Στο 20ό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης η ταινία Mur Murs (1981) της Agnès Varda*
Ελευθέριος Μακεδόνας
Πηγή :anagnostis. gr
Σχόλια πάνω στην ταινία Mur Murs (1981) της Agnès Varda, η οποία προβλήθηκε στο πλαίσιο του ειδικού αφιερώματος στα ντοκιμαντέρ τής Varda που κάνει το 20ό ΦΝΘ . Η σκηνοθέτις υπήρξε μία από τις κεντρικές φιγούρες της Γαλλικής Nouvelle Vague.
H Varda περιδιαβαίνει το Λος Άντζελες και δημιουργεί ένα ντοκιμαντέρ ποιητικής ομορφιάς και πολιτικού-φιλοσοφικού στοχασμού, χρησιμοποιώντας ως πρώτη της ύλη τις τοιχογραφίες των κτιρίων των συνοικιών τής πόλης που κατοικούνται από κάθε είδους μειονότητες.
Η πρόθεσή της είναι ξεκάθαρη από την αρχή: να έλθει κοντά στις πολυπληθείς κοινότητες των ξένων μεταναστών που ζουν στο Λος Άντζελες, μέσω της πιο γνήσιας, λαϊκής μορφής καλλιτεχνικής τους έκφρασης: των τοιχογραφιών, τις οποίες φιλοτεχνούν στα πιο απίθανα σημεία τού υποβαθμισμένου αστικού τοπίου όπου διαβιούν. Αποκλεισμένοι από το κοινωνικό γίγνεσθαι μίας χώρας που δεν χάνει την ευκαιρία να τους δηλώνει ότι της είναι ανεπιθύμητοι ή τουλάχιστον, ότι αποτελούν γι’ αυτήν απλά και μόνο ζώσα αναλώσιμη ύλη στο βωμό τής οικονομικής της ευημερίας, απόβλητοι κι από το επίσημο καλλιτεχνικό κατεστημένο των γκαλερί και των εκθέσεων έργων Τέχνης, οι καλλιτέχνες των μειονοτήτων τού L.A. δεν διαθέτουν άλλη διέξοδο καλλιτεχνικής έκφρασης από την τοιχογραφία και το γκράφιτι στα ίδια τα κτίρια των ghettos όπου μεγαλώνουν.
Καθώς περιηγούμαστε στα στενά των υποβαθμισμένων μεξικανικών barrios του L.A., ακούμε τους ίδιους τους Μεξικανούς καλλιτέχνες να μας μιλούν για τον καθολικό βαθμό επικράτησης των συμμοριών ως μόνου ‘κοινωνικού συνεκτικού ιστού’ των μεξικανικών κοινοτήτων τής αμερικανικής διασποράς, για την πανταχού παρούσα βία και τους θανάτους, για τις διακρίσεις και το στίγμα που συνοδεύει αδιακρίτως κάθε Μεξικανό μετανάστη των Η.Π.Α., για τις καταχρήσεις τής αστυνομίας και του επίσημου κράτους κατά των chicanos.
Πολλές ακόμη ομάδες με παρουσία στη ζωγραφική τοιχογραφιών εξετάζονται από τη Varda, σε βαθμό εξάντλησης της εντυπωσιακής πραγματικά εθνικής και πολιτισμικής ‘βιοποικιλότητας’ που παρουσιάζει το Λος Άντζελες. Τα πιο ενδιαφέροντα σχόλια της Varda, ωστόσο, εντοπίζονται εκτός του καθαρά πολιτικού πεδίου, στην ευρύτερα κοινωνική, υπαρξιακή και αισθητική σφαίρα: η υπόθεση των τοιχογραφιών τού Λος Άντζελες δεν έχει παραμείνει φυσικά αμόλυντη από τη λαίλαπα της εμπορευματοποίησης, των επιχειρηματικών σκοπιμοτήτων, της δημαγωγίας και της εξαπάτησης του (αγοραστικού) κοινού, ακόμη και του kitsch.
Προς το τέλος τής ταινίας, όταν η Varda έχει σχεδόν εξαντλήσει το πλούσιο μωσαϊκό των διαφορετικών πολιτισμών και τάσεων των τοιχογραφιών τού Λος Άντζελες, ασχολείται με το σοβαρότερο ίσως ζήτημα τής αισθητικής και της φιλοσοφίας που ενδεχομένως τις γεννά και τις καθορίζει αναπόδραστα: τον εφήμερο χαρακτήρα τους, τη φθαρτότητά τους. Βλέπουμε το έργο ενός καλλιτέχνη που απεικονίζει μία ερημωμένη πόλη, με παντελή απουσία τού ανθρώπινου στοιχείου, το οποίο σίγουρα αποπνέει μία βαθιά αίσθηση εγκατάλειψης, μοναξιάς και κενού, ενώ ακούμε τον καλλιτέχνη να μας υπογραμμίζει, ότι αυτό είναι και το πραγματικό νόημα του έργου του (κατ’ επέκταση και ολόκληρου του είδους τής τοιχογραφίας): ότι είναι κενό! Ότι η φύση του είναι εντελώς στιγμιαία και παροδική. Ότι είναι καταδικασμένο πολύ σύντομα να πεθάνει. Μαζί με το εξίσου εφήμερο αστικό τοπίο στο οποίο μόνο προς στιγμήν αποτυπώθηκε. Υπ’ αυτήν την έννοια, η τοιχογραφία μάς αποκαλύπτεται ως μία Τέχνη αντίστοιχη των πιο πρωτόγονων, αλλά και πιο πηγαίων μορφών ανθρώπινης Τέχνης, όπως τα γλυπτά που δημιουργούν οι Αβορίγινες της Αυστραλίας στην άμμο, γνωρίζοντας ότι σύντομα θα καταστραφούν χωρίς ν’ αφήσουν κανένα ίχνος ή μνήμη πίσω τους. Έτσι κι η Τέχνη τής τοιχογραφίας των εθνικών και φυλετικών ‘μειονοτήτων’ τού Λος Άντζελες μας αποκαλύπτεται ως μία στιγμιαία κραυγή διαμαρτυρίας, με σαφή συνείδηση, ότι το πεπρωμένο της είναι να πεθάνει οριστικά κι αμετάκλητα, λίγο μόλις μετά την άρθρωσή της.
Στην τελευταία σκηνή τής ταινίας της η Varda επιλέγει μία τοιχογραφία, η οποία αποτυπώνει μία συλλογική φοβία τού Λος Άντζελες: το “Μεγάλο Σεισμό”. Μετά το σεισμό ‘Loma Prieta’ του 1989, που είχε συγκλονίσει το Σαν Φρανσίσκο, φόβοι είχαν δημιουργηθεί για έναν επικείμενο μεγάλο σεισμό και στο Λος Άντζελες. Οι φόβοι αυτοί ήταν σε μεγάλο βαθμό ανυπόστατοι και γιγαντώθηκαν σε μεγάλο βαθμό μετά την προβολή μίας τηλεταινίας το 1990, από το κανάλι NBC, με τον τίτλο “The Great Los Angeles Earthquake”. Στην πιο ακραία τους εκδοχή, οι φήμες έκαναν λόγο για ένα σεισμό-μαμούθ, ο οποίος θα απέκοπτε το Λος Άντζελες από την υπόλοιπη Καλιφόρνια. Ακριβώς αυτό το μετα-αποκαλυπτικό σενάριο απεικονίζεται στην τελευταία τοιχογραφία τής ταινίας τής Varda: το Λος Άντζελες είναι πλέον ένα νησί, αποκομμένο από την υπόλοιπη Καλιφόρνια, με εμφανή τα σημάδια της ολοκληρωτικής καταστροφής και με το ανθρώπινο στοιχείο πλήρως απόν και εδώ.
Η Varda επιλέγει έτσι να κλείσει την ταινία της με έναν επίκαιρο στοχασμό γύρω από το πιθανό μέλλον των Η.Π.Α., αλλά και της ίδιας της ανθρωπότητας. Το μέλλον, μας λέει, μπορεί να είναι τελικά ένα κύμα, το οποίο απλά θα μας παρασύρει μακριά. Παρά τους κάθε άλλο παρά καθησυχαστικούς οιωνούς, η Varda μας παροτρύνει να κινηθούμε προς το μέλλον αυτό – όποιο κι αν είναι – χωρίς κανέναν απολύτως φόβο.
[1] Έτσι ονομάζονται οι Μεξικανοί μετανάστες των Η.Π.Α. και ειδικότερα αυτοί που έχουν εγκατασταθεί σε περιοχές κοντά στα σύνορα με το Μεξικό.
[2] Rodrigo Gutiérrez Viñuales & Ramón Gutiérrez, Pintura, Escultura y Fotografía en Iberoamérica, Siglos XIX y XX, Madrid (Spain), Cátedra, 1997, pp. 261-262.
[3] Μία ‘γεύση’ των άνοστων τοιχογραφιών τού εργοστασίου μπορούμε να πάρουμε στο: https://www.vice.com/en_us/article/yv5agx/this-farmer-johns-slaughterhouse-mural-is-really-creepy
_________________________________

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου