- Πιο σιγά, πιο σιγά! Δουλεύουμε τώρα!
Πρώτα η συριστική κραυγή στον προθάλαμο, κατόπιν οι εφηβικές φωνές και τα χάχανα της αίθουσας που κοπάζουν, αφήνοντας χώρο για να περάσει η φωνή του. Ζεστή και πατρική, ήρεμη και μειδιούσα, εξόν σαν ήταν να στεριώσει την τάξη, που κόχλαζε, εξόν σαν ήταν να βουκεντρίσει τους οκνηρούς και τους σαματατζήδες. Ζεστή και πατρική φωνή, σαν τη μορφή του.
Ο δάσκαλος. Με το σκούρο παλτό και το κόκκινο κασκόλ του μια γύρα, σαν τον Αριστείδη Μπρυάν του Λωτρέκ. Στητός, αγέρωχος, αργοβάδιστος και ψύχραιμος εμπρός στις γυμνές του δικού του Λεζ Αμπασαντέρ. Με το πρόσωπο τυλιγμένο στη φροντισμένη γενειάδα του και στο γνήσιο χαμόγελό του. Η κόμη μαυριδερή, πιο πυκνή προς τα πίσω, δυο τραχιές πινελιές στο ακροκούτελο τα φρύδια του. Μια ματιά βαθιά βυζαντινή, βγαλμένη ψηφίδα - ψηφίδα από τα φουρνικά κάποιου ξωκκλησιού. Μια ματιά αρχαία, σκαλισμένη σε κάποια Δήλο ή σε ένα άγνωστο φαγιούμ. Μια ματιά σαν εικόνα, που σου άνοιγε τον φεγγίτη να δεις παραμέσα. Την ψυχή.
Η ψυχή του. Πολύ συχνά την αφουγκραζόμαστε να κεντάει μουσικές στον αέρα, να πλάθει μύθους, φαντασιές και όνειρα, που ο κόσμος ο πολύς δεν τα πιστεύει ή δεν τα πεθυμά. Αυτή η ψυχή, η ευαίσθητη και λυγερή, που απάνω της χόρεψαν πολλά άγουρα πινέλα και απάνω της κρεμάστηκαν μυριάδες μαθητές, όλο όρεξη να μάθουν, να σκαλίσουν, να βγάλουν κι εκείνοι όνειρα, μύθους, ιστορίες.
- Αυτή η ιστορία, που έχεις κάνει εδώ, δεν είναι λάθος! Μα να την υποστηρίζεις. Όχι επειδή την είδες, την άκουσες ή είναι της μόδας.
Με τη μύτη του παπουτσιού του μας έδειχνε τις «ιστορίες» των καμβάδων μας, ναι μας έδειχνε κατάμουτρα τις ιστορίες, που τολμήσαμε με θράσος να αφηγηθούμε, γιατί ο ζωγράφος είναι φαινόμενο ιερό και οι ιστορίες του πρέπει να βγαίνουν με δέος, με αγάπη και με σέβας.
Σεβασμός. Βέβαια, σεβασμός σε όλα. Σεβάσμιος ο ίδιος, ήταν για εμάς ο κύριος Βαλαβανίδης, ο πάντα αγαπητός μας "μπαμπα-στρούμφης". Με πατρική αγάπη για τα μικρά του μυστήρια πλάσματα, τα βαμμένα πατόκορφα με μπλε κοβαλτίου και ουλτραμαρίνα. Τα χαρωπά ζιζάνια. Τη Μαρίτα, την Εύη, τον Φάνη. Τον Βασίλη, τον Αλέξη, την Πηνελόπη.
Με σεβασμό για τις «κόρες», τις αγαπητές του φοιτήτριες, τις ωραίες μούσες του εργαστηριού. Την Εύα, την Ειρήνη, την Ερμιόνη, την Ευγενία. Την Αφροδίτη, τη Μαρίνα, τη Δανάη, τη Φωτεινή. Με σεβασμό για τις ολόγυμνες φιγούρες που πόζαραν στο βάθρο, άσπρες και μαβιές από το ψύχος στη μια μπάντα, ροδοκόκκινες και με ψημένη ώμπρα από την άλλη μπάντα, της αναμμένης σιδερόσομπας. Τότε που, μαθητής του κι εγώ στο Σχολείο των Τεχνών, αναμετρούσα τα ημιτόνια στις ράχες των ανθρώπων. Δίπλα μου ο δάσκαλος, αμίλητος και σκεπτικός, μια στιγμή με κοίταξε μόνο, θυμάμαι, με το μέτωπο περασμένο ψιλοκομμένο ιδρώτα και τα μάτια του όλο γαλήνη και ήθος. Κατάλαβα. Τον ένιωθα τον δάσκαλο, σαν άντρας κι εγώ, τον ένιωθα με πόση αγωνία και κόπο έβαζε ο νους του τάξη στο πάθος. Δύσκολο να μερώνεις το σκίρτημα, να νερώνεις την πυρά, την ορμή, άνθρωπος είσαι, μα κι αυτό μας το μάθαινε ο δάσκαλος.
Είχε το πρόσωπο κάποιου Λαπίθη, από μετόπη, θα έλεγες, του ιερού βράχου. Ή από αέτωμα της Ολυμπίας ή από στήλη λαξεμένη στην πέτρα. Ήταν ο Σόλων, ο Θαλής, ο Πηλέας, ο Δίας. Ίσως να 'ταν ο Ντε Φούκα, ο καπτα-Νέμος ή ο Φιλέας Φόγκος. Κι άλλες φορές, σαν κάποιος Άγιος, με χέρια ασκητικά και δουλεμένα, έκανε αθόρυβα το πέρασμά του κι έφευγε.
Στο τέταρτο εργαστήρι ζωγραφικής, το βγαλμένο θαρρείς από πίνακα του Χόππερ, το ηλιόλουστο και πάντα πιτσιλισμένο με χρώματα και με πικάντικα λόγια κι αστεία. Το μεγάλο του γυαλοστάσι, όλο σιδερένια καΐτια και τετράγωνα τζάμια, ήταν για εμάς η ουράνια σκακιέρα, που μέσα της τα σύννεφα, λευκά και μαύρα, έδιναν μάχη. Φρεσκοκκομένα από το βαμβακόκαμπο τ' ουρανού, φορτωμένα ουράνια έμπνευση, κάθονταν στις κεφαλές μας και μας στεφάνωναν τις φωτεινές μα και τις σκούρες ημέρες.
- Κοιτάξτε τη σύνθεση. Αυτό που θέλω να δείτε είναι τα φωτεινά και τα σκούρα. Τα ψυχρά και τα θερμά. Και το σχέδιο, να μη μας φύγει, ακόμη είμαστε στο σχέδιο.
Το σχέδιο. Αυτό που δεν το φοβήθηκε ποτέ του, αυτό το αξημέρωτο θεριό, που χρόνια οι ζωγράφοι το ξορκίζουν και τελειωμό δεν έχει, ένα κεφάλι του κόβουν, δύο τινάζει, σαν ύδρα της Λέρνης. Ένα σχέδιο όλο παλμό και γραμμή, σαν τα νήματα του ήλιου ή του μίτου μιας ζωής, που ξετυλίγεται για να δαμάσει το δικό της Μινώταυρο. Τα πρόσωπα, τα πράγματα, οι χώροι. Ως έχουν. Με τη σινική μελάνη, το πινέλο και το κάρβουνο. Απάνω στους γυμνούς μουσαμάδες, στα χαρτιά και τα ξύλα. Ένας ρεαλιστής, εκείνος και οι ομότεχνοί του, η ομάδα των "Νέων Ελλήνων Ρεαλιστών". Ζωγράφος ταγμένος. Πολιτικοποιημένος. Αριστερός, πνεύμα ταλαντούχο, κριτικό, ανήσυχο, διψασμένο. Για την αλήθεια. Για την παραστατική απεικόνιση του γνήσιου, του "αντικειμενικού". Να κυνηγά την αλήθεια, αυτό ήθελε, την αλήθεια, που ξεγλιστρά σαν τα ύδατα μες στα χέρια μας. Να "είναι", όχι να "κάμει".
Ως έχουν. Πρόσωπα. Πράγματα. Χώροι. Τα γαλάζια μάτια μιας αγαπημένης μορφής, ίδια η γαλάζια κορδέλα και το γαλάζιο πανί του φόντου. Το κόκκινο μπούστο μιας κοπέλας, ξέχειλο και ζωντανό, φέρει στους ιστούς του τη μυρωδιά της καρμίνας και της βερμιγιόνης, σαν τότε που τα δάχτυλα του δασκάλου, τα έβαφε η ανταύγεια του κρασάτου κομπολογιού. Οι χάντρες του ρυθμικά μετρούσαν τις στιγμές, στάλα - στάλα τις ώρες, τις αργές και βασανιστικές για τα ασάλευτα μοντέλα ώρες, μιας εποχής ωραίας, που ιχνογραφήθηκε στα νεανικά πετσιά μας, σαν από φούμο μιας μεγαλούπολης, απλωμένης ανάμεσα στο εριουργείο της Πειραιώς, το Μετσόβιο και τα τσιμέντα.
Μέσα σ' αυτά τα τσιμέντα κι εκείνος, φερμένος από το Παρίσι, θήτευε τώρα ακούραστα στο καβαλέτο του, θεράπευε το ασίγαστο πάθος της τέχνης. Απάνω στο καβαλέτο, απάνω στους τοίχους. Τα βλέπω. Τα ωραία πορτρέτα του, τα εργαλεία, τα βράχια, τα σπίτια, τις ξερολιθιές, τα βουνά του. Τα ωραία πορτρέτα με τις στοχαζόμενες μορφές, αυτές, που έχουν μια μακρινή καταγωγή από τα έγκατα της ιστορίας του ανθρώπου. Βλέπω τα έργα του, λιτά και πυκνά συνάμα. Τα εργαλεία, μες στο γυάλινο ποτήρι, κοφτερά και οξύπρωρα, σαν τα κοράκια των καϊκιών του Κόντογλου. Τα βράχια, ξέξασπρα, άγονα, όμοια με του Μογγονησιού των Παξών. Τα σπίτια, μια κάτοψη όλο ξερόπετρες βαλμένες με τάξη πάνω στα θυμάρια. Τοπία γνώριμα, διψασμένα κι ανεμόδαρτα.
Συντροφιά μας στις εκδρομές, στα ταξίδια, στα μουσεία. Όπως τότε στην Ισπανία.
- Για ελάτε εδώ όλοι!
Στη στιγμή συνάχτηκε το τσούρμο, πυκνό και πολύχρωμο, όλο σπουδαστές με χαϊμαλιά και μολύβια. Όλοι περιμέναν με αγωνία την κουβέντα του, την ανάλυση του έργου. Τέσσερα ώς πέντε τετραγωνικά, τέτοιο έργο δεν ατενίζεις κάθε μέρα.
- Αυτός είναι Βελάσκεθ! Είπε ο δάσκαλος, έστριψε κι έφυγε. Μα το πλήθος έστεκε ‘κεί, απορημένο και σύξυλο, μειδιώντας σκωπτικά, το πλήθος αποζητούσε κουβέντες, μα ο δάσκαλος δεν τις έδωκε. Δίκιο είχε. Τις κουβέντες τις άρρητες τις ιστορούσε ο Ντιέγκο, αιώνες τώρα, ας έστηνες το αυτί σου ν' ακούσεις. Μιλούσε το χρώμα, η ύλη.
Παρέα με τον άλλο δάσκαλο, τον Μανουσάκη, χρωμάτισαν ανεξίτηλα τα χρόνια της Σχολής. Πότε με τις λαζούρες μιας τέρρας, πότε με τη σκληρή κατεβασιά μιας καρβουνόσκονης, πότε με την αδρή πινελιά του σαρκορόδινου. Όχι, δεν ήταν εύκολο, στιγμές πικρές δεν έλειψαν, «είναι βαριά η καλογερική». Ήταν βαρύ το χέρι του δασκάλου, όταν μας άρπαζε το ολοκαίνουργιο σωληνάρι μέσα από τα χέρια:
- Γεράσιμε, αν σου πάρω την ώχρα, έσβησες ως ζωγράφος. Μα για την ώρα θα σου πάρω το άσπρο. Να σε δω τώρα!
Πώς να δουλέψεις χωρίς το άσπρο; Πώς; Α, καλά, σίγουρα. Το χρώμα, καθαρή αξία, ανόθευτη, με όλα τα κύτταρά του να λάμπουν. Το μπλε πιο βαθύ. Το κίτρινο πιο οξύ. Το λαδί πιο πικρό. Το βιολέ πιο εσωτερικό. Το κόκκινο να καίει. Μα και τις άλλες μέρες, δεν ήταν πιο εύκολο:
- Θέλω να δουλέψετε με άσπρο, μα μόνον εφόσον το βάλετε σαν χρώμα στο τελάρο!
Πέρασαν χρόνια. Πέρασε ο δάσκαλος από τις εκθέσεις μας. Πέρασαν και κάποιες ιδέες του στην καρδιά μας. Αλλάξαμε πολύ. Τον είδα μια στενάχωρη μέρα τον δάσκαλο, ισχνό και άρρωστο. Στην κηδεία του Λάππα, θαρρώ, ναι, όταν συνάχτηκε η Σχολή μας να χαιρετήσει τον γλύπτη. Ισχνός, με το μισό κορμί χαμένο, μα όχι ξέπνοος, ισχνός ο δάσκαλος, μα η φωνή του ίδια, ζωντανή και ζεστή, με τόνο πατρικό και ακάματο. Πάντα η αγάπη για τον άνθρωπο, τη ζωγραφική, τη δημοκρατία. Πάντα με λίγα λόγια, απλά και σιγανά.
*Ο Γεράσιμος Θωμάς είναι ζωγράφος
Πρώτα η συριστική κραυγή στον προθάλαμο, κατόπιν οι εφηβικές φωνές και τα χάχανα της αίθουσας που κοπάζουν, αφήνοντας χώρο για να περάσει η φωνή του. Ζεστή και πατρική, ήρεμη και μειδιούσα, εξόν σαν ήταν να στεριώσει την τάξη, που κόχλαζε, εξόν σαν ήταν να βουκεντρίσει τους οκνηρούς και τους σαματατζήδες. Ζεστή και πατρική φωνή, σαν τη μορφή του.
Ο δάσκαλος. Με το σκούρο παλτό και το κόκκινο κασκόλ του μια γύρα, σαν τον Αριστείδη Μπρυάν του Λωτρέκ. Στητός, αγέρωχος, αργοβάδιστος και ψύχραιμος εμπρός στις γυμνές του δικού του Λεζ Αμπασαντέρ. Με το πρόσωπο τυλιγμένο στη φροντισμένη γενειάδα του και στο γνήσιο χαμόγελό του. Η κόμη μαυριδερή, πιο πυκνή προς τα πίσω, δυο τραχιές πινελιές στο ακροκούτελο τα φρύδια του. Μια ματιά βαθιά βυζαντινή, βγαλμένη ψηφίδα - ψηφίδα από τα φουρνικά κάποιου ξωκκλησιού. Μια ματιά αρχαία, σκαλισμένη σε κάποια Δήλο ή σε ένα άγνωστο φαγιούμ. Μια ματιά σαν εικόνα, που σου άνοιγε τον φεγγίτη να δεις παραμέσα. Την ψυχή.
Η ψυχή του. Πολύ συχνά την αφουγκραζόμαστε να κεντάει μουσικές στον αέρα, να πλάθει μύθους, φαντασιές και όνειρα, που ο κόσμος ο πολύς δεν τα πιστεύει ή δεν τα πεθυμά. Αυτή η ψυχή, η ευαίσθητη και λυγερή, που απάνω της χόρεψαν πολλά άγουρα πινέλα και απάνω της κρεμάστηκαν μυριάδες μαθητές, όλο όρεξη να μάθουν, να σκαλίσουν, να βγάλουν κι εκείνοι όνειρα, μύθους, ιστορίες.
- Αυτή η ιστορία, που έχεις κάνει εδώ, δεν είναι λάθος! Μα να την υποστηρίζεις. Όχι επειδή την είδες, την άκουσες ή είναι της μόδας.
Με τη μύτη του παπουτσιού του μας έδειχνε τις «ιστορίες» των καμβάδων μας, ναι μας έδειχνε κατάμουτρα τις ιστορίες, που τολμήσαμε με θράσος να αφηγηθούμε, γιατί ο ζωγράφος είναι φαινόμενο ιερό και οι ιστορίες του πρέπει να βγαίνουν με δέος, με αγάπη και με σέβας.
Σεβασμός. Βέβαια, σεβασμός σε όλα. Σεβάσμιος ο ίδιος, ήταν για εμάς ο κύριος Βαλαβανίδης, ο πάντα αγαπητός μας "μπαμπα-στρούμφης". Με πατρική αγάπη για τα μικρά του μυστήρια πλάσματα, τα βαμμένα πατόκορφα με μπλε κοβαλτίου και ουλτραμαρίνα. Τα χαρωπά ζιζάνια. Τη Μαρίτα, την Εύη, τον Φάνη. Τον Βασίλη, τον Αλέξη, την Πηνελόπη.
Με σεβασμό για τις «κόρες», τις αγαπητές του φοιτήτριες, τις ωραίες μούσες του εργαστηριού. Την Εύα, την Ειρήνη, την Ερμιόνη, την Ευγενία. Την Αφροδίτη, τη Μαρίνα, τη Δανάη, τη Φωτεινή. Με σεβασμό για τις ολόγυμνες φιγούρες που πόζαραν στο βάθρο, άσπρες και μαβιές από το ψύχος στη μια μπάντα, ροδοκόκκινες και με ψημένη ώμπρα από την άλλη μπάντα, της αναμμένης σιδερόσομπας. Τότε που, μαθητής του κι εγώ στο Σχολείο των Τεχνών, αναμετρούσα τα ημιτόνια στις ράχες των ανθρώπων. Δίπλα μου ο δάσκαλος, αμίλητος και σκεπτικός, μια στιγμή με κοίταξε μόνο, θυμάμαι, με το μέτωπο περασμένο ψιλοκομμένο ιδρώτα και τα μάτια του όλο γαλήνη και ήθος. Κατάλαβα. Τον ένιωθα τον δάσκαλο, σαν άντρας κι εγώ, τον ένιωθα με πόση αγωνία και κόπο έβαζε ο νους του τάξη στο πάθος. Δύσκολο να μερώνεις το σκίρτημα, να νερώνεις την πυρά, την ορμή, άνθρωπος είσαι, μα κι αυτό μας το μάθαινε ο δάσκαλος.
Είχε το πρόσωπο κάποιου Λαπίθη, από μετόπη, θα έλεγες, του ιερού βράχου. Ή από αέτωμα της Ολυμπίας ή από στήλη λαξεμένη στην πέτρα. Ήταν ο Σόλων, ο Θαλής, ο Πηλέας, ο Δίας. Ίσως να 'ταν ο Ντε Φούκα, ο καπτα-Νέμος ή ο Φιλέας Φόγκος. Κι άλλες φορές, σαν κάποιος Άγιος, με χέρια ασκητικά και δουλεμένα, έκανε αθόρυβα το πέρασμά του κι έφευγε.
Στο τέταρτο εργαστήρι ζωγραφικής, το βγαλμένο θαρρείς από πίνακα του Χόππερ, το ηλιόλουστο και πάντα πιτσιλισμένο με χρώματα και με πικάντικα λόγια κι αστεία. Το μεγάλο του γυαλοστάσι, όλο σιδερένια καΐτια και τετράγωνα τζάμια, ήταν για εμάς η ουράνια σκακιέρα, που μέσα της τα σύννεφα, λευκά και μαύρα, έδιναν μάχη. Φρεσκοκκομένα από το βαμβακόκαμπο τ' ουρανού, φορτωμένα ουράνια έμπνευση, κάθονταν στις κεφαλές μας και μας στεφάνωναν τις φωτεινές μα και τις σκούρες ημέρες.
- Κοιτάξτε τη σύνθεση. Αυτό που θέλω να δείτε είναι τα φωτεινά και τα σκούρα. Τα ψυχρά και τα θερμά. Και το σχέδιο, να μη μας φύγει, ακόμη είμαστε στο σχέδιο.
Το σχέδιο. Αυτό που δεν το φοβήθηκε ποτέ του, αυτό το αξημέρωτο θεριό, που χρόνια οι ζωγράφοι το ξορκίζουν και τελειωμό δεν έχει, ένα κεφάλι του κόβουν, δύο τινάζει, σαν ύδρα της Λέρνης. Ένα σχέδιο όλο παλμό και γραμμή, σαν τα νήματα του ήλιου ή του μίτου μιας ζωής, που ξετυλίγεται για να δαμάσει το δικό της Μινώταυρο. Τα πρόσωπα, τα πράγματα, οι χώροι. Ως έχουν. Με τη σινική μελάνη, το πινέλο και το κάρβουνο. Απάνω στους γυμνούς μουσαμάδες, στα χαρτιά και τα ξύλα. Ένας ρεαλιστής, εκείνος και οι ομότεχνοί του, η ομάδα των "Νέων Ελλήνων Ρεαλιστών". Ζωγράφος ταγμένος. Πολιτικοποιημένος. Αριστερός, πνεύμα ταλαντούχο, κριτικό, ανήσυχο, διψασμένο. Για την αλήθεια. Για την παραστατική απεικόνιση του γνήσιου, του "αντικειμενικού". Να κυνηγά την αλήθεια, αυτό ήθελε, την αλήθεια, που ξεγλιστρά σαν τα ύδατα μες στα χέρια μας. Να "είναι", όχι να "κάμει".
Ως έχουν. Πρόσωπα. Πράγματα. Χώροι. Τα γαλάζια μάτια μιας αγαπημένης μορφής, ίδια η γαλάζια κορδέλα και το γαλάζιο πανί του φόντου. Το κόκκινο μπούστο μιας κοπέλας, ξέχειλο και ζωντανό, φέρει στους ιστούς του τη μυρωδιά της καρμίνας και της βερμιγιόνης, σαν τότε που τα δάχτυλα του δασκάλου, τα έβαφε η ανταύγεια του κρασάτου κομπολογιού. Οι χάντρες του ρυθμικά μετρούσαν τις στιγμές, στάλα - στάλα τις ώρες, τις αργές και βασανιστικές για τα ασάλευτα μοντέλα ώρες, μιας εποχής ωραίας, που ιχνογραφήθηκε στα νεανικά πετσιά μας, σαν από φούμο μιας μεγαλούπολης, απλωμένης ανάμεσα στο εριουργείο της Πειραιώς, το Μετσόβιο και τα τσιμέντα.
Μέσα σ' αυτά τα τσιμέντα κι εκείνος, φερμένος από το Παρίσι, θήτευε τώρα ακούραστα στο καβαλέτο του, θεράπευε το ασίγαστο πάθος της τέχνης. Απάνω στο καβαλέτο, απάνω στους τοίχους. Τα βλέπω. Τα ωραία πορτρέτα του, τα εργαλεία, τα βράχια, τα σπίτια, τις ξερολιθιές, τα βουνά του. Τα ωραία πορτρέτα με τις στοχαζόμενες μορφές, αυτές, που έχουν μια μακρινή καταγωγή από τα έγκατα της ιστορίας του ανθρώπου. Βλέπω τα έργα του, λιτά και πυκνά συνάμα. Τα εργαλεία, μες στο γυάλινο ποτήρι, κοφτερά και οξύπρωρα, σαν τα κοράκια των καϊκιών του Κόντογλου. Τα βράχια, ξέξασπρα, άγονα, όμοια με του Μογγονησιού των Παξών. Τα σπίτια, μια κάτοψη όλο ξερόπετρες βαλμένες με τάξη πάνω στα θυμάρια. Τοπία γνώριμα, διψασμένα κι ανεμόδαρτα.
Συντροφιά μας στις εκδρομές, στα ταξίδια, στα μουσεία. Όπως τότε στην Ισπανία.
- Για ελάτε εδώ όλοι!
Στη στιγμή συνάχτηκε το τσούρμο, πυκνό και πολύχρωμο, όλο σπουδαστές με χαϊμαλιά και μολύβια. Όλοι περιμέναν με αγωνία την κουβέντα του, την ανάλυση του έργου. Τέσσερα ώς πέντε τετραγωνικά, τέτοιο έργο δεν ατενίζεις κάθε μέρα.
- Αυτός είναι Βελάσκεθ! Είπε ο δάσκαλος, έστριψε κι έφυγε. Μα το πλήθος έστεκε ‘κεί, απορημένο και σύξυλο, μειδιώντας σκωπτικά, το πλήθος αποζητούσε κουβέντες, μα ο δάσκαλος δεν τις έδωκε. Δίκιο είχε. Τις κουβέντες τις άρρητες τις ιστορούσε ο Ντιέγκο, αιώνες τώρα, ας έστηνες το αυτί σου ν' ακούσεις. Μιλούσε το χρώμα, η ύλη.
Παρέα με τον άλλο δάσκαλο, τον Μανουσάκη, χρωμάτισαν ανεξίτηλα τα χρόνια της Σχολής. Πότε με τις λαζούρες μιας τέρρας, πότε με τη σκληρή κατεβασιά μιας καρβουνόσκονης, πότε με την αδρή πινελιά του σαρκορόδινου. Όχι, δεν ήταν εύκολο, στιγμές πικρές δεν έλειψαν, «είναι βαριά η καλογερική». Ήταν βαρύ το χέρι του δασκάλου, όταν μας άρπαζε το ολοκαίνουργιο σωληνάρι μέσα από τα χέρια:
- Γεράσιμε, αν σου πάρω την ώχρα, έσβησες ως ζωγράφος. Μα για την ώρα θα σου πάρω το άσπρο. Να σε δω τώρα!
Πώς να δουλέψεις χωρίς το άσπρο; Πώς; Α, καλά, σίγουρα. Το χρώμα, καθαρή αξία, ανόθευτη, με όλα τα κύτταρά του να λάμπουν. Το μπλε πιο βαθύ. Το κίτρινο πιο οξύ. Το λαδί πιο πικρό. Το βιολέ πιο εσωτερικό. Το κόκκινο να καίει. Μα και τις άλλες μέρες, δεν ήταν πιο εύκολο:
- Θέλω να δουλέψετε με άσπρο, μα μόνον εφόσον το βάλετε σαν χρώμα στο τελάρο!
Πέρασαν χρόνια. Πέρασε ο δάσκαλος από τις εκθέσεις μας. Πέρασαν και κάποιες ιδέες του στην καρδιά μας. Αλλάξαμε πολύ. Τον είδα μια στενάχωρη μέρα τον δάσκαλο, ισχνό και άρρωστο. Στην κηδεία του Λάππα, θαρρώ, ναι, όταν συνάχτηκε η Σχολή μας να χαιρετήσει τον γλύπτη. Ισχνός, με το μισό κορμί χαμένο, μα όχι ξέπνοος, ισχνός ο δάσκαλος, μα η φωνή του ίδια, ζωντανή και ζεστή, με τόνο πατρικό και ακάματο. Πάντα η αγάπη για τον άνθρωπο, τη ζωγραφική, τη δημοκρατία. Πάντα με λίγα λόγια, απλά και σιγανά.
*Ο Γεράσιμος Θωμάς είναι ζωγράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου