«Πάψε πια, κ. Αντώνη Λιάκο!»
Η λυσσαλέα επίθεση που δέχεται τελευταία το πόρισμα της Επιτροπής Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου αποκαλύπτει τον παθολογικό κισσό που έχει πλεχτεί γύρω από τον κορμό της εκπαίδευσης και επωφελείται από την καθήλωσή της σε μια κατάσταση μόνιμης αδυναμίας.
Αντί η συζήτηση να προσανατολίζεται σε εναλλακτικές προτάσεις και λύσεις των χρόνιων αγκυλώσεων που ταλαιπωρούν το εκπαιδευτικό μας σύστημα, έχει καθηλωθεί σε παραπληροφόρηση και προσωπικές επιθέσεις. Γιατί, και κυρίως ποιος επωφελείται;
Η επείγουσα ανάγκη μεταρρυθμίσεων στην εκπαίδευση είναι κοινό μυστικό.
Το γνωρίζουν οι μαθητές, που δεν βρίσκουν πια ενδιαφέρον στο σχολείο και που πηγαινοέρχονται καθημερινά διαδικαστικά, το ξέρουν οι γονείς που κάθε φθινόπωρο βομβαρδίζονται από διαφημιστικά φροντιστηρίων και «κέντρων μελέτης» ακόμη και για μαθητές Δημοτικού, το ξέρουν και οι ίδιοι οι καθηγητές που έρχονται αντιμέτωποι με φαινόμενα όπως αυξανόμενη μαθητική διαρροή, βία στα σχολεία αλλά και δεύτερες και τρίτες αναθέσεις στις οποίες συχνά γνωστικά δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν.
Πρόκειται για ενδεικτικά μόνο συμπτώματα του καθ’ εαυτού προβλήματος της εκπαίδευσης, του επιδεινούμενου δηλαδή απομονωτισμού της εκπαιδευτικής κοινότητας από την «πραγματική ζωή».
Κάθε χρόνο που περνάει γίνεται όλο και πιο φανερό ότι το σχολείο έχει μετατραπεί όχι σε ένα προστατευμένο περιβάλλον που προετοιμάζει τους αυριανούς πολίτες αλλά σε ένα ίδρυμα που δύσκολα καταλαβαίνει κανείς σε τι χρησιμεύει:
ούτε κάποιο πρακτικό αντίκρισμα έχει το απολυτήριό του στην αγορά εργασίας, ούτε προσφέρει ουσιαστική εγκύκλιο παιδεία, ούτε εισάγει αξιόπιστα τους μελλοντικούς επιστήμονες στον επιστημονικό τρόπο σκέψης, ούτε βέβαια διαμορφώνει όσο αποτελεσματικά επιτάσσουν οι καιροί δημοκρατικούς και ανεκτικούς στη διαφορετικότητα πολίτες.
Το θέμα δεν είναι να αναλωθούμε στο ποιος φταίει για την κατάσταση αυτή. Πολλά προφανώς, αλλά το κυριότερο ότι η εκπαίδευση έχει μείνει αγκυλωμένη σε ένα σύστημα που λειτουργεί όπως ακριβώς λειτουργούσε δεκαετίες πριν.
Ολα έχουν αλλάξει, εκτός από τα σχολεία μας. Ποιον ενοχλεί άραγε το να μπορούν οι μαθητές να επιλέξουν σε ποια ευρύτερη κατεύθυνση σπουδών θέλουν να στραφούν και παράλληλα να εξοικειώνονται με τα μη επιλεγμένα γνωστικά πεδία σε πιο «φιλικό για τον χρήστη» επίπεδο;
Γιατί, για παράδειγμα, αυτός που δεν θα γίνει φιλόλογος, θα πρέπει να ταλαιπωρείται με την αρχαία ελληνική γλώσσα και να μην αξιοποιήσει τον χρόνο αυτό προκειμένου να εξοικειωθεί με την πολιτισμική παραγωγή της αρχαιότητας; Το ίδιο για τα μαθηματικά, την ιστορία, τη φυσική κ.λπ.
Και ποιον ενοχλεί μαθήματα που γίνονται για τη γενικότερη καλλιέργεια του μαθητή (ένα μουσικό όργανο, για παράδειγμα, μαθήματα τέχνης, ηθικής, φυσικής αγωγής κ.λπ.) να μη βαθμολογούνται; Και με ποιο κριτήριο άραγε θα μπορούσε κανείς να τα βαθμολογήσει;
Το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα έχει ως επίκεντρο τον εκπαιδευτικό και τις ανάγκες του – όχι τον μαθητή.
Το πρόγραμμα καταρτίζεται με γνώμονα το «να καλυφθούν» οι ώρες των εκπαιδευτικών, όχι με γνώμονα το τι προσφέρεται στα παιδιά. Εκεί οφείλονται και οι δεύτερες και τρίτες αναθέσεις μαθημάτων, εκεί και ο φόβος μήπως η αναδιοργάνωση της διδακτέας ύλης ή των διδασκόμενων μαθημάτων φέρει απώλεια θέσεων εργασίας, ανάγκη πρόσληψης άλλων ειδικοτήτων ή επιμόρφωσης. Δεν είναι δυνατόν να συνεχίσουμε έτσι.
Στο κέντρο πρέπει να έρθουν οι ανάγκες των μαθητών. Στο σχολείο υπηρετούν σήμερα εξαιρετικοί εκπαιδευτικοί, που δίνουν καθημερινό αγώνα μέσα σε δύσκολες συνθήκες να κρατήσουν το επίπεδο της παρεχόμενης παιδείας υψηλά. Είναι κρίμα, αντί να ακούγεται η δική τους φωνή και οι δικές τους προτάσεις για το πώς θα γίνει καλύτερη η παιδεία, να ακούγονται οι φωνές που απαιτούν να μην αλλάξει τίποτα. Η ανάγκη εργασιακής εξασφάλισης και το άγχος της επισφάλειας είναι απολύτως νόμιμα και κατανοητά.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι στο όνομα αυτού του άγχους και μικροπολιτικών συμφερόντων νομιμοποιείται κανείς να διαστρεβλώνει εξόφθαλμα τα πορίσματα του Διαλόγου, για τα οποία στο κάτω κάτω εργάστηκαν περισσότεροι από 120 ειδικοί επιστήμονες, συμπεριλαμβανομένων εκπαιδευτικών της πράξης και σχολικών συμβούλων.
Ούτε ο φόβος απώλειας προνομίων μπορεί να δικαιολογήσει απαξιωτικές αναφορές προς τη γενιά των εκπαιδευτικών που εργάζονται σε συνθήκες επισφάλειας με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και, κυρίως, η απροθυμία του ξεβολέματος δεν μπορεί να νομιμοποιήσει τη συστηματική προσπάθεια δολοφονίας χαρακτήρων.
Τελευταίο κρούσμα αυτής της τακτικής ήταν η προσπάθεια ευτελισμού της αντιδικτατορικής δράσης του προέδρου της Επιτροπής Διαλόγου καθώς και της αδιάλειπτης παρουσίας του ως δημόσιου διανοούμενου στις δεκαετίες της Μεταπολίτευσης.
Ανήθικη επίθεση, σε έναν άνθρωπο που καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά και έμεινε τέσσερα χρόνια στη φυλακή, χωρίς ποτέ να επικαλεστεί αυτή τη δράση του, αισχρή επίθεση σε έναν δάσκαλο που έβγαλε μαθητές που κοσμούν την ιστορική κοινότητα αλλά και τη Μέση Εκπαίδευση.
Βέβαια, η στοχοποίηση ανθρώπων είναι το τελευταίο καταφύγιο μιας άρρωστης κατάστασης που προσπαθεί να υπερασπιστεί όχι βέβαια τη δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση, όπως ισχυρίζεται με υπερεπαναστατική γλώσσα, αλλά κατεστημένα συμφέροντα και πελατειακές σχέσεις. «Πάψε πια, κ. Αντώνη Λιάκο», λένε.
Μη μιλάς δηλαδή για επιμορφώσεις, μην προσπαθείς να περιορίσεις την παραπαιδεία, μην προσπαθείς να φτιάξεις ένα σχολείο που θα συνηθίζει τα παιδιά να σκέφτονται κριτικά. Πάψε πια! Μη μας ξεβολεύεις! Και άσε και τις Πανελλαδικές, χρειαζόμαστε την αρένα κάθε άνοιξη για να θυσιάζουμε τα παιδιά μας και να νιώθουμε σημαντικοί.
Ποιον αλήθεια νομίζουν ότι κοροϊδεύουν; Ασφαλώς υπάρχουν ζητήματα να συμφωνήσει κανείς ή να διαφωνήσει με τις προτάσεις που υποστηρίζει ο Λιάκος, ούτε ο ίδιος τα προβάλλει ως πανάκεια. Αλλά δεν γίνεται συζήτηση όταν δηλητηριάζεται η ατμόσφαιρα.
*ιστορικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου