Από τα τραύματα του Εμφυλίου στα σημερινά υπαρξιακά αδιέξοδα
Βένα Γεωργακοπούλου
Ο βραβευμένος συγγραφέας στο τέταρτο βιβλίο του «Είμαι όσα έχω ξεχάσει» σκύβει με τόλμη πάνω στη δολοφονία του παππού του από την ΟΠΛΑ τον Ιανουάριο του 1944. Ξεσκονίζει επώδυνα οικογενειακά μυστικά. Ξανασυναντιέται με τον απόμακρο πατέρα του που σαν παιδί είχε ζήσει το φονικό. Μιλάει για το σφαγείο του Εμφυλίου χωρίς πάθη και φανατισμούς. Αλλά κυρίως για σχέσεις πατεράδων και γιων. Τότε και σήμερα.
«Κάθε
οικογένεια έχει μια τέτοια ή και χειρότερη ιστορία από τον Εμφύλιο.
Ακόμα και η δύσκολη σχέση με τον πατέρα μου είναι ένα κλισέ, οι σχέσεις
γιων και πατεράδων απασχολούν τη λογοτεχνία από καταβολής της», λέει ο Ηλίας Μαγκλίνης.
Καθόλου δεν θέλει να υποβαθμίσει με τις δύο αυτές επισημάνσεις τη
σημασία του νέου του βιβλίου «Είμαι όσα έχω ξεχάσει» (εκδόσεις
Μεταίχμιο). Αν ήταν κοινότοπο το υλικό του πώς εξηγείται αυτή η βαθιά
συγκίνηση, ταραχή και ταύτιση που γεννά στον αναγνώστη του και το έκανε
σχεδόν αμέσως επιτυχία;
Θέλει, απλώς, να
τονίσει πως αυτό το βιβλίο, που θα το ’λεγες κάλλιστα μυθιστόρημα, αν
και στο εξώφυλλο αναγράφεται η επισήμανση «Μια αληθινή ιστορία» και τις
σελίδες του διακόπτουν παλιές οικογενειακές φωτογραφίες, δεν ήθελε με
τίποτα να είναι «ένα ακόμα χρονικό για τον Εμφύλιο, μια ακόμη μαρτυρία».
Ηταν, όπως λέει, «το βιβλίο που ήθελα να γράψω εδώ και είκοσι χρόνια,
το βιβλίο που πάντα ήθελα να γράψω, αλλά κιότευα και δεν είχα και τα
στοιχεία».
Καταλαβαίνεις διαβάζοντάς το γιατί
κιότευε. Καταλαβαίνεις γιατί αυτό το «αυτοβιογραφικό» πόνημα δεν
μπορούσε να τραφεί εύκολα από οικογενειακή περηφάνια και οργή, από
μυθοποιήσεις και ηρωικές διηγήσεις. Η τραγική ιστορία της οικογένειας
Μαγκλίνη μπορεί να ξεκινά με τη δολοφονία του παππού του, Νίκου, τον
Ιανουάριο του 1944 από πισώπλατη σφαίρα μέλους της ΟΠΛΑ σε κεντρικό
δρόμο του Αγρινίου, λίγα μέτρα από το σπίτι του. Συνεχίζεται, όμως,
αθόρυβα και τραυματικά πολλά χρόνια μετά, όταν ο εγγονός του, Ηλίας,
προσπαθεί να προσεγγίσει τον απόμακρο, σιωπηλό, αποτραβηγμένο πατέρα
του, Κώστα, πρώην αξιωματικό της αεροπορίας με ζωή περιπετειώδη σε
Αμερική, πόλεμο της Κορέας και Αφρική.
Προσπαθεί
να ανακαλύψει επιτέλους τι τον έκανε, ίσως, απόντα πατέρα, ανίκανο να
συνδεθεί με τα ίδια τα παιδιά και τη γυναίκα του. Και κάπου καταλήγει ο
συγγραφέας-γιος του. Ο πατέρας του, στα 15 του χρόνια, είδε να φέρνουν
στο σπίτι τους το πτώμα του πατέρα του, πάνω σε μια πόρτα. Ηταν ένα
παιδί που έζησε τη φρίκη του Εμφυλίου. Που είδε την οικογένειά του να
διαλύεται. Και διάλεξε τη φυγή. «Είχε μια ορμή μέσα του και ήθελε να
ζήσει», λέει ο Ηλίας Μαγκλίνης. «Η πτήση πάνω σε ένα αεροπλάνο έγινε γι’
αυτόν ένα είδος μήτρας στην οποία κρύφτηκε. Ηταν καλύτερος στο να
φεύγει παρά στο να συνδέεται».
Ενα βιβλίο για τρεις άνδρες
Το
βιβλίο του, όπως το περιγράφει, είναι «για τρεις άνδρες: τον παππού
μου, τον πατέρα μου και μένα». Είναι ένα βιβλίο που τον βοήθησε όσο το
έψαχνε, αλλά και το έγραφε, «να ’ρθει πολύ κοντά με τον πατέρα του, να
τον καταλάβει και να τον κλάψει όταν πέθανε το 2004 από καρκίνο». Είναι
μια προσωπική του υπόθεση, με έντονα υπαρξιακά και ψυχαναλυτικά
στοιχεία, που συνδέεται, όμως, άμεσα «με το σφαγείο που υπήρξε η Ελλάδα
την εποχή που έφευγαν οι Γερμανοί». Ειδικά το Αγρίνιο, εκεί όπου
δολοφονήθηκε ο παππούς του, γιατί δεν ήταν αριστερός, αλλά βενιζελικός,
γιατί πέρασε ένα φεγγάρι από τον ΕΔΕΣ κι ας είχε την εποχή που
δολοφονήθηκε αποχωρήσει από την οργάνωση.
Το
«Είμαι όσα έχω ξεχάσει» βασίζεται σε μια τεράστια και δύσκολη
δημοσιογραφική έρευνα και μια επίμονη, επώδυνη και με κρυμμένο
μαγνητοφωνάκι στα χέρια εκστρατεία συνεντεύξεων μελών της οικογένειάς
του -όχι μόνο του πατέρα του. Καταλήγει, όμως, σε μια αξιοθαύμαστα
ισορροπημένη σύνθεση. Ιστορία και ντοκουμέντα από τη μια πλευρά,
γραμμένα με λογοτεχνική θερμότητα. «Ποιητικά ιντερμέδια», όπως τα λέει ο
συγγραφέας, από την άλλη. Σπαραχτικές, δηλαδή, προσωπικές εκρήξεις του
ίδιου που διακόπτουν την κεντρική ιστορία πολλαπλασιάζοντας τις έτσι κι
αλλιώς πολλές της διαστάσεις.
Γιατί ένιωσε την
ανάγκη να γράψει ένα βιβλίο-υβρίδιο; «Δεν μου αρκούσε η παράθεση
συμβάντων, τότε τον σκοτώσανε, τότε τους πιάσανε, τότε εκείνο, τότε το
άλλο, παρόλο που δεν υποτιμώ καθόλου τα ιστορικά γεγονότα. Από τη στιγμή
που κατάλαβα ότι εδώ υπήρχε μια ιστορία που άξιζε τον κόπο να ειπωθεί,
έπρεπε να προσπαθήσω το μερικό να το κάνω καθολικό. Ποιον ενδιέφερε η
σχέση μου με τον πατέρα μου, πέρα από γνωστούς και φίλους; Με ενδιέφερε
το υπαρξιακό κομμάτι. Οι γέφυρες, τα ποιητικά ιντερμέδια, με βοηθάνε σε
ένα είδος αναστοχασμού. Σαν να κάνεις μια διαδρομή με το αυτοκίνητο και
κάθε τόσο σταματάς να ξεμουδιάσεις, να δεις το τοπίο».
Η
μεγαλύτερη απορία μου διαβάζοντας το βιβλίο και μαθαίνοντας την
οικογενειακή ιστορία του καλού συναδέλφου, αρχισυντάκτη του πολιτιστικού
ενθέτου της κυριακάτικης «Καθημερινής», ήταν μία: Μα είναι δυνατόν να
μεγαλώνει σε ένα σπίτι όπου η άνανδρη δολοφονία του παππού του να μην
είναι κυρίαρχο οικογενειακό αφήγημα; Πόσο μάλλον που η οικογένεια
Μαγκλίνη με τον στρατιωτικό πατέρα ανήκε στην πλευρά των νικητών του
Εμφυλίου. Κάποτε οι μεσοαστικές οικογένειες αν έκρυβαν, αν αποσιωπούσαν
από φόβο κάτι, ήταν τα αριστερά τους μέλη, εκείνα που σάπιζαν σε φυλακές
και ξερονήσια. Πώς εξηγεί ότι ο δολοφονημένος παππούς του ήταν «απών»;
«Μια
ψυχαναλυτική προσέγγιση θα ήταν ότι το τραύμα ήταν πολύ μεγάλο για να
διατυμπανίζεται από τον πατέρα μου. Ούτε καν φωτογραφίες του παππού δεν
υπήρχαν στο σπίτι. Ηξερα, βέβαια, ότι “τον παππού σου τον σκοτώσανε”,
“ποιοι;”, “οι κομμουνιστές”, αλλά κυρίως από τη μάνα μου, που μικρότερη
από τον πατέρα μου δεκατρία χρόνια δεν είχε ζήσει Εμφύλιο και ήταν πιο
θερμόαιμη. Η απάντηση, “οι κομμουνιστές”, τίποτα δεν μου ’λεγε. Ο
πατέρας μου, όμως, δεν μιλούσε, κουνούσε το κεφάλι του. Πράος και
μετριοπαθής».
Οι αγριότητες των ταγματασφαλιτών
Μέχρι
να ξετυλιχτεί η πολύπλοκη ιστορία της οικογένειας Μαγκλίνη και να έχεις
μπροστά σου όλα τα χαρτιά ανοιγμένα, ένα σε εντυπωσιάζει. Πράος και
μετριοπαθής, ο πατέρας τού συγγραφέα με το τραύμα του δολοφονημένου
γονιού του πάνω σε μια πόρτα; Απόλυτα ισορροπημένος και αντικειμενικός ο
εγγονός, που γράφει το βιβλίο. Καμιά οργή, κανένα μίσος. Καμιά
παράλειψη. Το σφαγείο του Εμφυλίου στο Αγρίνιο έχει ίσως τις πιο
αβάσταχτες εικόνες του με πρωταγωνιστές τους ταγματασφαλίτες, που
διαπράττουν αδιανόητα εγκλήματα και ο Μαγκλίνης τα παραθέτει με
λεπτομέρειες σε ανατριχιαστικές σελίδες.
«Οταν
ο ίδιος ο πατέρας μου δεν είχε μέσα του φανατισμό και μίσος, πώς να το
αποκτήσω εγώ;», λέει. «Αυτός μου μετέδωσε τη νηφαλιότητά του απέναντι
στην Ιστορία. Αυτός μου πρωτομίλησε για τις αγριότητες των
ταγματασφαλιτών. Μου έδειχνε, ίσως και χωρίς να το καταλαβαίνει, και την
άλλη πλευρά». Η οποία βέβαια, να η «κοινοτοπία» του Εμφυλίου, δεν
απουσίαζε από την οικογένεια Μαγκλίνη.
Τη ώρα
που η γιαγιά του η Αγαθή δεχόταν σπίτι της νεκρό από κομμουνιστικό βόλι
τον άντρα της Νίκο, δύο αγαπημένα της αδέλφια, ο Αννίβας και ο Γιώργος,
οργανωμένα στο ΕΑΜ, το ένα εκτελείτο από τους Γερμανούς, το άλλο
γνώριζε αργότερα τα πιο άγρια βασανιστήρια σε ξερονήσια. Μια οικογένεια
μοιρασμένη στα δύο που όμως δεν έπαψε να αγαπιέται. Ας μην κάνουμε
σπόιλερ, αλλά η κορυφαία σκηνή του βιβλίου -και κομβική για όλη την
ιστορία- είναι ο βασανισμός ενός ΕΠΟΝίτη από δεξιούς μπροστά στα μάτια
του πατέρα του. Ενός ΕΠΟΝίτη που ίσως να σχετιζόταν με τη δολοφονία. Και
λοιπόν; Η φρίκη είναι φρίκη. Πέρα από ιδεολογίες.
•
Πιστεύετε ότι τέτοια βιβλία μπορούν να βοηθήσουν στο ξεπέρασμα του
Εμφυλίου, που το πνεύμα του ξαναφούντωσε την εποχή των μνημονίων;
Μακάρι,
δεν ξέρω, αλλά τα πράγματα όταν ειπώνονται δεν κάνουν ποτέ κακό. Ούτε
φοβάμαι μια αριστερή κριτική, τι να μου πουν, καλά του κάνανε του παππού
σου; Ο ίδιος ο επικεφαλής της Πολιτοφυλακής του ΕΛΑΣ του Αγρινίου είχε
προτρέψει τη θεία μου τη Δώρα, όταν τελειώσει ο πόλεμος να ψάξει να βρει
τους δολοφόνους του πατέρα της και να τους σκοτώσει! Σήμερα, φοβάμαι
ότι μας διακρίνει μεγαλύτερη εμπάθεια. Εδώ βρίζουν τα παιδιά του Παύλου
Μπακογιάννη. Και όχι οι αριστεροί, σαν τον Κύρκο και τον Φλωράκη, που
είχανε ζήσει τον Εμφύλιο και κράτησαν ασύλληπτα καλή στάση όταν τον
δολοφόνησαν.
• Καμιά φορά νιώθω ότι
χρειάζεται ιδιαίτερο θάρρος για να γράψει κανείς για τα εγκλήματα του
ΚΚΕ. Δεν είδατε τι έγινε όταν ο Λιγνάδης βάφτισε μια σκηνή του Εθνικού
«Ελένη Παπαδάκη»;
Οταν έγραψα την
«Ανάκριση» κανείς δεν με ρώτησε γιατί κοιτάω την Ιστορία από την πλευρά
μιας αριστερής οικογένειας. Θεωρείται αυτονόητο. Αντίθετα, όταν έγραψα
την «Πρωινή Γαλήνη», όπου η οικογένεια ήταν απλώς με την πλευρά των
νικητών του Εμφυλίου, τίποτα το υπερβολικό και ακροδεξιό, με ρώτησαν
γιατί γράφω τα πράγματα από την πλευρά της Δεξιάς. Μου φαίνεται
αδιανόητο. Αλλά ελπίζω ότι η αντίδραση αυτή σιγά σιγά εξαφανίζεται.
Πέρασε και η κρίση που πυροδότησε πάλι τα πάθη.
________________________
Όταν µιλάµε για τη ζωή του πατέρα µας, σε ποιο βαθµό µιλάµε για τη δική µας τη ζωή; Πάνω απ’ όλα, σε ποιο βαθµό µιλάµε για τη ζωή όλων των πατέρων του κόσµου, τη ζωή όλων των δυνητικών αναγνωστών µας; Δεν υπάρχει ασφαλής απάντηση σε αυτό το ερώτηµα. Το βέβαιο είναι ότι δεν θα είχε νόηµα η γραφή αυτού του βιβλίου αν ένιωθα πως αφορά µονάχα τον άνθρωπο που γνώρισα. Έχει νόηµα και λόγο ύπαρξης µονάχα αν έχω κατά νου σε κάθε σελίδα ότι αυτή θα είναι µια αφήγηση που θα αφορά τον κάθε άγνωστο, τον κάθε πατέρα και την κάθε µητέρα, τον κάθε γιο και την κάθε κόρη που δεν γνώρισα ποτέ.
Και αν τελικώς η µνήµη δεν είναι άλλο παρά διάσπαρτα νησιά µέσα σε µιαν απέραντη θάλασσα λήθης; Με άλλα λόγια, µήπως είµαστε όσα έχουµε ξεχάσει;
Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής αυτής της αληθινής ιστορίας περνά από το ένα νησί στο άλλο, αναζητώντας άλλοτε σαν αρχαιολόγος και άλλοτε σαν αστρονόµος που παρατηρεί το παρελθόν του σύµπαντος τον άνθρωπο που ήταν ο πατέρας του προτού γίνει πατέρας του, τη χώρα του προτού γίνει χώρα του.
Τι βρίσκει; Οικογενειακά θαµµένα µυστικά, φόνους, τραύµατα που ταξιδεύουν µέσα στον χρόνο, ανολοκλήρωτους έρωτες, εικόνες και λέξεις που στοιχειοθετούν µια ανώµαλη διαδροµή µέσα από την οποία ο αφηγητής προσπαθεί να βρει τις χαµένες συνδέσεις: µε τον εαυτό του, πρωτίστως όµως µε τους άλλους γύρω του. Τις νύχτες που ξυπνάω ανήσυχος
και δεν µπορώ να ξανακοιµηθώ
–παρήλθαν προ πολλού οι χρόνοι
εκείνοι όπου ο ύπνος µου ήταν
µακρύς και αδιατάρακτος–
τους σκέφτοµαι όλους, σκέφτοµαι
ότι όπως κάποια αστέρια έπαψαν
πεθαίνοντας να αποτελούνται
από ύλη έτσι και οι νεκροί έχουν
πάψει να αποτελούνται από σάρκα,
αίµα, µυς, οστά κι ωστόσο η
απουσία τους, οριστική, καθολική,
αµετάκλητη, είναι συχνά µια
συγκαλυµµένη παρουσία.
