Η “άγνωστη” αντίσταση
Μικρές ιστορίες από τα “στέκια” των αντικαθεστωτικών την εποχή της δικτατορίας
Αρωμα… ανυπακοής και “απείθειας” ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία 1967 – ’74, ανέδυαν καθημερινές πράξεις απλών ανθρώπων, που έγραψαν τη δική τους μικροϊστορία, παράλληλα με τη λαμπρή, επίσημη ιστορία του αντιδικτατορικού κινήματος, στα χρόνια που η χούντα έσπερνε τον τρόμο στη χώρα, διαλύοντας με τη βία κάθε δημόσια, κοινωνική εκδήλωση και στέλνοντας τον “ανθό” της ελληνικής κοινωνίας στις φυλακές και στα ξερονήσια. Σε εκείνα τα «πέτρινα» χρόνια κι ενώ στους τόπους εξορίας του Αιγαίου και στις φυλακές του Γεντί Κουλέ, της Αλικαρνασσού και της Κέρκυρας, χιλιάδες αγωνιστές αναδεικνύονταν σε ηρωικά σύμβολα του αγώνα, ένα “κομμάτι” της ελληνικής κοινωνίας συνέπασχε και έδινε τον τόνο μιας “ήπιας” αντίστασης, πίσω στις πόλεις. Ζώντας κάτω από τη βαριά σκιά του στρατιωτικού καθεστώτος, τα πιο προοδευτικά στοιχεία της κοινωνίας, φοιτητές, διανοούμενοι, άνθρωποι της τέχνης και των γραμμάτων, δημοσιογράφοι και δικηγόροι, ανεξαρτήτως ιδεολογικής τοποθέτησης έψαχναν τρόπο να συνευρεθούν να “σπάσουν” στην πράξη, το “όπου τρεις και στάση”, που είχαν επιβάλει οι συνταγματάρχες, να μοιραστούν τις αγωνίες τους. Η δυσαρέσκειά τους εκφράζονταν με μικρές καθημερινές πράξεις “αντίστασης”, μέσα από τη διασκέδασή τους και τιμωρούνταν δυσανάλογα, με… προσαγωγές στην ασφάλεια και με ολονύκτια ανάκριση, στην καλύτερη των περιπτώσεων. Φοιτητές οι περισσότεροι, λίγοι παλιοί “Λαμπράκηδες” και διανοούμενοι, οπαδοί της αριστεράς, του ευρύτερου χώρου του κέντρου (Ένωση Κέντρου), άλλοι “νομιμόφρονες” μεν αλλά… και αρκετοί φιλελεύθεροι δημοκράτες, αποτελούσαν μια εκρηκτική “μαγιά”, που το καθεστώς είχε διαρκώς υπό επιτήρηση και που ερέθιζε, σχεδόν προκαλούσε, με τη συμπεριφορά του τα όργανα της ασφάλειας. Με τις καθημερινές εκδηλώσεις τους, κρατιόταν ζωντανή η ελπίδα ότι η στυγνή δικτατορία, οι χιλιάδες εκτοπίσεις αγωνιστών στα ξερονήσια και στις φυλακές, οι δολοφονίες, οι εκτελέσεις και οι βασανισμοί, θα αποτελούσαν σύντομα οικτρή “παρένθεση”… Τα “στέκια” και οι ταβέρνες, όπου μπορούσε να ακουστεί ένας διαφορετικός ήχος από τα κακόγουστα ελαφρολαϊκά που προωθούσε η δικτατορία, ήταν ελάχιστα, μετρημένα στα δάχτυλα. Το στρατιωτικό καθεστώς, είχε επιβάλει “πάγο” στις συναθροίσεις και οι περισσότεροι θαμώνες αντίστοιχων προδικτατορικών στεκιών “αναμορφώνονταν” πλέον στη Λέρο και τη Γυάρο. Η χώρα είχε μπει για τα καλά, στον “γύψο”… Οι συχνές συνευρέσεις αυτών των κύκλων στα “χαρακτηρισμένα” στέκια, αποτελούσαν το δίχως άλλο, μικρές συμβολικές πράξεις “απειθαρχίας”, έστω κι εάν περιορίζονταν στο συνωμοτικό άκουσμα των τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη, ή σε διακωμώδηση του νόμου 4000, περί Τεντιμποϊσμού, με… μπουγέλα!Η “ΔΟΜΝΑ”
Αυτά κι άλλα πολλά συνέβαιναν στη “Δόμνα”, που κρατούσε τα… σκήπτρα. Η ιστορική ταβέρνα της Θεσσαλονίκης, κολλημένη σχεδόν στο Βυζαντινό Κάστρο, κάτω από τις φυλακές του μαρτυρίου, του Γεντί Κουλέ, εξέπεμπε ένα άλλο κλίμα αισιοδοξίας, απειθαρχίας. Ήταν η βασική εστία ενός ρεύματος αμφισβήτησης της δικτατορίας στη Θεσσαλονίκη. Τα τραγούδια του Θεοδωράκη ξεπηδούσαν συνωμοτικά μέσα από το τζουκ μποξ, μέσα από ένα δισκάκι βινυλίου, που έφερε τον παραπλανητικό τίτλο “Μαρία Πενταγιώτισσα”. Του Ξαρχάκου τα τραγούδια τα είχαν κρυμμένα ανάμεσα σε δίσκους ελαφρολαϊκών αστέρων της εποχής. Ο ιδιοκτήτης της Τάκης Νικολαΐδης σέρβιρε μαζί με τα γεύματα στα πιάτα… καρφιά και ασφάλειες ρεύματος, για να πάρουν το μήνυμα οι θαμώνες, όταν έμπαινε ξένος, πιθανόν χαφιές ή ασφαλίτης στο μαγαζί. Οι “πλάκες” δεν είχαν τέλος, όπως και οι έφοδοι της χωροφυλακής. Σε μια τέτοια “μπούκα” συνέλαβαν και προσήγαγαν στο 14ο, μια βραδιά και τον φοιτητή τότε και αργότερα δημοσιογράφο Κλέαρχο Τσαουσίδη. Οι πελάτες της θρυλικής ταβέρνας ήταν Θεσσαλονικείς κυρίως, εκείνη την εποχή, αλλά όχι μόνο. Ο Τάκης Κουλάνδρου, η μαθήτρια του Σαρτρ και σήμερα καθηγήτρια Λίζη Λασιθιωτάκη, οι δημοσιογράφοι Δημήτρης Γουσίδης και Κλέαρχος Τσαουσίδης (τότε φοιτητής Φιλοσοφικής), οι δικηγόροι Αλέκος Ιωσηφίδης και Σπύρος Σακέτας, ο ζωγράφος Κώστας Λαχάς, ο Γιώργος Σιπιτάνος της Δημοκρατικής Άμυνας, ο φωτογράφος Γιάννης Κυριακίδης και πολλοί άλλοι περνούσαν πολύ συχνά από εκεί. Ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης επισκέφθηκε τη “Δόμνα”, τιμώντας τον ιδιοκτήτη της, τον αείμνηστο Τάκη, που έφυγε από τη ζωή πριν από λίγα χρόνια , τη Μ. Δευτέρα του 2010, κλείνοντας έναν ιστορικό κύκλο “χαμένων” ποιητών. Αργότερα, πολλοί ακόμη πέρασαν τα σκαλοπάτια της χαμηλοτάβανης ταβέρνας, που αρχικά λειτούργησε ως μπακάλικο και καφενείο το “Ρεματάκι” μέσα στην κατοχή, το 1943. Γνωστοί πελάτες της “Δόμνας” ήταν ο Γιώργος Βέλτσος, ο Τάσος Ψαρράς, ο Κωστής Μοσχώφ, ο Μάνος Λοΐζος, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, η Μελίνα Μερκούρη ο Γιώργος Λιάνης κ.ά.
ΠΑΝΚΥΛΙΚΕΙΑΚΟΣ
Η χούντα ευθύς εξαρχής διέλυσε χιλιάδες πολιτιστικά σωματεία, συλλόγους και σε όσα επέτρεψε τη λειτουργία τους, προσπάθησε να “φυτέψει” δοτές διοικήσεις. Ένας από τους πιο γνωστούς συλλόγους που διαλύθηκε σχεδόν από τις πρώτες ημέρες της δικτατορίας ήταν ο ΦΟΘΚ (Φοιτητικός Όμιλος Θεάτρου και Κινηματογράφου). Τα μέλη του επιχείρησαν να κάνουν έναν άλλο, αλλά σύντομα και αυτός τέθηκε σε επιτήρηση και διαλύθηκε. «Τέλος, αφού αποείδαμε και καθώς γνωρίζαμε ότι η χούντα διατηρούσε σχετικά καλή άποψη για ελαφρά θεάματα και ποδόσφαιρο αποφασίσαμε την ίδρυση του ποδοσφαιρικού σωματείου του… Πανκυλικειακού», θυμάται ο Κλέαρχος Τσαουσίδης. Οι διηγήσεις ατέλειωτες και με διάφορες εκδοχές. Σύμφωνα με κάποιους, ο τερματοφύλακας, Στέφανος Ρικούδης, είχε φάει πάνω από… 25 γκολ σε έναν αγώνα, όταν οι αντίπαλοι προνόησαν να στήσουν στο “πέταλο” πίσω του, μια ομάδα καλλίγραμμων φοιτητριών… Ο “φίλαθλος” κόσμος, όμως, που συγκεντρωνόταν στους αγώνες, στο υπόγειο του Παλαί Ντε Σπορ έβρισκε ευκαιρία να συζητήσει και άλλα πράγματα πιο πολιτικά, εκτός από τις… κάκιστες επιδόσεις της ομάδας! Το θρυλικό “πάρτι” του Πανκυλικειακού έγινε τις απόκριες του 1968, στη “Δόμνα”. Το πρώτο βραβείο ήταν ένα “Φίατ 500cc”, αλλά σε… φωτογραφία, το δεύτερο ένα ταξίδι στην… Ελβετία (στη Νέα Ελβετία, στη Χαριλάου) και το τρίτο, που κέρδισε επάξια ο Κλέαρχος, ένα περιδέραιο… καπνιστής ρέγγας. Τα “μπουγέλα” του κυρ Τάκη, με το λάστιχο της βρύσης, όταν οι πελάτες το παρατραβούσαν, παρέπεμπαν και διακωμωδούσαν ευθέως, στο νόμο 4000 περί…Τεντιμποϊσμού!
ΤΑ “ΣΤΕΚΙΑ”
Βεβαίως, ο μεγαλύτερος όγκος των αντιδικτατορικών αγωνιστών ήταν στην εξορία και στις φυλακές. Κάποιοι από αυτούς εγκλείστηκαν ήδη από τον Αύγουστο του 1967 και απελευθερώθηκαν μετά την πτώση της χούντας. Επομένως, ο κόσμος που γέμιζε ταβέρνες και καφενεία “άλλης λογικής” ήταν πολύ μικρός σε αριθμό. Τα “στέκια” ερήμωσαν την περίοδο της επταετίας, ενώ “ανθούσαν” πριν και συνέχισαν να προσελκύουν ανάλογο κόσμο, μετά τη δικτατορία. Προδικτατορικά, αλλά και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, “στέκι” δημοκρατικών φοιτητών ήταν το “χορτοφαγείο” του Γκιγκιλίνη. Το καφέ “Αλφα” στην οδό Εθνικής Αμύνης και Αλεξάνδρου Σβώλου ήταν, επίσης, στέκι προοδευτικών φοιτητών και σχεδόν απέναντί του, στο καφέ “Ηλιον”, στην Ιπποδρομίου, σύχναζαν οι “μαύροι”, οι συμπαθούντες του καθεστώτος. «Αυτό το αποκαλούσαμε καφέ “Τραμπούκ”, γαλλιστί, έτσι το λέγαμε» λέει ο Νάντης Χατζηγιάννης, που ήταν από τους πρώτους που πιάστηκαν (συναγωνιστής και αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας του Γιάννη Χαλκίδη, από ασφαλίτες στη σημερινή οδό Νάτσινα). Αντιστασιακά τραγούδια ακούγονταν σύμφωνα με μαρτυρίες θαμώνων και στο “Σουέζ”, στην περιοχή της Δελφών. Ο ιδιοκτήτης του, με την κιθάρα του, γρατζουνούσε που και που Θεοδωράκη, αφού προηγουμένως είχε εξασφαλίσει ότι δεν υπήρχε χαφιές στις παρέες. Άλλο ένα στέκι, στο οποίο σύχναζαν κυρίως φοιτητές, μέλη του μεταδικτατορικού ΕΚΚΕ, ήταν τα “Σκαλοπατάκια” στη Διαγώνιο. Ο “Παγουλάτος” στην Ανάληψη είχε βαρελίσια ρετσίνα και θερμό πελατολόγιο, όπως και ο “Τζότζος”, στα Κάστρα. Ο “Τζότζος” στην Ανω Πόλη ανήκε στον Καφετζίδη. Πάνω από την ταβέρνα ήταν το σπίτι του. Όταν έφτασε σε προχωρημένη ηλικία, την παραχώρησε στους δύο γιους του, τον Τζότζο (Γιώργο) και τον Λευτέρη. Ο Λευτέρης έφυγε από τη ζωή, πριν από λίγα χρόνια. Ο Γιώργος την έκλεισε αργότερα και σήμερα ζει με την οικογένεια του, στη Ν. Μηχανιώνα. «Είχαν ένα θείο, που ήταν εκπαιδευτικός στην Τασκένδη και αυτό από μόνο του αρκούσε να “σταμπάρει” το μαγαζί. Όπως και η “Δόμνα”, βρισκόταν στις παρυφές του Γεντί Κουλέ και αυτό από μόνο του είχε το συμβολισμό του και προσέλκυε αντικαθεστωτικούς», λέει ο δημοσιογράφος και θαμώνας των δύο στεκιών, Δημήτρης Γουσίδης. Τις τελευταίες μέρες της δικτατορίας, συνευρέσεις γινόταν και στο “Υποβρύχιο”, στην Τούμπα, όπου αργότερα είχε εμφανιστεί και η Σωτηρία Μπέλλου.
Ηθελε πραγματικό τσαγανό να κρατάς μαγαζί, με πελάτες “σταμπαρισμένους”. Η ασφάλεια εκβίαζε με τον τρόπο της (συχνές εφόδους, σφράγισμα, κλείσιμο της μουσικής) τους ταβερνιάρηδες. Λίγοι, όμως, ως ελάχιστοι, υπέκυπταν στους εκβιασμούς.“Στέκι” στελεχών της Δημοκρατικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη, την περίοδο της χούντας, αλλά και μεταδικτατορικά, ήταν το ταβερνείο “ο Βάγγος”, στις 40 Εκκλησιές, όπου σύχναζαν και οι γνωστοί συλληφθέντες της Δ.Α.: Νέστωρ, Ζάννας, Δέδες κ.ά. Ακόμη και αυτές οι μικρές εστίες συνάθροισης είχαν τεθεί κάτω από το βλοσυρό βλέμμα της κρατικής ασφάλειας και των συνεργατών της. Ήθελε πραγματικό τσαγανό να κρατάς μαγαζί, με πελάτες “σταμπαρισμένους”. Η ασφάλεια εκβίαζε με τον τρόπο της (συχνές εφόδους, σφράγισμα, κλείσιμο της μουσικής) τους ταβερνιάρηδες. Λίγοι, όμως, ως ελάχιστοι, υπέκυπταν στους εκβιασμούς. Συνήθως, οι ιδιοκτήτες των στεκιών δεν ανήκαν στην αριστερά, αλλά στον χώρο του κέντρου και σπανίως εκδήλωναν δημοσίως τα πολιτικά τους φρονήματα, ενώ δεν έλειπαν και κάποιες εξαιρέσεις. Μεζεδάδικο στο κέντρο της πόλης (στη συμβολή των οδών Π. Ιωακείμ και Π. Μελά), όπου σύχναζαν κυρίως αριστεροί φοιτητές είχε αναρτημένο στους τοίχους του καδράκια του τέως και της βασιλικής οικογένειας… Αλλά, αυτό δεν εμπόδιζε στους θαμώνες του να συχνάζουν εκεί, αξιοποιώντας μάλιστα και για δικό τους όφελος, τις “εγγυήσεις” ασφάλειας, που τους παρείχε ο “εθνικόφρων” χώρος… Παρά την πόλωση, στα “δημοκρατικά” και τα “χουντοβασιλικά” καφενεία, υπήρξαν και περιπτώσεις αλληλεγγύης μεταξύ γνωστών, έστω και διαφορετικών ιδεολογικών πεποιθήσεων, στις γειτονιές. Φωτογράφος της Άνω Πόλης, “βασιλικών” φρονημάτων, γνωστός για την κομψότητά του – οι φωτογράφοι έπαιρναν δουλειές από τα σώματα ασφαλείας, είχαν επαφές με τις αρχές και έπρεπε να είναι καταλλήλως ενδεδυμένοι – κατά τις πρώτες μέρες της δικτατορίας, φέρεται να έδιωξε με τις κλωτσιές ασφαλίτες, που ήρθαν στο μαγαζί του να ζητήσουν εξηγήσεις για τον νεαρότερο, αριστερών πεποιθήσεων, συνεργάτη του. «Είναι δικό μου παιδί – τούς είπε- και δεν ξέρω τι λέτε…να πάτε αλλού να ψάξετε για κομμουνιστές…». Οι ασφαλίτες, μπροστά στις φωνές και τις απειλές του για τις “διασυνδέσεις” του έφυγαν με την ουρά στα σκέλια… Φυσικά, ο νεαρός κομμουνιστής συνεργάτης του δεν απέφυγε τα ξερονήσια (Γυάρος, Λέρος) καθώς τον “μάζεψαν” από το σπίτι του, τις επόμενες μέρες. Άλλωστε και οι “επαφές” του κομψού φωτογράφου “ξεθώριαζαν” κι αυτές πολύ γρήγορα, εφόσον ο τέως βασιλιάς, στο περιβάλλον του οποίου είχε… άκρες, είχε αρχίσει να βλέπει την “πόρτα εξόδου” πριν αναγκαστεί οριστικά να εγκαταλείψει τα χώρα μετά το βασιλικό “αντι-κίνημα”… Και σε άλλους χώρους σημειώθηκαν αντίστοιχα περιστατικά ανθρωπιστικής αλληλεγγύης. Όμως το “σιδερένιο χέρι” της χούντας, άπλωνε παντού το “δίχτυ” του φόβου, αρπάζοντας κυριολεκτικά μέσα από τα σπίτια και από τις ταβέρνες όποιον θεωρούσε ύποπτο ανατροπής της… “επαναστάσεως”. Η νεανικότητα και ο ενθουσιασμός των αγωνιστών δεν ήταν δυνατόν να μην γίνει αντιληπτός, από τους “συνεργάτες” του καθεστώτος, που έβλεπαν, άκουγαν και τούς “κάρφωναν” στις αρχές. Άλλωστε, ένα μεγάλο μέρος είχε εξοριστεί, μόνο και μόνο, λόγω των πολιτικών φρονημάτων των οικογενειών τους, που είχαν παρελθόν στο αντάρτικο. Αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους, που το μεγαλύτερο μέρος των αντιστασιακών οργανώσεων δεν απέφυγαν την εξάρθρωση και τα μέλη τους, τη σύλληψη και την εξορία.
Η ΥΠΟΓΕΙΑ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
«Οι οδηγίες που είχαν δοθεί στους ασφαλίτες ήταν ότι χώροι, στους οποίους συχνάζουν πάνω από 10 ή 15 άτομα, πρέπει να παρακολουθούνται. Εδώ, είχαμε τον προσωπικό μας χαφιέ έξω από το σπίτι μας, στις ταβέρνες δε θα είχαν μάτια και αυτιά», λέει ο πρόεδρος της Εταιρείας Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων Κ.Δ. Μακεδονίας Νίκος Καλογερόπουλος. Ο ίδιος, εκπαιδευτικός που δίδασκε λατινικά στο Πανεπιστήμιο και απολύθηκε κατά τη διάρκεια της χούντας, όχι μόνο κατάφερε να μην συλληφθεί, αλλά και να κρατήσει σε πλήρη ανωνυμία τον κύκλο των αγωνιστών, που συντόνιζε κατά τη διάρκεια της χούντας. Η σύνθεση της ομάδας του έγινε γνωστή παρά μόνο, πολύ αργότερα… εννιά χρόνια μετά την πτώση της χούντας. Ο πυρήνας της ομάδας ήταν περίπου 15 άτομα, οι περισσότεροι πανεπιστημιακοί, γνωστοί μεταξύ τους από τις κοινωνικές επαφές, αλλά αγνοώντας ανά τρεις μεταξύ τους, την ένταξη των υπολοίπων στην ομάδα. Ο Καλογερόπουλος, που είχε δικτύωση με τη “Δημοκρατική Άμυνα”, ήξερε και τους δεκαπέντε, αλλά ο κάθε ένας από αυτούς ήξερε μόνο δύο ή τρεις. Οι μηχανισμοί που χρησιμοποιούσαν ήταν απλοί, με βάση το μπαρούτι (δυναμίτες) και τα “χτυπήματα” συμβολικά. Περίπου επτά ή οκτώ (το ένα στη μητρόπολη) έγιναν με τη συμμετοχή και του ίδιου του Καλογερόπουλου, κατά τη διάρκεια επισκέψεων του δικτάτορα Παπαδόπουλου στην πόλη. «Ήμασταν αφανείς και αποτελεσματικοί. Πηγαίναμε σε ταβέρνες και συναντιόνταν οι δικοί μας μεταξύ τους τυχαία και γνωρίζονταν κοινωνικώς, αλλά δεν ήξερε ο ένας τι κάνει ο άλλος. Ήταν βασικός κανόνας της συνωμοτικότητας, ώστε εάν ακόμη πιαστεί κάποιος να μην μπορεί να “δώσει” στην ασφάλεια, όλη την ομάδα» λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο Καλογερόπουλος. Η ομάδα αυτή, ήταν ένα μικρό “παρακλάδι” της Δημοκρατικής Άμυνας, κυρίως αριστερών φρονημάτων, που ωστόσο διατηρούσε αυτονομία δράσης γι’ αυτό και δεν κατέστη δυνατόν να εξαρθρωθεί κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Ο Καλογερόπουλος είχε τις επαφές του με στελέχη της Δ.Α. στην Αθήνα (Σημίτη, Καράγιωργα, Κωνσταντόπουλο). Μάλιστα, ο τελευταίος βοήθησε αρκετά την ομάδα της Θεσσαλονίκης. Το 1983, ο Καλογερόπουλος συγκάλεσε όλα τα μέλη της ομάδας και τα σύστησε μεταξύ τους. Ως τότε αγνοούσε ο καθένας απ’ αυτούς, το σύνολο της δομής της οργάνωσης. Την έμαθαν εννιά ολόκληρα χρόνια, μετά την πτώση της χούντας…
πΗΓΉ: haniotika-nea.gr
******************
Ο ΑΞΕΧΑΣΤΟΣ ΤΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ "ΦΙΛΟΞΕΝΗΣΕ" ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΨΕ ΣΤΗ ΘΡΥΛΙΚΗ ΤΑΒΕΡΝΑ ΤΟΥ "ΔΟΜΝΑ" ΑΜΕΤΡΗΤΟΥΣ ΑΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΥΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ
Γιατί Θεέ μου η ζωή
ΟΥ-ΛΑ-ΛΑ Νο1
ΟΥ-ΛΑ-ΛΑ Νο2 βιντεοσκόπηση Μάης 2009
Να το πάρεις το κορίτσι
ΟΥ-ΛΑ-ΛΑ Νο2
Να το πάρεις το κορίτσι βιντεοσκόπηση Μάρτης 2009
*************************
Η ΔΟΜΝΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΑ
Ο μύθος της διασκέδασης που έσβησε
Σε αυτή την «τρύπα», στην οδό Αθανασίου Διάκου, κάτω από τα βυζαντινά τείχη, δοξάστηκαν επί μισό αιώνα, τα μαζικά γλέντια, οι ογκώδεις και μαχητικές οινοποσίες, οι πλάκες και τα μπουγέλα, στα τραπεζάκια της γεννήθηκαν γνωριμίες και έρωτες επωνύμων, εκεί τις μεταμεσονύκτιες ώρες και μέσα από ατέρμονες συζητήσεις και συγκρούσεις επιλύονταν εγχώρια και διεθνή ιδεολογικοπολιτικά ζητήματα, από τις καρέκλες της άρπαζε η χούντα αντιστασιακούς?
Η «Δόμνα» δεν υπάρχει πια. Δεν την πάτησε το τρένο. Ακολούθησε και αυτή την μοίρα ενός τρόπου συλλογικής διασκέδασης, της διασκέδασης της παρέας, που άνθισε στις δεκαετίες του '70 και του '80 και ο οποίος έδωσε την θέση του στην μοναξιά των μπαρ και την ατμόσφαιρα «νεκροταφείου», των πολυτελών εστιατορίων.
Αψευδής μάρτυρας μιας ολόκληρης εποχής, ο ογδοντάχρονος σήμερα ιδιοκτήτης της «Δόμνας» Τάκης Νικολαϊδης, αφηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ απίστευτες ιστορίες και γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην συνήθη ατμόσφαιρα της τσίκνας και της κάπνας, κατά την πενηντακονταετή διαδρομή της ταβέρνας.
«Η Δόμνα ήταν ένας έρωτας που δεν μπορώ να τον ξεχάσω και έτσι κατά διαστήματα μαζεύω φίλους και παλιούς θαμώνες, μαγειρεύουμε, παίζουμε κιθάρες, τραγουδάμε, κάνουμε αστεία», λέει. «Άλλαξαν οι εποχές. Τώρα πια οι νέοι παν στο μπαρ πίνουν αμίλητοι και γίνονται στουπί. Δεν χαίρονται την διασκέδαση όπως παλιά».
«Η ταβέρνα άρχισε να λειτουργεί το 1943, ένα χρόνο πριν από την απελευθέρωση και λεγόταν «Ρεματάκι», από το νερό που ανάβλυζε από ένα βράχο παραδίπλα», λέει ο κυρ-Τάκης, ο οποίος ανέλαβε τη διαχείριση του μαγαζιού από τους γονείς του το 1952, μόλις απολύθηκε από το στρατό. Λίγο αργότερα το μαγαζί, που μέχρι και το 1963 λειτουργούσε ως ταβέρνα- μπακάλικο, μετονομάστηκε «Δόμνα» στη μνήμη της μητέρας του, που πέθανε το 1952 σε ηλικία 52 ετών.
«Τότε ήταν εδώ μαχαλάς και έρχονταν οι μερακλήδες για ρετσίνες και μεζέ», θυμάται, διευκρινίζοντας ότι τότε οι μπριζόλες και τα σουβλάκια ήταν μεγάλη πολυτέλεια για την οικονομική κατάσταση των ανθρώπων και το βασικό μενού- με την ονομασία «Ολυμπιακός» παραπέμποντας στα χρώματα του πιάτου- περιλάμβανε μία φέτα τυρί και μισή ντομάτα κομμένη και απλωμένη. Αργότερα, όσο βελτιώνονταν τα οικονομικά του κόσμου, το μενού εμπλουτίστηκε σταδιακά με κανένα σουτζουκάκι, φασολάδα στο φούρνο και ψάρια.
«Καρφί για τα καρφιά»
Φορτισμένος συναισθηματικά ο κυρ-Τάκης περιγράφει περιστατικά που εκτυλίχθηκαν στη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, χρόνια κατά τα οποία η ταβέρνα παρέμεινε ανοικτή. «Την περίοδο της χούντας εδώ ήταν το μεγάλο σχολείο, το στέκι του Πανεπιστημίου. Κάθε βράδυ είχαμε τρεις και τέσσερις μηνύσεις, π.χ. ‘’γιατί δεν σκούπισες’’. Τραγουδούσαμε τραγούδια του Μίκη και γινόταν χαμός. Για να μπεις στη Δόμνα ήθελες μέσο», λέει χαρακτηριστικά και δείχνει συγκινημένος την αφιέρωση που του έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης, κρεμασμένη σε περίοπτη θέση του μαγαζιού.
Τα απαγορευμένα τραγούδια του Θεοδωράκη έπαιζαν κάθε βράδυ στο juke-box, σε ένα διακοσάρι δίσκο καταχωρημένο- για προφανείς λόγους- ως «Μαρία Πενταγιώτισσα». «Ένα μεσημέρι με πήραν κάτω στην Ασφάλεια και μου λένε μάθαμε ότι τραγουδάτε Θεοδωράκη και μου πετάνε ένα μαγνητόφωνο όπου ακουγόταν μέσα η φωνή μου. Κάποιος χαφιές ήταν μέσα», διηγείται ο κυρ-Τάκης, προσθέτοντας ότι μετά από αυτό το περιστατικό, όταν κάποιος ύποπτος ή καινούριος έμπαινε μέσα στο μαγαζί, στα πιάτα που πήγαινε στους πελάτες του, προκειμένου να τους προειδοποιήσει, έβαζε μέσα ένα καρφί- αν υποψιαζόταν ότι επρόκειτο για καταδότη- και μία ασφάλεια ρεύματος, αν πίστευε ότι ο ύποπτος ήταν αστυνομικός.
Παρόλα αυτά οι περιπέτειες με την Ασφάλεια ήταν μέρος της καθημερινότητας του μαγαζιού, ενώ δεν έλειψαν και οι συλλήψεις, αφού στη «Δόμνα» το βράδυ του Πολυτεχνείου συνέλαβαν τον δημοσιογράφο Κλέαρχο Τσαουσίδη, φοιτητή τότε της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.
Ακόμα και στις πιο δύσκολες εποχές, πάντως, οι πλάκες αποτελούσαν βασικό στοιχείο της διασκέδασης στη «Δόμνα». Ο ίδιος κυρ-Τάκης αξιώνει ως πανελλήνια ευρεσιτεχνία του μαγαζιού το μπουγέλο. «Τότε που ήταν ο νόμος 4000 για τον τεντιμποϊσμό πετούσαμε εδώ γιαούρτια, τζατζίκια, νερά, ταραμοσαλάτες και το είπαμε μπουγέλο. Ο Σπύρος Σακκέτας, παλιός δικηγόρος της Θεσσαλονίκης και θαμώνας του μαγαζιού μου λέει καμιά φορά ότι αν μας μάγκωναν τότε, ισόβια θα ήμασταν τώρα», λέει.
Όλος ο «καλός» κόσμος πέρασε από τη «Δόμνα»
Οι θαμώνες της «Δόμνας» την εποχή της μεγάλης της δόξας στην πλειοψηφία τους τότε ήταν φοιτητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που σήμερα ηλικιακά βρίσκονται μετά τα πενήντα. Πολλοί από αυτούς είναι τώρα πρωταγωνιστές της κεντρικής πολιτικής σκηνής, εκδότες, επιχειρηματίες, καθηγητές πανεπιστημίου, διαπρεπείς δικηγόροι και γνωστοί δημοσιογράφοι.
Με την κατάρρευση της δικτατορίας, όταν οι άνθρωποι απελευθερώθηκαν από τους περιορισμούς, στην ταβέρνα αναπτύχθηκαν έρωτες και φιλίες, πολλές από τις οποίες διαρκούν μέχρι σήμερα.
Στη «Δόμνα» ο Βαγγέλης Βενιζέλος, βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και πρόσφατα διεκδικητής της ηγεσίας του κόμματος πήγαινε με τη μετέπειτα σύζυγό του Λίλα και τον κολλητό του, τον αείμνηστο καθηγητή Συνταγματικής Ιστορίας του ΑΠΘ και πρόεδρο του Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, Παύλο Πετρίδη. Τακτικός πελάτης από την σημερινή πολιτική σκηνή ήταν ο βουλευτής Γιώργος Λιάνης, αλλά και η Μελίνα Μερκούρη κάθε φορά που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη πήγαινε εκεί.
Μόνιμοι θαμώνες ήταν ο σημερινός πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας- Θράκης Δημήτρης Γουσίδης, ο παλιός φωτογράφος Γιάννης Κυριακίδης, αναγνωρίσιμος στους θεσσαλονικείς από τη σκάλα που κουβαλά πάντα μαζί του στη δουλειά του και ο γνωστός στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο οποίος γνώρισε τη σύντροφο της ζωής του στην ταβέρνα.
Η πρόεδρος της «Αθήνα 2004» Γιάννα Αγγελοπούλου Δασκαλάκη σύχναζε τότε εδώ με τη φίλη της Ζωή Λάσκαρη, η οποία πήγαινε στο ίδιο γυμνάσιο με τον Γουσίδη, θυμάται ο κυρ-Τάκης. Άλλοι τακτικοί πελάτες, προσθέτει, ήταν ο αείμνηστος Παύλος Ζάννας, ο Αναπληρωτής Διευθυντής της εφημερίδας «το Βήμα» Χρήστος Μεμής, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Άρης Σκιαδόπουλος, ο ομότιμος καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Μίμης Φατούρος, ο ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ Δημήτρης Μαρωνίτης, και οι δημοσιογράφοι Φαίδων Γιαγκιόζης και Νίκος Κακαουνάκης.
Η παρουσία του καλλιτεχνικού κόσμου ήταν επίσης ισχυρή. «Δεν νοείτο να είχε κάποια παράσταση το Κρατικό Θέατρο και οι ηθοποιοί να μην περνούσαν από εδώ», λέει ο κυρ-Τάκης. Ανάμεσα σε αυτούς που σύχναζαν στην ταβέρνα ο κορυφαίος πρωταγωνιστής του θεάτρου Μάνος Κατράκης, η Τζένη Καρέζη, ο Κώστας Καζάκος, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Γιάννης Φέρτης, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ο Φαίδων Γεωργίτσης, ο Θανάσης Βέγγος, ο Μίμης Φωτόπουλος, ο Κώστας Χατζηχρήστος, ο Νίκος Σταυρίδης, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, η Κατερίνα Χέλμη κ.α.
«Ο Μοσκώφ και το μνημόσυνο του Λοΐζου»
Η ατμόσφαιρα γίνεται φορτισμένη, όταν ο κυρ- Τάκης, ενώ διηγείται ιστορίες για όλους εκείνους που πέρασαν από την ταβέρνα, φέρνει στη μνήμη του δύο από τους πιο καλούς του πελάτες και από τους σημαντικότερους, όπως λέει, ανθρώπους που γνώρισε ποτέ και ο Θεός τους έχει πάρει κοντά Του.
Ο πρώτος, ο συγγραφέας, ιστορικός και από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της Θεσσαλονίκης Κωστής Μοσκώφ, για τον οποίο λέει χαρακτηριστικά ότι «ήταν η μεγαλύτερη ψυχούλα, τέτοιοι άνθρωποι σπανίως γεννιούνται».
Ο δεύτερος, ο μουσικοσυνθέτης Μάνος Λοΐζος, ένας «άγιος άνθρωπος», όπως τον χαρακτηρίζει. «Τη βραδιά που πέθανε ο Λοΐζος», θυμάται ο κυρ-Τάκης, «ήλθε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και λέει, Τάκη όλα τα τραπέζια μέχρι κάτω, που ήταν είκοσι τραπέζια, ό,τι πίνουν και ό,τι τρώνε είναι δικά μου και το πρωί, θα κάνουμε μνημόσυνο στον Λουτρό, την ταβέρνα κάτω στα Λουλουδάδικα». Τέτοια πράγματα δεν ξεχνιούνται, δεν γίνονται σήμερα, προσθέτει.
«Χώροι αποφόρτισης»
Οι ταβέρνες από τα μέσα της δεκαετίας του '60 μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του '80 λειτουργούσαν ως χώροι αποφόρτισης των ανθρώπων, που με τη «βοήθεια» κρασιού και του τραγουδιού έβγαζαν τα απωθημένα τους.
Ο κυρ-Τάκης θυμάται πολλές ιστορικές ταβέρνες της Θεσσαλονίκης, λέγοντας ωστόσο με περηφάνια ότι «το κλίμα της Δόμνας δεν το είχε κανείς». Ο ''Τζότζος'' στην Άνω Πόλη, ο ''Κεφαλλονίτης'' μέσα στο λιμάνι, ο ''Κρόνος'' στο Ντεπώ, ο ''Ζαμπέτογλου'' στην Καλαμαριά, ο ''Λαδάς'' στις 40 Εκκλησιές, ο ''Ανάπηρος'' στην Πρίγκηπος Νικολάου, τα ''Βαρελάκια του Κολάνδρου'' στην Κομνηνών, η ''Παλιά Αθήνα'', ο ''Λουτρός'' στα Λουλουδάδικα, ο ''Καλιαρέκος'' στην Αγίου Δημητρίου, ο ''Θερμαϊκός'' και το ''Υποβρύχιο'' στην Τούμπα, τα ''Σκαλοπατάκια'' στην Παύλου Μελά, ο ''Παγουλάτος'' στην Αετοράχης, ο ''Κόκκινος Μέγαρης'', ο ''Κραβαρίτης'', η ''Ταβέρνα του Κολωβού'', τα ''Κούτσουρα του Δαλαμάγκα'' στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, ήταν μερικές από τις πιο επιτυχημένες.
Στην ταβέρνα του Δαλαμάγκα δούλεψαν τα χρόνια της Κατοχής ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Ο Τσιτσάνης, μάλιστα, μνημόνευσε το μαγαζί στο τραγούδι του «Μπαξέ Τσιφλίκι» [Πάμε τσάρκα στην Ακρόπολη, στη Βάρνα, κι από 'κεί στα Κούτσουρα του Δαλαμάγκα?]
Στις ταβέρνες μέσα στην πόλη τις καθημερινές πήγαιναν οι άνδρες μετά τη δουλειά για συζήτηση γύρω από τα τρέχοντα ζητήματα της καθημερινότητας- ήταν κάτι σαν καφενεία, ενώ οι γιορτές και οι Κυριακές ήταν αφιερωμένες στις οικογενειακές συναθροίσεις. Στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης λειτουργούσαν τα ταβερνεία, όπου σύχναζαν «παράνομα» ζευγάρια.
Τα juke-box δεν έλειπαν από κανένα μαγαζί, καθώς μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του '80 ζωντανό πρόγραμμα δεν υπήρχε. Για να «παίξει» ζωντανή μουσική έπρεπε να υπάρχει επώνυμο καλλιτεχνικό σχήμα, κάτι που συνέβαινε μόνο στα κοσμικά κέντρα πολυτελείας, στα οποία σύχναζαν εκείνοι που είχαν μεγάλη οικονομική άνεση. Στις λαϊκές ταβέρνες, τα δύσκολα χρόνια της φτώχειας, δεν υπήρχαν κρεατικά και ψαρικά, και δεν ήταν λίγες οι φορές που οι άνθρωποι έφερναν μεζέδες από το σπίτι τους και η ταβέρνα συμπλήρωνε το κρασί.
«Κρασί από τους αδελφούς Τζαρίδη»
Οι ταβέρνες της εποχής προμηθεύονταν χύμα κρασί από τις κάβες, καθώς τα εμφιαλωμένα κρασιά έκαναν την εμφάνισή τους τη δεκαετία του '80. Δίπλα στο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας της ΥΦΑΝΕΤ στην Τούμπα υπήρχε η κάβα των αδελφών Τζαρίδη, από τις μεγαλύτερες της Θεσσαλονίκης. Εκεί, κάθε φθινόπωρο, έφθαναν από το λιμάνι τα παϊτόνια- μακρόστενες άμαξες που τις έσερναν άλογα, φορτωμένες με βαρέλια γεμάτα ρετσίνα και κοκκινέλι, από τα Μεσόγεια, την Κάρυστο και άλλες περιοχές. Οι ποτοποιοί αποθήκευαν την ρετσίνα στα υπόγεια του μακρόστενου κτιρίου με τα ξύλινα πατώματα και τροφοδοτούσαν τις ταβέρνες.
Στα βιβλία που έχουν γραφεί για την αστική κουλτούρα της Θεσσαλονίκης της δεκαετίας του '70 οι ταβέρνες κατέχουν ένα σημαντικό κεφάλαιο. Ο κυρ-Τάκης δεν μετακινείται ποτέ από το σπίτι του. Τα πρωινά και τα απογεύματα, όμως, κάθεται μπροστά στην είσοδο της ταβέρνας και σε όποιον τον χαιρετήσει, πάντα έχει να διηγηθεί μία ιστορία από την ανεπανάληπτη εκείνη εποχή.
ΠΗΓΗ:ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου