Ακτή Νεαπόλεως
ΤΡΙΑ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ*
Πηγή: Η Κυριακάτικη Αυγή,15/9/12
Δημήτρης Πατσετίδης- Βιβλιοφάγος |
Ο Αρχίλοχος στη Θάσο
Ο Αρχίλοχος,
υπηρέτης του Άρη και των Μουσών, μισθοφόρος, με το σπαθί κέρδιζε το ψωμί και το
κρασί του. Και θεωρούσε βέβαια τον εαυτό του ποιητή. Ταξίδεψε, πολέμησε, έπαθε
κι έγραψε πολλά. Όντας από ταπεινή γενιά δεν υπολόγιζε θεσμούς κι αξιώματα.
Είχε φίλο καρδιακό τον Γλαύκο, που σκοτώθηκε στη Θάσο. Αγάπησε και μίσησε, όπως
μόνον αυτός ήξερε, εξουθενωτικά τη Νεοβούλη. Πολεμώντας στη θρακική ακτή τους
Σάιους πέταξε την ασπίδα του στις φτέρες, για να γλιτώσει, και τρέχοντας τους
έδειχνε τ' αρχίδια του. Έτσι αυτός. Άλλωστε γνώριζε των σπαθιών την
παλιοδουλειά.
Παλεύοντας με
την ποίηση προήγαγε τον ίαμβο σε τραγούδι πλούσιο σε ρυθμό και νόημα,
αντιμετώπισε τους εχθρούς του, δεν υπερηφανεύονταν άδικα για τις επιτυχίες του,
δεν τον απέλπιζαν οι ατυχίες, γνώριζε τις μεταπτώσεις στη ζωή, τα παιχνίδια των
θεών, σάρκαζε τον εαυτό του και τους άλλους, είχε θάρρος για όλα, αγαπούσε τη
ζωή, τους φίλους, τις γυναίκες, αγαπούσε το κόκκινο κρασί.
Ο Ηράκλειτος,
ο Πίνδαρος, ο Κριτίας τον κατηγόρησαν πως στάθηκε μακριά απ' τη δική τους τάξη,
υβριστής και σαρκαστής θεών κι ανθρώπων. Όπως και να έχει, δεν κατόρθωσαν να
εξαφανίσουν, αυτόν και τα ποιήματά του, από τη συλλογική μνήμη. Η ποίησή του
στάθηκε πιο δυνατή από τις μικροψυχίες των ισχυρών.
Γνωρίζοντας
τη σχετική αλήθεια ανθρώπων και πραγμάτων διέπλευσε, αυτός ο πειρατής,
φωτεινός, το συμπαντικό σκοτάδι.
Ο Μάρκος Βρούτος στους Φιλίππους
Σεπτέμβρης
του 42 π.Χ.
Όταν εκείνο
το σκοτεινό και ζεστό βράδυ, κοντά στους λόφους, ο Μάρκος Βρούτος αισθάνθηκε ή
σκέφθηκε την τερατώδη φασματική παρουσία ανθρώπινης μορφής και στο εύλογο
ερώτημά του έλαβε την απάντηση: "ο κακός σου δαίμονας, Βρούτε, οψόμεθα ες
Φιλίππους", τότε εκείνος, λέει ο Πλούταρχος, δεν ταράχθηκε αλλά απάντησε:
"οψόμεθα", γιατί γνώριζε πως η εκδίκηση έπρεπε να λάβει χώρα. Ήξερε
ποιον θα συναντούσε στους Φιλίππους. Όχι βέβαια τα μειράκια Αντώνιο και
Οκτάβιο, αλλά εκείνον τον άλλο παλιό φίλο και εχθρό: τον Ιούλιο Καίσαρα.
Την άλλη μέρα
ο Αντώνιος άπλωσε το στρατό του στη μαύρη πεδιάδα. Βλέποντας ένα γύρω στους
λόφους τους στρατιώτες του αντιπάλου γνώριζε πως η μάχη ήταν δεδομένη και
στημένη καλά η παγίδα: θα τους τραβούσε κάτω και θα τους λιάνιζε.
Ο Αντώνιος
και οι συν αυτώ ήξεραν: οι εμφύλιοι πόλεμοι ήταν ταξικοί, σκότωναν τη
δημοκρατία και βούλιαζαν το λαό στο λαρύγγι της ολιγαρχίας, οι μισθοφόροι δεν
ήταν πολίτες στρατιώτες, η προσμονή του κέρδους τούς έκανε να λυσσάνε με
αγριότητα, αυτό τους έδινε μια δύναμη και τους όπλιζε φοβερά.
Οι γύρω πληθυσμοί
από Νεάπολη, Θάσο, Δάτον, Φιλίππους κρατήθηκαν σε απόσταση, ο καβγάς δεν τους
αφορούσε άμεσα, κρυφά όμως όλοι προσέφεραν και στους δύο, ώστε το μέλλον να
είναι σταθερό. Η έκβαση της μάχης δεν άλλαζε την κυριαρχία της Ρώμης.
Ο ήλιος
κόκκινος έδυε πίσω από το σκοτεινό Παγγαίο κι ο Βρούτος, βλέποντας τον Κάσσιο
νεκρό από χέρι φίλου, αισθανόταν το φάσμα του Καίσαρα εκεί να τριγυρνά: να
στρέφει τα ξίφη τους ενάντια στους εαυτούς τους. Έβλεπε: Αντώνιος και Οκτάβιος
γύριζαν εκεί σαν τα σκυλιά που μύρισαν αίμα.
Έδωσε εντολή
να ταφεί το σώμα του Κάσσιου στη Θάσο και κάθισε στον παρακείμενο βράχο να
πάρει μιαν ανάσα: "Ελάτε, φίλοι", είπε, "ήρθε πια η ώρα του
αποχαιρετισμού, κανείς δεν πάει πέρα από τα έργα του, κανείς δεν χάνει αφού
έζησε. Η περιπέτεια του πνεύματος, οι χαρές της ψυχής, οι ηδονές της
καθημερινής ζωής και πάνω απ' όλα οι φίλοι μάς έδωσαν την ευτυχία. Ας είναι, η
συνείδησή μας υπάρχει όσο κρατούν οι ρυθμοί αυτού του κόσμου, και χάνουμε τον
κόσμο με την ακόρεστη απληστία του πλούτου, την απληστία της επικράτησης. Κι
όλα αυτά για να κάνουμε τι; Να πάμε πού;"
Έτσι είπε ο
Βρούτος κι έπεσε μ' ορμή στο σπαθί που κρατούσε ο Στράτος.
Παύλος ή Λένιν
Ο Σαούλ, αφού
έλαβε το επαναστατικό του όνομα Παύλος, άρχισε το διεθνιστικό του έργο: Ν'
αλλάξει τον κόσμο.
Φθάνοντας
στην Τρωάδα είδε σ' ενύπνιο, έτσι είπε, να τον καλούν στη Μακεδονία. Βγήκαν με
πλοίο στη Νεάπολη, μαζί του ο Σίλας. Τέλος φθινοπώρου του 49 μ.Χ. αποβιβάστηκαν
στον ανατολικό γιαλό, στα γυμνά βράχια. Η Νεάπολη ήταν λιμάνι και φρούριο.
Παίρνοντας από εκεί την Εγνατία Οδό τράβηξαν για Φιλίππους μέσα στην εύφορη
πεδιάδα.
Δεν είχε
μέλλον στην Ασία η Επανάσταση, φυτοζωούσαν οι κοινότητες, έπρεπε να περάσει
στην Ευρώπη αν ήθελε το έργο του να πιάσει ρίζες: "Κωλυθέντες υπό του
Αγίου Πνεύματος λαλήσαι τον λόγον εν τη Ασία", λέει ο Παύλος.
Στην
περιφέρεια η δουλειά θα χανόταν, θα σκορπούσε μέσα σε τόσες άλλες θεωρίες.
Έπρεπε να μπει στις χώρες της εξουσίας, εκεί που παράγονται οι γνώσεις,
παίρνονται οι αποφάσεις, αθροίζονται τα κέρδη. Εκεί όπου κύριοι και δούλοι
αποτελούσαν τη βάση της κοινωνίας. Στην καρδιά λοιπόν της αυτοκρατορίας,
αρχίζοντας από την Ελλάδα, όπου όλες οι θεωρίες ήταν ανοικτές κι οι πόλεις
ανεξίθρησκες. Μετά στη Ρώμη να βάλει τα θεμέλια της νέας εκκλησίας.
Έτσι χώρισε
τον Χριστιανισμό από τον Ιουδαϊσμό, οργάνωσε την έννοια της εκκλησίας μακριά
απ' τον δήμο, επεξεργάστηκε και ξεκαθάρισε τις βάσεις της ιδεολογίας χωρίζοντας
κοσμικές και μεταφυσικές έννοιες έχοντας σαν βάση τις θεωρίες των Στωικών, που
γνώριζε τόσο καλά.
Για την ώρα
δεν έπρεπε να θίξει την εξουσία, την ιδιοκτησία και όλα τα κατεστημένα. Κάθε
ρήξη με την κοινωνία θα έμενε σαν μια υπόσχεση για το απώτερο μέλλον. Κάθε
ελπίδα δικαίωσης έπρεπε να κρατηθεί στη μεταφυσική σφαίρα. Εδραίωσε την
πεποίθηση του αναπόσπαστου μέλους της εκκλησίας, έβαλε φραγμούς για τις διαρροές.
Το σχέδιο ήταν απλό: από τη στιγμή που όλοι θα ήταν μέλη της εκκλησίας με
την πράξη της αγάπης θα εξισώνονταν. Θα βασίλευε τότε η αταξική κοινωνία.
Τους περίμενε
πολλή και σκληρή δουλειά.
Τώρα έπρεπε
να ζυμώσει τους ανθρώπους με το νέο πνεύμα, αργότερα, όταν έρθει το πλήρωμα του
χρόνου, θ' αλλάξουν την κοινωνία.
Τους περίμενε
πολλή δουλειά, με φυλακές, ταπεινώσεις, θανάτους, προδοσίες, απογοητεύσεις.
Απάρνηση κάθε προσωπικού.
Μέσα στην
έξαρση της επαναστατικής δράσης δεν μπορούσε να δει, δεν υπήρχε η εμπειρία, την
προοπτική: η νέα θεωρία, με τον καιρό, να ταυτίζεται με την εξουσία και τα μέλη
της εκκλησίας να επιζητούν δύναμη και πλούτο. Να χάνεται το συλλογικό, οι
επαναστατικές ιδέες να ωχριούν και να μένει ένα άδειο κέλυφος με μεταφυσικό
πυρήνα, άχρηστο για τους ανθρώπους τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους,
χρήσιμο όμως για την εξουσία.
Γιατί ακόμη
δεν γνώριζαν πως καμιά πραγματικότητα δεν αλλάζει αν δεν καταργηθεί.
Και είπε τότε
ο Παύλος: "Οι μηδέν έχοντες, και τα πάντα κατέχοντες", και το έριξε
στους αιώνες.
Γιατί τίποτε
δεν τελειώνει οριστικά κι όλα από κάπου αρχίζουν πάλι.
*Ο Πρόδρομος Μάρκογλου (Καβάλα, 1935) είναι
ποιητής και πεζογράφος. Το τελευταίο του βιβλίο, Τα σύννεφα ταξιδεύουν τη νύχτα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου