Κι΄ό,τι θα σ΄έδινα στο γιο μου, κατάλαβες… Στα νταμάρια ν΄ανεβείς…Να κατεβάσεις αραμπαδιές. Δουλευτή, έ δουλευτή… Θα σε πάρουνε… Και ποιός ξέρει που θα πεθάνεις… και πως…στρατιώτης ... Κύρκο… βρε… έ, Κύρκο, που μας αφήνεις!
Ένας στρατιώτης πλησιάζει ψάχνοντας στο σκοτάδι:
-Άειντε, καημένε γέρο! Τη δουλειά σου θάχομε; Άειντε να πάρεις τον αριθμό.
Ο γέρος μπήκε σ΄ένα γραφείο, πήρε κάποιο χαρτί, το έβαλε στον κόρφο. Έπειτα βρέθηκε στο δρόμο. Πήγαινε αργά, νωχελικά με το κεφάλι κάτου προς το μέρος που άφησε το σφαχτό με το παιδί.
Πολλοί γύριζαν απ΄το στρατώνα, μοναχοί, μα μέσα σ΄αυτούς ο καροτσέρης ο πεζός, ο γέρος, ήταν ο πιο μοναχός.

Ζαχαρίας Παπαντωνίου - Βικιπαίδεια




Αποτέλεσμα εικόνας για translation from greek to english animated gifs 
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ ΑΠΟ

ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΜΗΛΙΤΣΗ

 

The Horse



 

Αποτέλεσμα εικόνας για καρο με αλογο
By Zacharias Papantoniou



Slightly adapted by Vassilis C. Militsis
A dray was trudging up the street from the abattoir. It was carrying a slaughtered ox lying on its back with its legs pointing upwards. The cart driver, a swarthy man with a grey beard, and his boy were sitting on the carcass. The vehicle was rolling in a slow, languid motion in a calm ambience.

It was an April evening at about lamp- lighting time. Observing the whip, a mere worn out piece of rope, one could gather that the driver loved his horse. The whip fell upon the beast's crupper very slightly, like a caress. And throughout this acclivity all the way from the slaughterhouse to the city neither an abusing word nor a command was uttered to the horse, save the mild urge: “come on, Kyrko, hurry up Kyrko!” The horse, coaxed this way, was dragging the dray with the two people and the slaughtered animal up the street.

“Well,” said the wagoner spitting out the juice from the piece of tobacco he was chewing, “you know, Kyrkos is an animal with a good sense of honor. You should listen to me, son, because you sometimes beat the horse. Animals ought not to be thrashed; they’re like us, people. No such a beast can be found, and besides it feeds us all, you know. It’s our breadwinner for me, you, your mother, your siblings; our home in general. Fancy, a creature feeding a family of eight! Now, you’ll tell me, I work, too; but it’s Kyrko that leads the way and I follow. Nowhere can such a hard-worker be found! He comes from Serbia. We’ve gone deep into debt to buy him. You don’t know all this.

The man fell silent for a while. The child was fiddling with the ox’s tail. The old man went on expelling the tobacco juice saying from time to time ‘phew, bitter as poison’ and resumed his lecture:

“You know, you can’t imagine the loads Kyrko has carried from the quarries! Never has a horse carried so many slabs of stone! Twelve drachmas a day; he has redeemed our debt. Before we obtained our own dray, we used to harness him to haul slabs of marble from Mount Penteli – heaps of it. Lots of marble! Huge slabs for sculpture, you know! And don’t think that it wasn’t rough marble! It was, I’m telling you. Just say his name ‘Kyrko’ and he can hear, because the beast understands everything – our misery, our destitution…all, even my illness, he knows it.”

The cart dragged on. Its wheels rumbled in their own rhythm – that familiar, solitary rhythm you can sometimes hear at night in the city. The old man went on talking:

“Listen, son! This horse, the cart and the job will be my legacy to you; you know I won’t be able to go on because of my backache. I’m liable to get crippled – that’s what the doctors told me. But what shall I do? Can I feed a family of eight without work? Look what we’ve reduced to: carry slaughtered animals at two and a half drachmas a day. But do I have a choice? How can I go up to a quarry in such a sick body? And then, think of your sister – she’s as pale as a ghost, in such a mess! That’s right; I mean Vgenio. You’ve seen what she’s like. And we need money for the doctors… We’re unfortunate, my son. You have to work. Don’t follow the steps of your elder brother; may God chastise him. It’s you that should take over. Take Kyrko and go to the quarry; that’s a job that pays. We’ll make enough money to earn our bread and, besides, we’ll save some so I can see to my treatment, too. And your mother will stop washing for others and Vgenio will recover some of her color – you’ve noticed the way the poor girl is racked with coughing fits. Now, climb down and lead the horse by the halter to help him up the road. Take it easy, though; pet him on his neck. Giddy up, Kyrko…”

The youngster bounded off the cart, got hold of the horse and led him on. The old man’s look rested on the lad’s lithe figure and noticed the way his steady hand held the traces; he was certain that his son would succeed him. Yes! This boy will become a good wagoner. It is so difficult for someone to see his own scion to follow the right path, take over his father’s job, carry it on into the future and render it something eternal as though he himself were reborn!

They went by a shrine at the side of the road. The old man took off his straw hat and crossed himself in the dark. Though sick and disabled, he did not pray for himself; he only said: “Merciful God, deliver Vgenio from her coughing fits and enlighten my son to take up the cart along with Kyrko. As for me, I’m at your compassion.”

Then he contemplated his residence – a miserable ruin in a poor quarter of the city. He pictured his hollering kids inside, his wife bending over a washing trough, his daughter in bed racked by that cough, unbearable to hear, and the visiting doctor with his admonitions: “medicines, fresh air, spa cure, such things that are impossible to do. He brooded on them all.




The dray had advanced well into the city, when they heard the order:

“Halt!”

The voice came from a distance and the man did not realize that the order was for him.

“Halt!” was heard again. He reined in the horse and the vehicle came to a standstill. An artillery corporal with three soldiers, rifles strapped on their shoulders, approached.

“Get off,” said the corporal.

“Are you talking to me?”

“Come on, be quick; we’re wasting time.”

“But why?”

“Do you feel like chatting, friend? Haven’t you heard about the mobilization? We’re taking the dray to the barracks.”

“Mobilization?”

“That’s right. We’re commandeering both horse and vehicle. Come on; help to unload… what have you got on it?”

“A huge ox carcass!”

“Throw it down.”

“What, on the street, just like that? Wait a moment, son; what’s the meaning of this? I’ve got to take it to the market. That’s my job, my day’s labor.”

“Are you kidding, friend? Tonight the regiment is leaving and you’re worrying about your day’s wages?”

“Explain to me, mister: how dare you seize my horse on the road, just like that? Is that what the law says?”

“Do you expect me to explain the law to you now? Hurry up,” the corporal gave the order and the soldiers climbed up the wheels. Getting hold of the dead ox, all three dragged it out of the wagon. The black carcass fell with thump on the pavement.

“Forward march!” the corporal gave the order. Turning to the driver, he said: “Come along, fellow!”

“Along, where?”

“To the barracks to get a removal order number for your property. And then after the war – if there’s a war – anyway when the mobilization is over, you can come and get back your horse and the cart or you’ll be reimbursed in case the animal gets killed.”

The old man looked at the dead ox on the road and told his son: “Stay there until I come back.” The boy sat on the carcass resting and the old man followed behind the cart in silence. One of the soldiers told him suddenly: “Well, comrade, what we have we’ll give it away to our fatherland.” Pondering for some time, the old man replied:

“It goes without saying; all for our dear country. However, you see, God has blessed some people with six children, and how can one make his wretched heart as hard as a quarry stone so it can resist all adversities? It’ll always be a heart of flesh, not of stone.”

“Karavassi!” the corporal shouted to the soldier who was hauling the horse, “hurry up.”

They reached the barracks and the soldiers ushered horse and cart into the courtyard crying out ‘eh, whoa!’ The regiment was astir. They were moving at midnight. The old man stood in the yard amids the bustle. The recruits danced and sang creating uproar with their voices. They sang forgotten old songs, which sounded so cheerful that no festive carouse could stir such mirth. The old man saw, for the first time in his life, such hilarity, especially treated perhaps by the Grim Reaper. He watched their mad circular dancing, the shaking body of the dancers as they sprang up in the air and their caps hurled high above their heads. Amid the singing and the din of mobilization one could also hear myriads of other sounds: the tramp of new boots, the clatter of hooves, the hammering of cases being nailed, and the angry orders of the officers. Civilians were entering the camp in search of their people shouting their names among the recruits. There were also passers-by and street urchins. Silk skirts rustled on the ground accompanying some young recruit about to don his too large uniform. Some people held a flag by the wall of the camp. A priest, girt in a bandoleer, cross-wise over his frock preached to a group of others about freedom and Christ. A cadet read a newspaper under a lamppost. Another one, pencil in hand, wrote a letter on his knee. Gay singing poured out from mirthful mouths.

Amidst all this hubbub, shadows, two by two, glided along the wall in the dark; a pair of hands landed despairingly upon shoulders. The words turned into broken tears; one could feel the big partings, which carry silence and solemnity to the end of death. Feeble arms hugged the sturdy bodies of the recruits with such force as one embraces a remembrance, a mark, a shadow – something that has ceased to exist. Tears streamed down wetting handkerchiefs. You could hear the smack of a kiss and the beat of a heart in the dark.

The old man was all alone in this commotion. He knew nobody and none knew him, either. Nonetheless, he advanced to the distance where several carts, among which his own, stood in file. Kyrko lifted his head to him and snorted through his broad nostrils. The old man reached out and stroked his neck.

And there, in a corner aside, a man was talking to his horse:

“I won’t see you again…my hard working friend…my stalwart lad. Nobody knows at home; neither your mistress nor Vgenio. A whole family has lost you; I’ve been ill so far, Kyrko, but now I’m dead. Farewell. And I was about to hand you over to my son, you understand. You would’ve gone up to the quarries to haul loads of stones, hardworking as you are. But now they’re taking you away from me and God knows where and how you’ll die. You’re a soldier now, Kyrko, but I’m so sad that you’re leaving us!”

A soldier is approaching in the dark:

“Come on, poor old man! We’re too busy even without you. Hurry up and get your removal voucher number.”

The old man went into an office, got some sort of paper, put it in his inside jacket pocket and got out onto the street. He was heading slowly, despondently, with his head bent, to the place where he had left his son with the slaughtered ox.

There were a lot of those who were returning alone from the barracks, but among them, the old wagoner returning on foot felt the loneliest.







The Author

Zacharias Papantoniou was a Greek literary figure, a poet, short story writer, journalist, art reviewer and member of the Greek Academy.

His works include the short stories The Parrot (Papagalos) and The High Mountains (Ta Psela Vouna.)
 






Vassilis C. Militsis ( vmilitsis4@gmail.com) attended primary and secondary education in Greece and from 1963 to 1965 continued at Apopka Memorial High School, near Orlando, Florida, where he graduated with the High School Diploma and the Proficiency Certificate of English of the University of Michigan. In 1973 he graduated from The Aristotelian University of Thessaloniki, Greece, with a B.A. degree in English and Greek. He was the owner of a private language school in Thessaloniki for 18 years. Thereafter he worked as a teacher of English and Greek at state Greek schools, both in Greece and Germany. He retired in 2010.
He speaks Greek and English fluently and possesses a good command of German and Italian, and a fair command of French. He has also a long experience in translations ranging from simple professional texts to literary works. He and Mr. Wolfgang Reumuth are the authors of the Praktische Grammatik der neugriechischen Sprache, published by Gottfried Egert Verla

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Armand Guillaumin (1841-1927) - Της μεγάλης των Γάλλων ιμπρεσιονιστών σχολής

Αρμάν Γκιγιομέν(1841-1927) ****************************************   Μορέ – Αρμάν Γκιγιομέν Κατερίνα Βασιλείου ...