Έχουν πάψει να βρίσκονται στο
σπίτι, στη δουλειά, στον πόλεµο,
στον αέρα
είναι απλωµένοι παντού,
σε όλους τους χρόνους
σαν σε µουσείο κέρινων
οµοιωµάτων
όλοι τους στέκονται γύρω µου
ακούνητοι, σιωπηροί, αυστηροί,
κατάχλωµοι και ανέκφραστοι
βλέπω κι εµένα ακίνητο ανάµεσά
τους
πόσο µικρός ήµουν, πόσο µικρός
είµαι ακόµα, πόσο µικρός θα
πεθάνω κι εγώ κάποτε – στο βάθος όσο ηλικιωµένος κι αν
πεθάνεις µικρός πεθαίνεις.
________________________
Περιγραφή του βιβλίου
Όταν µιλάµε για τη ζωή του πατέρα µας, σε ποιο βαθµό µιλάµε για τη δική µας τη ζωή; Πάνω απ’ όλα, σε ποιο βαθµό µιλάµε για τη ζωή όλων των πατέρων του κόσµου, τη ζωή όλων των δυνητικών αναγνωστών µας; Δεν υπάρχει ασφαλής απάντηση σε αυτό το ερώτηµα. Το βέβαιο είναι ότι δεν θα είχε νόηµα η γραφή αυτού του βιβλίου αν ένιωθα πως αφορά µονάχα τον άνθρωπο που γνώρισα. Έχει νόηµα και λόγο ύπαρξης µονάχα αν έχω κατά νου σε κάθε σελίδα ότι αυτή θα είναι µια αφήγηση που θα αφορά τον κάθε άγνωστο, τον κάθε πατέρα και την κάθε µητέρα, τον κάθε γιο και την κάθε κόρη που δεν γνώρισα ποτέ.
Και αν τελικώς η µνήµη δεν είναι άλλο παρά διάσπαρτα νησιά µέσα σε µιαν απέραντη θάλασσα λήθης; Με άλλα λόγια, µήπως είµαστε όσα έχουµε ξεχάσει;
Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής αυτής της αληθινής ιστορίας περνά από το ένα νησί στο άλλο, αναζητώντας άλλοτε σαν αρχαιολόγος και άλλοτε σαν αστρονόµος που παρατηρεί το παρελθόν του σύµπαντος τον άνθρωπο που ήταν ο πατέρας του προτού γίνει πατέρας του, τη χώρα του προτού γίνει χώρα του.
Τι βρίσκει; Οικογενειακά θαµµένα µυστικά, φόνους, τραύµατα που ταξιδεύουν µέσα στον χρόνο, ανολοκλήρωτους έρωτες, εικόνες και λέξεις που στοιχειοθετούν µια ανώµαλη διαδροµή µέσα από την οποία ο αφηγητής προσπαθεί να βρει τις χαµένες συνδέσεις: µε τον εαυτό του, πρωτίστως όµως µε τους άλλους γύρω του. Τις νύχτες που ξυπνάω ανήσυχος
και δεν µπορώ να ξανακοιµηθώ
–παρήλθαν προ πολλού οι χρόνοι
εκείνοι όπου ο ύπνος µου ήταν
µακρύς και αδιατάρακτος–
τους σκέφτοµαι όλους, σκέφτοµαι
ότι όπως κάποια αστέρια έπαψαν
πεθαίνοντας να αποτελούνται
από ύλη έτσι και οι νεκροί έχουν
πάψει να αποτελούνται από σάρκα,
αίµα, µυς, οστά κι ωστόσο η
απουσία τους, οριστική, καθολική,
αµετάκλητη, είναι συχνά µια
συγκαλυµµένη παρουσία.
Έχουν πάψει να βρίσκονται στο
σπίτι, στη δουλειά, στον πόλεµο,
στον αέρα
είναι απλωµένοι παντού,
σε όλους τους χρόνους
σαν σε µουσείο κέρινων
οµοιωµάτων
όλοι τους στέκονται γύρω µου
ακούνητοι, σιωπηροί, αυστηροί,
κατάχλωµοι και ανέκφραστοι
βλέπω κι εµένα ακίνητο ανάµεσά
τους
πόσο µικρός ήµουν, πόσο µικρός
είµαι ακόµα, πόσο µικρός θα
πεθάνω κι εγώ κάποτε – στο βάθος όσο ηλικιωµένος κι αν
πεθάνεις µικρός πεθαίνεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου