Πέμπτη, Οκτωβρίου 27, 2016

Τα βιβλία που διαμόρφωσαν τον συγγραφέα

Σελίδες της Τετάρτης

Βιβλία στο προσκέφαλο

Πολυαγαπημένα, πολυδιαβασμένα, βιβλία που μας διαμόρφωσαν ή μας στήριξαν σε δύσκολες στιγμές. Πρόσωπα της γραφής ξεφυλλίζουν την «αυτοβιογραφική» βιβλιογραφία τους.
Από τη φαντασμαγορία των «Κλασσικών Εικονογραφημένων» στο θάμβος των τριών ελληνικών Νόμπελ Λογοτεχνίας (όπου ο σημερινός φιλοξενούμενος συγγραφέας εμφατικά αθροίζει και το χαμένο Νόμπελ του Καζαντζάκη). Ο Αρκουδέας ξεφυλλίζοντας την αυτοβιβλιογραφική μνήμη του περνάει ανάμεσα στις σελίδες και στις μέρες του βιβλία-σελιδοδείκτες που τον μάγεψαν, τον σφράγισαν, τον κλόνισαν, τον διαμόρφωσαν - εντός κι εκτός κειμένου.
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών/26.10.2016
___________________

Κώστας Αρκουδέας:

" Στα δεκαοχτώ είχα αποφασίσει πως θα γινόμουν συγγραφέας…"



Τέλη της δεκαετίας του ’60. Σε μια πέτρινη μονοκατοικία στα βορειοδυτικά προάστια της Αθήνας, το παράθυρο του υπνοδωματίου ήταν ανοιχτό και από μέσα ξεχυνόταν το κιτρινωπό φως ενός πορτατίφ. Καθισμένο στην άκρη του κρεβατιού, ένα κορίτσι διάβαζε ιστορίες με σταθερή φωνή, ενώ τα δυο της αδέρφια –ένα αγόρι κι ένα κορίτσι– την παρακολουθούσαν ξαπλωμένα νωχελικά γύρω της. Κάπου κάπου τη σταματούσαν και της ζητούσαν να τους δείξει τις εικόνες, προτρέποντάς την κατόπιν να συνεχίσει την ανάγνωση.
Οι ιστορίες μιλούσαν για Το τραγούδι του Χιαγουάθα που δεν έλεγε να τελειώσει, για Το σπίτι με τα εφτά αετώματα που τα έκανε να φοβούνται και να βλέπουν παντού σκιές, για το Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας που τα έκανε τα ονειρεύονται συντροφιά με τον Πουκ, τον Όμπερον, την Τιτάνια και τα υπόλοιπα ξωτικά. Χένρι Λονγκφέλοου, Ναθαναήλ Χόθορν και Ουίλιαμ Σέξπιρ –αυτοί ήταν οι πρώτοι παραμυθάδες που με ταξίδεψαν μέσα από τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα».
Ακολούθησαν οι Βικτόρ Ουγκό και Αλέξανδρος Δουμάς, Κάρολος Ντίκενς και αδερφές Μπροντέ, Αρθούρου Κόναν Ντόιλ και Λουίς Κάρολ, Γκέτε και Θερβάντες, καθώς και πολλοί άλλοι. Μπορώ να πω ότι περίπου στα δέκα χρόνια μου, χάρη στα κόμικς αυτά, πήρα μια πρώτη γεύση της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Στη συνέχεια πέρασα στην ανάγνωση των βιβλίων, με καθοδηγητή αυτή τη φορά τον Ιούλιο Βερν. Η μυστηριώδης νήσος, Από τη Γη στη Σελήνη, Ταξίδι στο κέντρο της Γης, Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό τη θάλασσα, με τον πλοίαρχο Νέμο να ενσαρκώνει στα μάτια μου τον επαναστάτη που πολεμά ενάντια στην αδικία.
Τα καλοκαίρια κατεβαίναμε στην Πολιάνα της αποσκιερής Μάνης με την οικογένειά μου. Μιας και η Πολιάνα είναι ορεινό χωριό, νοικιάζαμε για ένα μήνα σπίτι στην παραλία της Στούπας και κάναμε τα μπάνια μας. Δίπλα υπήρχε ακόμα μια παραλία σε σχήμα μισοφέγγαρου, με ψιλή άμμο και κρυστάλλινα νερά από τον Ταΰγετο.
Λεγόταν Καλογριά, μα οι ντόπιοι την αποκαλούσαν «ακρογιαλιά του Καζαντζάκη». Στον μυχό του κόλπου ήταν το σπίτι που νοίκιαζε, στο νότιο ακρωτήρι η σπηλιά που απομονωνόταν και έγραφε, ενώ πιο πάνω δέσποζε το λιγνιτωρυχείο που διατηρούσε με τον Ζορμπά –το σκηνικό του πιο διάσημου έργου του.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, περιεργαζόμουν τη δρύινη βιβλιοθήκη του πατέρα μου, γεμάτη με βιβλία του Καζαντζάκη. Το πρώτο που ξεφύλλισα ήταν Ο φτωχούλης του Θεού και μου έκανε μεγάλη εντύπωση η γλώσσα του. «Πώς γράφει έτσι;» αναρωτήθηκα, «λες να μιλάει κι έτσι;». Έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμα του Κρητικού συγγραφέα. Πολλά από αυτά που έλεγε δεν τα καταλάβαινα, αλλά όταν είσαι μικρός δεν στέκεσαι σε τέτοιου είδους λεπτομέρειες.
Στο τέλος του εξατάξιου Γυμνασίου έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του Τζακ Κέρουακ Στο δρόμο. Η αίσθηση ελευθερίας που απέπνεε με συντάραξε τόσο βαθιά, που όταν τέλειωσα το σχολείο, έκανα στην Ελλάδα κάτι αντίστοιχο με εκείνο που έκαναν οι ήρωες του Κέρουακ, διασχίζοντας την Αμερική απ’ άκρη σ’ άκρη.
Πήρα το σακίδιο επ’ ώμου, όπως και τον υπνόσακό μου, και διέτρεξα τις Κυκλάδες απ’ άκρη σ’ άκρη. Ξεκίνησα από τη Σύρο, ώς το κοντινότερο νησί, και κατόπιν ξαμολήθηκα σε Πάρο, Αντίπαρο, Νάξο, Μικρές Κυκλάδες, Ιο, Σαντορίνη και Φολέγανδρο. Επέστρεψα με ένα σακίδιο γεμάτο άπλυτα, πεσκέσι στη μητέρα μου, και με τις σημειώσεις για το πρώτο μου διήγημα Ασ’ τον Μπομπ Μάρλεϊ να περιμένει. Στα δεκαοχτώ είχα αποφασίσει τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου: θα γινόμουν συγγραφέας.
Ποια βιβλία ξεχώρισα έκτοτε; Θα επιχειρήσω να τα χωρίσω σε τριάδες για να μη χαθούμε. Καταρχήν, Τα άσματα του Μαλντορόρ του Λοτρεαμόν, Οι αόρατες πόλεις του Ιταλο Καλβίνο και 2666 του Ρομπέρτο Μπολάνιο. Θα προσέθετα και το Κοντά στην άγρια καρδιά της Κλαρίσε Λισπέκτορ, άξια διάδοχο της Βιρτζίνια Γουλφ.
Από τους Έλληνες, Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη, Στοιχεία από τη δεκαετία του ’60 του Θανάση Βαλτινού και Middlesex – ανάμεσα στα δύο φύλα του Τζέφρυ Ευγενίδη. Μου αρέσουν πολύ οι τρεις μεγάλοι Έλληνες διηγηματογράφοι, ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Δημήτρης Χατζής και ο Γιώργος Ιωάννου, τους οποίους κατά καιρούς αναζητώ.
Επίσης, αγαπημένο μου βιβλίο είναι το Αδριανού απομνημονεύματα, της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, που μαζί με τον Μαύρο άγγελο του Μίκα Βάλταρι και Το όνομα του ρόδου του Ουμπέρτο Εκο συγκροτούν την ιδανική τριλογία στο ιστορικό μυθιστόρημα.
Στον χώρο της Επιστημονικής Φαντασίας ανακάλυψα τα βιβλία του Φίλιπ Ντικ, αλλά και σημαντικά έργα όπως το πολυεπίπεδο Ντιουν του Φρανκ Χέρμπερτ, το Σολάρις του Στάνισλαβ Λεμ και το Σφαγείο Νο 5 του Κερτ Βόνεγκατ.
Από την αστυνομική λογοτεχνία διέκρινα κυρίως το υπόγειο διαβρωτικό χιούμορ του Ρέιμοντ Τσάντλερ και του αντιήρωά του ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου. Και φυσικά ξεχώρισα τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες για το σύνολο του έργου του, μέσω του οποίου υπέγραψε συνθήκη με την αιωνιότητα.
Τώρα, σε ώριμη ηλικία πια, έχω στο προσκεφάλι μου τρία βιβλία από τρεις Έλληνες νομπελίστες και τα φυλλομετρώ όποτε χρειάζεται, σταθμεύοντας τυχαία σε κάποια σελίδα. Ημερολόγιο καταστρώματος Α’ του Γιώργου Σεφέρη, Ο μικρός ναυτίλος του Οδυσσέα Ελύτη και Αναφορά στον Γκρέκο του Νίκου Καζαντζάκη. Οι δύο πρώτοι κατέκτησαν το Νόμπελ, ενώ από τον τρίτο το στέρησαν η αμάθεια και ο εγχώριος φανατισμός.


 _____________________________
Τελευταίο βιβλίο του Κ. Αρκουδέα είναι το μυθιστόρημα «Το χαμένο Νόμπελ» (Καστανιώτης, 2016).

Δεν υπάρχουν σχόλια: