Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 29, 2014

ΕΝΑΣ ΘΥΜΟΣΟΦΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΡΙΜΑΔΟΡΟΣ

Περικλής ΜαλαμίτσηςΕΝΑΣ ΘΥΜΟΣΟΦΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΡΙΜΑΔΟΡΟΣ

Ο λαϊκός ποιητής  Κερασοπούλας ( πραγματικό όνομα: Περικλής Μαλαμίτσης) από το γραφικό χωριό Μεσενικόλας της Καρδίτσας [www.mesenikolas.gr ], αποδεικνύει ότι είναι ικανός   ριμαδόρος. Οι επτασύλλαβοι , κατά βάση, στίχοι του αναπτύσσονται συνήθως σε τετράστιχα, το δε πνεύμα τους  συνδυάζει τη θυμοσοφία, την προσωπική μνήμη από γεγονότα του ιστορικού βίου του τόπου του και την άδολη  σάτιρα.Θερμές ευχαριστίες στο φίλο Βασίλη Μηλίτση που μας γνώρισε τον καλό συντοπίτη του...







ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ
Το συνηθίζαν οι παλιοί
να λένε στο χωριό
τα ψέματα πως στάλθηκαν
ψηλά  απ’ το θεό.

Μολόγαγαν πως ο Θεός
είχε πέντε σακιά
και ίσα θα τα μοίραζε
σε όλα τα παιδιά.

Είχε έρθει ο Παντοδύναμος
μια μέρα στην Κρανιά
και αλοιμούρα1 πέταξε
τα πέντε τα σακιά.

Αμέσως όλοι τρέξανε
να πάρουν τα σακιά
μικροί, μεγάλοι, γέροντες
γυναίκες και παιδιά.

Το δύο δεν προκάνανε
στη γη για να πατήσουν
οι Μανωλαίοι πρόκαναν
να τα εξαφανίσουν.

Το τρίτο κατρακύλησε
και πήγε για τη Βούλια2
εκεί όπου το μοίρασαν
ούλα τα Κορωνούλια3.

Το τέταρτο ερχότανε
με σκέρτσο και μεράκι
επήγε και κρεμάστηκε
στην πόρτα του Γιαννάκη.

Το πέμπτο αέρας τ’ άρπαξε
κατ’ τον Αναφανό
κι ο δόλιος δεν επρόκανα
να πάρω κάνα δύο.

Όμως ο μπάρμπας ο Θωμάς
σαν φτερωτό πουλί
επήγε και το άρπαξε
το πέμπτο το σακί.

Μες το κατώι τα ‘βαλε
μέσα στον πουδαρά4
και λίγα- λίγα έπαιρνε
κι έδωνε στα παιδιά.

Μια μέρα που νευρίασε
και φώναζε πολύ
στα νεύρα του μαρτύρησε
πού έχει το σακί.

Έτσι λοιπόν τον άκουσα
πήγα κρυφά- κρυφά
τ’ άρπαξα και το κράτησα
να γράφω χωρατά.

Άμα δεν τα κατάφερνα
τα ψέματα ν’ αρπάξω
θα ήταν ακατόρθωτο
σάτιρα για να γράψω.

Κερασοπούλας

1 διανομή στην τύχη
2 τοποθεσία, όπως επίσης    Αναφανός, όπου έκαιγαν τον Ιούδα το Πάσχα.
3 παιδιά της οικογένειας Κορώνη.
4 τεράστιο ξύλινο βαρέλι
Ο ΑΡΠΑΓΑΣ

Μια μέρα προσευχόμουνα
Στον Ύψιστο θεό
Να μ’ έκανε με το ραβδί
Ό, τι ήθελα εγώ

Το σκέφτομαν συνέχεια
Σαν τι να του ζητήσω
Απ’ όλα τα επαγγέλματα
Πιο να εξασφαλίσω

Για να με κάνει ο Δάσκαλο
Γράμματα να μαθαίνω
Του κόσμου όλα τα παιδιά
Χωρίς ποτές να δέρνω

Μα πάλι το μετάνιωσα
Τέτοια δουλειά δεν κάνω
Γιατί θα λέω ψέματα
Μέχρι που να πεθάνω

Θα λέω τα κατορθώματα
Οι Ήρωες που είχαν κάνει
Μα δεν θα λέω στα παιδιά
Πως είχανε πεθάνει

Πως κάποιους τους δικάσανε
Και φυλακή τους ρίξαν
Και άλλον στης Ακρόπολης
Τον βράχο τον γκρεμίσαν

Άμα με κάνει όμως Γιατρό
Πάλι καλά δε ‘θανε
Όποιος σε με θα ‘ρχότανε
Μπορούσε να πεθάνει

Γιατί σε κάθε επίσκεψη
Στα χέρια θα κοιτούσα
Αν δεν κρατούσε χρήματα
Θα τον απαρατούσα

Αν δικηγόρο μ’ έκανε
Τρανό μεσ’ την Αθήνα
Θα τσάκωνα πολλά λεφτά
Θα την περνούσα φίνα

Ψέματα θα αράδιαζα
Εγώ πάρα πολλά
Και όλους θα αθώωνα
Που είχανε λεφτά

Αν όμως τα κατάφερνα
Να γίνω υπουργός
Σαν το Σαράκι θα’ τρωγα του καθενός το βιος

Τότε θα με ψηφίζανε
Αθρόα οι πολίτες
Καθόλου δε θα μ’ ένοιαζε
Αν ήτανε κοπρίτες

Πολύ όμως θα το’ θελα
Δήμαρχο να με κάνεις
Φοβάσαι όμως, θεούλη μου
Μήπως το παρακάνεις

Έτσι που είμαι άπληστος
Θα έταζα αράδα
Πως έργα θα τους έκανα
Μικρά μα και μεγάλα

Τα ξύλα όλα απ’ τα χωριά
Εγώ θα τα πουλούσα
Και απ’ τους κερατζήδες1 μου
Μίζα θα κονομούσα

Τα χρήματα θα μάζευα
Με κέφι και μανία
Κι επιταγή θα τα’ κανα
Να παν στην Ελβετία

Γι’ αυτό λοιπόν θεούλη μου
Άσε με έτσι να’ με
Να πίνω το κρασάκι μου
Κι ήσυχος να κοιμάμαι

Κερασοπούλας

1 μεταφορείς ξυλείας




ΚΑΤΙ ΚΑΚΟ ΠΟΥ ΕΖΗΣΑ
Θα σας εξιστορήσω
Σε τούτο εδώ το ποίημα
Χωρίς να σατιρίσω
  
Και σας το λέω από καρδιάς
Κι ούτε θα ξαναγράψω
Για τούτο εδώ που έζησα
Και θέλω να ξεχάσω                             

Θα μολογήσω φίλοι μου
Πως τα’ ζησα αυτά
Παιδάκι όταν ήμουνα
Πριν φτάσω τα επτά

Όταν γινόταν πόλεμος
Με τα αντάρτικα
Όλα τα εκτόπισανε
Τα ορεινά χωριά

Τα στείλαν στο Παλιόκαστρο
Στο Ίσαρι  στο Μάρκο
Και άλλους τους εφτάσανε
Στο μακρινό το Ζάρκο1

Φυλάκια εστήσανε
Σε όλα τα χωριά
Μην έρθουν οι αντάρτες
Και πάρουν φαγητά

Βάλανε στα φυλάκια
Σκοπούς που ήταν χίτες
Σε ρώταγαν που θες να πας
Και στον ντροβά τι είχες 

Αν στο χωριό σου ήθελες
Να ανέβεις κάποια μέρα
Δεν σ’ άφηναν για να μην πας
Φαγί στο Παστραβέλα2

Όταν όμως γυρίσαμε
Για επαναπατρισμό
Φτάσαμε και αντικρίσαμε
Έρημο το χωριό

 Όλο παλαβολάπατα3
Και άγρια τσουκνίδια
Ήταν και επικίνδυνο
Για να μας φαν τα φίδια

Όλο το γεντίκι μας
Ήτανε δυο τσιολτάρια4
Και δεν υπήρχε καναπές
Να απλώσεις τα ποδάρια

Στη φτώχια μας εφρόντισε
Η ..θεια Αμερική
Μας έφερε να βάλουμε
Και παρδαλό βρακί 
Φέραν κουβέρτες στο χωριό
Με ρέο στρατιωτικό
Ρέγκες μέσα σε κουτιά
Και γαλέτα στρατιωτικιά

Τα μοίραζαν και φώναζαν
Σ’ όποιους ήθελαν «ΠΑΡΩΝ»
Σ’ αυτούς που δεν εχώνευαν
Φωνάζανε «ΑΠΩΝ» 

Πήγα να πάρω όταν είδα
«Εσενα δε σε χορηγεί η πατρίδα
Ετούτα είναι μοναχά
Για των φρονίμων τα παιδιά

Μετά από μέρες φέρανε
Και ρούχα σε κουτιά
Ξεχώριζαν όλα τα καλά
Για την δική τους φορεσιά

Τα άλλα τα παλιότερα
Τα παν στην εκκλησιά
Και αλημούρα τα ‘ριχναν
Στων άλλων τα παιδιά

Μόλις  επρόκανα κι εγώ
Και πήρα  δυο στιβάλια
Μα κολυμπούσαν μέσα τους
Τα κούτσικα ποδάρια

Όταν όμως μεγάλωσα
Κοντά στα δεκαοκτώ
Μου είπανε πως έπρεπε
 να πάω στο στρατό

Τότε με χρειαζότανε
Η Ελληνική πατρίδα
Και ούτε ποτέ την ένοιαξε
ΚΟΥΒΕΡΤΑ  ΚΙ ΑΝ ΔΕΝ ΠΗΡΑ.-

                                       Κερασοπούλας





Δεν υπάρχουν σχόλια: