ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΙΚΗΣ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ*
Η Κυριακάτικη Αυγή, 5/11/11
Μαργαρίτα Βασιλάκου- Ένα με τη φύση |
Περπατούσε
με χαμηλωμένα τα μάτια περπατούσε με σκυφτό το κεφάλι σ’ ένα δρόμο στο
κέντρο της πρωτεύουσας ακούγοντας τις φωνές των περαστικών (πότε δυνατές
πότε σαν ψίθυροι) και τις φθαρμένες πλάκες του δρόμου να στενάζουν - τι
περίεργες οιμωγές!
Κατέβαινε
συχνά σ’ αυτό που λένε «Αθήνα» ακόμη κι αν κατοικείς στο πιο κοντινό
προάστιο· δεν ήθελε να μένει στο σπίτι, τους είχαν πετάξει με τη βία οι
αναμνήσεις που ήταν συγχρόνως και παρόν, σχεδόν πάντα αποκλειστικά παρόν
ξεδιάντροπα ζευγαρωμένο με ήχους, περισσότερο ήχους παρά εικόνες. Έτσι,
αποφεύγοντας το βλέμμα του χρόνου που ταυτιζόταν με το πρόσωπο ενός
ηλικιωμένου (γιατί ακόμη και οι πιο αφηρημένες έννοιες
προσωποποιούνται), προσπαθούσε να διακρίνει μέσα από την έκφραση κάθε
διαβάτη το συναίσθημα μόνο, το βάθος των αισθημάτων.
Γιατί
όλα μοιάζουν τόσο μακρινά όταν μιλάμε για θάνατο; Ποιος είναι ο λόγος
που η βίαιη επαναφορά δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί με τις λέξεις των
ανθρώπων; Πολλοί δε θέλουν να αναφέρονται σε ρητά, τα αποσπάσματα από
κείμενα ή οι στίχοι από ποιητικά έργα προκαλούν μελαγχολία.
Τα
σπίτια που παρατηρώ στην οδό Μαυρομματαίων (στα αριστερά, ανεβαίνοντας
από την πλατεία Αιγύπτου), μισοεγκαταλειμμένα όσον αφορά στην εξωτερική
τους εμφάνιση, πνιγμένα στο πράσινο των ψηλών φυτών και δέντρων των
εξίσου παρατημένων κήπων τους, δεν είναι οι Πύργοι των παιδικών μου
χρόνων. Είναι μέγαρα που στέγασαν ανθρώπους τώρα νεκρούς, πεθαμένους
εξαιτίας της στενής σχέσης τους με τη φύση και της αξίας που απέδιδαν
στην αδιαφιλονίκητη, σύμφωνα με τους πολλούς, δύναμή της. Τίποτα δε
μπορεί την συγκεκριμένη στιγμή να αποτελέσει την πρόφαση για μια συγνώμη
δίχως αντίκρισμα. Δικαιολογημένη η ζήλεια για το αίσθημα που παρέμεινε
σταθερό: κυριαρχεί της ιδέας του θανάτου γιατί είναι ισχυρότερο από την
εικόνα, τόσο εύκολο να φθαρεί, τόσο συνηθισμένο να επικαλυφθεί από
κάποιαν άλλη. Η Μονή του Ακαταλήπτου στην Πόλη, τα τετραώροφα σπίτια του
Πέραν που γνώρισα μέσα από διηγήσεις, ξυπνούν το μουρμουρητό του νερού
του Ιλισσού που κελαρύζει στο υδραγωγείο του Ουάλεντος. Όλα άρρηκτα
δεμένα μεταξύ τους για έναν και μόνο λόγο: είναι πεθαμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου