Ο Φασισμός επιστρέφει στην Ευρώπη
και σκέψεις για τον χαρακτήρα ενός διεθνούς αντιφασιστικού κινήματος
του Δημήτρη Κουσουρή
.Στο
τέλος μιας μακράς περιόδου μετάβασης, που ξεκίνησε πριν από ένα τέταρτο
του αιώνα με την πτώση του τείχους του Βερολίνου, μπορούμε σήμερα να
διακρίνουμε τα γνωρίσματα της ιστορικής περιόδου, να αποκαταστήσουμε τη
διαλεκτική της διάρκειας και να αναγνωρίσουμε τις σχέσεις ανάμεσα στην
εποχή, την περίοδο και τη συγκυρία. Η περίοδος που άρχισε το 1989-1990
και παρουσιάστηκε ως το τέλος της Ιστορίας και μη αναστρέψιμος
θρίαμβος του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού έχει πια φτάσει στο τέρμα
της. Από το 2001, ή σύμφωνα με άλλους το 2008, έχουμε βρεθεί μέσα σε
ένα από εκείνα τα «ενδιάμεσα διαστήματα», ανάμεσα σε ό,τι δεν υπάρχει πια και ό,τι δεν έχει γίνει ακόμα.[1]
Παρά τη βαθιά κρίση που γνωρίζει ο
καπιταλισμός, την αστάθεια του παγκόσμιου συστήματος και των τοπικών ή
περιφερειακών δομών κυριαρχίας, το οργανωμένο εργατικό κίνημα και οι
άμεσοι ή έμμεσοι πολιτικοί εκφραστές του βρίσκονται διασκορπισμένοι,
δίχως κατεύθυνση, ανίκανοι να επιδράσουν αποφασιστικά στον συσχετισμό
δυνάμεων. Από την άλλη πλευρά, οι δυνάμεις της αντεπανάστασης,[2]
κάτω από διαφορετικά ονόματα και κοστούμια, κερδίζουν ολοένα και πιο
γρήγορα έδαφος. Αργά αλλά σταθερά στην αρχή, παρακολουθήσαμε τις πρώτες
συμμετοχές νεοφασιστών σε ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, πρώτα το 1994 στην
Ιταλία, γενέθλια γη του ιστορικού φασισμού, και έπειτα στην Αυστρία το
2000. Στη συνέχεια, είδαμε αυτή την εξέλιξη να επιταχύνεται, ιδίως από
την κρίση του 2008 και μετά, με την εκλογική νίκη του Εθνικού Μετώπου στη
Γαλλία, τη ραγδαία άνοδο νεοφασιστικών και νεοναζιστικών οργανώσεων
στην καινούργια περιφέρεια της ηπείρου, όπως και στην Ουγγαρία, την
Ελλάδα, και πιο πρόσφατα στην Ουκρανία με τη συμμετοχή τους στην
προσωρινή κυβέρνηση.
Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει, εδώ,
πως η υπόθεση μιας σχέσης συνάφειας και συνέχειας ανάμεσα στη
δημοκρατικά εκλεγμένη, πρώτη κυβέρνηση Μπερλουσκόνι (με τη συμμετοχή
Φίνι και Μπόσι), και στους νεοφασίστες και νεοναζί του Svoboda και του Pravy Sektor
περιέχει προφανείς αφαιρέσεις και απλουστεύσεις, συνιστώντας ένα
αμάλγαμα που παραγνωρίζει ή αποσιωπά τις ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης.
Η αρχική μου υπόθεσή, ωστόσο, είναι πως συσχετίζοντας ακριβώς την
ανάπτυξη όλων αυτών των –εκ πρώτης όψεως– ανόμοιων μεταξύ τους κινημάτων
και δυνάμεων, αποκτούμε μια συνολική εικόνα για τον χαρακτήρα της
σύγχρονης ευρωπαϊκής πολιτικής. Μέχρι πρόσφατα, η εμμονή πολλών
διανοουμένων και αγωνιστών της Αριστεράς στον ιστορικό φασισμό του
Μεσοπολέμου και στις εκλεπτυσμένες κατηγοριοποιήσεις των διαφορετικών
μορφών και παραλλαγών του υπήρξε χρήσιμη για να θυμόμαστε και να
καταλαβαίνουμε τις τραγωδίες και τους ηρωισμούς του περασμένου αιώνα.
Ωστόσο, αυτή η εμμονή λειτουργεί πλέον και ως παραμορφωτικός καθρέφτης,
προκαλώντας ένα είδος συλλογικής μυωπίας –ή και τύφλωσης– απέναντι στην
παράλληλη άνοδο των φασιστικών δυνάμεων σε διαφορετικά μέρη της γηραιάς
ηπείρου.
Ασφαλώς, το Εθνικό Μέτωπο δεν γεννήθηκε από τις ίδιες συνθήκες, ούτε στηρίχθηκε στις παραδόσεις που διεκδικούν οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα, το Jobbik στην Ουγγαρία, το κόμμα της Προόδου στη Νορβηγία ή ακόμη το αυστριακό κόμμα της Ελευθερίας.[3]
Όμως, είναι επίσης γεγονός πως, «λαϊκιστικές», «ξενοφοβικές»,
«εθνικιστικές» ή «νεοφασιστικές», οι παραλλαγές της ακροδεξιάς κερδίζουν
έδαφος ταυτόχρονα. Η ευθύνη να ονομάσουμε και να αναχαιτίσουμε αυτή την
αντιδραστική στροφή, που απειλεί να ενταφιάσει οριστικά τα κοινωνικά
και δημοκρατικά κεκτημένα του εργατικού κινήματος, αποτελεί πλέον
καθήκον πολύ πιο επείγον από το να την κατατάξουμε σύμφωνα με την
τυπολογία του ιστορικού φασισμού. Συνέχεια ανάγνωσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου