«Ο επαναστάτης»: μια ιστορία ανυπακοής
Μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία που υιοθετεί το βλέμμα των «κάτω», των φτωχών και καταπιεσμένων.
Ξέραμε την ταινία «Ο Μισισιπής καίγεται»· τώρα γνωρίζουμε τον Μισισίπι που αντιστέκεται.
H ταινία Free State of Jones (παίζεται στις ελληνικές αίθουσες με τον τίτλο: «Ο επαναστάτης») αφηγείται την πραγματική ιστορία του Νιούτον Νάιτ, ενός φτωχού λευκού αγρότη του Μισισίπι, που λιποτάκτησε από το στρατό των Νοτίων το 1862, στον δεύτερο χρόνο του Εμφύλιου Πολέμου. Στη συνέχεια ο Νάιτ κήρυξε αντάρτικο ενάντια στην ίδια τη χώρα του συμμαχώντας με φτωχούς λευκούς αγρότες και με δραπέτες δούλους. Πρόκειται για μια από τις άγνωστες σελίδες της αμερικανικής ιστορίας, αφού την εποχή που γραφόταν το σενάριο μόνο τέσσερα βιβλία είχαν εκδοθεί για τον Νάιτ (σήμερα έχουν γίνει έξι).
Εξαρχής διευκρινίζεται ότι oι Νότιοι δεν πολεμούσαν για «της πατρίδας της τιμής» αλλά για να παραμείνουν οι πλούσιοι του Νότου πλούσιοι. Ήταν ο «πόλεμος για το βαμβάκι». Σύμφωνα με το «Νόμο των Είκοσι Νέγρων» (Τwenty Negro Law), οι γαιοκτήμονες που είχαν 20 δούλους απαλάσσονταν από την υποχρέωση της στρατιωτικής θητείας, το ίδιο και οι γιοι τους. Αυτό σήμαινε ότι στο στρατό υπηρετούσαν οι πιο φτωχοί, ενώ ο στρατός είχε δικαίωμα να παίρνει το 10% της παραγωγής των «ελεύθερων» αγροτών (στην πραγματικότητα, τους άφηνε το 10%): ζώα, δημητριακά, ακόμα και το ύφασμα που είχαν υφάνει οι γυναίκες στον αργαλειό. Ο Νάιτ γίνεται ένα είδος Ρομπέν των Δασών για τους φτωχούς λευκούς της επαρχίας Τζόουνς και οργανώνει έναν ένοπλο αγώνα ενάντια στο δικό του κράτος. Το καταφύγιό του είναι οι βάλτοι του Μισισίπι που είναι απροσπέλαστοι από το ιππικό των Νοτίων.
Μέσα σε δυο-τρία χρόνια, ο «στρατός» του Νάιτ αριθμεί περίπου 1.000 άντρες, λευκούς και μαύρους, ενώ στο πλευρό τους πολεμούν γυναίκες και παιδιά. Οι δυνάμεις του ελέγχουν τρεις επαρχίες, δηλαδή τον μισό Μισισίπι και υψώνουν τη σημαία της Ένωσης, των Βορείων, στο δικαστήριο της πρωτεύουσας της επαρχίας και ιδρύουν την «Ελεύθερη Πολιτεία της Τζόουνς». Ο στρατός του Νότου στέλνει εναντίον τους μια μεραρχία, ενώ οι Βόρειοι, από τους οποίους ο Νάιτ έχει ζητήσει βοήθεια σε οπλισμό, δεν τους υπολογίζουν σαν κανονικό στράτευμα. «Δεν έχουμε καμία πατρίδα», είναι το συμπέρασμα του Νάιτ. Μπροστά στον κίνδυνο της σφαγής, οι αντάρτες του Νάιτ σκορπίζονται κι επιστρέφουν στους βάλτους.
Το πρώτο μέρος της ταινίας είναι η λιποταξία του Νάιτ και το δεύτερο είναι η συγκρότηση του στρατού του. Το τρίτο μέρος δείχνει πώς η δουλεία ναι μεν καταργήθηκε στα χαρτιά, όμως η εκμετάλλευση της εργασίας συνεχίστηκε, ο ρατσισμός και οι φυλετικές διακρίσεις βάθυναν και η πολιτική εξουσία άφησε να γεννηθεί το τέρας της Κου-Κλουξ-Κλαν.
Η ταινία καταγράφει και την προσωπική ζωή του Νάιτ που μετά τον Εμφύλιο απέκτησε πέντε παιδιά με τη Ρέιτσελ, μια μαύρη σκλάβα και συντρόφισσά του στο αντάρτικο, ενώ είχε άλλα εννέα παιδιά από τη λευκή σύζυγό του. Και οι δύο οικογένειες ζούσαν στο ίδιο αγρόκτημα των 16.000 στρεμμάτων το οποίο ο Νάιτ κληροδότησε στη Ρέιτσελ, καθώς ο νόμος δεν του επέτρεπε να την παντρευτεί, κι έτσι εκείνη έγινε η πρώτη μαύρη γυναίκα γαιοκτήμονας στο Νότο. Το 1948 ένας δισέγγονος του Νάιτ καταδικάστηκε στην πολιτεία του Μισισιπή επειδή παραβίασε τη νομοθεσία περί «μεικτών γάμων» καθώς το ένα όγδοο του αίματός του ήταν μαύρο. Η ταινία προβάλλει με διακριτικότητα τη σχέση του Νάιτ με τη Ρέιτσελ, αποφεύγοντας τη συναισθηματική εκμετάλλευση μιας αβανταδόρικης ιστορίας.
Όπως διαβάζουμε στο έγκριτο περιοδικό Σμιθσόνιαν
The True Story of the 'Free State of Jones' | History | Smithsonian
, πολλοί συμπατριώτες του Νάιτ τον μίσησαν (κι εξακολουθούν να τον μισούν) όχι γιατί πρόδωσε την πατρίδα του, αλλά επειδή έκανε παιδιά με μια μαύρη. Μάλιστα, οι σημερινοί απόγονοί του ανήκουν σε τρία διαφορετικά σόγια που σχεδόν δεν μιλούν μεταξύ τους: οι «Λευκοί Νάιτ», οι «Μαύροι Νάιτ» και οι «Λευκοί Νέγροι»!Η ταινία δεν εξετάζει τα πολιτικά και οικονομικά αίτια του αμερικανικού Εμφυλίου, αλλά το πώς βίωσαν αυτόν τον πόλεμο οι πιο φτωχοί του Νότου και πώς κάποιοι πρωτοπόροι από αυτούς αντιστάθηκαν στη σφαγή και την εκμετάλλευση. Σκηνοθέτης είναι ο Γκάρι Ρος, δημουργός των επιτυχημένων ταινιών Αγώνες Πείνας (Hunger Games), ενώ πειστικός στο ρόλο του Νάιτ είναι ο Μάθιου Μακόναχι. Ίσως αν ο Κόπολα ή ο Σκορσέζε σκηνοθετούσαν την «Ελεύθερη Πολιτεία της Τζόουνς», να προέκυπτε ένα αριστούργημα, όμως και πάλι ο Επαναστάτης είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ταινία όχι μόνο γιατί φωτίζει μια άγνωστη για τους πολλούς πτυχή της Ιστορίας, αλλά και γιατί υιοθετεί το βλέμμα των «κάτω», των φτωχών και καταπιεσμένων.
Απορεί κανείς που η ταινία αγνοήθηκε ή υποτιμήθηκε από τους Έλληνες κινηματογραφικούς κριτικούς ή μάλλον την παρουσίασαν εντελώς διεκπεραιωτικά ενώ πρόκειται για μια άρτια παραγωγή την οποία σφραγίζει η παρουσία ενός από τους πιο ταλαντούχους Αμερικανούς ηθοποιούς (του Μάθιου Μακόναχι).
Πηγή: gatoulos.wordpress.com
Δείτε επίσης :