Πέμπτη, Οκτωβρίου 27, 2016

Νικημένοι… Και όμως δεν δώσαμε μάχη...


«H ξαφνική χορδή μιας αστραπής, που εχάθηκε στων ουρανών τα βάθη»




Κάποιοι ποιητές είναι σαν προορισμένοι εξαρχής για τις ανθολογίες. Αν επιχειρήσουμε να συγκεντρώσουμε το σύνολο του έργου τους δεν θα γίνει εναργέστερη η εικόνα τους, αντίθετα θα αρχίσει από την πληθώρα να θαμπώνει, να μοιάζει οικεία, κοινότοπη. Τα θραύσματα –μεμονωμένα ποιήματα, στροφές, ακόμη και μοναδικοί στίχοι– δίνουν το ειδοποιό τους γνώρισμα, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του προσώπου που τους ξεχωρίζει από άλλους του καιρού τους. Συγκεντρωμένες από τον Σωτήρη Τριβιζά στην ανθολογία Ελάσσονες Ποιητές του Μεσοπολέμου τέτοιες εικόνες συνθέτουν, σαν ένα άλμπουμ φωτογραφιών, το κλίμα μιας εποχής· η ανθολόγηση δίνει τη δυνατότητα να διακριθούν καλύτερα από ότι σε μεμονωμένες ατομικές συγκεντρωτικές εκδόσεις τα επιμέρους χαρακτηριστικά του καθενός γιατί παρότι φαινομενικά τα πρόσωπα μοιάζουν μόνο μέσα από τη συνύπαρξη γίνεται αισθητή η διαφορά τους.
Η ανασύσταση της συγκεκριμένης λογοτεχνικής περιόδου δεν είναι στις προθέσεις του ανθολόγου. Όπως τονίζει στην εισαγωγή, «η ανθολογία αυτή δεν αποτελεί φιλολογικό εργαλείο. Δεν επιχειρεί να χαρτογραφήσει ένα χώρο ούτε να ανασυνθέσει μια εποχή. Όπως και οι άλλες ανθολογίες που έχω κατά καιρούς συντάξει, είναι άκρως υποκειμενική και επομένως παντελώς αυθαίρετη. Για να το πω απλά, ανθολογώ ποιητές που αγαπώ και ποιήματα που μ’ αρέσουν» (σ. 11). Και όμως η ανθολογία, μολονότι πράγματι υποκειμενική, κατορθώνει να ανασυνθέσει μια εποχή, αναδεικνύοντας όχι απλώς τις χαμηλές, αλλά τις ψιθυριστές φωνές του Μεσοπολέμου. Τον ψίθυρο ενδυναμώνει η ίδια η επιλογή των ποιητών και των ποιημάτων τους, μαζί με τα εργοβιογραφικά σημειώματα και τις κριτικές του «Επιμέτρου», έτσι που τελικά οι φωνές γίνονται ευδιάκριτες και ξεχωριστές.
fde13f8c-9601-4f1a-890f-dd928108a763_7 
 Ελάσσονες Ποιητές του Μεσοπολέμου, ανθολόγηση: Σωτήρης Τριβιζάς, Αθήνα, Καστανιώτης, 2015, σ. 174.


Η «φωνή, που φτάνει από μακρυά/ και ταξιδεύει με το φως και με τ’ αγέρι» (σ. 18) είναι η φωνή της μνήμης, του πεπρωμένου, «το ερωτικό τραγούδι της σιωπής» (σ. 24), αλλά και η βιβλική προσευχή του Γιάννη Αηδονόπουλου (1916-1944), καθορισμένη από την προσδοκία να συντονιστεί με τον παλμό μιας άλλης, μυστικής, φωνής, εκείνης που

Μια τραγική αρμονία της έχει μάθει
το ερωτικό τραγούδι της σιωπής
στην ξαφνική χορδή μιας αστραπής,
που εχάθηκε στων ουρανών τα βάθη,

κι ήρθε μέσα στην κόγχη της αγέρας
μελωδικός, για να της πει δειλά,
πως η ψυχή της γης χαμογελά
στους μυρωμένους τόπους της χιμαίρας («Η φωνή», σ. 24-25).

Η φωνή του Πέτρου Δήμα (1917-2005), από την άλλη, γίνεται «επίκληση» αποδημίας από τη μελαγχολική καθημερινότητα («Επίκληση», σ. 29), απόηχος μιας περιπλάνησης και θρόισμα φύλλων σε φθινοπωρινή αλέα («Φέγγος αχνό», «Φθινοπωρινό», σ. 30-31) και εντέλει σιωπή των παιδιάτικων ψυχών που «πλανιούνται, απελπισμένες/ Στη μεγάλη παγωνιά» (σ. 32).
Τους «γνώριμους ξανακουσμένους τόνους» (σ. 54) ακολουθεί η φωνή του Μίνου Ζώτου (1905-1932) για να πει το ερωτικό τραγούδι και τον θρήνο του εραστή στην αγαπημένη του («Η προσδοκία ενός εραστού», σ. 39), ή «θλιβερές ιστορίες» «που δεν τις λεν τα χείλη» (σ. 40) στη «Μυστική συνάντηση». Συχνότερα βέβαια ο ίδιος απλώς μονολογεί, καθώς το βήμα του γίνεται «θρήνος, αρμονισμένος/ στον τόνο των θανατερών [τ]ου απάνω στοχασμών» (σ. 51) και ενώ φαντάζει «τάχα για ήρωας με τραγική ηρεμία» (σ. 42) δεν είναι παρά «αυτός ο απίθανος, ο ακατανόητος ξένος» (σ. 46) που «το καθετί στα χείλη του πικρίζει» (σ. 45). Μόνο η έκφραση της ερωτικής επιθυμίας από μια νεανική και αμόλυντη ψυχή μπορεί να εξασφαλίσει τη μακάρια σιωπή και τη γαλήνη:

Να μην ταράσσει
καθώς θα μπαίνω στο είναι σου ελαφρός
την αίσθησή μου, ουδ’ όσο φύλλων θρος
τα ησυχασμένα δάση… («Περιδέραιο», σ. 49).

Νότες πιάνου («Ένα κορίτσι παίζει πιάνο», σ. 69) και ο ήχος από τις στάλες της βροχής ακομπανιάρουν τις «ώρες της σιωπής» (σ. 64) και του λόγου του Γιώργου Καρατζά (1911-1948). Ανομολόγητα φιλιά, καημοί που δεν τους μαρτυρούν οι λέξεις («Πρώτο γράμμα», σ. 68), «χωρισμοί βουβοί» (σ. 66), φυλαγμένα «αμάραντα λουλούδια» (σ. 62) και χάδια «μπρος στην κλεισμένη της αγάπης θύρα» (σ. 67) συνθέτουν τελικά ένα «–μείγμα ωραίων πεζών λόγων και στίχων,– που τη φευγάτη αγάπη θα ζητάν» (σ. 61).
Αυτοαναφορικός, αυτοσαρκαστικός και κάποτε ειρωνικός ο Γιώργος Κοτζιούλας (1909-1956) γράφει έχοντας συναίσθηση ότι «είν’ ένας νέος του περασμένου αιώνα» (σ. 77). Περιπλανώμενος άλλοτε στο άστυ και άλλοτε στην εξοχή, ένας «Μποέμ» (σ. 75), σαν τον Σαρλώ «γυρίζει μεσοχείμωνα/ σε δρόμους κεντρικούς με παντελόνια τρύπια» (σ. 80), εξερευνά «Μόνος τη νύχτα» (σ. 85) τις σκοτεινές πλευρές της πόλης που δεν τον ελκύει ή αφουγκράζεται τους μυστικούς ήχους της φύσης μελετώντας «την ανέλπιστη γραφή» της και όσες «κρέμονται ανάερα χίλιες γλώσσες φωτεινές» (σ. 86) και, περιπλανώμενος στις ερημιές, ακούει τις ανθρώπινες φωνές του παρελθόντος («Και λόγια τόσα αλλάχτηκαν, τα πήρε ο αέρας όλα./ Γι’ αυτό είναι λύπη να πατάς το χώμα ετούτο απ’ όπου/ σβηστήκανε κι οι πιο νωπές πατημασιές του ανθρώπου», σ. 84). Είτε στην πόλη είτε στην ύπαιθρο εκείνο που τον διακρίνει από τους ανθρώπους είναι η ποιητική του ιδιότητα, συνυφασμένη με την ελευθερία που ξαναβρίσκει στην εξοχή:

Τι να ζηλέψω απ’ τις σπουδαίες μεγαλοπόλεις
όπου πληρώνεις αρμυρά το καθετί;
Δεν ήμουν έμπορας εκεί ούτε καπνοπώλης:
με τον αέρα ζούσα, τύπος ποιητή («Της εξοχής», σ. 87).

Αν η φωνή του Κοτζιούλα αντηχεί τη μοναξιά και τη διάθεση απομόνωσης, αφού ακόμη και η απεύθυνση σε ένα δεύτερο πρόσωπο είναι στην πραγματικότητα αυτοαναφορική (όπως στο ποίημα «Ποιητική», σ. 76), εκείνη του Γ. Μ. Μυλωνογιάννη (1909-1954) γίνεται η αντιπροσωπευτική φωνή του συνόλου:

Νικημένοι… Και όμως δεν δώσαμε μάχη,
μήτε καν στον ορίζοντα φάνηκ’ εχθρός,
ενώ θάπρεπε νάμαστε πάντοτε μπρος,
σε σκιές και σε φάσματα στρέφουμε ράχη… («Οι ονειροπόλοι», σ. 93).

Όλοι μαζί «Οι Ονειροπόλοι» αναζητούν τη «Λύτρωση» (σ. 103-104) και τη γαλήνη «στο τέρμα των τερμάτων», εκεί όπου παραμένουν αδιαπέραστοι από τη χλεύη του πλήθους. Ακόμη και όταν το υποκείμενο εκφράζει προσωπικές επιθυμίες ή σκέψεις, η έκφραση δεν είναι εξομολογητική, αλλά γίνεται ηχηρή παράκληση σε πρόσωπα αγαπημένα:

Αφήστε με· έχω κουραστεί… Σας το ζητώ για χάρη,
θέλω να κόψω τα δεσμά, που με κρατούν δεμένο,
αγαπημένοι, δε μπορώ μαζί σας πια να μένω,
θα πάω ν’ αποκοιμηθώ μια νύχτα στο φεγγάρι… («Φινάλε», σ. 97).

Αντίθετα, «μες στην ογρή την κάμαρα, βαρύθυμα κλεισμένος/ μ’ ένα βιβλίο για συντροφιά» (σ. 107), δεν υψώνει τον τόνο της φωνής του ο Φώτος Πασχαλινός (1913-1943). Μένουν «άτονα τα χείλη για ομιλία…» (σ. 115) με την επιθυμία της απόλυτης Σιγής:

–Μη μου μιλάς! Αλλ’ αν μπορείς δόσου, ψυχή μου, στης Σιγής
της απολύτου, τ’ όνειρο μακριά για να μας φέρει,
γιατί σιμά μας έφταξε νωπότατης βροχής
το μύρο, που μας μήνυσε πως πάει το καλοκαίρι («Νυχτερινό», σ. 109).

Σιωπηλός, παρότι συχνά απευθύνεται ονομαστικά σε συγκεκριμένα πρόσωπα, παρακολουθεί τη ζωή να επαναλαμβάνεται αδιάκοπα στο αγροτικό τοπίο, ώρες πάντα φθινοπωρινές, κάθε στιγμή της ημέρας και της νύχτας («Ορθρινό», σ. 108, «Βραδινό», σ. 113-114, «Φθινοπωρινό», σ. 115).
Η μοναδική γυναικεία φωνή της ανθολογίας, αυτή της Ανθούλας Σταθοπούλου Βαφοπούλου (1908-1935) μοιάζει περισσότερο από όλες χρωματισμένη από τον θάνατο. Ίσως η ίδια η εξοικείωση με το γεγονός του θανάτου στα σανατόρια με τη συναίσθηση του επικείμενου τέλους να συνέβαλε στη θεώρησή του ως λύτρωση από τα «σάρκινα δεσμά»:

Πέτα λοιπόν τα σάρκινα δεσμά,
ψυχή, της χωματένιας ομορφιάς σου.
Άβυσσος χάσκει πίσω σου η ζωή
και λυτρωτής ο θάνατος μπροστά σου («Απολύτρωση», σ. 120).

Όσο όμως η σάρκα πάσχει, από την αρρώστια ή τον έρωτα, τόσο μεγαλύτερη προβάλλει η ανάγκη του λυτρωμού («αιώνας έγινε η στιγμή/ να καρτερώ το λυτρωμό μου», σ. 125), ως φυγή από τον τόπο («Ανία», σ. 123-124, «Μπορεί», σ. 127-128) είτε ως αποδέσμευση από τα δεσμά του σώματος:

Α! τέτοια νύχτα πώς ποθώ
σαν τη δροσιά ν’ αναλυθώ
μες στη χαρά του απείρου,
κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό
σοφό ένα μόριο να γυρνώ,
χωρίς φτερά του ονείρου («Κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό», σ. 130).

Περιπαικτική αντήχηση των πεισιθάνατων σκοπών του Μεσοπολέμου μοιάζουν ορισμένα, ώριμα, ποιήματα του Γιάννη Χονδρογιάννη (1903-1987):

Στον παράδεισο να πάτε.
Και οι έσχατοι κι οι πρώτοι
στου Χάιντεγκερ τα σκότη.

Να πληθύνετε και σεις
το Μηδέν της Σιωπής («Μηδενισμός», σ. 146).

Έχοντας και ο ίδιος γαλουχηθεί σε αυτό το κλίμα, τραγουδάει «με το λυπητερό/ σκοπό που ψάλλει το νερό» (σ. 136) για να οδηγηθεί στην αφιερωμένη στη Μαρία Πολυδούρη «Επίγνωση» (σ. 139) συνειδητοποιώντας τη φθορά του έρωτα («Μαρία, ο έρωτάς μου…», σ. 143) και, έπειτα, την παραφωνία της ποίησής του στους νέους καιρούς:

Κι’ ο ποιητής πτηνόν ιερόν και κούφον πράγμα, μόνος
και ξένος, υποκείμενον εγώπαθο κι’ αισχρόν,
στέκει παράμερα βουβός κι’ όλο ψελλίζει: ο Πόνος…
Γελοίον άθυρμα, άχρηστο σκουπίδι των καιρών («Νέοι καιροί», σ. 141).

Κι αφού η ποίηση, ένα συγκεκριμένο είδος ποίησης άλλου καιρού, ως χάρισμα και ως ανάγκη έκφρασης και επικοινωνίας μένει χωρίς ανταπόκριση, «μπορείς να ζης ή ήρεμα να σβύσεις/ σαν κάποιοι που χαθήκαν μεσ’ στα χιόνια» (σ. 144), όπως ακριβώς έσβησαν όλοι οι ανθολογούμενοι ποιητές.
Όπως σημειώνει ο Τριβιζάς στην εισαγωγή της ανθολογίας οι ποιητές αυτοί θεωρήθηκαν μιμητές του Καρυωτάκη και από την άλλη, με την επικράτηση του Μοντερνισμού λησμονήθηκαν (σ. 9). Παρότι νεότεροι από τον Καρυωτάκη, αποτυπώνουν ένα κλίμα από το οποίο και ο ίδιος εκπορεύθηκε. Μπορεί η αυτοκτονία του να άσκησε γοητεία (κάποιοι μάλιστα όπως ο Ζώτος και ο Κοτζιούλας αναφέρονται ποιητικά σε αυτόν), οι συνθήκες της ζωής τους όμως, οι εμπειρίες και τα βιώματα, είναι που τους οδηγούν στον Καρυωτάκη. Όλοι εμφανίζονται ποιητικά γύρω στο 1930, δίνουν το μεγαλύτερο μέρος του έργου τους μέσα σε δυο δεκαετίες και περνούν σχεδόν απαρατήρητοι. Από την άποψη αυτή, τα ανθολογούμενα ποιήματα αποτυπώνουν μια άλλη όψη του ποιητικού λόγου που έμεινε στις παρυφές της λογοτεχνικής ιστορίας. Η κατίσχυση του ελεύθερου στίχου, και, από την άλλη, η “αναβίωση” των παραδοσιακών μέτρων (κυρίως από τη Γενιά του ’70 και έπειτα), διαμόρφωσαν την αίσθηση ότι η έμμετρη ποίηση για δεκαετίες μετά το ’30 επιβίωνε χωρίς αξιώσεις, μόνο ως παρωχημένη αισθητική των νοσταλγών της. Στην πραγματικότητα μπορεί ο χαμηλόφωνος λυρισμός να καλύφθηκε από τις ρωμαλέες φωνές, αλλά δεν έπαψε να υπάρχει. Η παρούσα ανθολόγησή του υπενθυμίζει ότι παράλληλα με τη Γενιά του ’30 εξακολουθούσε να γράφεται έμμετρη, παραδοσιακής τεχνοτροπίας και θεματολογίας ποίηση, η οποία δεν έμενε χωρίς αναγνωστική ανταπόκριση (αρκεί να θυμηθούμε τον Μαν. Αναγνωστάκη). Όπως η Χαμηλή φωνή του Αναγνωστάκη, και η ανθολογία Οι Ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου –επειδή η επιλογή γίνεται με βάση τις αναγνωστικές προτιμήσεις του ανθολόγου, και όχι με φιλολογικά κριτήρια– έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η σχέση μας με τον χαμηλόφωνο λυρισμό, ακόμη και όταν εμπεριέχει ερευνητικό ενδιαφέρον, δεν μπορεί παρά να είναι, πρωτίστως, σχέση άμεσης συναισθηματικής και αισθητικής ανταπόκρισης.


(*) Η Θάλεια Ιερωνυμάκη διδάσκει ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Βουκουρεστίου

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΙΔΙΟ ΒΙΒΛΙΟ
 Δημήτρης Αθηνάκης, Άγνωστοι «ξυλοκόποι» λέξεων - εννοιών, "Η Καθημερινή"/ "Τέχνες και Γράμματα", 17.4.2016

Θανάσης Νιάρχος, Φθισικοί, τοξικομανείς, αισθηματίες: ποιητές σχεδόν «καταραμένοι», "Τα Νέα"/ "Βιβλιοδρόμιο", 24.1.2016

Δεν υπάρχουν σχόλια: