Πέμπτη, Φεβρουαρίου 15, 2018

"Παιδική ηλικία δεν υπήρξε σε μας . Μεγαλώσαμε μεγάλοι!"


ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ

ΜΝΗΜΗ ΑΠΕΙΘΑΡΧΗΤΗ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ




 Εκδόσεις ΑΓΡΑ, Δεκέμβριος 2016
Αριθμός σελίδων : 272 – Φωτογραφικό ένθετο 16 σελίδων
Τιμή : 15,00  Ευρώ
ISBN: 978-960-505-252-2


Περιστοιχισμένος από τις σκιές εκείνων που αγάπησε και δεν είναι πια μαζί του (και όσων ζουν, διεκδικούν και αγωνίζονται για αξιοπρέπεια), ο Νίκος Κούνδουρος της πολιτικής ανυπακοής, της γενναιοδωρίας, του πνεύματος και των ταλέντων γράφει ιστορία· ένα θησαυρό για να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε το σήμερα.
Ο ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ καταθέτει τις μνήμες του από την Κατοχή, τα Δεκεμβριανά, την τρίχρονη περιπέτεια στη Μακρόνησο, τη φιλία του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Ελύτη, τον Μίκη Θεοδωράκη κι άλλες προσωπικότητες με τις οποίες συνδέθηκε στη ζωή του, για καθεμιά από τις ταινίες που γύρισε –τον Δράκο, τη Μαγική πόλη, τους Παράνομους, τις Μικρές Αφροδίτες, το Μπορντέλο, τον Μπάυρον και τις άλλες. Επίσης, γράφει σε μια ζωηρή αφήγηση για τα χρόνια της εξορίας στο Παρίσι και τις περιπλανήσεις του στην Ευρώπη στα χρόνια της δικτατορίας, για τα αγαπημένα πρόσωπα της οικογένειάς του, τη μάνα του και τ’ αδέλφια του, και για τον γενέθλιο τόπο, τον Άγιο Νικόλαο στο Λασίθι της Κρήτης.
2014, ΚΡΗΤΗ, ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ. Είμαι άραγε σε κάποιο άγνωστο σημείο η στο τέλος του ταξιδιού ; Δεν μπορώ να φτιάξω πια δικές μου ιστορίες και καταφεύγω στα εύκολα. Στο παρελθόν, στην τυμβωρυχία, στο ξέθαμα παλιών τάφων, γοητευμένος από το προσδοκώμενο ξάφνιασμα.
Τίποτα δεν με φοβίζει. Η μνήμη, τρυφερή και οικεία, κάνει να σμίξουν όλα σε μια γιορτή, απρόσιτη στους άλλους, στημένη μόνο για μένα.
Μετρώ την ιστορία του τόπου μου και αφήνω στη μέση μια αφήγηση, και πιάνω μια άλλη που θα την αφήσω κι αυτή στη μέση, σαν τα ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης – οι τραγουδιστάδες δεν λένε ποτέ τον τελευταίο στίχο γιατί ό,τι τελειώνει έχει πεθάνει.
Είμαι ό,τι έχω ξεχάσει. Άραγε ό,τι ήταν να γίνει έγινε ; Τα πολλά έχουν κιόλας γίνει και τα λίγα με περιμένουν.
Μέσα σε μια μνήμη απειθάρχητη –πώς αλλιώς δηλαδή να είναι οι μνήμες;– έχουν φωλιάσει χρόνια τώρα καμώματα που ο χρόνος επιμένει να τα κρατάει στην άκρη του μυαλού. Θυμάμαι μικρές ιστορίες, τόσο μικρές που τώρα μου φαίνονται σαν παιχνίδια που τα σπρώχνω στην άκρη, γιατί άλλα παιχνίδια πιο σοβαρά ζητάνε χώρο για να επιζήσουν.

*
Κι εμείς νέοι τότε, σχεδόν παιδιά, βρεθήκαμε μ’ ένα όπλο στα χέρια ν’ αναγνωρίσουμε ποιοί είμαστε.
Αργήσαμε να καταλάβουμε πως σιγά σιγά, ύπουλα, άρχισαν να ξεσκεπάζονται δύο πρόσωπα. Εμείς και οι άλλοι. Και το είπαν Εμφύλιο.
1949-1952. Τρία χρόνια πέρασα στο Μακρονήσι. Ο Εμφύλιος χώρισε την πατρίδα και τους Έλληνες σε καλούς και σε κακούς. Η Δεξιά στην εξουσία, κι εγώ, από τους κακούς πια, στο ξερονήσι. Έτσι όμως, μια το δικό τους και μια το δικό μας, συνεχιζόταν ο κλεφτοπόλεμος όταν εγώ έφυγα από το Μακρονήσι, τον Μάρτη του 1952, τόσο ύποπτος για το Έθνος όσο ήμουνα και όταν πήγα. Τρία χρόνια στον ξερόβραχο μού μάθανε ένα σωρό πράγματα, μα την πατρίδα δεν με κάνανε να την προσκυνήσω. Θες το σύστημα δεν ήτανε καλό, θες εγώ ήμουνα στουρνάρι, ποιός ξέρει. [ ... ]
Τί έκανε χρόνια τώρα το επίσημο κράτος για να εισπράττει σήμερα –όχι μονάχα σήμερα, συνέχεια εισπράττει– τα ωφελήματα από την παρουσία τόσων και τόσων Ελλήνων στις τέχνες και στα γράμματα ; Στάθηκε πάντα ένα κράτος αντιδραστικό, τσιγκούνικο, μισαλλόδοξο, γεροντοκρατούμενο, καθυστερημένο, εχθρικό, απληροφόρητο, αμήχανο και γρουσούζικο.
Ποιοί νεκρωμένοι κι αντιδραστικοί διευθυντές, υποδιευθυντές και τμηματάρχες υπουργείων, και ποιοί πρωτοβάθμιοι και δευτεροβάθμιοι λογοκριτές και ποιοί έμποροι σάπιων κρεάτων και χαλασμένου μπακαλιάρου δώσανε χέρι για να γεννηθεί και να μεγαλώσει σ’ αυτόν τον τόπο μας ένας ποιητής ; Κανείς. [...] Ζήτω λοιπόν ο Ελύτης ! Ζήτω ο ποιητής που οραματίστηκε τον χωροφύλακα και τον στρατοδίκη «να καίνε σαν κεριά στο μεγάλο τραπέζι της Αναστάσεως». Που ζητά « να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση». [ ... ]
Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν έναν χρόνο πιο μεγάλος από εμένα. Τον έβλεπα, τον καμάρωνα, τον άκουγα όπως το μαθητούδι τον δάσκαλό του. Αυτός είχε φίλους. Εγώ είχα αυτόν.
Έχω μεγάλο θαυμασμό για τα ελαττώματά του. Πάντα τον θαύμαζα που αυτός, ο σπουδαίος, έγραφε τραγούδια και τραγουδάκια για το χατίρι ενός λαού που ακόμα δεν ξέρει αν τον αγαπάει η τον σιχαίνεται. Τον θαύμαζα –και τον θαυμάζω– γιατί από τα χαρακτηριστικά της φυλής διάλεξε να κάνει δικά του όλα μας τα κουσούρια. Τη ραθυμία, τη φλυαρία, την αυταρέσκεια, τη φιληδονία. Μ’ αρέσει γιατί είναι επιθετικός χωρίς κακία κι απλώνει το κεντρί του επί δικαίους και αδίκους, με οδηγό το ένα, μοναδικό και αμάχητο δικό του κριτήριο. Τον θαυμάζω που μια ολόκληρη ζωή τα κατάφερε να μην πάει ποτέ εγκαίρως στα ραντεβού του.
Μάνο μου. Σε κυνήγησα μια ζωή, ταπεινός ακροατής της μουσικής σου, και είμαι τυχερός που ήσουνα εσύ ο παιδικός μου φίλος, κι ας μην ήμαστε παιδιά ούτε τότε. [ ... ]

Ανατρέχοντας στις συνθήκες που δημιούργησαν τον Δράκο, τη Στέλλα, την Ηλέκτρα, την Ευδοκία, λέω πως ήταν γεννήματα ενός φανατισμού που καταγόταν και στόχευε από και προς ένα κοινό πάθος : να διακονήσουμε με όση ταπεινοσύνη αλλά και με όση έπαρση είχαμε τον μεγάλο ελληνικό μύθο, κατά τις μικρές δυνάμεις που ο καθένας μας είχε, και να τον αντιπαραθέσουμε εμείς, οι υπηρέτες μιας τέχνης συχνά ανεπιβεβαίωτης αλλά παρ’ όλα αυτά παρούσας, με μια εκθαμβωτική ζωντάνια. [ ... ]

Ημερολόγιο, ζωή και όνειρα» του Φίλιππου Φιλίππου








«Νίκος Κούνδουρος: Ημερολόγιο, ζωή και όνειρα» του Φίλιππου Φιλίππου
Ο Νίκος Κούνδουρος πέθανε πριν από έναν χρόνο, στις 22 Φεβρουαρίου 2017. Τον Δεκέμβριο του 2016 είχε κλείσει αισίως τα ενενήντα του χρόνια και εξέδωσε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο, το Μνήμη απειθάρχητη – Ημερολόγιο (εκδόσεις Άγρα), στο οποίο καταγράφει γνωστές και άγνωστες στιγμές της ζωής του. Το ημερολόγιο αυτό άρχισε να γράφεται τον Αύγουστο του 2014 στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης, τον τόπο της γέννησής του (αλλού διαβάσαμε πως γεννήθηκε στην Αθήνα), εκεί όπου έζησαν ο πατέρας του Σήφης, η μητέρα του Πόπη, ο παππούς και τα αδέλφια του. Μερικά χρόνια πριν, το 2009, εξέδωσε ένα επίσης αυτοβιογραφικό βιβλίο, το Ονειρεύτηκα πως πέθανα (εκδόσεις Ίκαρος). Με βάση αυτά τα δύο βιβλία θα επιχειρήσουμε να ανασυνθέσουμε τη ζωή αυτού του σημαντικού Έλληνα, πρωτίστως ενός μεγάλου σκηνοθέτη, που ως νέος αγωνίστηκε για την πατρίδα του και ως ώριμος άνδρας πάλεψε για την τέχνη την οποία υπηρετούσε.
Το πρώτο βιβλίο αρχίζει ως εξής: «2014, Κρήτη, Άγιος Νικόλαος. Είναι άραγε σε κάποιο άγνωστο σημείο ή στο τέλος του ταξιδιού;». Το δεύτερο βιβλίο αρχίζει με μια φανταστική εικόνα που περιγράφει ο ίδιος – πρόκειται για ένα όνειρο: «Ο νεκρός, δηλαδή εγώ, νοικοκυρεμένος όμορφα όμορφα σ’ ένα κρεβάτι, στρωμένο με ολοπόρφυρη κρητικιά κουβέρτα. Αυτήν που μ’ άρεσε πιο πολύ από τ’ άλλα προικιά της γιαγιάς μου». Γύρω από τον νεκρό έφηβο στέκονται η μητέρα του, τα δύο αδέλφια του, τα ξαδέλφια, οι λοιποί συγγενείς κι οι γείτονες. Στον πατέρα του, δικηγόρο το επάγγελμα, άρεσαν οι παλιές εικόνες, ιδίως αγαπούσε το γαλήνιο πρόσωπο της Παναγίας. Πέθανε τον σκληρό χειμώνα του 1942. Η μάνα του, μια «όμορφη Κρητικοπούλα», φάνηκε προς στιγμή να λύγισε από την απώλεια, αλλά στη συνέχεια ανέλαβε να μεγαλώσει μόνη τα τρία αγόρια της: τον Νίκο, τον Γιώργο και τον Ρούσσο. Κι ύστερα ήρθε ο πόλεμος και μετά η Κατοχή, όπου ο Ρούσσος, ο μεγαλύτερος γιος, έγινε αντάρτης πόλης, ενταγμένος στην ΕΠΟΝ και το ΕΑΜ, ενώ ο Νίκος μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Ο Δεκέμβρης του ’44,γράφει, είχε βρει το σπίτι τους ανάστατο. Ήταν «η αρχή του μεγάλου λάθους». Από το αντάρτικο αρχηγείο του Γκύζη έφτασε η εντολή να μαζευτούν στο Πολυτεχνείο, με όπλα και πυρομαχικά, για να αντιμετωπίσουν τους Άγγλους και τους Έλληνες συνεργάτες τους. Έγινε μάχη, επιτέθηκαν οι Άγγλοι, κι αυτός, δεκαοχτώ χρονών παιδί, παραδόθηκε – η οικογένεια έμενε τότε στην οδό Ηρακλείτου, στο Κολωνάκι. Όσοι πιάστηκαν μεταφέρθηκαν μαζί με άλλους συλληφθέντες των Δεκεμβριανών σε κάτι τολ στις ρίζες του Υμηττού. Μερικοί άλλοι, όπως αυτός, στάλθηκαν εκεί κοντά για να εκτελεστούν σ’ έναν τοίχο. Ανάμεσά τους κι ένα κορίτσι, η Βέρα. Τότε δεν ήξερε πως μόλις είχε αρχίσει το μακελειό που θα χώριζε για πολλά χρόνια τους Έλληνες στα δύο. Τους καλούς και τους κακούς, τους εθνικόφρονες και τους κουκουέδες, τους «πατριώτες» και τους «πράκτορες των Ρώσων»: «Κι εγώ χρεώθηκα με τους κακούς και με τους κακούς θα τελειώσω την υπόλοιπη ζωή που μου μένει να ζήσω».
Έπειτα άρχισαν να ρίχνουν τα όπλα. Οι σφαίρες έκαναν κόσκινο τους συντρόφους του, μα αυτός μόνο τραυματίστηκε. Θαύμα; Κάποιοι τον μετέφεραν σ’ ένα νοσοκομείο, μαζί με τραυματισμένους Άγγλους στρατιώτες. Ειδοποίησε μ’ ένα αγόρι τη μητέρα του, την Πόπη, κι εκείνη κατέφθασε στο νοσοκομείο.
«Αθήνα 23.11.1945. Αφέθη ελεύθερος ο Νικόλαος Κούνδουρος αριστερών φρονημάτων, συλληφθείς ως ύποπτος διά εκτελέσεις εθνικοφρόνων. Ο υιός του δημοκρατικού πολιτευτή Ιωσήφ Κούνδουρου κατηγορηθείς διά τον φόνον εθνικοφρόνων πολιτών και προσαχθείς ενώπιον του ανακριτού αφέθη ελεύθερος μετά από πολύωρον διαδικασίαν λόγω μη επαρκών στοιχείων κατηγορίας προερχομένων από ανωνύμους πληροφοριοδότας κα πράκτορας της ασφαλείας».
Μετά έγινε ο Εμφύλιος και τον στείλανε ως αριστερό στη Μακρόνησο, όπου έκατσε τρία χρόνια. Επέστρεψε στο σπίτι του και ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο. Το 1954 προβλήθηκε η πρώτη του ταινία, η Μαγική πόλη, λίγο δραματική και λίγο νουάρ, στο ύφος του ιταλικού νεορεαλισμού, που γυρίστηκε στο Δουργούτι, τον σημερινό νέο Κόσμο:
«Σε ένα τέτοιο ταξίδι [από τη Μακρόνησο στην Αθήνα] χρεώθηκα να μεταφέρω ένα γράμμα από το πρώτο Τάγμα του νησιού στη μητέρα ενός φαντάρου. Ήτανε η μάνα του Άρη Αλεξάνδρου. Έτσι βρέθηκα στο Δουργούτι, συνοικισμό προσφύγων του ’22, που στέγασε ένα μέρος από το πρώτο κύμα των Ρωμιών της Σμύρνης… Έψαχνα μέρες να βρω τη μάνα του συντρόφου και κάποια στιγμή, από κουβέντα σε κουβέντα, κάποιοι μου έδειξαν μια ξύλινη καλύβα…»
Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν φίλος του Κούνδουρου, έναν χρόνο πιο μεγάλος. Μια μέρα του λέει: «Θέλω να κάνω κι εγώ μια ταινία». «Να κάνεις». Άρχισαν λοιπόν να βάζουν μπροστά τον μηχανισμό για το γύρισμα της ταινίας:
«Αυτός είχε φίλους. Εγώ είχα αυτόν. Βρέθηκαν συνεργάτες, βρέθηκαν τα λίγα χρήματα, στήθηκε σιγά σιγά εκείνο το μαγικό κουτί από ρολά ζελατίνας, από σενάριο, από ηθοποιούς, από τεχνικούς, από ενθουσιασμό. Όλοι όμορφοι, όλοι νέοι κι ο Μάνος χαμογελούσε τρυφερά. Και το έργο τελείωσε και όλοι τα χάσανε και εμείς πρώτοι».
Η ταινία προβλήθηκε επίσημα στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Ξάφνιασε ευχάριστα τους ειδικούς και το κοινό, διότι μέχρι τότε το φεστιβάλ δεν είχε φιλοξενήσει ελληνική ταινία. Στην Ελλάδα οι κριτικές (του Μάριου Πλωρίτη, του Κώστα Σταματίου, του Αντώνη Μοσχοβάκη, του Βίωνα Παπαμιχάλη, του Αχιλλέα Μαμάκη, της Ροζίτας Σώκου), έφεραν τον Κούνδουρο στην πρώτη γραμμή του δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος κι αυτή η πρώτη επιτυχία ήταν η αιτία που ασχολήθηκε επαγγελματικά με τον κινηματογράφο, όπου παρέμεινε ολόκληρη τη ζωή του. Κι ύστερα γύρισε τον Δράκο, το Ποτάμι, τις Μικρές Αφροδίτες, μικρούς καλλιτεχνικούς θριάμβους.
Τα δυο αδέλφια του Κούνδουρου «έφυγαν» πρόωρα, ήταν «όμορφοι, κληρονόμοι της πιο ωραίας κρητικής φυλής», όπως γράφει. Τον Ρούσσο «τον σκότωσε η μοναξιά του κι η περηφάνια του», τον Γιώργο το τσιγάρο κι η βότκα «και το ασικλίκι του το ανυπότακτο».
Ο Νίκος Κούνδουρος άφησε πίσω τη γυναίκα του, τη Σωτηρία Ματζίρη, και την κόρη του τη Διαλεχτή, άφησε επίσης τον γιο του τον Σήφη που τον απέκτησε με την Μπριτ, τη Σουηδέζα.
 Αποτέλεσμα εικόνας για Κούνδουρος Νίκος Μαγική Πόλις

Αποτέλεσμα εικόνας για Κούνδουρος Νίκος Μαγική Πόλις

ΜΑΓΙΚΗ ΠΟΛΙΣ

Διάρκεια: 90 λεπτά Σκηνοθεσία: [Φωτογραφία] Νίκος Κούνδουρος Σενάριο: Μαργαρίτα Λυμπεράκη Μουσική: [Φωτογραφία] Μάνος Χατζιδάκις Μοντάζ: Γιώργος Τσαούλης Εικονολήπτης: Κώστας Θεοδωρίδης Βοηθός σκηνοθέτη: Βασίλης Γεωργιάδης Μηχανικός ήχου: Γιώργος Νιαγάσας Σκηνογραφία: Παύλος Παπαδόπουλος, Νίκος Νικολαΐδης Μακιγιάζ: Νίκος Βαρβέρης Διεύθυνση παραγωγής: Δ. Σκαλοθέου Παραγωγή: Αθηναϊκή Κινηματογραφική Εταιρία

Δεν υπάρχουν σχόλια: