βασανιστήριο ουδέτερο
- ενέργεια που αποσκοπεί στην κακοποίηση κάποιου με σωματικό ή / και ψυχικό τρόπο, προκαλώντας του πόνο ή αγωνία, με σκοπό να τιμωρηθεί, να καταρρεύσει ψυχολογικά ή να αναγκαστεί να κάνει κάτι (βλέπε και βασανιστήρια)
- (καταχρηστικά) η ταλαιπωρία, η δοκιμασία που τυχαίνει στη ζωή
- βάσανο
- βασανίζω
- βασανιστής
- Πηγή: http://el.wiktionary.org
- 21 τρομακτικά μεσαιωνικά βασανιστήρια
- Τα 10 πιο φρικιαστικά βασανιστήρια
- Τα βασανιστήρια της Ιεράς Εξέτασης
- Ιστορίες φρίκης από το Μαουτχάουζεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου