Οταν η Γερμανία «κούρευε» τα χρέη της
Reuters, A.P.
Χωρίς διαγραφή του επαχθούς χρέους μιας
χώρας, δεν επιτυγχάνεται οικονομικό θαύμα όπως συνέβη στη μεταπολεμική
Γερμανία. Αυτά επισημαίνουν ειδικοί σε θέματα χρέους και ιστορικοί στην
Deutsche Welle. Η «σεισάχθεια», την οποία εξασφάλισε η χώρα με τη
Συμφωνία του Λονδίνου πριν από 60 χρόνια, την 27η Φεβρουαρίου 1953, της
προσέφερε κάτι σπάνιο στην Ευρώπη του 20ού αιώνα: τη διαγραφή στο ήμισυ
των προπολεμικών και μεταπολεμικών χρεών της. Κατά τη Γερμανίδα ιστορικό
Ούρσουλα Ρόμπεκ-Γιασίνσκι του Πανεπιστήμιου της Στουτγάρδης, η Γερμανία
με τη Συμφωνία του Λονδίνου έθεσε τα θεμέλια του λεγόμενου οικονομικού
της θαύματος. «Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε, μάλιστα, πως χωρίς αυτή
τη διαγραφή, δεν θα συντελούνταν αυτή η εξέλιξη», υπογραμμίζει η
ιστορικός.
Απώθηση
Ο Γερμανός ειδικός σε θέματα μείωσης των χρεών των υπό ανάπτυξη χωρών, Γιούργκεν Κάιζερ, επισημαίνει ότι οι Γερμανοί για πολλά χρόνια απωθούσαν το γεγονός ότι η χώρα τους μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν υπερχρεωμένη. Πίστευαν ότι με την εργατικότητά τους και την αμερικανική αρωγή υπήρξε η ανοικοδόμηση. Απαιτήσεις από τη Γερμανία είχαν 70 χώρες, ενώ το 1953 το συνολικό χρέος της ανερχόταν σε 30 δισ. μάρκα (περίπου 15,3 δισ. ευρώ). Το ήμισυ αφορούσε την προπολεμική και το υπόλοιπο τη μεταπολεμική περίοδο. Αυτό αντιστοιχούσε στο 23% του ΑΕΠ. Σήμερα οι αναπτυσσόμενες χώρες αντιμετωπίζουν την απειλή της πτώχευσης όταν το χρέος τους υπερβεί το 40% του ΑΕΠ, ενώ στην Ελλάδα η αναλογία φθάνει το 160%.
Το 1953, όμως, η Γερμανία δεν επιδίωκε λιτότητα για την αποπληρωμή των οφειλομένων, εφόσον χρειαζόταν κεφάλαια ανάπτυξης. Οπως προσθέτει ο Γιούργκεν Κάιζερ, η διαγραφή του γερμανικού χρέους διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις να αναδειχθεί η χώρα σε εξαγωγική δύναμη, εφόσον συνέφερε τους δανειστές της να παράγει, να πωλεί τα προϊόντα της και να τους εξοφλεί. «Κάτι αντίστοιχο θα έπρεπε να εφαρμοσθεί στην Ελλάδα», προτείνει. «Αν επιτρέψουν οι Γερμανοί να εμφανισθεί πλεόνασμα στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, θα πάρουν πίσω τα χρήματά τους». Μετά τη διαίρεση της Γερμανίας κατά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γερμανός καγκελάριος Κόνραντ Αντενάουερ και οι διαπραγματευτές έπρεπε να απαντήσουν στο εξής: θα ανελάμβανε η Δυτική Γερμανία την κληρονομιά των χρεών του ναζιστικού καθεστώτος ή θα το απέφευγε, εφόσον η Ανατολική Γερμανία τελούσε υπό σοβιετικό έλεγχο;
Διαγραφή
Ο κ. Αντενάουερ έκλινε προς την πρώτη επιλογή, γιατί, πρώτον, είχε ως ύψιστη προτεραιότητα την ανάκτηση της κυριαρχίας της νεοπαγούς Δημοκρατίας και, δεύτερον, επεδίωκε να αποκαταστήσει τη δανειοληπτική της αξιοπιστία στο διεθνές σκηνικό. Η δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων μέσω δανεισμού για την ανοικοδόμηση της βιομηχανίας της χώρας ήταν απαραίτητη.
Αν και το ζήτημα των προπολεμικών δανείων (13,5 δισ. γερμανικά μάρκα ή περίπου 7 δισ. ευρώ) παρέμεινε ανοιχτό κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, οι οποίες ξεκίνησαν το 1951, τελικώς συμφωνήθηκε να μειωθούν στο ήμισυ (7,3 δισ. μάρκα ή 3,7 δισ. ευρώ). Το ίδιο ίσχυσε και για τα μεταπολεμικά, τα οποία υπολογίζονταν σε 15-16 δισ. γερμανικά μάρκα (8 δισ. ευρώ) και μειώθηκαν στα 7 δισ. μάρκα. Συνολικά οι οφειλές αποπληρώνονταν σε ετήσιες δόσεις σχεδόν 540 εκατ. μάρκων (276 εκατ. ευρώ) έως το 1980. Το εν λόγω ποσόν καταβαλλόταν εύκολα από την ταχέως αναπτυσσόμενη Γερμανία του 1950, καθώς αντιστoιχούσε στο 4% των εξαγωγών της. Το τελευταίο μέρος των πολεμικών οφειλών της, πάντως, δόθηκε το 2010. Είχε προβλεφθεί ότι, σε περίπτωση επανένωσης των Γερμανιών, θα καταβάλλονταν επιπλέον τόκοι.
Απώθηση
Ο Γερμανός ειδικός σε θέματα μείωσης των χρεών των υπό ανάπτυξη χωρών, Γιούργκεν Κάιζερ, επισημαίνει ότι οι Γερμανοί για πολλά χρόνια απωθούσαν το γεγονός ότι η χώρα τους μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν υπερχρεωμένη. Πίστευαν ότι με την εργατικότητά τους και την αμερικανική αρωγή υπήρξε η ανοικοδόμηση. Απαιτήσεις από τη Γερμανία είχαν 70 χώρες, ενώ το 1953 το συνολικό χρέος της ανερχόταν σε 30 δισ. μάρκα (περίπου 15,3 δισ. ευρώ). Το ήμισυ αφορούσε την προπολεμική και το υπόλοιπο τη μεταπολεμική περίοδο. Αυτό αντιστοιχούσε στο 23% του ΑΕΠ. Σήμερα οι αναπτυσσόμενες χώρες αντιμετωπίζουν την απειλή της πτώχευσης όταν το χρέος τους υπερβεί το 40% του ΑΕΠ, ενώ στην Ελλάδα η αναλογία φθάνει το 160%.
Το 1953, όμως, η Γερμανία δεν επιδίωκε λιτότητα για την αποπληρωμή των οφειλομένων, εφόσον χρειαζόταν κεφάλαια ανάπτυξης. Οπως προσθέτει ο Γιούργκεν Κάιζερ, η διαγραφή του γερμανικού χρέους διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις να αναδειχθεί η χώρα σε εξαγωγική δύναμη, εφόσον συνέφερε τους δανειστές της να παράγει, να πωλεί τα προϊόντα της και να τους εξοφλεί. «Κάτι αντίστοιχο θα έπρεπε να εφαρμοσθεί στην Ελλάδα», προτείνει. «Αν επιτρέψουν οι Γερμανοί να εμφανισθεί πλεόνασμα στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, θα πάρουν πίσω τα χρήματά τους». Μετά τη διαίρεση της Γερμανίας κατά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γερμανός καγκελάριος Κόνραντ Αντενάουερ και οι διαπραγματευτές έπρεπε να απαντήσουν στο εξής: θα ανελάμβανε η Δυτική Γερμανία την κληρονομιά των χρεών του ναζιστικού καθεστώτος ή θα το απέφευγε, εφόσον η Ανατολική Γερμανία τελούσε υπό σοβιετικό έλεγχο;
Διαγραφή
Ο κ. Αντενάουερ έκλινε προς την πρώτη επιλογή, γιατί, πρώτον, είχε ως ύψιστη προτεραιότητα την ανάκτηση της κυριαρχίας της νεοπαγούς Δημοκρατίας και, δεύτερον, επεδίωκε να αποκαταστήσει τη δανειοληπτική της αξιοπιστία στο διεθνές σκηνικό. Η δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων μέσω δανεισμού για την ανοικοδόμηση της βιομηχανίας της χώρας ήταν απαραίτητη.
Αν και το ζήτημα των προπολεμικών δανείων (13,5 δισ. γερμανικά μάρκα ή περίπου 7 δισ. ευρώ) παρέμεινε ανοιχτό κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, οι οποίες ξεκίνησαν το 1951, τελικώς συμφωνήθηκε να μειωθούν στο ήμισυ (7,3 δισ. μάρκα ή 3,7 δισ. ευρώ). Το ίδιο ίσχυσε και για τα μεταπολεμικά, τα οποία υπολογίζονταν σε 15-16 δισ. γερμανικά μάρκα (8 δισ. ευρώ) και μειώθηκαν στα 7 δισ. μάρκα. Συνολικά οι οφειλές αποπληρώνονταν σε ετήσιες δόσεις σχεδόν 540 εκατ. μάρκων (276 εκατ. ευρώ) έως το 1980. Το εν λόγω ποσόν καταβαλλόταν εύκολα από την ταχέως αναπτυσσόμενη Γερμανία του 1950, καθώς αντιστoιχούσε στο 4% των εξαγωγών της. Το τελευταίο μέρος των πολεμικών οφειλών της, πάντως, δόθηκε το 2010. Είχε προβλεφθεί ότι, σε περίπτωση επανένωσης των Γερμανιών, θα καταβάλλονταν επιπλέον τόκοι.
Έντυπη έκδοση Καθημερινής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου