ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
Ανοιχτό τετράδιο
«…ζω μέσα στους χάρτες
στους δρόμους, στα ονόματα της προδοσίας
μέσα στην έπαρση της ανεμοθύελλας
ξεθωριασμένες καρτ ποστάλ είμαι
ενώ στο νεύμα της ετοιμόγεννης αντιλόπης
πάντα ο ακέραιος κόσμος μού δείχνει…»
Ξεφυλλίζει άλλη μια φορά το παλιό ημερολόγιο
θέλει να σκίσει όποια σελίδα κιτρίνισε στα ψεύδη
στις επινοήσεις μιας αθλιότητας κατακτήσεων
δεν καταλαβαίνει αν είναι ακόμη αίμα και σκέψη
ή μήπως έγινε κιόλας στάχτη
ή το χειρότερο
μια θλιβερή ανάμνηση εμπορίου και αποικιοκρατών.
Λέει να τα ξεχάσει όσο γίνεται πιο γρήγορα όλα αυτά
να γυρίσει πίσω, να αλλάξει όνομα και ήπειρο
να ξεπουλήσει όλη την πείρα του ολέθρου-
το ξέρει βέβαια, είναι άπατρις
δεν θ’ αργήσει ν’ ακυρωθεί μέσα στους θορύβους.
Το χάδι της άμμου σε όλο του το κορμί τώρα
συνομιλεί ήδη με τις σκιές του δειλινού
ένα παραμιλητό στις όχθες του ποταμού ονείρου
που άλλοι το είπαν καταξίωση.
Ν, ΟΠΩΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
I
«Μόνο λήθη περιέχει αυτό το απόγευμα;»
Πες το καλύτερα από την αρχή χωρίς ντροπή
με τα μάτια κλειστά στη δυνατή βροχή του Μάρτη
«Μόνο λήθη μάς μαθαίνει αυτό το απόγευμα;»
Ξεναγοί και φύλακες τα τρυγόνια, θεμέλια
ναών πυρπολημένων φορτωμένα τώρα με
γαλήνη θα γίνουν η θετή μας πατρίδα, μέρες
σαν το πόσιμο νερό κύλησαν μέσα σε φράσεις
επιμύθια των ιστορικών, άγονη γραμμή
χαρτί ο πολιτισμός τσαλακωμένο, αέρας
το σηκώνει ψηλά μαζί με τα πουλιά των βάλτων·
κάθε πλανήτης που ανάβει πιο κοντά μάς φέρνει
σε ό,τι έδειξε το κάρμα, σε όποιο όνειρο
μάς λέει ότι είμαστε κι εμείς σώμα αστρικό.
II
Κι η ακρόαση μέρα νύχτα, γιατί έτσι πρέπει
με το αυτί απαλά στη χλόη, μέσα στις ρίζες
βαθιά στην ιστορία των χαμένων μας ερώτων
το μυθικό παρόν, το βλέπω: κέρδος καθαρό·
θα’ ρθει η δίκαιη στιγμή να τα χωρέσει όλα
να γίνει ο καιρός έλεος, το ταπεινό χρώμα
άσκηση ζωγραφικής για τα παιδιά μας είναι ο
Παράδεισος- λέξεις που χάθηκαν, ξαναβρέθηκαν
όπως χρυσάφι, ντύνουν απληστία και οδύνη
όσα θέλησες με τόσο πείσμα, σκεπασμένα πια
από τις ήττες οικογενειών, σε αναζητούν·
κι ο ουρανός, αυτό το σπάταλο βλέμμα, μια λύση
ευκαιρίας, το κέλυφος των επινοήσεων·
με λένε κόκκο της άμμου, μαθαίνω να θυμάμαι.
III
Στις πορείες, στην έρημο των δωματίων πάντα
ως τις ανάσες του τέλους, ο σύντροφος, ο τρόμος
θες να μάθεις πώς προφέρεται σωστά η θάλασσα
μόνο απορίες είσαι, σαν την άγρια φύση:
«Σαν τους αγγέλους του Ταλμούδ, που αφού το θεό τους
υμνήσουν, γκρεμίζονται μετά στην ανυπαρξία
όλοι μαζί, έτσι κι εγώ θα σβήσω στο στόμα
στο χάος του «μάλλον όχι» και του «δήθεν ναι» χωρίς
να προλάβω την άνοιξη, το άλλο καλοκαίρι;»
Το τραπέζι είναι στρωμένο, θα μείνεις μαζί μου
έτσι κι αλλιώς έξω ο κόσμος στον τροχό είναι
των πολέμων δεμένος, στην κατάρα της πείνας·
το παράθυρο έχει ήδη ματώσει, η πόλη
άκυρη, ανεβαίνει κόμπος στο λαιμό η νίκη.
IV
Η αγαλλίαση, από πού άραγε να φτάνει
ως εδώ, το κρασί έχει τελειώσει τα τσιγάρα
δεν έχουν νόημα πια, λυδία λίθος η λέξη
που μόλις μού έδωσες: «ανάπαυση». Σαν το νέο
χιόνι όλα ξαναγυρίζουν στη θέση τους, τρελά
πετούν από χαρά τα χελιδόνια που μας βλέπουν
από την κόλαση να επιστρέφουμε γεροδε-
μένοι, θητεία που έληξε σε γνώση μυστική·
έλα ας θάψουμε βαθιά στην αυλή μας τη θλίψη
του χειμώνα και την ανώφελη εγκαρτέρηση
μέσα στις θύελλες των εποχών, είμαστε από
το χώμα που ξέρει τη βοσκή του, θα περάσουν οι
αιώνες για να φτάσουμε πάλι εδώ: Μεθώνη
πυγολαμπίδων μαρμαρυγή, σταθερή πορεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου