Δευτέρα, Φεβρουαρίου 20, 2017

Τα καλύτερα διηγήματα μυστηρίου




Αυγουστιάτικη Ζέστη
Γουίλιαμ Φράιερ Χάρβι*
Απόδοση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης

Οδός Φενιστόουν, Κλάπαμ.
20 Αυγούστου, 190---

Πιστεύω ότι πέρασα την πιο σημαντική μέρα της ζωής μου, και ενώ τα γεγονότα είναι ακόμη νωπά στο μυαλό μου, θέλω να τα καταγράψω όσο πιο καθαρά μπορώ.

Κατ’ αρχάς, να σας πω πως λέγομαι Τζέιμς Κλάρενς Γουίδενκροφτ.

Είμαι σαράντα ετών, χαίρω άκρας υγείας, και ποτέ δεν αρρώστησα ούτε μια μέρα.


Είμαι καλλιτέχνης στο επάγγελμα, όχι και πολύ πετυχημένος, αλλά κερδίζω αρκετά από την ασπρόμαυρη τέχνη μου για να ικανοποιώ τις ανάγκες μου.

Η μόνη μου στενή συγγενής, μια αδερφή, πέθανε πριν από πέντε χρόνια, κι έτσι είμαι εντελώς ανεξάρτητος. Πήρα το πρωινό μου σήμερα στις εννιά, και αφού έριξα μια ματιά στην πρωινή εφημερίδα, άναψα το τσιμπούκι μου και άφησα το μυαλό μου να πηγαίνει άσκοπα εδώ κι εκεί ελπίζοντας να βρει τυχαία κάποιο θέμα για το μολύβι μου.

Στο δωμάτιο, παρόλο που η πόρτα και τα παράθυρα ήταν ανοιχτά, έκανε πνιγηρή ζέστη, και δεν πρόλαβα να σκεφτώ πως το πιο δροσερό και άνετο μέρος στη γειτονιά θα ήταν το βαθύ άκρο του δημόσιου κολυμβητηρίου, όταν μου ήρθε η ιδέα.



Άρχισα να σκιτσάρω. Τόσο απορροφημένος ήμουν με τη δουλειά που άφησα το γεύμα μου ανέγγιχτο, και σταμάτησα μόνο όταν το ρολόι της εκκλησίας του Αγίου Θαδδαίου χτύπησε τέσσερις.
Το τελικό αποτέλεσμα, για ένα βιαστικό σκίτσο, ήταν, ήμουν βέβαιος, το καλύτερο πράγμα που είχα ποτέ κάνει. Έδειχνε έναν εγκληματία στο εδώλιο αμέσως αφού ο δικαστής είχε ανακοινώσει την απόφαση. Ο άντρας ήταν χοντρός – απίστευτα χοντρός. Η σάρκα του κρεμόταν σε προγούλια κάτω από το πηγούνι του και σχημάτιζε τεράστιες δίπλες στον κοντόχοντρο σβέρκο του. Δεν είχε γενειάδα (θα έλεγα μάλλον πως είχε ξυριστεί πριν από μερικές μέρες) και ήταν σχεδόν φαλακρός. Καθόταν στο εδώλιο και τα κοντά, αδέξια δάχτυλά του ήταν σφιγμένα στο κιγκλίδωμα, κι ο ίδιος κοιτούσε κατευθείαν μπροστά του. Αυτό που μετέδιδε η έκφρασή σου δεν ήταν ακριβώς ένα αίσθημα τρόμου αλλά μια παντελή κι απόλυτη παραίτηση.

Τίποτε δεν έδειχνε αρκετά δυνατό στον άντρα που θα μπορούσε να κρατήσει εκείνο το σάρκινο βουνό.
Έκανα το σκίτσο μου ρολό και, χωρίς να γνωρίζω τον λόγο, το έβαλα στην τσέπη μου. Κατόπιν με τη σπάνια αίσθηση ευτυχίας που προέρχεται από τη γνώση πως κάτι καλό έχεις κάνει, βγήκα από το σπίτι.


Πιστεύω πως ξεκίνησα με τον σκοπό να επισκεφτώ τον Τρέντον, γιατί θυμάμαι πως περπατούσα κατά μήκος της Οδού Λύττον και έστριβα δεξιά για να μπω στην πάροδο Γκίλκριστ στους πρόποδες του λόφου, όπου εκτελούνταν έργα για την καινούρια γραμμή του τραμ.
Από κει και μπρος δεν έχω την παραμικρή ανάμνηση για το πού πήγα. Το μόνο πράγμα για το οποίο ήμουν βέβαιος ήταν η τρομακτική ζέστη που αναδιδόταν από την σκονισμένη άσφαλτο του πεζοδρομίου σαν ένα ψηλαφητό κύμα. Λαχταρούσα για την καταιγίδα που υπόσχονταν τα χαλκόχρωμα σύννεφα, τα οποία κρέμονταν χαμηλά πάνω από το δυτικό στερέωμα.



Θα έπρεπε να βάδισα πέντε με έξι μίλια όταν ένα μικρό αγόρι μ’ έβγαλε από τον ρεμβασμό μου ρωτώντας με την ώρα.

Ήταν εφτά παρά είκοσι.

Όταν έφυγε άρχισα να αναρωτιέμαι πού βρισκόμουν. Διαπίστωσα πως βρισκόμουν μπροστά σε μια πύλη που οδηγούσε σε μια αυλή περιτριγυρισμένη από μια λουρίδα διψασμένης γης, όπου υπήρχαν λουλούδια, πορφυρές βιολέτες και άλικα γεράνια. Πάνω από την είσοδο υπήρχε μια πινακίδα με την επιγραφή:

Χ. ΑΤΚΙΝΣΟΝ. ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗΣ ΜΝΗΜΕΙΩΝ. ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ ΚΑΙ ΙΤΑΛΙΚΑ ΜΑΡΜΑΡΑ


Από την αυλή ακούγονταν εύθυμα σφυρίγματα, θόρυβος σφυριού και ο ψυχρός ήχος του ατσαλιού να χτυπάει την πέτρα.


Μια ξαφνική παρόρμηση μ’ έσπρωξε να μπω μέσα.
Ένα άντρας καθόταν με την πλάτη γυρισμένη στο μέρος μου, απασχολημένος με το δούλεμα μια πλάκας από μάρμαρο με παράξενα χρωματιστά νερά. Γύρισε καθώς άκουσε τα βήματα μου κι εγώ σταμάτησα απότομα.
Ήταν ο άντρας που είχα σκιτσάρει και το πορτρέτο του βρισκόταν στην τσέπη μου.

Καθόταν εκεί, τεράστιος σαν ελέφαντας με τον ιδρώτα να τρέχει από το κρανίο του, το οποίο σκούπισε μ’ ένα κόκκινο μεταξωτό μαντήλι. Αλλά αν και το πρόσωπό του ήταν το ίδιο, η έκφρασή του ήταν εντελώς διαφορετική.
Μου χαμογέλασε σαν να ήμασταν παλιοί φίλοι και έσφιξε το χέρι μου.

Του ζήτησα συγγνώμη για την απρόσκλητη επίσκεψή μου.

«Έξω κάνει μια ζέστη και το φως του ήλιου είναι εκτυφλωτικό», είπα. «Εδώ μοιάζει με όαση μέσα στην έρημο».

«Δεν μπορώ να πω για όαση», απάντησε, «αλλά οπωσδήποτε κάνει ζέστη, ζέστη σαν την Κόλαση. Καθίστε, κύριε!»

Έδειξε με το δάχτυλό του την άκρη της ταφόπλακας πάνω στην οποία δούλευε, όπου και κάθισα.

«Βρήκατε ωραίο κομμάτι μαρμάρου», είπα.



Κούνησε το κεφάλι του. «Κατά κάποιο τρόπο είναι ωραίο», απάντησε. «Η επιφάνεια εδώ είναι ό, τι καλύτερο θα επιθυμούσα, αλλά υπάρχει ένα μεγάλο ψεγάδι από πίσω, αν και δεν περιμένω να το παρατηρήσει κανείς. Δε θα μπορούσα ποτέ στ’ αλήθεια να κάνω καλή δουλειά μ’ ένα κομμάτι μάρμαρο σαν κι αυτό. Δε θα είχα πρόβλημα το καλοκαίρι όπως τώρα. Δεν πειράζει η καταραμένη ζέστη. Αλλά για περίμενε να έρθει ο χειμώνας. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο από τον παγετό για να βρίσκεις τα αδύνατα σημεία στο μάρμαρο.
«Τότε αυτό για τι προορίζεται;»

Ο άντρας ξέσπασε σε γέλια.

«Δύσκολα θα το πιστέψεις αν σου πω ότι πρόκειται για μια έκθεση, αλλά σου λέω αλήθεια. Οι καλλιτέχνες κάνουν εκθέσεις: Το ίδιο οι μπακάληδες και οι κρεοπώλες. Κι εμείς κάνουμε εκθέσεις. Όλα τα τελευταία πραγματάκια, ξέρεις, στις επιτύμβιες στήλες».

Μετά άρχισε να μιλάει για μάρμαρα που άντεχαν καλύτερα στον άνεμο και τη βροχή και που ήταν ευκολοδούλευτα. Μετά για τον κήπο του και για το νέο είδος από γαρύφαλλα που είχε αγοράσει. Στο τέλος κάθε λεπτού της ώρας άφηνε τα εργαλεία του, σκούπιζε το κεφάλι του που γυαλοκοπούσε από τον ιδρώτα και καταριόταν τη ζέστη.
Εγώ δε μιλούσα πολύ, γιατί ένιωθα άβολα. Υπήρχε κάτι αφύσικο, απόκοσμο, στη συντροφιά αυτού του ανθρώπου.


Στην αρχή προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου πως τον είχα δει πριν, ότι το πρόσωπό του, αν και μου ήταν άγνωστο, είχα κατά κάποιο τρόπο σφηνωθεί σε μια γωνιά του μυαλού μου. Ήξερα όμως ότι αυτό που έκανα δεν ήταν άλλο από μια εύσχημη αυταπάτη.


Ο κύριος Άτκινσον τελείωσε τη δουλειά του, έφτυσε στο έδαφος και σηκώθηκε με έναν αναστεναγμό ανακούφισης.


«Δες! Πώς σου φαίνεται;» ρώτησε μ’ έναν αέρα έκδηλης περηφάνιας. Η επιγραφή, που για πρώτη φορά διάβαζα, έγραφε:

ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΕΡΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΤΖΕΪΜΣ ΚΛΑΡΕΝΣ ΓΟΥΙΔΕΝΚΡΟΦΤ.
ΓΕΝΝΗΘΕΙΣ ΤΗΝ 18 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1860.
ΑΠΟΒΙΩΣΑΣ ΑΙΦΝΙΔΙΩΣ ΤΗΝ 20 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 190---





«Εν μέσω ζωής βρισκόμαστε στον θάνατο».


Για κάποια ώρα καθόμουν χωρίς να μιλώ. Κατόπιν ένα ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά μου. Τον ρώτησα έπειτα πού είχε δει το όνομά μου.
«Ω, δεν το είδα πουθενά», απάντησε ο κύριος Άτκινσον. «Απλά χρειάστηκα κάποιο όνομα και χάραξα το πρώτο που μου κατέβηκε στο νου. Γιατί ρωτάς να μάθεις;»

«Είναι μια παράξενη σύμπτωση, αλλά το όνομα συμβαίνει να είναι το δικό μου». Έβγαλε ένα μακρόσυρτο σφύριγμα.

«Και οι ημερομηνίες;»

«Μπορώ ν’ απαντήσω για τη μια, η οποία είναι και σωστή».

«Πολύ περίεργο!» είπε.

Αλλά δεν τα ήξερε όλα. Του είπα για τη δουλειά που έκανα το πρωί. Έβγαλα το σκίτσο από την τσέπη μου και του το έδειξα. Καθώς το κοίταζε, η έκφραση του προσώπου του άλλαζε μέχρι που σταδιακά έμοιαζε με τον άντρα που είχα σκιτσάρει.


«Μόλις προχθές έλεγα τη Μαρία», είπε, «πως δεν υπάρχουν πράγματα όπως τα φαντάσματα!»


«Κανείς από τους δυο μας δεν είδε φάντασμα, αλλά κατάλαβα τι ήθελε να πει».

«Πιθανόν ν’ άκουσες το όνομά μου», είπα.

«Κι εσύ θα πρέπει να με είδες κάπου και να μη με θυμάσαι! Μήπως ήσουν στο Κλάκτον κοντά στη θάλασσα τον περασμένο Ιούλιο;»

Ποτέ μέχρι τώρα δεν πήγα στο Κλάκτον. Μείναμε σιωπηλοί για κάποια ώρα. Και οι δυο κοιτάζαμε το ίδιο πράγμα, τις δυο ημερομηνίες της ταφόπλακας. Και η μία ήταν σωστή.


«Περάστε μέσα να πάρουμε το βραδινό», είπε ο κύριος Άτκινσον.

Η γυναίκα του ήταν μια χαρωπή λεπτοκαμωμένη γυναίκα της υπαίθρου, με κόκκινα μάγουλα που είχαν την τάση να ξεφλουδίζονται. Με σύστησε ο άντρας της σαν ένα φίλο του, επίσης καλλιτέχνη. Το γεύμα ήταν ατυχές, διότι όταν το τραπέζι άδειασε από τις σαρδέλες και το νεροκάρδαμο, η γυναίκα έβγαλε μια εικονογραφημένη Βίβλο με γκραβούρες του Ντορέ κι εγώ ήμουν αναγκασμένος να εκφράζω τον θαυμασμό μου για ένα μισάωρο.
Όταν βγήκα έξω, βρήκα τον Άτκινσον καθισμένο πάνω στην ταφόπλακα να καπνίζει.
Συνεχίσαμε την κουβέντα μας από το σημείο που την αφήσαμε. «Ζητώ συγγνώμη που ρωτάω», είπα, «αλλά θυμάσαι κάτι που έκανες και σε πήγαν σε δίκη;»


Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δε χρεοκόπησα και η δουλειά μου ευημερεί αρκετά. Πριν από τρία χρόνια δώρισα γαλοπούλες στους κλητήρες τα Χριστούγεννα – το μόνο που μπορώ να σκεφτώ. Κι ήταν μικρές...», συμπλήρωσε μετά από σκέψη.

Σηκώθηκε, πήγε κι έφερε ένα δοχείο από τη βεράντα κι άρχισε να ποτίζει τα λουλούδια. «Χρειάζονται νερό δυο φορές τη μέρα κανονικά με ζεστό καιρό», είπε, «αλλά ακόμη και τότε η ζέστη μαραίνει τα ντελικάτα. Και οι φτέρες, Θεέ και Κύριε, δεν αντέχουν στη ζέστη. Πού μένεις;»


Του είπα τη διεύθυνσή μου. Θα έκανα μιας ώρας γρήγορο βάδισμα να επιστρέψω σπίτι.

«Το πράγμα έχει ως εξής», είπε. «Πρέπει να κοιτάζουμε το θέμα κατά πρόσωπο. Αν πας σπίτι σου κατευθείαν απόψε, να προσέχεις για ατυχήματα. Μπορεί να σε παρασύρει κανένα κάρο. Άσε που πάντα βρίσκεις στο δρόμο μπανανόφλουδες και φλούδες από πορτοκάλια, να μην πω για φορητές σκάλες που μπορεί να πέσουν πάνω σου».
Μιλούσε για απίθανα πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν με μεγάλη σοβαρότητα που θα ήταν γελοία πριν από έξη ώρες. Αλλά εγώ δε γέλασα.

«Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε», συνέχισε, «είναι να μείνεις εδώ μέχρι τα μεσάνυχτα. Θ’ ανεβούμε πάνω να καπνίσουμε και ίσως δροσίσει μέσα».


Προς έκπληξή μου συμφώνησα.



Τώρα είμαστε καθισμένοι σ’ ένα μακρόστενο χαμηλό δωμάτιο κάτω από το γείσο της οροφής. Ο Άτκινσον έστειλε τη γυναίκα του για ύπνο. Ο ίδιος είναι απασχολημένος με το ακόνισμα μερικών εργαλείων του σ’ ένα μικρό λαδάκονο, ενώ συγχρόνως καπνίζει ένα από τα πούρα μου.
Η ατμόσφαιρα φαίνεται ηλεκτρισμένη, έτοιμη να ξεσπάσει σε αστραπόβροντα. Εγώ γράφω αυτά σ’ ένα ετοιμόρροπο τραπέζι μπροστά στο ανοικτό παράθυρο.
Το πόδι του τραπεζιού είναι ραγισμένο και ο Άτκινσον, ο οποίος είναι έμπειρος με τα εργαλεία του, θα το φτιάξει μόλις θα οξύνει τη μύτη της σμίλης του.

Έχει περάσει ήδη έντεκα. Θα φύγω σε λιγότερο από μια ώρα.

Αλλά η ζέστη σε πνίγει.


Είναι αρκετή να σε τρελάνει.

Γουίλιαμ Φράιερ Χάρβι (1885 – 1937) υπήρξε Άγγλος διηγηματογράφος, ιδίως του μακάβριου είδους. Εκτός από το παρόν διήγημα, έγραψε επίσης και Το Θηρίο με τα Πέντε Δάκτυλα.
Εκδόθηκαν επίσης και τα ακόλουθα έργα του:
  • Midnight House and Other Tales (1910)
  • The Misadventures of Athelstan Digby (1920)
  • A Conversation About God (1923), with William Fearon Halliday
  • The Beast with Five Fingers and Other Tales (1928)
  • Quaker Byways and Other Papers (1929)
  • Moods and Tenses: Tales (1933)
  • The Mysterious Mr. Badman (1934)
  • John Rutty of Dublin, Quaker Physician (1934), reprinted from The Friends' Quarterly Examiner
  • We Were Seven (1936)
  • Caprimulgus (1936)
  • Mr. Murray and the Boococks (1938)
  • Midnight Tales (1946) – a selection of twenty macabre tales from earlier collections, published by J. M. Dent
  • The Arm of Mrs. Egan and Other Stories (1951)
  • The Double Eye (2009), introduction by Richard Dalby

    *

    W. F. Harvey - Wikipedia



Δεν υπάρχουν σχόλια: