Η οικογένεια διασκεδάζει
Ὁ κ. Ζαχαρίας Παραδαρμένος εἶνε ἔγγαμος, ἐτῶν 55, ἀπολαύει τοῦ δικαιώματος τῆς Ἑλληνικῆς ἰθαγενείας, ὡς γεννηθεὶς ὑπὸ γονέων κλπ.
Εἶνε ἀρχαῖος εἰρηνοδίκης, ἔχων σύνταξιν ἐκ δραχ. 73.27. Κερδίζει ἄλλας τόσας περίπου, διοριζόμενος, χάρις εἰς τὸ ἀρχαῖόν του ἀξίωμα, ἐκτιμητὴς ὑπὸ τοῦ δικαστηρίου, καὶ−ἀλλὰ τοῦτο νὰ μένῃ μεταξύ μας, ἐπειδή ὁ κ. Ζαχαρίας δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ γίνῃ γνωστὸν−ἑτέρας 50 δραχμὰς περίπου κατὰ μῆνα, ἀντιγράφων κατ' οἶκον δικαστικὰ ἔγγραφα, τὰ ὁποῖα τοῦ δίδει δικηγόρος τις, ὅστις πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν εἶχεν ὑπάρξει δεύτερος ἐξάδελφος τῆς κυρίας Παραδαρμένου, συχνάζων κατὰ συγγενικὸν καθῆκον εἰς τὴν οἰκίαν, καθ' ἥν ἐποχὴν ὁ σύζυγος ἐξετέλει τὴν ἐλλειπτικὴν τροχιάν, εὑρισκόμενος ὑπὸ τὸν ἀστερισμὸν τοῦ Αἰγόκερω.
Διὰ τῶν πόρων τούτων κατορθώνει ἡ οἰκογένεια νὰ καταναλίσκῃ τὸ ἀνάλογον μέρος καθ' ἑκάστην τῶν θρεπτικῶν οὐσιῶν, αἵτινες ὥρισται ὑπὸ τῆς Προνοίας νὰ διέρχωνται διὰ τοῦ πεπτικοῦ σωλῆνος αὐτῆς, πρὶν νὰ φθάσουν εἰς τὴν μητέρα γῆν. Δὲν ἠξεύρω ὅμως ἄν διὰ λόγους ὑγιεινῆς ἤ ἕνεκα ὁρμῆς φυλετικῆς, ἡ οἰκογένεια προτιμᾷ ἰδίως τὰς φυτικὰς οὐσίας· ὁ δὲ γαΐδαρος τοῦ πλάνητος μανάβη, ὁσάκις διαβαίνει τὸ πρωῒ ἐκ τῆς ὁδοῦ, σταματᾷ αὐτομάτως πρὸ τῆς οἰκίας τοῦ κ. Ζαχαρίου, βέβαιος ὅτι θὰ ἐλαφρυνθῇ ἐκεῖθεν ἱκανῶς ἐκ τοῦ χλωροῦ φορτίου του.
Ἡ γεωγραφικὴ θέσις τοῦ κ. Παραδαρμένου εἶνε ἡ ἑξῆς περίπου. Περιορίζεται πρὸς βορρᾶν ὑπὸ τοῦ κυλινδρικοῦ πίλου του, ἐνδόξως ἀγωνισθέντος κατὰ ἐννέα χειμώνων, καὶ φέροντος τὰ ἴχνη τῆς ἀνδρείας του, καὶ ὅστις, ἐνῷ ἐγνώρισε πάντας τοὺς δικολάβους τῆς Στερεᾶς καὶ τῆς Πελοποννήσου, οὐδέποτε ἠθέλησε νὰ σχετισθῇ καὶ μετά τινος ἐπιδιορθωτοῦ πίλων· πρὸς ἀνατολὰς ὑπὸ τῆς συζύγου του κυρίας Θεοδώρας καὶ τοῦ μικροῦ γόνου αὐτῆς Μιμίκου· πρὸς δυσμὰς ὑπὸ τῆς θυγατρός του Οὐρανίας, καὶ πρὸς νότον ὑπὸ τῆς ὑπηρετρίας Βασίλως καὶ τοῦ σκύλου του Μαύρου.
Ὁ μαθηματικός ὁρισμὸς τῆς οἰκογενείας Παραδαρμένου εἶνε περίπου ὁ ἑξῆς. Θεοδώρα : Ζαχαρία+Μιμίκῳ+Οὐρανίᾳ+Βασίλῳ+Μαύρῳ : : 10 : 5, ὅπερ δηλοῖ ὅτι ἡ ἐν τῇ οἰκογενείᾳ ἀξία τῆς κ. Θεοδώρας εἶνε διπλασία τοῦ συνόλου τῆς ἀξίας πάσης τῆς λοιπῆς οἰκογενείας.
Ἄς σκιαγραφήσωμεν τὰ πρόσωπα.
Ἡ κ. Θεοδώρα−σχῆμα σφαιρικόν, πρόσωπον ἐπίπεδον. Ἐκ τῶν 45 ἐτῶν αὐτῆς ἐκράτησε 37, ἀγκυροβολήσασα εἰς αὐτά, καὶ μὴ ἐννοοῦσα νὰ ἐξέλθῃ. Αἱ δύο πλευραὶ αυτῆς, εἰς ἱκανὴν ἀπόστασιν ἀπ' ἀλλήλων κείμεναι καὶ στερούμεναι μέσων συγκοινωνίας, δὲν ἔχουν πολλὰς σχέσεις, καὶ ἡ μία ἀγνοεῖ τί πράττει ἡ ἄλλη. Ἀγαπᾷ τὰ κοπλιμέντα, τὰς ὄρνιθας καὶ τὰ παγωτά.
Ἡ δεσποινὶς Οὐρανία−κόρη χλωρωτική καὶ ἰσχνή, ὡς τὸ δημοκρατικὸν κόμμα· μύτη ἐπικίνδυνος, στόμα σουφρωτόν. Ἀγαπᾷ τὰς καραμέλας καὶ τὰ μυθιστορήματα.
Ὁ Μιμῖκος−ἐτῶν ἐννέα, χρώματος μεταξὺ λάσπης καὶ σοκολάτας, μὲ δύο ὀφθαλμοὺς μεγάλους, μὲ δύο μυκτῆρας ἀείποτε καλλιρρόους, μὲ δύο γόνατα ἀείποτε χρωματισμένα. Ἀγαπᾷ τὰ πάντα, ὡς καὶ τὰ ἄωρα δαμάσκηνα τῆς γειτόνισσας, καὶ δὲν ἀγαπᾷ μόνον τὴν Κατήχησιν καὶ τὸ ρετσινόλαδον, τὸ ὁποῖον τακτικῶς τοῦ χορηγεῖ ὁ πατήρ, διότι ἀνὰ πᾶσαν δεκαπενθημερίαν ἔχει καὶ νέαν δυσπεψίαν.
Ἡ Βασίλω−πρόσωπον στρογγύλον ὡς πανσέληνος, κολλημένον ἀμέσως εἰς τὸν κορμόν, ἄνευ τῆς ἐπεμβάσεως τοῦ λαιμοῦ, κόμη ἐν ἀταξίᾳ πάντοτε ὡς νεοσυλλέκτων τάγμα, φουστάνια κοντά, ποὺς φιλελεύθερος, μὴ ἀναγνωρίζων τὸν περιορισμὸν τοῦ ὑποδήματος. Ἀγαπᾷ τὰ μπαρμπατσόνια καὶ τὰ κοκκινογούλια.
Ὁ κ. Ζαχαρίας ἐκέρδησεν ἐκτάκτως πρὸ δύο ἡμερῶν ἐκ μιᾶς ἐκτιμήσεως 33 δραχμάς· ἐπειδὴ δὲ εἶχεν ὑποσχεθῆ εἰς τὴν οἰκογένειαν μίαν διασκέδασιν, μετὰ τὸν οἰκονομολογικὸν τοῦτον θρίαμβον, ἐγένοντο διαβούλια περὶ τοῦ εἴδους τῆς διασκεδάσεως. Ὁ κ. Ζαχαρίας ἐπρότεινε νὰ μεταβοῦν δι' ἁμάξης εἰς τὴν Κηφισσιάν, ὅπου ἐγνώριζεν ἕνα κουμπάρον, ν' αγοράσουν τὰ τρόφιμα καὶ νὰ πάρουν μαζί των καὶ τὴν Βασίλω διὰ νὰ τὰ μαγειρεύσῃ, ἀφοῦ δὲ ἤθελον διέλθει τὴν ἡμέραν εἰς τὴν ἐξοχήν, νὰ ἐπιστρέψουν τὴν ἑσπέραν πεζοί. Ἡ Οὐρανία, ἅμα ἤκουσε τὴν ρωμαντικὴν ταύτην διασκέδασιν, ἐχαμήλωσε τὰ μάτια καὶ ἐστέναξεν. Ὁ Μιμῖκος ἐπρότεινε ν' ἀγοράσουν ἕνα ταψὶ μπακλαβάδες καὶ ἕνα καλάθι ροδάκινα. Ἀλλ' ἡ κυρία Θεοδώρα ἐπεμβᾶσα ἐπισήμως διεκήρυξεν ὅτι, ἐπειδὴ εἶχεν ἀκούσει παρὰ μιᾶς φιλενάδας της, τῆς ὁποίας ἡ γυναικαδέλφη εἶχε μεταβῆ μίαν ἑσπέραν εἰς τὸν Ἀπόλλωνα ὅτι ὁ Φαῦστος ἔπαιξε περίφημα τὴν Τραβιάταν, διὰ τοῦτο ἔπρεπε νὰ ὑπάγουν τὴν Κυριακὴν τὸ βράδυ εἰς τὸν Ἀπόλλωνα καὶ δὲν θέλει ἄλλα λόγια.
Ἤδη ἀπὸ τοῦ Σαββάτου λοιπὸν τὰ πάντα ἦσαν ἄνω κάτω εἰς τὸ σπίτι. Ἡ κυρία Θεοδώρα ἐτακτοποίει ἕν φόρεμα μελιτζανί, τὸ ὁποῖον, ὡς ἡ ἱερὰ σημαία τοῦ Προφήτου, ἐξεθάπτετο μόνον εἰς ὡρισμένας ἡμέρας ἀπὸ τοῦ κιβωτίου, παραστὰν ὡς μάρτυς καθ' ἁπάσας τὰς ἐπισήμους περιστάσεις τῆς οἰκογενείας Παραδαρμένου. Ἡ δεσποινὶς Οὐρανία ἔστεκε πολλάκις πρὸ τοῦ κατόπτρου, στριφογυρίζουσα τὸ πρόσωπον διὰ νὰ ἴδῃ εἰς ποίαν στάσιν ἡ μύτη της ἐφαίνετο ὀλιγώτερον σουβλερή. Ἡ Βασίλω ἀφοῦ ἐκαθάρισε τεσσαράκοντα ἑπτὰ κολοκύνθια, ἔπλυνεν ἕνα πανταλόνι τοῦ κ. Ζαχαρίου, χρώματος κιτρίνου. Ὁ Μιμῖκος ἐζήτει ἐπιμόνως νὰ μάθῃ ἄν ἐντὸς τοῦ θεάτρου ἐπώλουν κουραμπιέδες, ἔτρεχε δέ δι' ὅλης τῆς ἡμέρας εἰς τὸν δρόμον, πετροβολῶν τὴν δαμασκηνέαν τοῦ ἀντικρὺ κήπου, ὅτε δὲ εἰσήρχετο εἰς τὸ σπίτι, ἔκοπτε πάντοτε ὑπερμέγεθες τεμάχιον ἄρτου, πρὸς μεγίστην ἀπελπισίαν τῆς κ. Θεοδώρας.
Τὸ ἑσπέρας, ὅτε ἦλθεν ὁ κ. Ζαχαρίας, παρεκάθησαν εἰς τὸ δεῖπνον, καὶ μετὰ τοῦτο ἐξῆλθον πρὸ τῆς οἰκίας, ἀφόβως καὶ ἀπαθῶς τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, διότι ἀπὸ πρωΐας εἶχον πληρώσει τὰ ὀφειλόμενα εἰς τὸν ἀντικρυνὸν μπακάλην. Πρὸ τῆς θύρας τῆς οἰκίας ἦτο συνήθεια νὰ γίνεται μικρὰ συναναστροφή, εἰς ἥν ἐλάμβανε μέρος εἷς ἀπόστρατος ἀνθυπασπιστής, μία μαῖα καὶ μία σύζυγος δικαστικοῦ κλητῆρος. Ἡ κ. Θεοδώρα ἔστρεψεν ἐπίτηδες τὴν συνομιλίαν εἰς τὸ θέμα τῶν διασκεδάσεων, διὰ νὰ ἀναγγείλῃ εἰς τὴν ὁμήγυριν τὴν μεγάλην ἀπόφασιν. Ὁ γέρων ἀνθυπασπιστὴς ἐγρύλλισεν, εἰπὼν ὅτι προτιμᾷ ἕν ἑκατοστάρικον ρητινίτου ἀπὸ τὸ καλλίτερον θέατρον τοῦ κόσμου. Ἡ σύζυγος τοῦ κλητῆρος εἶπεν ὅτι μίαν ἡμέραν κατὰ τύχην μετέβη εἰς τὸ Φάληρον μετά τινος κυρίας, ὅπου εἶδε τὰς γαλλίδας δεικνυούσας τὸν πόδα γυμνὸν μέχρι τοῦ μηροῦ καὶ ἐσταυροκοπήθη. Τότε παρεμβὰς ὁ κ. Ζαχαρίας ἀνέφερεν ὅτι πρὸ ἕνδεκα ἐτῶν εἶχεν ἴδει εἰς ἕν μέρος τῆς Πελοποννήσου ἕνα τῶν σπουδαιοτέρων θεατρικῶν θιάσων, συγκείμενον ἐκ τριῶν ἄρκτων καὶ τεσσάρων πιθήκων, ἐπρόσθεσε δὲ ὅτι το θέατρον εἶνε ἡ διανοητικὴ συγχρώτισις τῆς ἀλληλουχίας τοῦ πνεύματος, συνδυαζομένη μετὰ τῆς συνθηματικῆς ἀποσκιρτήσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Μὲ αὐτὴν τὴν γλῶσσαν ὡμίλει συνήθως κατὰ τὰς ἐπισήμους στιγμὰς ὁ κ. Ζαχαρίας, τὴν δὲ γνώμην ταύτην ἐπεδοκίμασεν ἡ μαῖα, κλίνουσα ἐπανειλημμένως τὴν κεφαλήν.
Μετὰ τὴν λέσχην ἡ συναναστροφὴ διελύθη, ἡ δὲ οἰκογένεια εἰσῆλθεν ἐντὸς τοῦ οἴκου. Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην εἶχε λάβει πρὸς ἀντιγραφὴν δεκατρία ἔγγραφα, καὶ ὅτε ἡ ἐργασία ἦτο ὑπερβάλλουσα, ἡ ἀξιέραστος Οὐρανία ἐσυνήθιζε νὰ βοηθῇ τὸν γεννήτορα, ἀντιγράφουσα καὶ αὐτή.
Ὁ Μιμῖκος ἐκάθητο πλησίον των μελετῶν τὸ μάθημα τῆς Κατηχήσεως, ἀλλ' εἰς τὸ πνεῦμά του ἀνεκυκᾶτο ἡ ἰδέα τοῦ θεάτρου καὶ τῶν κουραμπιέδων.
Ὁ κ. Ζαχαρίας ὑπαγορεύει:
− «Ὁ ἀντίδικος διὰ τῆς ἀπὸ 11 Μαρτίου ἐφέσεώς του…»
Αἴφνης ὁ Μιμῖκος διακόπτει.
− Μπαμπᾶ, διατί λέγεται Σύμβολον τῆς Πίστεως;
− Σύμβολον τῆς Πίστεως λέγεται διότι συμβάλλει εἰς τήν Χριστιανικὴν πίστιν, ἥτις διαιρεῖται εἰς τὴν Κατήχησιν καὶ τὴν Χρηστομάθειαν …τὸ ὁποῖον τὰ καλὰ παιδία δὲν πρέπει νὰ σκοτίζουν τὸν πατέρα των, ὅταν γράφῃ… «ἐφέσεως ἐνώπιον τῶν ἐν Παρνασσίδι…»
Ὁ Μιμῖκος ψιθυρίζει ἀποστηθίζων.
− Τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως διαιρεῖται εἰς ἄρθρα…
Αἰφνιδίως ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν κ. Ζαχαρίαν λέγει ὑψηλοφώνως.
− Μπαμπᾶ, ἐχθὲς εἶδα ποῦ ἐκόλλησαν ἕνα χαρτὶ κόκκινο καὶ ἔλεγε «Ριγολέττος». Τί θὰ εἰπῇ Ριγολέττος;
− «Τῶν ἐν Παρνασσίδι Πρωτοδικῶν…» Ριγολέττος εἶνε λέξις σύνθετος. Ριγῶ ἑλληνιστὶ σημαίνει κρυόνῳ, letto δὲ ἰταλιστὶ σημαίνει κρεββάτι. Ἄρα Ριγολέττος εἶνε ἐκεῖνος, ὅστις κρυόνει εἰς τὸ κρεββάτι.
− Ἄς σκεπασθῇ μὲ τὸ πάπλωμα, λέγει ἡ κ. Θεοδώρα παρακαθημένη καὶ πλέκουσα κάλτσαν. Καὶ ἡ Βασίλω, ἀκούσασα ἀπέρχεται καγχάζουσα διὰ τὴν ἀστειότητα ταύτην τῆς κυρίας της.
Καὶ οὕτως ἐξακολουθεῖ ἡ σκηνὴ μέχρις ὅτου ὁ μὲν Μιμῖκος ἀποκοιμᾶται ἐπὶ τῆς τραπέζης καὶ φέρεται ὑπὸ τῆς μητρός του εἰς τὴν κλίνην, ἡ δεσποινὶς Οὐρανία θέτει τὸ τελευταῖον «πληρεξούσιος δικηγόρος». Ἡ οἰκογένεια τότε κατακλίνεται.
Τὴν ἐπαύριον ἅμα τῇ ἐξεγέρσει ἐπικρατεῖ ἀληθὴς ἀναστάτωσις ἐν τῇ οἰκίᾳ. Ἡ κυρία Θεοδώρα ἠγέρθη ἐπίτηδες πρωῒ καὶ μετέβη εἰς τὴν ἐκκλησίαν ὅπως ἐπιδείξῃ τὸ μελιτζανί, εὗρε δὲ ταυτοχρόνως τὸν τρόπον μεταξὺ δύο σταυροκοπημάτων ν' ἀναγγείλῃ τὴν ἔκτακτον ἀπόφασιν εἰς μίαν φίλην. Μετὰ τὴν ἐπάνοδόν της ἐκ τῆς ἐκκλησίας ὁ κ. Ζαχαρίας ἐξέρχεται ὅπως ἀγοράσῃ τὰ εἰσιτήρια. Ἡ κ. Θεοδώρα προβαίνουσα ἀπὸ τοῦ παραθύρου φωνάζει εἰς τὸν σύζυγόν της μεγαλοφώνως διὰ ν' ἀκουσθῇ ὑπὸ τῶν γειτόνων, νὰ ἐκλέξῃ τέσσαρα καλὰ εἰσιτήρια, καὶ νὰ εἶνε μεσαῖα, διότι αὐτὰ τῆς ἀρέσουν. Ὁ κ. Ζαχαρίας στρέφεται καὶ τὴν καθησυχάζει. Ὁ πῖλός του ὑπὸ τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου ἀποκτᾷ χροιὰν αἱματόχρουν, τὸ δὲ πανταλόνιόν του θαμβώνει τὸν κόσμον, ἀντανακλῶν τὸν ἥλιον, ὡς κάτοπτρον. Ὑπὸ ζέστην 36 βαθμῶν μεταβαίνει εἰς τὸν Ἀπόλλωνα, ἀλλ' ἐκεῖ μανθάνει ὅτι κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην τὰ εἰσιτήρια πωλοῦνται εἰς τὸν Παρθενῶνα. Ἐπιστρέφει λοιπὸν βλασφημῶν, ὀπτὸς ὡς ροσπίφ, καὶ ἀγοράζει τὰ εἰσιτήρια εἰς τὸν Παρθενῶνα καὶ φθάνει εἰς τὴν οἰκίαν περίρρυτος ἐκ τοῦ ἱδρῶτος, ὅστις διαφεύγει καὶ ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ ὑποδήματά του. Ἡ κ. Θεοδώρα παρατηροῦσα τὰ εἰσιτήρια καὶ βλέπουσα 95, 97 κλπ. ἀρχίζει νὰ ἐπιτιμᾷ τὸν σύζυγόν της ὅτι δὲν εἶνε κατὰ σειράν. Ὁ κ. Ζαχαρίας οὐδ' αὐτὸς δύναται νὰ ἐξηγήσῃ τὸ φαινόμενον· ἀλλ' ἐπειδή τὸν διεβεβαίωσαν ὅτι οἱ ἀριθμοὶ ἦσαν συνεχεῖς, ὑποθέτει ὅτι εἰς τὰ θέατρα, κατὰ τὸ νεώτερον σύστημα, κατήργησαν τοὺς διπλοῦς ἀριθμοὺς διὰ νὰ φαίνωνται περισσότεροι οἱ θεαταί.
Ἡ ἡμέρα παρῆλθεν ἄνευ ἑτέρων ἐπεισοδίων. Μόνον σφοδρὰ λογομαχία ἠγέρθη περὶ τῆς αἰφνιδίου ἀπωλείας 30 λεπτῶν, προωρισμένων διὰ πετρέλαιον, ἅτινα εἶχε κλέψει ὁ Μιμῖκος καὶ ἐξοδεύσει ἤδη ἐξ αὐτῶν 15 διὰ ροδάκινα. Ἡ κυρία Θεοδώρα ὑπώπτευεν ὡς ἔνοχον τῆς κλοπῆς τὴν Βασίλων καὶ ἐπεφυλάσσετο νὰ κάμῃ τὴν ἐπαύριον τὰς ἀνακρίσεις, φοβουμένη μὴ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ζητήσῃ ἡ ὑπηρέτρια νὰ φύγῃ, ἄν τῆς ἐγίνετο παρατήρησις, καὶ ματαιωθῇ οὕτως ἡ διασκέδασις. Ἡ δεσποινὶς Οὐρανία ἀνέγνωσεν εἴκοσι σελίδας τοῦ μυθιστορήματος, τὸ ὁποῖον ἀνεγίνωσκεν ὁλόκληρον τακτικῶς κατὰ διμηνίαν. Ἡ Βασίλω ἔχαιρε κρυφίως καὶ ἠγαλλία διότι ἔμελλε τὴν ἑσπέραν νὰ μείνῃ μόνη, πρᾶγμα σπάνιον καὶ ἀσύνηθες εἰς τὴν οἰκίαν ἐκείνην. Εἶχε δὲ λόγους νὰ χαίρῃ περισσότερον, διότι τὴν πρωΐαν μεταβᾶσα εἰς τοῦ μπακάλη πρὸς ἀγορὰν βουτύρου, ἀνήγγειλε γεγωνυίᾳ τῇ φωνῇ τὴν μέλλουσαν νυκτερινὴν ἔξοδον τῆς οἰκογενείας, καὶ τοῦτο καθότι εὑρίσκετο ἐντὸς Ἄνδριός τις ἐπίστρατος, συμπατριώτης, πολλάκις διὰ λόγων καὶ διὰ βλεμμάτων θερμῶν ἐκφράσας εἰς αὐτὴν τὴν φλόγα του, καὶ ὅστις ἐκέρασεν ἐπὶ τῷ ἀκούσματι 15 λεπτῶν μαστίχαν τοὺς συντρόφους του.
Πρὸς τὸ ἑσπέρας ἡ οἰκογένεια κατὰ πάντα ἐνδεδυμένη καὶ καλλωπισμένη ἐδείπνησεν ἐν βίᾳ, διότι ἡ ὥρα τῆς ἀναχωρήσεως προσήγγιζεν. Ὁ κ. Ζαχαρίας δι' ὅλου τοῦ ἀπογεύματος κατείχετο ὑπὸ μελομανίας καὶ ἐξετέλεσεν ἑξάκις ταπεινοφώνως ἕν χερουβικόν. Εἰς τὴν τράπεζαν δὲν εἶχεν ὄρεξιν πολλήν, διὸ παρήγγειλεν εἰς τὴν Βασίλων νὰ τοῦ φυλάξῃ τὸ δεῖπνον, διὰ νὰ τὸ φάγῃ μετὰ τὸ θέατρον. Τέλος ἐξεκίνησαν ἐν πομπῇ καὶ παρατάξει μετὰ θορύβου τοιούτου, ὡς νὰ ἐξεκίνει διὰ τὰ σύνορα τοπομαχική πυροβολαρχία. Ἡ Βασίλω προέβη ἀπὸ τοῦ παραθύρου, στηριζομένη ἐπὶ τῶν χονδρῶν ἀγκώνων καὶ μειδιῶσα ἠλιθίως, ὁ δὲ κ. Ζαχαρίας ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς συνέστησε μεγαλοφώνως νὰ φυλάττῃ τὸ σπίτι, μὴ τύχῃ καὶ συμβῇ τίποτε. Οἱ γείτονες, ἡ μαῖα, ἡ σύζυγος τοῦ κλητῆρος, ὁ μπακάλης ἐπρόβαλλον ἀπὸ τοῦ παραθύρου, παριστάμεναι εἰς τὴν παρέλασιν. Ἡ κυρία Θεοδώρα ἐχαιρέτα ἐναβρυνομένη, ὁ δὲ κ. Ζαχαρίας ἐπροσπάθει νὰ καταβιβάσῃ τὸ κίτρινον πανταλόνιον, τὸ ὁποῖον βραχυνθὲν κατὰ τὸ πλύσιμον ἔφθανε μέχρι τοῦ μέσου τῆς κνήμης, ἀφίνον νὰ φαίνωνται ὁλόκληρα τὰ χάσματα τῶν ὑποδημάτων. Παρὰ τὸ κίτρινον πανταλόνιον ἤστραπτεν εἰς τὰς τελευταίας λάμψεις τοῦ λυκαυγοῦς τὸ μελιτζανὶ τῆς κυρίας Θεοδώρας καὶ τὰ δύο ἐφαίνοντο ἐντὸς τῆς ἀμφιλύκης ὡς φωτεινὰ μετέωρα, ἀπέναντι τῶν ὁποίων ὠχρία ἡ λευκὴ ἐσθὴς τῆς Οὐρανίας, περιπατούσης μὲ ὀφθαλμοὺς ἡμικλείστους καὶ διαγραφούσης καμπύλας διὰ τῆς ρινὸς εἰς τὸν ἀέρα. Ὁ Μιμῖκος ἐξηκολούθει ροκανίζων τεμάχιον ἄρτου, μὴ προφθάσας νὰ ρίψῃ τὴν τελευταίαν πέτραν κατὰ τῆς δαμασκηνέας. Ὁ σκύλος τῆς οἰκογενείας Μαῦρος ἡτοιμάσθη σαίνων τὴν οὐράν, νὰ τοὺς ἀκολουθήσῃ, ἀλλ' ὁ κ. Ζαχαρίας καὶ ὁ Μιμῖκος κατεδίωξαν αὐτὸν διὰ ραβδισμῶν καὶ λιθοβολισμῶν μέχρι τῆς οἰκίας.
Ἀπὸ τὴν συνοικίαν τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου, ὅπου κατῴκουν, ἔφθασαν εἰς τὴν πλατεῖαν τῆς Ὁμονοίας. Ἐκεῖ ἡ κυρία Θεοδώρα, κατανοήσασα τὸ μῆκος τῆς ὁδοῦ, ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμίαν περὶ ἁμάξης. Ἀλλ' ὁ ἁμαξηλάτης, πρὸς ὅν ἀπετάθη ὁ κ. Ζαχαρίας δεικνύων ἐν τῇ παλάμῃ τέσσαρα εἰκοσιπενταράκια, ἀπήντησε μετὰ σπανίας εὐγενείας ὅτι ἠμποροῦσε νὰ τὰ κρεμάσῃ εἰς τὸν λαιμὸν τῆς γυναικός του. Ἡ ἀπάντησις ἐξῆψε τὴν ὀργὴν τοῦ κ. Ζαχαρίου καὶ τοῦ ἦλθεν ὄρεξις νὰ ἐκπλύνῃ δι' αἵματος τὴν ὕβριν. Ἀλλά, συλλογισθεὶς ὅτι ἄν συνέβαινέ τι εἰς τὸν ἡνίοχον, τὰ ἄλογα ἔμελλον νὰ μείνουν ὀρφανά, ἐκινήθη εἰς οἶκτον καὶ ὑπέμεινε χριστιανικῶς τὴν αὐθάδειαν.
Ἤρχισαν λοιπὸν τὴν πεζοπορίαν ὑπὸ οἰωνοὺς κακούς, καὶ διὰ τοῦτο τὰ ἐπεισόδια καθ' ὁδὸν ἦσαν θλιβερά. Μία λεμονόκουπα ριφθεῖσα ὑπὸ μιᾶς μάγκας καθ' ἑτέρας, ἐπέτυχεν ἀπεναντίας καὶ κατεσπίλωσε τὸ μελιτζανὶ φόρεμα τῆς κυρίας Θεοδώρας, ἥτις ἀφῆκε κραυγήν λεαίνης πληγείσης. Ἐνῷ δὲ ὁ κ. Ζαχαρίας ἔστρεφε τὰ νῶτα διὰ νὰ παρατηρήσῃ, μικρὸς πωλητὴς τοῦ Ἐθνικοῦ Πνεύματος, ἐλαύνων ἀπὸ ρυτῆρος, συνεκρούσθη μετ' αὐτοῦ, καὶ ἐκ τοῦ τιναγμοῦ ὁ σεβάσμιος πῖλος ἔπεσε κατὰ γῆς, κυλιθεὶς ἐντὸς τοῦ βορβόρου. Ἡ μύτη τῆς δεσποινίδος Οὐρανίας, παρ' ὀλίγον συνεκρούετο μὲ μίαν ἅμαξαν. Ὁ Μιμῖκος κατὰ πάντα πέντε λεπτὰ ἠφανίζετο καθ' ὁδόν, ὅπως ἀγοράσῃ ἀχλάδια ἤ κώνους ἀραβοσίτου ὀπτούς, ἡ δὲ οἰκογένεια ἠναγκάζετο νὰ στέκῃ καὶ νὰ τὸν ἀναζητῇ μετὰ φωνῶν· τὴν τρίτην φορὰν μάλιστα οἱ σύζυγοι Παραδαρμένου ἤρχισαν ν' ἀνησυχοῦν σπουδαίως, διότι ὁ Μιμῖκος δὲν εὑρίσκετο. Ἡ κυρία Θεοδώρα ὠρύετο ὅτι τὸν κατεπλάκωσεν ἅμαξα· ὁ κ. Ζαχαρίας ἐγύριζεν ὡσὰν σβούρα κράζων τὸ τεκνίον καὶ ἐρωτῶν τοὺς διαβάτας. Ἐκ τοῦ κανθοῦ τοῦ ὀφθαλμοῦ τῆς δεσποινίδος Οὐρανίας ἕν δάκρυ ἐπειράθη νὰ ἐξέλθῃ ἐπὶ ματαίῳ. Τέλος ὁ ἄρρην ἀπόγονος τῆς οἰκογενείας Παραδαρμένου ἀνευρέθη ἐρίζων μετὰ τινος κουλουρτζῆ καὶ ζητῶν ν' ἀγοράσῃ τρεῖς κουλούρας ἀντὶ δέκα λεπτῶν. Ὁ κ. Ζαχαρίας συνέλαβεν αὐτὸν ἐκ τοῦ ὠτίου καὶ τὸ ἄκρον τοῦ πέλματός του ἀπετέθη τότε ὡς ἐξ ἐνστίκτου οὐχὶ πολὺ ἁπαλῶς ἐπὶ τῶν νώτων τοῦ γόνου αὐτοῦ.
Τέλος, μεθ' ὅλας τὰς περιπετείας ταύτας, ἡ οἰκογένεια ἀφίκετο σῴα εἰς τὸν κῆπον τοῦ Ἀπόλλωνος. Ἠναγκάσθησαν νὰ περιμείνουν, διότι αἱ θύραι ἦσαν ἔτι κλεισμέναι· καὶ μετέβησαν περιπατοῦντες μέχρι τῆς γεφύρας τοῦ Ἰλισσοῦ. Ὁ κ. Ζαχαρίας ἔδειξεν εἰς τὴν οἰκογένειαν τὸ Στάδιον, ἐξηγήσας ὅτι εἰς τὴν ἀρχαιότητα ἔκειτο ἐκεῖ ἡ ὁδὸς Σταδίου, ἥτις εἶνε σήμερον παρακάτω, καὶ εἰς τὴν ἐρώτησιν τοῦ Μιμίκου ἀπήντησεν ὅτι ἐκαλεῖτο οὕτω, διότι καὶ οἱ ἀρχαῖοι συνείθιζον νὰ πίνωσι μισὴ στὰ δύο. Ἀφοῦ περιειργάσθησαν, ἐπέστρεψαν καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸ θέατρον. Σύμπασα ἡ οἰκογένεια εἶχε καταστῆ ἐπιμήκης. Τὸ πρόσωπον τῆς κυρίας Θεοδώρας εἶχε καταβιβασθῆ· ἡ κοιλία τοῦ Μιμίκου εἶχε προεκταθῆ· ἡ μύτη τῆς δεσποινίδος Οὐρανίας εἶχε λάβει διαστάσεις τολμηρὰς ὡς τὸ κωδωνοστάσιον τοῦ Στρασβούργου. Τὸ μόνον πρᾶγμα, ὁποῦ εἶχε βραχυνθῆ, ἦτο τὸ κίτρινον πανταλόνιον τοῦ κ. Ζαχαρίου, φωσφορίζον ὑπὸ τὴν λάμψιν τοῦ φωταερίου.
Ἐκάθησαν τέλος εἰς τὰ θρανία καὶ ἤρχισαν νὰ ρίπτουν περίεργα βλέμματα. Ὁ Μιμῖκος, διὰ νὰ εὕρῃ τὸ ἰδικόν του κάθισμα, ἤρχισε νὰ μετρᾷ μεγαλοφώνως τοὺς ἀριθμούς, πατῶν δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τοὺς παρακαθημένους, οἵτινες τὸν ἀπεδίωκον σπρώχνοντες μετ' ἀγανακτήσεως. Ἡ κυρία Θεοδώρα ἤρχισε νὰ παραπονῆται ὅτι τὸ φανάρι τὴν ἐμποδίζει νὰ βλέπῃ, και ἀπῄτει νὰ μεταβῇ ὁ σύζυγός της νὰ εἰπῇ νὰ τὸ ἐκβάλουν ἐκεῖθεν. Ἡ δεσποινὶς Οὐρανία, ἰδοῦσα δόκιμον στρατιωτικόν τινα ἰατρὸν καθήσαντα ὀλίγον ἀπωτέρω καὶ περιέργως ἐνατενίσαντα αὐτήν, ἀφῆκε στεναγμόν, ἐξυπνήσαντα γέροντά τινα παρ' αὐτὴν καθήμενον καὶ ὑπνώττοντα ἡσύχως. Κατ' ἀρχὰς ὡμίλουν ταπεινοφώνως, ἀλλ' ἅμα εἶδον ὅτι πάντες ὡμίλουν ὑψηλῇ τῇ φωνῇ, ἤρχισαν καὶ αὐτοὶ νὰ ὠρύωνται συνομιλοῦντες καὶ σχολιάζοντες. Ὁ κ. Ζαχαρίας ἐνθυμήθη τὴν Βασίλων, τί νὰ κάμνῃ κατ' ἐκείνην τὴν ὥραν. Ἀκούσασα τὸ ὄνομα τῆς ὑπηρετρίας, ἡ κυρία Θεοδώρα ἐνθυμήθη τὴν κλοπὴν τῶν τριάκοντα λεπτῶν καὶ πορφυρᾶ γενομένη ἐκ τῆς ὀργῆς, ἐδήλωσε μεγαλοφώνως ὅτι αὔριον θὰ τὴν πνίξῃ μὲ τὰ χέρια της. Τόσον δὲ φοβερὰ ἦσαν καὶ ἡ ὄψις της καὶ οἱ λόγοι της, ὥστε νέα κυρία, εἰσερχομένη κατ' ἐκείνην τὴν στιγμὴν εἰς τὴν αὐτὴν σειρὰν τῶν θρανίων, ἐτρόμαξε καὶ ἐφοβεῖτο νὰ προχωρήσῃ. Ὁ Μιμῖκος κατεβασάνιζε τὸν γεννήτορα δι' ἐρωτήσεων.
− Μπαμπά, αὐτὸ ποῦ εἶνε ζωγραφισμένο εἶνε ἡ Τραβιάτα;…
− Σιώπα, ἀνόητε· αὐταὶ εἶνε αἱ τρεῖς Χάριτες, ἤγουν ἡ Ἄτροπος, ἡ Κλεοπάτρα … καὶ ἡ Καλλιόπη.
− Μπαμπά, διατί παίζει ἡ μουσική;
− Ἡ μουσικὴ παίζει διὰ νὰ διασκεδάσουν αὐτοὶ ὁποῦ τραγῳδοῦν, καὶ διὰ νὰ ἀκούῃ ὁ κόσμος.
− Μπαμπά, ἐκείνη εἶνε ἡ Καλλιόπη, ἡ κόρη τῆς κυρὰ−Χρήσταινας;…
− Ἡ Καλλιόπη ἦτο βασίλισσα τῶν Ἀργοναυτῶν, καὶ σύζυγος τοῦ Οἰδίποδος, ἡ ὁποία … μοῦ ἐσκότισες τὸ κεφάλι!
Τέλος ἡ αὐλαία ἀνεσύρθη. Ἡ οἰκογένεια Παραδαρμένου ἐπίστευεν ὅτι ἐδίδετο ἡ Τραβιάτα, ἐνῷ ἀπεναντίας παριστάνετο τὸ Ballo in Maschera. Ἑπομένως ἐζήτουν νὰ μάθουν ποῦ εἶνε ἡ Τραβιάτα. Ὅτε ἐτελείωσεν ἡ πρώτη πρᾶξις, ὁ κ. Ζαχαρίας ἀπεφάνθη δογματικῶς ὅτι αὐτὸ τὸ παιδί, ἐννοῶν τὸν Ὀσκάρ, ἔκαμε πολὺ καλὰ τὸ μέρος του. Μόλις ἐφάνη κατὰ τὴν δευτέραν πρᾶξιν ἡ Ἀμέλια, καὶ ἡ κυρία Θεοδώρα ἀνεβόησεν ὅτι αὐτὴ πρέπει νὰ ἦτο ἡ Τραβιάτα, ἀλλὰ δὲν τῆς ἐφαίνετο πολὺ φθισική, ὡς εἶχεν ἀκούσει παρὰ τῆς Οὐρανίας, ἥτις εἶχεν ἀναγνώσει τὸ μυθιστόρημα. Ἡ παρατήρησις αὕτη ὑψηλοφώνως γενομένη ἐν τῷ μέσῳ τῆς σιγῆς, ἐφείλκυσε τὴν προσοχὴν τῶν παρακαθημένων, στραφέντων καὶ παρατηρούντων αὐτοὺς μετὰ περιέργου μειδιάματος. Τέλος εἷς ἐξ αὐτῶν τοὺς ηὐσπλαγχνίσθη καὶ ἐξήγησεν εἰς τὸν κύριον Ζαχαρίαν τὸ λᾶθός των, ὁμιλήσας αὐτῷ περὶ τῶν μελοδραμάτων, τὰ ὁποῖα εἶχον δοθῆ εἰς τὸν Ἀπόλλωνα, διότι ἦτο θαμὼν τοῦ Ἀπόλλωνος, συχνάζων τακτικῶς πᾶσαν Κυριακήν, καὶ ἠθέλησε νὰ δείξῃ τὴν περὶ τὰ θεατρικὰ ὑπεροχήν του. Ὁ κ. Ζαχαρίας, προσέχων εἰς τὸ μελόδραμα καὶ ἀκούων ταυτοχρόνως τοὺς λόγους τοῦ κυρίου ἐκείνου, μετεβίβασε τὰς πληροφορίας ταύτας εἰς τὴν οἰκογένειαν, εἰπὼν ὅτι τὸ παριστανόμενον μελόδραμα δὲν ἦτο ἡ Τραβιάτα, ἀλλὰ τὸ Ballo in Maschera, ἤγουν Χορὸς Μεταχειρισμένων, εἰς τὸ ὁποῖον λαμβάνει μέρος ἡ Λίνδα, τῆς ὁποίας ὁ σύζυγος δὲν θέλει νὰ τῆς ἐπιτρέψῃ νὰ χορεύσῃ καὶ διὰ τοῦτο φονεύει τὸν καταστηματάρχην τοῦ χοροῦ, ἡ δὲ Λίνδα τρελλαίνεται. Ὁ Μιμῖκος ἠρώτησε πῶς τρελλαίνεται, ὁ δὲ κ. Ζαχαρίας ἀπήντησεν ὅτι ὁ ἐγκέφαλος τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας εἶνε ἀφετηρία, δι' ἧς τὸ μουσικὸν αἴσθημα ἐγκαθίσταται εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν προσέχῃ εἰς τὸ μελόδραμα.
Εἰς ἕν τῶν διαλειμμάτων ἡ οἰκογένεια ἠθέλησε νὰ ἐξέλθῃ ἔξω εἰς τὸν κῆπον. Ἐνῷ δὲ ἡτοιμάζοντο νὰ παρακαθήσουν εἰς ἕν τραπέζιον, ἤκουσαν φωνὰς γοεράς. Ἔδραμον καὶ εἶδον τὸν Μιμῖκον παλαίοντα μεταξὺ τῶν χειρῶν τοῦ καφεπώλου, διότι εἶχε φωραθῆ κλέπτων ἕν γλύκισμα. Ὁ πατήρ ἠναγκάσθη νὰ τὸ πληρώσῃ καὶ νὰ ἐλευθερώσῃ τὸν μικρὸν κλέπτην, φιλοδωρήσας αὐτὸν μέ τινα ραπίσματα. Ἡ σκηνὴ αὕτη ἐνέβαλε τὴν οἰκογένειαν εἰς μεγίστην σύγχυσιν καὶ ταραχήν. Ἡ κ. Θεοδώρα ἤρχισε νὰ καταρᾶται τὴν ὥραν. Ὁ κ. Ζαχαρίας παρ' ὀλίγον ἤρχετο εἰς χεῖρας μετὰ τοῦ ὑπηρέτου, διότι ὅτε ἐζήτησε νερά, ἐκεῖνος ἔφυγε χωρὶς κἄν νὰ δώσῃ ἀκρόασιν. Ἕνεκα τῆς ζάλης αὐτῶν, ὅτε εἰσῆλθον εἰς τὸ θέατρον, κατέλαβον, κατὰ λάθος, τὰς θέσεις ἄλλων, καὶ ὅτε ἦλθον οὗτοι, ἐνῷ ἤδη ἡ πρᾶξις εἶχεν ἀρχίσει, ἠναγκάσθησαν νὰ ἐγερθοῦν ἐρίζοντες, προκαλοῦντες δὲ τὰς ἐπανειλημμένας τοῦ κοινοῦ ἀποδοκιμασίας. Ἀλλ' ἐνῷ ἠγείροντο, ἕν κατάρατον καρφίον σχίζει τὰς κάτω ἐπιπέδους χώρας τοῦ πανταλονίου τοῦ κ. Ζαχαρίου, ὅστις φέρει τὴν χεῖρα εἰς τὰ αἰδήμονα ἐκεῖνα μέρη, ἀφεὶς οἰμωγὴν ἀπεριγράπτου πόνου, καὶ ἐν τῷ θορύβῳ του καὶ τῇ συγχίσει πατεῖ τὸ κράσπεδον τοῦ μελιτζανιοῦ φορέματος τῆς κυρίας Θεοδώρας, τὸ ὁποῖον ἀποσπᾶται τῆς ζώνης αὐτῆς μετὰ τρυγμοῦ θλιβεροῦ. Ἡ κυρία Θεοδώρα στρέφεται καὶ ἐξακοντίζει κατ' αὐτοῦ βλέμμα πλῆρες νιτρογλυκερίνης, φωνάζουσα ταυτοχρόνως:
− Στραβωμάρα!
Ὁ κ. Ζαχαρίας, ἔμφοβος ὡς ὁ Ἀδὰμ ὑπὸ τὴν πυρίνην ρομφαίαν τοῦ ἀγγέλου, ἀποσύρεται ἄγων ἐκ τῆς χειρὸς τὸν Μιμῖκον, καὶ κρατῶν διὰ τῆς ἑτέρας τὴν ὑπὸ τοὺς νεφροὺς χώραν, σύμπασα δὲ ἡ οἰκογένεια τὸν ἀκολουθεῖ καὶ κάθηται εἴς τινα θρανία παρὰ τὴν γωνίαν ἄναυδος καὶ ἄφωνος. Μόνη ἡ κ. Θεοδώρα κοχλάζει ὡς βυτίον πλῆρες νεογενοῦς γλεύκους. Ἀλλὰ μετά τινας στιγμὰς ὁ Μιμῖκος, ὅστις ἐκάθητο παραδόξως ἡσυχάζων, ἀρχίζει νὰ κινῆται, νὰ μορφάζῃ, νὰ προσβλέπῃ μετ' ἀγωνίας τοὺς γονεῖς, καὶ νὰ γρυλλίζῃ ὑποκώφως. Ἡ μύτη τῆς δεσποινίδος Οὐρανίας στρεφομένη ἀποτόμως ὡς λόγχη, τοῦ ἐπιβάλλει σιωπήν, ὁ δὲ πατὴρ τὸν συγκρατεῖ διὰ τῶν χειρῶν. Ἐκεῖνος ὅμως ἐξακολουθεῖ περιστρεφόμενος, καὶ ἐπὶ τέλους ἀναφωνεῖ ὀδυνηρῶς.
− Μπαμπά, μπαμπά!…
− Σιωπή!
−Μπαμπά, μπαμππά… δὲν ἠμπορῶ..
Καὶ συστρέφεται καὶ ὠχριᾷ. Ἡ κυρία Θεοδώρα στρέφεται καί, βλέπουσα τὴν ὀδύνην τοῦ σκύμνου αὐτῆς, ὁρμᾷ ἀφίνουσα σπαρακτικήν κραυγήν.
− Τὸ παιδί μου!
Ἡ φωνὴ αὕτη ἐμβάλλει εἰς ἀναστάτωσιν τὸ ἀκροατήριον, τὸ ὁποῖον φωνάζει, ἐπιβάλλον σιωπήν, ἐγείρεται ἐπὶ τῶν θρανίων καὶ παρατηρεῖ. Οἱ ἀοιδοὶ διακόπτουν τὸ ᾆσμα· ἡ μουσικὴ παύει. Τρέχουν κλητῆρες καὶ ὑπαστυνόμοι. Οἱ ἀξιωματικοὶ ξιφουλκοῦν καὶ πηδοῦν ἀπὸ τὰ θρανία. Ἡ δεσποινὶς Οὐρανία βλέπουσα ὅλην αὐτὴν τὴν ταραχήν, καταλαμβάνεται ὑπὸ νευρικῶν σπασμῶν. Ἡ μήτηρ της τρέχει καὶ τὴν ὑποστηρίζει· προσέρχεται καὶ ἐν σπουδῇ ὁ ἐπίκουρος ἰατρός, ἀλλὰ δι' ἑνὸς τινάγματός της ἡ πάσχουσα χώνει τὴν αἰχμὴν τῆς μύτης της ἐντὸς τοῦ ὀφθαλμοῦ του καὶ σχεδὸν τὸν τυφλώνει. Ὁ κ. Ζαχαρίας μένει ὡς ἄγαλμα κρατῶν ἐκ τῆς χειρὸς τὸν Μιμῖκον, ὅστις ταράσσεται ὡς δαιμονιῶν καὶ κραυγάζει.
− Μπαμπά, δὲν βαστῶ… ἡ κοιλιά μου…
Τότε ὁ κ. Ζαχαρίας ἐννοεῖ ὅτι ὁ γόνος του πάσχει ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς ἀδηφαγίας του καὶ ζητεῖ νὰ τὸν φέρῃ ἔξω. Ἡ κ. Θεοδώρα τοῦ φωνάζει λυσσῶσα:
− Τί στέκεσαι, κρεμανταλᾶ; πάρε τὸ παιδὶ ἔξω σὲ μίαν ἄκρη…
Ὁ Μιμῖκος οὐρλιάζει.
− Μπαμπά, μπαμπά ………..
Ὁ κ. Ζαχαρίας ἐννοῶν τὸ κρίσιμον τῆς θέσεως, ἐξέρχεται δρομαίως, φέρων, κατ' ἱστορικὴν ἀντίθεσιν, αὐτὸς Ἀγχίσης τὸν μικρὸν Αἰνείαν ἐπὶ τῶν ὤμων. Ἀλλὰ πρὶν ἤ προφθάσῃ νὰ ἐξέλθῃ, ἡ ὄσφρησίς του μανθάνει πρώτη ὅτι τὸ διάβημά του γίνεται ἀργά, ἑπομένως καταθέτει κατὰ γῆς τὸν Αἰνείαν μετὰ μορφασμοῦ ἀποστροφῆς.
− Διατί δὲν τὸ πηγαίνεις ἔξω; τοῦ φωνάζει μὲ σπινθηροβολοῦντας ὀφθαλμοὺς ἡ κυρίας Θεοδώρα.
− Δὲν εἶνε πλέον ἀνάγκη! ἀπαντᾷ μετὰ τόνου ἀπελπιστικοῦ ὁ σύζυγος. Ἡ κυρία Θεοδώρα ἐνόησε τὸ τετέλεσται τοῦτο καὶ τὴν μυστικήν του σημασίαν. Ἐγείρεται λοιπὸν μετὰ τῆς Οὐρανίας, τῆς ὁποίας ἔπαυσαν οἱ σπασμοί, καὶ ἐξέρχονται ἐν τῷ μέσῳ διπλοῦ στοίχου περιέργων, οἵτινες καγχάζουν διὰ τὸ περίεργον ἐπεισόδιον. Ὅλοι κρατοῦν κἄτι τι. Ἡ δεσποινὶς Οὐρανία κρατεῖ τὴν μύτην της, ἥτις ἐκτύπησε κατὰ τοὺς νευρικοὺς σπασμούς της· ἡ κυρία Θεοδώρα κρατεῖ τὸ μελιτζανί· ὁ κ. Ζαχαρίας κρατεῖ τὰ μεσημβρινὰ μέρη τοῦ σώματός του, ὁ Μιμῖκος κρατεῖ τὴν κοιλίαν του, ἥτις ἐκφέρει φρικώδεις βορβορυγμούς.
Ἐξέρχονται τοῦ θεάτρου. Λόγος περὶ ἁμάξης δὲν γίνεται, διότι εἰς τὰ θυλάκια τοῦ κ. Ζαχαρίου ὑπολείπονται μόνον ὀλίγαι δεκάραι. Ἐκκινοῦν λοιπὸν πεζοὶ πρὸς τὸν Γολγοθᾶν αὑτῶν. Ἡ κυρία Θεοδώρα ἐκινεῖτο κυλινδουμένη καὶ μυκωμένη ὡς ταῦρος· ὁ κ. Ζαχαρίας ἐστέναζεν ὑποκώφως, κρατῶν ἐκ τῆς χειρὸς τὸν γρυλλίζοντα Μιμῖκον, καὶ πτύων ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν. Ἡ δεσποινὶς Οὐρανία ἐξέπεμπεν ὑποκώφους λυγμούς. Οἱ διαβάται παρεμέριζον εἰς τὴν διάβασιν αὐτῶν. Ἐφαίνετο συνοδεία φυγοῦσα ἐκ τῆς κοιλάδος τοῦ κλαυθμῶνος.
Ὅτε ἔφθασαν εἰς τὴν οἰκίαν, ὁ κ. Ζαχαρίας ὑπεδέξατο μὲ ἕν λάκτισμα τὸν προσελθόντα νὰ ὑποδεχθῇ αὐτοὺς Μαῦρον ὅστις ἔφυγεν ὀλολύζων. Ἐξύπνησαν τὴν Βασίλων, ἥτις ἐκοιμᾶτο. Πτώματά τινα σιγάρων καὶ ἡ ἀταξία τῶν ἐπίπλων ἐμαρτύρουν ὅτι ὁ ἀνδρεῖος τῆς Ἄνδρου Ἄρης, ἐπεχείρησε νύκτωρ ἔφοδον ἐπιτυχῆ κατὰ τοῦ κεστοῦ τῆς Ἀφροδίτης.
Ὁ κ. Ζαχαρίας ἐπείνα· ἀνεζήτησε τὸ δεῖπνόν του, ἀλλὰ τὸ πινάκιον εὑρέθη καθαρόν, ὡς νὰ εἶχε πλυθῆ δι' ὕδατος θερμοῦ. Ἡ Βασίλω ἀπέδωκε τὴν κλοπὴν εἰς τὸν Μαῦρον, ὅστις καὶ πάλιν ἐδέχθη δύο καλὰ λακτίσματα, ἀλλὰ κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, ἐπειδὴ ταυτοχρόνως ἔλειπε καὶ ὁ οἶνος, καὶ ἐπειδὴ ὁ Μαῦρος ἦτο ἐκ γενετῆς νηφάλιος, τὸ δεῖπνον τοῦ κ. Ζαχαρίου ἐχρησίμευσεν ὅπως ἐπιρρώσῃ τὰς ἐξαντληθείσας δυνάμεις τοῦ φοβεροῦ θεοῦ τοῦ πολέμου.
Ὁ κ. Ζαχαρίας ἠναγκάσθη νὰ κατακλιθῇ νῆστις. Καθ' ὕπνους εἶδεν ὅραμα φρικτόν ὅτι , καταδικασθεὶς ὑπὸ τοῦ Κακουργιοδικείου νὰ μεταβῇ εἰς τὸ θέατρον τοῦ Ἀπόλλωνος, ἀπεφάσιζε ν' αὐτοκτονήσῃ, πνιγόμενος μὲ τὸ πανταλόνιον τοῦ Μιμίκου.
Πηγή: el.wikisource.org
*Χαράλαμπος Άννινος - Βικιπαίδεια
Ὁ κ. Ζαχαρίας Παραδαρμένος εἶνε ἔγγαμος, ἐτῶν 55, ἀπολαύει τοῦ δικαιώματος τῆς Ἑλληνικῆς ἰθαγενείας, ὡς γεννηθεὶς ὑπὸ γονέων κλπ.
Εἶνε ἀρχαῖος εἰρηνοδίκης, ἔχων σύνταξιν ἐκ δραχ. 73.27. Κερδίζει ἄλλας τόσας περίπου, διοριζόμενος, χάρις εἰς τὸ ἀρχαῖόν του ἀξίωμα, ἐκτιμητὴς ὑπὸ τοῦ δικαστηρίου, καὶ−ἀλλὰ τοῦτο νὰ μένῃ μεταξύ μας, ἐπειδή ὁ κ. Ζαχαρίας δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ γίνῃ γνωστὸν−ἑτέρας 50 δραχμὰς περίπου κατὰ μῆνα, ἀντιγράφων κατ' οἶκον δικαστικὰ ἔγγραφα, τὰ ὁποῖα τοῦ δίδει δικηγόρος τις, ὅστις πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν εἶχεν ὑπάρξει δεύτερος ἐξάδελφος τῆς κυρίας Παραδαρμένου, συχνάζων κατὰ συγγενικὸν καθῆκον εἰς τὴν οἰκίαν, καθ' ἥν ἐποχὴν ὁ σύζυγος ἐξετέλει τὴν ἐλλειπτικὴν τροχιάν, εὑρισκόμενος ὑπὸ τὸν ἀστερισμὸν τοῦ Αἰγόκερω.
Διὰ τῶν πόρων τούτων κατορθώνει ἡ οἰκογένεια νὰ καταναλίσκῃ τὸ ἀνάλογον μέρος καθ' ἑκάστην τῶν θρεπτικῶν οὐσιῶν, αἵτινες ὥρισται ὑπὸ τῆς Προνοίας νὰ διέρχωνται διὰ τοῦ πεπτικοῦ σωλῆνος αὐτῆς, πρὶν νὰ φθάσουν εἰς τὴν μητέρα γῆν. Δὲν ἠξεύρω ὅμως ἄν διὰ λόγους ὑγιεινῆς ἤ ἕνεκα ὁρμῆς φυλετικῆς, ἡ οἰκογένεια προτιμᾷ ἰδίως τὰς φυτικὰς οὐσίας· ὁ δὲ γαΐδαρος τοῦ πλάνητος μανάβη, ὁσάκις διαβαίνει τὸ πρωῒ ἐκ τῆς ὁδοῦ, σταματᾷ αὐτομάτως πρὸ τῆς οἰκίας τοῦ κ. Ζαχαρίου, βέβαιος ὅτι θὰ ἐλαφρυνθῇ ἐκεῖθεν ἱκανῶς ἐκ τοῦ χλωροῦ φορτίου του.
Ἡ γεωγραφικὴ θέσις τοῦ κ. Παραδαρμένου εἶνε ἡ ἑξῆς περίπου. Περιορίζεται πρὸς βορρᾶν ὑπὸ τοῦ κυλινδρικοῦ πίλου του, ἐνδόξως ἀγωνισθέντος κατὰ ἐννέα χειμώνων, καὶ φέροντος τὰ ἴχνη τῆς ἀνδρείας του, καὶ ὅστις, ἐνῷ ἐγνώρισε πάντας τοὺς δικολάβους τῆς Στερεᾶς καὶ τῆς Πελοποννήσου, οὐδέποτε ἠθέλησε νὰ σχετισθῇ καὶ μετά τινος ἐπιδιορθωτοῦ πίλων· πρὸς ἀνατολὰς ὑπὸ τῆς συζύγου του κυρίας Θεοδώρας καὶ τοῦ μικροῦ γόνου αὐτῆς Μιμίκου· πρὸς δυσμὰς ὑπὸ τῆς θυγατρός του Οὐρανίας, καὶ πρὸς νότον ὑπὸ τῆς ὑπηρετρίας Βασίλως καὶ τοῦ σκύλου του Μαύρου.
Ὁ μαθηματικός ὁρισμὸς τῆς οἰκογενείας Παραδαρμένου εἶνε περίπου ὁ ἑξῆς. Θεοδώρα : Ζαχαρία+Μιμίκῳ+Οὐρανίᾳ+Βασίλῳ+Μαύρῳ : : 10 : 5, ὅπερ δηλοῖ ὅτι ἡ ἐν τῇ οἰκογενείᾳ ἀξία τῆς κ. Θεοδώρας εἶνε διπλασία τοῦ συνόλου τῆς ἀξίας πάσης τῆς λοιπῆς οἰκογενείας.
Ἄς σκιαγραφήσωμεν τὰ πρόσωπα.
Ἡ κ. Θεοδώρα−σχῆμα σφαιρικόν, πρόσωπον ἐπίπεδον. Ἐκ τῶν 45 ἐτῶν αὐτῆς ἐκράτησε 37, ἀγκυροβολήσασα εἰς αὐτά, καὶ μὴ ἐννοοῦσα νὰ ἐξέλθῃ. Αἱ δύο πλευραὶ αυτῆς, εἰς ἱκανὴν ἀπόστασιν ἀπ' ἀλλήλων κείμεναι καὶ στερούμεναι μέσων συγκοινωνίας, δὲν ἔχουν πολλὰς σχέσεις, καὶ ἡ μία ἀγνοεῖ τί πράττει ἡ ἄλλη. Ἀγαπᾷ τὰ κοπλιμέντα, τὰς ὄρνιθας καὶ τὰ παγωτά.
Ἡ δεσποινὶς Οὐρανία−κόρη χλωρωτική καὶ ἰσχνή, ὡς τὸ δημοκρατικὸν κόμμα· μύτη ἐπικίνδυνος, στόμα σουφρωτόν. Ἀγαπᾷ τὰς καραμέλας καὶ τὰ μυθιστορήματα.
Ὁ Μιμῖκος−ἐτῶν ἐννέα, χρώματος μεταξὺ λάσπης καὶ σοκολάτας, μὲ δύο ὀφθαλμοὺς μεγάλους, μὲ δύο μυκτῆρας ἀείποτε καλλιρρόους, μὲ δύο γόνατα ἀείποτε χρωματισμένα. Ἀγαπᾷ τὰ πάντα, ὡς καὶ τὰ ἄωρα δαμάσκηνα τῆς γειτόνισσας, καὶ δὲν ἀγαπᾷ μόνον τὴν Κατήχησιν καὶ τὸ ρετσινόλαδον, τὸ ὁποῖον τακτικῶς τοῦ χορηγεῖ ὁ πατήρ, διότι ἀνὰ πᾶσαν δεκαπενθημερίαν ἔχει καὶ νέαν δυσπεψίαν.
Ἡ Βασίλω−πρόσωπον στρογγύλον ὡς πανσέληνος, κολλημένον ἀμέσως εἰς τὸν κορμόν, ἄνευ τῆς ἐπεμβάσεως τοῦ λαιμοῦ, κόμη ἐν ἀταξίᾳ πάντοτε ὡς νεοσυλλέκτων τάγμα, φουστάνια κοντά, ποὺς φιλελεύθερος, μὴ ἀναγνωρίζων τὸν περιορισμὸν τοῦ ὑποδήματος. Ἀγαπᾷ τὰ μπαρμπατσόνια καὶ τὰ κοκκινογούλια.
Ὁ κ. Ζαχαρίας ἐκέρδησεν ἐκτάκτως πρὸ δύο ἡμερῶν ἐκ μιᾶς ἐκτιμήσεως 33 δραχμάς· ἐπειδὴ δὲ εἶχεν ὑποσχεθῆ εἰς τὴν οἰκογένειαν μίαν διασκέδασιν, μετὰ τὸν οἰκονομολογικὸν τοῦτον θρίαμβον, ἐγένοντο διαβούλια περὶ τοῦ εἴδους τῆς διασκεδάσεως. Ὁ κ. Ζαχαρίας ἐπρότεινε νὰ μεταβοῦν δι' ἁμάξης εἰς τὴν Κηφισσιάν, ὅπου ἐγνώριζεν ἕνα κουμπάρον, ν' αγοράσουν τὰ τρόφιμα καὶ νὰ πάρουν μαζί των καὶ τὴν Βασίλω διὰ νὰ τὰ μαγειρεύσῃ, ἀφοῦ δὲ ἤθελον διέλθει τὴν ἡμέραν εἰς τὴν ἐξοχήν, νὰ ἐπιστρέψουν τὴν ἑσπέραν πεζοί. Ἡ Οὐρανία, ἅμα ἤκουσε τὴν ρωμαντικὴν ταύτην διασκέδασιν, ἐχαμήλωσε τὰ μάτια καὶ ἐστέναξεν. Ὁ Μιμῖκος ἐπρότεινε ν' ἀγοράσουν ἕνα ταψὶ μπακλαβάδες καὶ ἕνα καλάθι ροδάκινα. Ἀλλ' ἡ κυρία Θεοδώρα ἐπεμβᾶσα ἐπισήμως διεκήρυξεν ὅτι, ἐπειδὴ εἶχεν ἀκούσει παρὰ μιᾶς φιλενάδας της, τῆς ὁποίας ἡ γυναικαδέλφη εἶχε μεταβῆ μίαν ἑσπέραν εἰς τὸν Ἀπόλλωνα ὅτι ὁ Φαῦστος ἔπαιξε περίφημα τὴν Τραβιάταν, διὰ τοῦτο ἔπρεπε νὰ ὑπάγουν τὴν Κυριακὴν τὸ βράδυ εἰς τὸν Ἀπόλλωνα καὶ δὲν θέλει ἄλλα λόγια.
Ἤδη ἀπὸ τοῦ Σαββάτου λοιπὸν τὰ πάντα ἦσαν ἄνω κάτω εἰς τὸ σπίτι. Ἡ κυρία Θεοδώρα ἐτακτοποίει ἕν φόρεμα μελιτζανί, τὸ ὁποῖον, ὡς ἡ ἱερὰ σημαία τοῦ Προφήτου, ἐξεθάπτετο μόνον εἰς ὡρισμένας ἡμέρας ἀπὸ τοῦ κιβωτίου, παραστὰν ὡς μάρτυς καθ' ἁπάσας τὰς ἐπισήμους περιστάσεις τῆς οἰκογενείας Παραδαρμένου. Ἡ δεσποινὶς Οὐρανία ἔστεκε πολλάκις πρὸ τοῦ κατόπτρου, στριφογυρίζουσα τὸ πρόσωπον διὰ νὰ ἴδῃ εἰς ποίαν στάσιν ἡ μύτη της ἐφαίνετο ὀλιγώτερον σουβλερή. Ἡ Βασίλω ἀφοῦ ἐκαθάρισε τεσσαράκοντα ἑπτὰ κολοκύνθια, ἔπλυνεν ἕνα πανταλόνι τοῦ κ. Ζαχαρίου, χρώματος κιτρίνου. Ὁ Μιμῖκος ἐζήτει ἐπιμόνως νὰ μάθῃ ἄν ἐντὸς τοῦ θεάτρου ἐπώλουν κουραμπιέδες, ἔτρεχε δέ δι' ὅλης τῆς ἡμέρας εἰς τὸν δρόμον, πετροβολῶν τὴν δαμασκηνέαν τοῦ ἀντικρὺ κήπου, ὅτε δὲ εἰσήρχετο εἰς τὸ σπίτι, ἔκοπτε πάντοτε ὑπερμέγεθες τεμάχιον ἄρτου, πρὸς μεγίστην ἀπελπισίαν τῆς κ. Θεοδώρας.
Τὸ ἑσπέρας, ὅτε ἦλθεν ὁ κ. Ζαχαρίας, παρεκάθησαν εἰς τὸ δεῖπνον, καὶ μετὰ τοῦτο ἐξῆλθον πρὸ τῆς οἰκίας, ἀφόβως καὶ ἀπαθῶς τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, διότι ἀπὸ πρωΐας εἶχον πληρώσει τὰ ὀφειλόμενα εἰς τὸν ἀντικρυνὸν μπακάλην. Πρὸ τῆς θύρας τῆς οἰκίας ἦτο συνήθεια νὰ γίνεται μικρὰ συναναστροφή, εἰς ἥν ἐλάμβανε μέρος εἷς ἀπόστρατος ἀνθυπασπιστής, μία μαῖα καὶ μία σύζυγος δικαστικοῦ κλητῆρος. Ἡ κ. Θεοδώρα ἔστρεψεν ἐπίτηδες τὴν συνομιλίαν εἰς τὸ θέμα τῶν διασκεδάσεων, διὰ νὰ ἀναγγείλῃ εἰς τὴν ὁμήγυριν τὴν μεγάλην ἀπόφασιν. Ὁ γέρων ἀνθυπασπιστὴς ἐγρύλλισεν, εἰπὼν ὅτι προτιμᾷ ἕν ἑκατοστάρικον ρητινίτου ἀπὸ τὸ καλλίτερον θέατρον τοῦ κόσμου. Ἡ σύζυγος τοῦ κλητῆρος εἶπεν ὅτι μίαν ἡμέραν κατὰ τύχην μετέβη εἰς τὸ Φάληρον μετά τινος κυρίας, ὅπου εἶδε τὰς γαλλίδας δεικνυούσας τὸν πόδα γυμνὸν μέχρι τοῦ μηροῦ καὶ ἐσταυροκοπήθη. Τότε παρεμβὰς ὁ κ. Ζαχαρίας ἀνέφερεν ὅτι πρὸ ἕνδεκα ἐτῶν εἶχεν ἴδει εἰς ἕν μέρος τῆς Πελοποννήσου ἕνα τῶν σπουδαιοτέρων θεατρικῶν θιάσων, συγκείμενον ἐκ τριῶν ἄρκτων καὶ τεσσάρων πιθήκων, ἐπρόσθεσε δὲ ὅτι το θέατρον εἶνε ἡ διανοητικὴ συγχρώτισις τῆς ἀλληλουχίας τοῦ πνεύματος, συνδυαζομένη μετὰ τῆς συνθηματικῆς ἀποσκιρτήσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Μὲ αὐτὴν τὴν γλῶσσαν ὡμίλει συνήθως κατὰ τὰς ἐπισήμους στιγμὰς ὁ κ. Ζαχαρίας, τὴν δὲ γνώμην ταύτην ἐπεδοκίμασεν ἡ μαῖα, κλίνουσα ἐπανειλημμένως τὴν κεφαλήν.
Μετὰ τὴν λέσχην ἡ συναναστροφὴ διελύθη, ἡ δὲ οἰκογένεια εἰσῆλθεν ἐντὸς τοῦ οἴκου. Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην εἶχε λάβει πρὸς ἀντιγραφὴν δεκατρία ἔγγραφα, καὶ ὅτε ἡ ἐργασία ἦτο ὑπερβάλλουσα, ἡ ἀξιέραστος Οὐρανία ἐσυνήθιζε νὰ βοηθῇ τὸν γεννήτορα, ἀντιγράφουσα καὶ αὐτή.
Ὁ Μιμῖκος ἐκάθητο πλησίον των μελετῶν τὸ μάθημα τῆς Κατηχήσεως, ἀλλ' εἰς τὸ πνεῦμά του ἀνεκυκᾶτο ἡ ἰδέα τοῦ θεάτρου καὶ τῶν κουραμπιέδων.
Ὁ κ. Ζαχαρίας ὑπαγορεύει:
− «Ὁ ἀντίδικος διὰ τῆς ἀπὸ 11 Μαρτίου ἐφέσεώς του…»
Αἴφνης ὁ Μιμῖκος διακόπτει.
− Μπαμπᾶ, διατί λέγεται Σύμβολον τῆς Πίστεως;
− Σύμβολον τῆς Πίστεως λέγεται διότι συμβάλλει εἰς τήν Χριστιανικὴν πίστιν, ἥτις διαιρεῖται εἰς τὴν Κατήχησιν καὶ τὴν Χρηστομάθειαν …τὸ ὁποῖον τὰ καλὰ παιδία δὲν πρέπει νὰ σκοτίζουν τὸν πατέρα των, ὅταν γράφῃ… «ἐφέσεως ἐνώπιον τῶν ἐν Παρνασσίδι…»
Ὁ Μιμῖκος ψιθυρίζει ἀποστηθίζων.
− Τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως διαιρεῖται εἰς ἄρθρα…
Αἰφνιδίως ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν κ. Ζαχαρίαν λέγει ὑψηλοφώνως.
− Μπαμπᾶ, ἐχθὲς εἶδα ποῦ ἐκόλλησαν ἕνα χαρτὶ κόκκινο καὶ ἔλεγε «Ριγολέττος». Τί θὰ εἰπῇ Ριγολέττος;
− «Τῶν ἐν Παρνασσίδι Πρωτοδικῶν…» Ριγολέττος εἶνε λέξις σύνθετος. Ριγῶ ἑλληνιστὶ σημαίνει κρυόνῳ, letto δὲ ἰταλιστὶ σημαίνει κρεββάτι. Ἄρα Ριγολέττος εἶνε ἐκεῖνος, ὅστις κρυόνει εἰς τὸ κρεββάτι.
− Ἄς σκεπασθῇ μὲ τὸ πάπλωμα, λέγει ἡ κ. Θεοδώρα παρακαθημένη καὶ πλέκουσα κάλτσαν. Καὶ ἡ Βασίλω, ἀκούσασα ἀπέρχεται καγχάζουσα διὰ τὴν ἀστειότητα ταύτην τῆς κυρίας της.
Καὶ οὕτως ἐξακολουθεῖ ἡ σκηνὴ μέχρις ὅτου ὁ μὲν Μιμῖκος ἀποκοιμᾶται ἐπὶ τῆς τραπέζης καὶ φέρεται ὑπὸ τῆς μητρός του εἰς τὴν κλίνην, ἡ δεσποινὶς Οὐρανία θέτει τὸ τελευταῖον «πληρεξούσιος δικηγόρος». Ἡ οἰκογένεια τότε κατακλίνεται.
Τὴν ἐπαύριον ἅμα τῇ ἐξεγέρσει ἐπικρατεῖ ἀληθὴς ἀναστάτωσις ἐν τῇ οἰκίᾳ. Ἡ κυρία Θεοδώρα ἠγέρθη ἐπίτηδες πρωῒ καὶ μετέβη εἰς τὴν ἐκκλησίαν ὅπως ἐπιδείξῃ τὸ μελιτζανί, εὗρε δὲ ταυτοχρόνως τὸν τρόπον μεταξὺ δύο σταυροκοπημάτων ν' ἀναγγείλῃ τὴν ἔκτακτον ἀπόφασιν εἰς μίαν φίλην. Μετὰ τὴν ἐπάνοδόν της ἐκ τῆς ἐκκλησίας ὁ κ. Ζαχαρίας ἐξέρχεται ὅπως ἀγοράσῃ τὰ εἰσιτήρια. Ἡ κ. Θεοδώρα προβαίνουσα ἀπὸ τοῦ παραθύρου φωνάζει εἰς τὸν σύζυγόν της μεγαλοφώνως διὰ ν' ἀκουσθῇ ὑπὸ τῶν γειτόνων, νὰ ἐκλέξῃ τέσσαρα καλὰ εἰσιτήρια, καὶ νὰ εἶνε μεσαῖα, διότι αὐτὰ τῆς ἀρέσουν. Ὁ κ. Ζαχαρίας στρέφεται καὶ τὴν καθησυχάζει. Ὁ πῖλός του ὑπὸ τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου ἀποκτᾷ χροιὰν αἱματόχρουν, τὸ δὲ πανταλόνιόν του θαμβώνει τὸν κόσμον, ἀντανακλῶν τὸν ἥλιον, ὡς κάτοπτρον. Ὑπὸ ζέστην 36 βαθμῶν μεταβαίνει εἰς τὸν Ἀπόλλωνα, ἀλλ' ἐκεῖ μανθάνει ὅτι κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην τὰ εἰσιτήρια πωλοῦνται εἰς τὸν Παρθενῶνα. Ἐπιστρέφει λοιπὸν βλασφημῶν, ὀπτὸς ὡς ροσπίφ, καὶ ἀγοράζει τὰ εἰσιτήρια εἰς τὸν Παρθενῶνα καὶ φθάνει εἰς τὴν οἰκίαν περίρρυτος ἐκ τοῦ ἱδρῶτος, ὅστις διαφεύγει καὶ ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ ὑποδήματά του. Ἡ κ. Θεοδώρα παρατηροῦσα τὰ εἰσιτήρια καὶ βλέπουσα 95, 97 κλπ. ἀρχίζει νὰ ἐπιτιμᾷ τὸν σύζυγόν της ὅτι δὲν εἶνε κατὰ σειράν. Ὁ κ. Ζαχαρίας οὐδ' αὐτὸς δύναται νὰ ἐξηγήσῃ τὸ φαινόμενον· ἀλλ' ἐπειδή τὸν διεβεβαίωσαν ὅτι οἱ ἀριθμοὶ ἦσαν συνεχεῖς, ὑποθέτει ὅτι εἰς τὰ θέατρα, κατὰ τὸ νεώτερον σύστημα, κατήργησαν τοὺς διπλοῦς ἀριθμοὺς διὰ νὰ φαίνωνται περισσότεροι οἱ θεαταί.
Ἡ ἡμέρα παρῆλθεν ἄνευ ἑτέρων ἐπεισοδίων. Μόνον σφοδρὰ λογομαχία ἠγέρθη περὶ τῆς αἰφνιδίου ἀπωλείας 30 λεπτῶν, προωρισμένων διὰ πετρέλαιον, ἅτινα εἶχε κλέψει ὁ Μιμῖκος καὶ ἐξοδεύσει ἤδη ἐξ αὐτῶν 15 διὰ ροδάκινα. Ἡ κυρία Θεοδώρα ὑπώπτευεν ὡς ἔνοχον τῆς κλοπῆς τὴν Βασίλων καὶ ἐπεφυλάσσετο νὰ κάμῃ τὴν ἐπαύριον τὰς ἀνακρίσεις, φοβουμένη μὴ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ζητήσῃ ἡ ὑπηρέτρια νὰ φύγῃ, ἄν τῆς ἐγίνετο παρατήρησις, καὶ ματαιωθῇ οὕτως ἡ διασκέδασις. Ἡ δεσποινὶς Οὐρανία ἀνέγνωσεν εἴκοσι σελίδας τοῦ μυθιστορήματος, τὸ ὁποῖον ἀνεγίνωσκεν ὁλόκληρον τακτικῶς κατὰ διμηνίαν. Ἡ Βασίλω ἔχαιρε κρυφίως καὶ ἠγαλλία διότι ἔμελλε τὴν ἑσπέραν νὰ μείνῃ μόνη, πρᾶγμα σπάνιον καὶ ἀσύνηθες εἰς τὴν οἰκίαν ἐκείνην. Εἶχε δὲ λόγους νὰ χαίρῃ περισσότερον, διότι τὴν πρωΐαν μεταβᾶσα εἰς τοῦ μπακάλη πρὸς ἀγορὰν βουτύρου, ἀνήγγειλε γεγωνυίᾳ τῇ φωνῇ τὴν μέλλουσαν νυκτερινὴν ἔξοδον τῆς οἰκογενείας, καὶ τοῦτο καθότι εὑρίσκετο ἐντὸς Ἄνδριός τις ἐπίστρατος, συμπατριώτης, πολλάκις διὰ λόγων καὶ διὰ βλεμμάτων θερμῶν ἐκφράσας εἰς αὐτὴν τὴν φλόγα του, καὶ ὅστις ἐκέρασεν ἐπὶ τῷ ἀκούσματι 15 λεπτῶν μαστίχαν τοὺς συντρόφους του.
Πρὸς τὸ ἑσπέρας ἡ οἰκογένεια κατὰ πάντα ἐνδεδυμένη καὶ καλλωπισμένη ἐδείπνησεν ἐν βίᾳ, διότι ἡ ὥρα τῆς ἀναχωρήσεως προσήγγιζεν. Ὁ κ. Ζαχαρίας δι' ὅλου τοῦ ἀπογεύματος κατείχετο ὑπὸ μελομανίας καὶ ἐξετέλεσεν ἑξάκις ταπεινοφώνως ἕν χερουβικόν. Εἰς τὴν τράπεζαν δὲν εἶχεν ὄρεξιν πολλήν, διὸ παρήγγειλεν εἰς τὴν Βασίλων νὰ τοῦ φυλάξῃ τὸ δεῖπνον, διὰ νὰ τὸ φάγῃ μετὰ τὸ θέατρον. Τέλος ἐξεκίνησαν ἐν πομπῇ καὶ παρατάξει μετὰ θορύβου τοιούτου, ὡς νὰ ἐξεκίνει διὰ τὰ σύνορα τοπομαχική πυροβολαρχία. Ἡ Βασίλω προέβη ἀπὸ τοῦ παραθύρου, στηριζομένη ἐπὶ τῶν χονδρῶν ἀγκώνων καὶ μειδιῶσα ἠλιθίως, ὁ δὲ κ. Ζαχαρίας ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς συνέστησε μεγαλοφώνως νὰ φυλάττῃ τὸ σπίτι, μὴ τύχῃ καὶ συμβῇ τίποτε. Οἱ γείτονες, ἡ μαῖα, ἡ σύζυγος τοῦ κλητῆρος, ὁ μπακάλης ἐπρόβαλλον ἀπὸ τοῦ παραθύρου, παριστάμεναι εἰς τὴν παρέλασιν. Ἡ κυρία Θεοδώρα ἐχαιρέτα ἐναβρυνομένη, ὁ δὲ κ. Ζαχαρίας ἐπροσπάθει νὰ καταβιβάσῃ τὸ κίτρινον πανταλόνιον, τὸ ὁποῖον βραχυνθὲν κατὰ τὸ πλύσιμον ἔφθανε μέχρι τοῦ μέσου τῆς κνήμης, ἀφίνον νὰ φαίνωνται ὁλόκληρα τὰ χάσματα τῶν ὑποδημάτων. Παρὰ τὸ κίτρινον πανταλόνιον ἤστραπτεν εἰς τὰς τελευταίας λάμψεις τοῦ λυκαυγοῦς τὸ μελιτζανὶ τῆς κυρίας Θεοδώρας καὶ τὰ δύο ἐφαίνοντο ἐντὸς τῆς ἀμφιλύκης ὡς φωτεινὰ μετέωρα, ἀπέναντι τῶν ὁποίων ὠχρία ἡ λευκὴ ἐσθὴς τῆς Οὐρανίας, περιπατούσης μὲ ὀφθαλμοὺς ἡμικλείστους καὶ διαγραφούσης καμπύλας διὰ τῆς ρινὸς εἰς τὸν ἀέρα. Ὁ Μιμῖκος ἐξηκολούθει ροκανίζων τεμάχιον ἄρτου, μὴ προφθάσας νὰ ρίψῃ τὴν τελευταίαν πέτραν κατὰ τῆς δαμασκηνέας. Ὁ σκύλος τῆς οἰκογενείας Μαῦρος ἡτοιμάσθη σαίνων τὴν οὐράν, νὰ τοὺς ἀκολουθήσῃ, ἀλλ' ὁ κ. Ζαχαρίας καὶ ὁ Μιμῖκος κατεδίωξαν αὐτὸν διὰ ραβδισμῶν καὶ λιθοβολισμῶν μέχρι τῆς οἰκίας.
Ἀπὸ τὴν συνοικίαν τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου, ὅπου κατῴκουν, ἔφθασαν εἰς τὴν πλατεῖαν τῆς Ὁμονοίας. Ἐκεῖ ἡ κυρία Θεοδώρα, κατανοήσασα τὸ μῆκος τῆς ὁδοῦ, ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμίαν περὶ ἁμάξης. Ἀλλ' ὁ ἁμαξηλάτης, πρὸς ὅν ἀπετάθη ὁ κ. Ζαχαρίας δεικνύων ἐν τῇ παλάμῃ τέσσαρα εἰκοσιπενταράκια, ἀπήντησε μετὰ σπανίας εὐγενείας ὅτι ἠμποροῦσε νὰ τὰ κρεμάσῃ εἰς τὸν λαιμὸν τῆς γυναικός του. Ἡ ἀπάντησις ἐξῆψε τὴν ὀργὴν τοῦ κ. Ζαχαρίου καὶ τοῦ ἦλθεν ὄρεξις νὰ ἐκπλύνῃ δι' αἵματος τὴν ὕβριν. Ἀλλά, συλλογισθεὶς ὅτι ἄν συνέβαινέ τι εἰς τὸν ἡνίοχον, τὰ ἄλογα ἔμελλον νὰ μείνουν ὀρφανά, ἐκινήθη εἰς οἶκτον καὶ ὑπέμεινε χριστιανικῶς τὴν αὐθάδειαν.
Ἤρχισαν λοιπὸν τὴν πεζοπορίαν ὑπὸ οἰωνοὺς κακούς, καὶ διὰ τοῦτο τὰ ἐπεισόδια καθ' ὁδὸν ἦσαν θλιβερά. Μία λεμονόκουπα ριφθεῖσα ὑπὸ μιᾶς μάγκας καθ' ἑτέρας, ἐπέτυχεν ἀπεναντίας καὶ κατεσπίλωσε τὸ μελιτζανὶ φόρεμα τῆς κυρίας Θεοδώρας, ἥτις ἀφῆκε κραυγήν λεαίνης πληγείσης. Ἐνῷ δὲ ὁ κ. Ζαχαρίας ἔστρεφε τὰ νῶτα διὰ νὰ παρατηρήσῃ, μικρὸς πωλητὴς τοῦ Ἐθνικοῦ Πνεύματος, ἐλαύνων ἀπὸ ρυτῆρος, συνεκρούσθη μετ' αὐτοῦ, καὶ ἐκ τοῦ τιναγμοῦ ὁ σεβάσμιος πῖλος ἔπεσε κατὰ γῆς, κυλιθεὶς ἐντὸς τοῦ βορβόρου. Ἡ μύτη τῆς δεσποινίδος Οὐρανίας, παρ' ὀλίγον συνεκρούετο μὲ μίαν ἅμαξαν. Ὁ Μιμῖκος κατὰ πάντα πέντε λεπτὰ ἠφανίζετο καθ' ὁδόν, ὅπως ἀγοράσῃ ἀχλάδια ἤ κώνους ἀραβοσίτου ὀπτούς, ἡ δὲ οἰκογένεια ἠναγκάζετο νὰ στέκῃ καὶ νὰ τὸν ἀναζητῇ μετὰ φωνῶν· τὴν τρίτην φορὰν μάλιστα οἱ σύζυγοι Παραδαρμένου ἤρχισαν ν' ἀνησυχοῦν σπουδαίως, διότι ὁ Μιμῖκος δὲν εὑρίσκετο. Ἡ κυρία Θεοδώρα ὠρύετο ὅτι τὸν κατεπλάκωσεν ἅμαξα· ὁ κ. Ζαχαρίας ἐγύριζεν ὡσὰν σβούρα κράζων τὸ τεκνίον καὶ ἐρωτῶν τοὺς διαβάτας. Ἐκ τοῦ κανθοῦ τοῦ ὀφθαλμοῦ τῆς δεσποινίδος Οὐρανίας ἕν δάκρυ ἐπειράθη νὰ ἐξέλθῃ ἐπὶ ματαίῳ. Τέλος ὁ ἄρρην ἀπόγονος τῆς οἰκογενείας Παραδαρμένου ἀνευρέθη ἐρίζων μετὰ τινος κουλουρτζῆ καὶ ζητῶν ν' ἀγοράσῃ τρεῖς κουλούρας ἀντὶ δέκα λεπτῶν. Ὁ κ. Ζαχαρίας συνέλαβεν αὐτὸν ἐκ τοῦ ὠτίου καὶ τὸ ἄκρον τοῦ πέλματός του ἀπετέθη τότε ὡς ἐξ ἐνστίκτου οὐχὶ πολὺ ἁπαλῶς ἐπὶ τῶν νώτων τοῦ γόνου αὐτοῦ.
Τέλος, μεθ' ὅλας τὰς περιπετείας ταύτας, ἡ οἰκογένεια ἀφίκετο σῴα εἰς τὸν κῆπον τοῦ Ἀπόλλωνος. Ἠναγκάσθησαν νὰ περιμείνουν, διότι αἱ θύραι ἦσαν ἔτι κλεισμέναι· καὶ μετέβησαν περιπατοῦντες μέχρι τῆς γεφύρας τοῦ Ἰλισσοῦ. Ὁ κ. Ζαχαρίας ἔδειξεν εἰς τὴν οἰκογένειαν τὸ Στάδιον, ἐξηγήσας ὅτι εἰς τὴν ἀρχαιότητα ἔκειτο ἐκεῖ ἡ ὁδὸς Σταδίου, ἥτις εἶνε σήμερον παρακάτω, καὶ εἰς τὴν ἐρώτησιν τοῦ Μιμίκου ἀπήντησεν ὅτι ἐκαλεῖτο οὕτω, διότι καὶ οἱ ἀρχαῖοι συνείθιζον νὰ πίνωσι μισὴ στὰ δύο. Ἀφοῦ περιειργάσθησαν, ἐπέστρεψαν καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸ θέατρον. Σύμπασα ἡ οἰκογένεια εἶχε καταστῆ ἐπιμήκης. Τὸ πρόσωπον τῆς κυρίας Θεοδώρας εἶχε καταβιβασθῆ· ἡ κοιλία τοῦ Μιμίκου εἶχε προεκταθῆ· ἡ μύτη τῆς δεσποινίδος Οὐρανίας εἶχε λάβει διαστάσεις τολμηρὰς ὡς τὸ κωδωνοστάσιον τοῦ Στρασβούργου. Τὸ μόνον πρᾶγμα, ὁποῦ εἶχε βραχυνθῆ, ἦτο τὸ κίτρινον πανταλόνιον τοῦ κ. Ζαχαρίου, φωσφορίζον ὑπὸ τὴν λάμψιν τοῦ φωταερίου.
Ἐκάθησαν τέλος εἰς τὰ θρανία καὶ ἤρχισαν νὰ ρίπτουν περίεργα βλέμματα. Ὁ Μιμῖκος, διὰ νὰ εὕρῃ τὸ ἰδικόν του κάθισμα, ἤρχισε νὰ μετρᾷ μεγαλοφώνως τοὺς ἀριθμούς, πατῶν δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τοὺς παρακαθημένους, οἵτινες τὸν ἀπεδίωκον σπρώχνοντες μετ' ἀγανακτήσεως. Ἡ κυρία Θεοδώρα ἤρχισε νὰ παραπονῆται ὅτι τὸ φανάρι τὴν ἐμποδίζει νὰ βλέπῃ, και ἀπῄτει νὰ μεταβῇ ὁ σύζυγός της νὰ εἰπῇ νὰ τὸ ἐκβάλουν ἐκεῖθεν. Ἡ δεσποινὶς Οὐρανία, ἰδοῦσα δόκιμον στρατιωτικόν τινα ἰατρὸν καθήσαντα ὀλίγον ἀπωτέρω καὶ περιέργως ἐνατενίσαντα αὐτήν, ἀφῆκε στεναγμόν, ἐξυπνήσαντα γέροντά τινα παρ' αὐτὴν καθήμενον καὶ ὑπνώττοντα ἡσύχως. Κατ' ἀρχὰς ὡμίλουν ταπεινοφώνως, ἀλλ' ἅμα εἶδον ὅτι πάντες ὡμίλουν ὑψηλῇ τῇ φωνῇ, ἤρχισαν καὶ αὐτοὶ νὰ ὠρύωνται συνομιλοῦντες καὶ σχολιάζοντες. Ὁ κ. Ζαχαρίας ἐνθυμήθη τὴν Βασίλων, τί νὰ κάμνῃ κατ' ἐκείνην τὴν ὥραν. Ἀκούσασα τὸ ὄνομα τῆς ὑπηρετρίας, ἡ κυρία Θεοδώρα ἐνθυμήθη τὴν κλοπὴν τῶν τριάκοντα λεπτῶν καὶ πορφυρᾶ γενομένη ἐκ τῆς ὀργῆς, ἐδήλωσε μεγαλοφώνως ὅτι αὔριον θὰ τὴν πνίξῃ μὲ τὰ χέρια της. Τόσον δὲ φοβερὰ ἦσαν καὶ ἡ ὄψις της καὶ οἱ λόγοι της, ὥστε νέα κυρία, εἰσερχομένη κατ' ἐκείνην τὴν στιγμὴν εἰς τὴν αὐτὴν σειρὰν τῶν θρανίων, ἐτρόμαξε καὶ ἐφοβεῖτο νὰ προχωρήσῃ. Ὁ Μιμῖκος κατεβασάνιζε τὸν γεννήτορα δι' ἐρωτήσεων.
− Μπαμπά, αὐτὸ ποῦ εἶνε ζωγραφισμένο εἶνε ἡ Τραβιάτα;…
− Σιώπα, ἀνόητε· αὐταὶ εἶνε αἱ τρεῖς Χάριτες, ἤγουν ἡ Ἄτροπος, ἡ Κλεοπάτρα … καὶ ἡ Καλλιόπη.
− Μπαμπά, διατί παίζει ἡ μουσική;
− Ἡ μουσικὴ παίζει διὰ νὰ διασκεδάσουν αὐτοὶ ὁποῦ τραγῳδοῦν, καὶ διὰ νὰ ἀκούῃ ὁ κόσμος.
− Μπαμπά, ἐκείνη εἶνε ἡ Καλλιόπη, ἡ κόρη τῆς κυρὰ−Χρήσταινας;…
− Ἡ Καλλιόπη ἦτο βασίλισσα τῶν Ἀργοναυτῶν, καὶ σύζυγος τοῦ Οἰδίποδος, ἡ ὁποία … μοῦ ἐσκότισες τὸ κεφάλι!
Τέλος ἡ αὐλαία ἀνεσύρθη. Ἡ οἰκογένεια Παραδαρμένου ἐπίστευεν ὅτι ἐδίδετο ἡ Τραβιάτα, ἐνῷ ἀπεναντίας παριστάνετο τὸ Ballo in Maschera. Ἑπομένως ἐζήτουν νὰ μάθουν ποῦ εἶνε ἡ Τραβιάτα. Ὅτε ἐτελείωσεν ἡ πρώτη πρᾶξις, ὁ κ. Ζαχαρίας ἀπεφάνθη δογματικῶς ὅτι αὐτὸ τὸ παιδί, ἐννοῶν τὸν Ὀσκάρ, ἔκαμε πολὺ καλὰ τὸ μέρος του. Μόλις ἐφάνη κατὰ τὴν δευτέραν πρᾶξιν ἡ Ἀμέλια, καὶ ἡ κυρία Θεοδώρα ἀνεβόησεν ὅτι αὐτὴ πρέπει νὰ ἦτο ἡ Τραβιάτα, ἀλλὰ δὲν τῆς ἐφαίνετο πολὺ φθισική, ὡς εἶχεν ἀκούσει παρὰ τῆς Οὐρανίας, ἥτις εἶχεν ἀναγνώσει τὸ μυθιστόρημα. Ἡ παρατήρησις αὕτη ὑψηλοφώνως γενομένη ἐν τῷ μέσῳ τῆς σιγῆς, ἐφείλκυσε τὴν προσοχὴν τῶν παρακαθημένων, στραφέντων καὶ παρατηρούντων αὐτοὺς μετὰ περιέργου μειδιάματος. Τέλος εἷς ἐξ αὐτῶν τοὺς ηὐσπλαγχνίσθη καὶ ἐξήγησεν εἰς τὸν κύριον Ζαχαρίαν τὸ λᾶθός των, ὁμιλήσας αὐτῷ περὶ τῶν μελοδραμάτων, τὰ ὁποῖα εἶχον δοθῆ εἰς τὸν Ἀπόλλωνα, διότι ἦτο θαμὼν τοῦ Ἀπόλλωνος, συχνάζων τακτικῶς πᾶσαν Κυριακήν, καὶ ἠθέλησε νὰ δείξῃ τὴν περὶ τὰ θεατρικὰ ὑπεροχήν του. Ὁ κ. Ζαχαρίας, προσέχων εἰς τὸ μελόδραμα καὶ ἀκούων ταυτοχρόνως τοὺς λόγους τοῦ κυρίου ἐκείνου, μετεβίβασε τὰς πληροφορίας ταύτας εἰς τὴν οἰκογένειαν, εἰπὼν ὅτι τὸ παριστανόμενον μελόδραμα δὲν ἦτο ἡ Τραβιάτα, ἀλλὰ τὸ Ballo in Maschera, ἤγουν Χορὸς Μεταχειρισμένων, εἰς τὸ ὁποῖον λαμβάνει μέρος ἡ Λίνδα, τῆς ὁποίας ὁ σύζυγος δὲν θέλει νὰ τῆς ἐπιτρέψῃ νὰ χορεύσῃ καὶ διὰ τοῦτο φονεύει τὸν καταστηματάρχην τοῦ χοροῦ, ἡ δὲ Λίνδα τρελλαίνεται. Ὁ Μιμῖκος ἠρώτησε πῶς τρελλαίνεται, ὁ δὲ κ. Ζαχαρίας ἀπήντησεν ὅτι ὁ ἐγκέφαλος τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας εἶνε ἀφετηρία, δι' ἧς τὸ μουσικὸν αἴσθημα ἐγκαθίσταται εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν προσέχῃ εἰς τὸ μελόδραμα.
Εἰς ἕν τῶν διαλειμμάτων ἡ οἰκογένεια ἠθέλησε νὰ ἐξέλθῃ ἔξω εἰς τὸν κῆπον. Ἐνῷ δὲ ἡτοιμάζοντο νὰ παρακαθήσουν εἰς ἕν τραπέζιον, ἤκουσαν φωνὰς γοεράς. Ἔδραμον καὶ εἶδον τὸν Μιμῖκον παλαίοντα μεταξὺ τῶν χειρῶν τοῦ καφεπώλου, διότι εἶχε φωραθῆ κλέπτων ἕν γλύκισμα. Ὁ πατήρ ἠναγκάσθη νὰ τὸ πληρώσῃ καὶ νὰ ἐλευθερώσῃ τὸν μικρὸν κλέπτην, φιλοδωρήσας αὐτὸν μέ τινα ραπίσματα. Ἡ σκηνὴ αὕτη ἐνέβαλε τὴν οἰκογένειαν εἰς μεγίστην σύγχυσιν καὶ ταραχήν. Ἡ κ. Θεοδώρα ἤρχισε νὰ καταρᾶται τὴν ὥραν. Ὁ κ. Ζαχαρίας παρ' ὀλίγον ἤρχετο εἰς χεῖρας μετὰ τοῦ ὑπηρέτου, διότι ὅτε ἐζήτησε νερά, ἐκεῖνος ἔφυγε χωρὶς κἄν νὰ δώσῃ ἀκρόασιν. Ἕνεκα τῆς ζάλης αὐτῶν, ὅτε εἰσῆλθον εἰς τὸ θέατρον, κατέλαβον, κατὰ λάθος, τὰς θέσεις ἄλλων, καὶ ὅτε ἦλθον οὗτοι, ἐνῷ ἤδη ἡ πρᾶξις εἶχεν ἀρχίσει, ἠναγκάσθησαν νὰ ἐγερθοῦν ἐρίζοντες, προκαλοῦντες δὲ τὰς ἐπανειλημμένας τοῦ κοινοῦ ἀποδοκιμασίας. Ἀλλ' ἐνῷ ἠγείροντο, ἕν κατάρατον καρφίον σχίζει τὰς κάτω ἐπιπέδους χώρας τοῦ πανταλονίου τοῦ κ. Ζαχαρίου, ὅστις φέρει τὴν χεῖρα εἰς τὰ αἰδήμονα ἐκεῖνα μέρη, ἀφεὶς οἰμωγὴν ἀπεριγράπτου πόνου, καὶ ἐν τῷ θορύβῳ του καὶ τῇ συγχίσει πατεῖ τὸ κράσπεδον τοῦ μελιτζανιοῦ φορέματος τῆς κυρίας Θεοδώρας, τὸ ὁποῖον ἀποσπᾶται τῆς ζώνης αὐτῆς μετὰ τρυγμοῦ θλιβεροῦ. Ἡ κυρία Θεοδώρα στρέφεται καὶ ἐξακοντίζει κατ' αὐτοῦ βλέμμα πλῆρες νιτρογλυκερίνης, φωνάζουσα ταυτοχρόνως:
− Στραβωμάρα!
Ὁ κ. Ζαχαρίας, ἔμφοβος ὡς ὁ Ἀδὰμ ὑπὸ τὴν πυρίνην ρομφαίαν τοῦ ἀγγέλου, ἀποσύρεται ἄγων ἐκ τῆς χειρὸς τὸν Μιμῖκον, καὶ κρατῶν διὰ τῆς ἑτέρας τὴν ὑπὸ τοὺς νεφροὺς χώραν, σύμπασα δὲ ἡ οἰκογένεια τὸν ἀκολουθεῖ καὶ κάθηται εἴς τινα θρανία παρὰ τὴν γωνίαν ἄναυδος καὶ ἄφωνος. Μόνη ἡ κ. Θεοδώρα κοχλάζει ὡς βυτίον πλῆρες νεογενοῦς γλεύκους. Ἀλλὰ μετά τινας στιγμὰς ὁ Μιμῖκος, ὅστις ἐκάθητο παραδόξως ἡσυχάζων, ἀρχίζει νὰ κινῆται, νὰ μορφάζῃ, νὰ προσβλέπῃ μετ' ἀγωνίας τοὺς γονεῖς, καὶ νὰ γρυλλίζῃ ὑποκώφως. Ἡ μύτη τῆς δεσποινίδος Οὐρανίας στρεφομένη ἀποτόμως ὡς λόγχη, τοῦ ἐπιβάλλει σιωπήν, ὁ δὲ πατὴρ τὸν συγκρατεῖ διὰ τῶν χειρῶν. Ἐκεῖνος ὅμως ἐξακολουθεῖ περιστρεφόμενος, καὶ ἐπὶ τέλους ἀναφωνεῖ ὀδυνηρῶς.
− Μπαμπά, μπαμπά!…
− Σιωπή!
−Μπαμπά, μπαμππά… δὲν ἠμπορῶ..
Καὶ συστρέφεται καὶ ὠχριᾷ. Ἡ κυρία Θεοδώρα στρέφεται καί, βλέπουσα τὴν ὀδύνην τοῦ σκύμνου αὐτῆς, ὁρμᾷ ἀφίνουσα σπαρακτικήν κραυγήν.
− Τὸ παιδί μου!
Ἡ φωνὴ αὕτη ἐμβάλλει εἰς ἀναστάτωσιν τὸ ἀκροατήριον, τὸ ὁποῖον φωνάζει, ἐπιβάλλον σιωπήν, ἐγείρεται ἐπὶ τῶν θρανίων καὶ παρατηρεῖ. Οἱ ἀοιδοὶ διακόπτουν τὸ ᾆσμα· ἡ μουσικὴ παύει. Τρέχουν κλητῆρες καὶ ὑπαστυνόμοι. Οἱ ἀξιωματικοὶ ξιφουλκοῦν καὶ πηδοῦν ἀπὸ τὰ θρανία. Ἡ δεσποινὶς Οὐρανία βλέπουσα ὅλην αὐτὴν τὴν ταραχήν, καταλαμβάνεται ὑπὸ νευρικῶν σπασμῶν. Ἡ μήτηρ της τρέχει καὶ τὴν ὑποστηρίζει· προσέρχεται καὶ ἐν σπουδῇ ὁ ἐπίκουρος ἰατρός, ἀλλὰ δι' ἑνὸς τινάγματός της ἡ πάσχουσα χώνει τὴν αἰχμὴν τῆς μύτης της ἐντὸς τοῦ ὀφθαλμοῦ του καὶ σχεδὸν τὸν τυφλώνει. Ὁ κ. Ζαχαρίας μένει ὡς ἄγαλμα κρατῶν ἐκ τῆς χειρὸς τὸν Μιμῖκον, ὅστις ταράσσεται ὡς δαιμονιῶν καὶ κραυγάζει.
− Μπαμπά, δὲν βαστῶ… ἡ κοιλιά μου…
Τότε ὁ κ. Ζαχαρίας ἐννοεῖ ὅτι ὁ γόνος του πάσχει ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς ἀδηφαγίας του καὶ ζητεῖ νὰ τὸν φέρῃ ἔξω. Ἡ κ. Θεοδώρα τοῦ φωνάζει λυσσῶσα:
− Τί στέκεσαι, κρεμανταλᾶ; πάρε τὸ παιδὶ ἔξω σὲ μίαν ἄκρη…
Ὁ Μιμῖκος οὐρλιάζει.
− Μπαμπά, μπαμπά ………..
Ὁ κ. Ζαχαρίας ἐννοῶν τὸ κρίσιμον τῆς θέσεως, ἐξέρχεται δρομαίως, φέρων, κατ' ἱστορικὴν ἀντίθεσιν, αὐτὸς Ἀγχίσης τὸν μικρὸν Αἰνείαν ἐπὶ τῶν ὤμων. Ἀλλὰ πρὶν ἤ προφθάσῃ νὰ ἐξέλθῃ, ἡ ὄσφρησίς του μανθάνει πρώτη ὅτι τὸ διάβημά του γίνεται ἀργά, ἑπομένως καταθέτει κατὰ γῆς τὸν Αἰνείαν μετὰ μορφασμοῦ ἀποστροφῆς.
− Διατί δὲν τὸ πηγαίνεις ἔξω; τοῦ φωνάζει μὲ σπινθηροβολοῦντας ὀφθαλμοὺς ἡ κυρίας Θεοδώρα.
− Δὲν εἶνε πλέον ἀνάγκη! ἀπαντᾷ μετὰ τόνου ἀπελπιστικοῦ ὁ σύζυγος. Ἡ κυρία Θεοδώρα ἐνόησε τὸ τετέλεσται τοῦτο καὶ τὴν μυστικήν του σημασίαν. Ἐγείρεται λοιπὸν μετὰ τῆς Οὐρανίας, τῆς ὁποίας ἔπαυσαν οἱ σπασμοί, καὶ ἐξέρχονται ἐν τῷ μέσῳ διπλοῦ στοίχου περιέργων, οἵτινες καγχάζουν διὰ τὸ περίεργον ἐπεισόδιον. Ὅλοι κρατοῦν κἄτι τι. Ἡ δεσποινὶς Οὐρανία κρατεῖ τὴν μύτην της, ἥτις ἐκτύπησε κατὰ τοὺς νευρικοὺς σπασμούς της· ἡ κυρία Θεοδώρα κρατεῖ τὸ μελιτζανί· ὁ κ. Ζαχαρίας κρατεῖ τὰ μεσημβρινὰ μέρη τοῦ σώματός του, ὁ Μιμῖκος κρατεῖ τὴν κοιλίαν του, ἥτις ἐκφέρει φρικώδεις βορβορυγμούς.
Ἐξέρχονται τοῦ θεάτρου. Λόγος περὶ ἁμάξης δὲν γίνεται, διότι εἰς τὰ θυλάκια τοῦ κ. Ζαχαρίου ὑπολείπονται μόνον ὀλίγαι δεκάραι. Ἐκκινοῦν λοιπὸν πεζοὶ πρὸς τὸν Γολγοθᾶν αὑτῶν. Ἡ κυρία Θεοδώρα ἐκινεῖτο κυλινδουμένη καὶ μυκωμένη ὡς ταῦρος· ὁ κ. Ζαχαρίας ἐστέναζεν ὑποκώφως, κρατῶν ἐκ τῆς χειρὸς τὸν γρυλλίζοντα Μιμῖκον, καὶ πτύων ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν. Ἡ δεσποινὶς Οὐρανία ἐξέπεμπεν ὑποκώφους λυγμούς. Οἱ διαβάται παρεμέριζον εἰς τὴν διάβασιν αὐτῶν. Ἐφαίνετο συνοδεία φυγοῦσα ἐκ τῆς κοιλάδος τοῦ κλαυθμῶνος.
Ὅτε ἔφθασαν εἰς τὴν οἰκίαν, ὁ κ. Ζαχαρίας ὑπεδέξατο μὲ ἕν λάκτισμα τὸν προσελθόντα νὰ ὑποδεχθῇ αὐτοὺς Μαῦρον ὅστις ἔφυγεν ὀλολύζων. Ἐξύπνησαν τὴν Βασίλων, ἥτις ἐκοιμᾶτο. Πτώματά τινα σιγάρων καὶ ἡ ἀταξία τῶν ἐπίπλων ἐμαρτύρουν ὅτι ὁ ἀνδρεῖος τῆς Ἄνδρου Ἄρης, ἐπεχείρησε νύκτωρ ἔφοδον ἐπιτυχῆ κατὰ τοῦ κεστοῦ τῆς Ἀφροδίτης.
Ὁ κ. Ζαχαρίας ἐπείνα· ἀνεζήτησε τὸ δεῖπνόν του, ἀλλὰ τὸ πινάκιον εὑρέθη καθαρόν, ὡς νὰ εἶχε πλυθῆ δι' ὕδατος θερμοῦ. Ἡ Βασίλω ἀπέδωκε τὴν κλοπὴν εἰς τὸν Μαῦρον, ὅστις καὶ πάλιν ἐδέχθη δύο καλὰ λακτίσματα, ἀλλὰ κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, ἐπειδὴ ταυτοχρόνως ἔλειπε καὶ ὁ οἶνος, καὶ ἐπειδὴ ὁ Μαῦρος ἦτο ἐκ γενετῆς νηφάλιος, τὸ δεῖπνον τοῦ κ. Ζαχαρίου ἐχρησίμευσεν ὅπως ἐπιρρώσῃ τὰς ἐξαντληθείσας δυνάμεις τοῦ φοβεροῦ θεοῦ τοῦ πολέμου.
Ὁ κ. Ζαχαρίας ἠναγκάσθη νὰ κατακλιθῇ νῆστις. Καθ' ὕπνους εἶδεν ὅραμα φρικτόν ὅτι , καταδικασθεὶς ὑπὸ τοῦ Κακουργιοδικείου νὰ μεταβῇ εἰς τὸ θέατρον τοῦ Ἀπόλλωνος, ἀπεφάσιζε ν' αὐτοκτονήσῃ, πνιγόμενος μὲ τὸ πανταλόνιον τοῦ Μιμίκου.
Πηγή: el.wikisource.org
*Χαράλαμπος Άννινος - Βικιπαίδεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου