Νίνα
[Διήγημα]
ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ*
Πηγή: Τα διηγήματα της Κυριακής, (Η Αυγή,19/1/13}
Δημήτρης Πετσετίδης- Κινητό |
Χολοσκασμένος ανέβηκα
στα κάστρα να ξεχαστώ στο ηλιοβασίλεμα και ξέμεινα στα στενά δρομάκια γύρω από
την εκκλησιά των Αγίων Αναργύρων. Εκεί κουκούβιζαν μερικά σπιτάκια ξεβαμμένα, με μίζερα κηπάρια,
ένα σωρό σαβούρα στις αυλές, υπόλοιπο εικόνας από την δεκαετία του πενήντα, όλη
η ατμόσφαιρα σαν να διέσχιζες εγκαταλειμμένους τάφους, χορταριασμένους, με τα
ονόματα σβησμένα. Σ’ ένα απ’ αυτά τα σπίτια από ένα παραθυράκι τρεμόπαιζε ένα
ετοιμοθάνατο φως, θαρρείς από προπολεμική λάμπα που της τελείωνε το πετρέλαιο. Μέσα
από κει βγήκε μια γυναίκα κάποιας ηλικίας, σέρνοντας τα πόδια της.
Την ακολούθησα μηχανικά
ως που μπήκε σ’ ένα ταβερνάκι και γω ξωπίσω της. Φαίνεται με είχε αντιληφθεί,
γιατί μόλις άνοιξε την πόρτα κοντοστάθηκε, περιμένοντάς με. Την κοίταξα από κοντά και κείνη αφέθηκε στο
κοίταγμά μου. Υπολείμματα ομορφιάς σέρνονταν στο πρόσωπό της, στα βαθουλωμένα
μάτια κάποιο φως σπαρταρούσε, απομεινάρια
προηγούμενων βαφών στα μαλλιά σκίαζαν κοροϊδευτικά τα κρεμασμένα μάγουλα. Τα χείλη άχρωμα,
μ’ ένα ελαφρό τρέμουλο, ψιθύριζαν, μουρμούριζαν πέρα από τη θέλησή της, από
μόνα τους. Αφέθηκε σ’ ένα τραπεζάκι, έβγαλε
το κινητό της, παμπάλαιο μοντέλο έτοιμο να διαλυθεί, το σκάλιζε με τέτοια
προσήλωση, με μανία, λες κι έψαχνε να βρει εκεί γραμμένο το νόημα της ζωής της.
Φαίνεται ήταν γνωστή στο μαγαζί γιατί ο
σερβιτόρος της έφερε χωρίς να του παραγγείλει, ένα ποτήρι κρασί. Πώς πάμε κυρά Νίνα, την ρώτησε τρυφερά.
Αχ, τα ίδια, όλο τα ίδια απάντησε αναστενάζοντας. Δεν είχες ακόμα κανένα νέο;
Όχι, όχι, τίποτα, έλειψα για λίγο και ξέχασα το κινητό, ίσως πήρε όταν έλλειπα,
γι αυτό ψάχνω. Και ξανάσκυψε πάνω σπ’ το τηλέφωνο.
Παράγγειλα κρασί, την
παράτησα, βυθίστηκα στα δικά μου, που ήταν πολλά, κουβάρι. Κάποια στιγμή την αντιλήφθηκα από
πάνω μου. Με κοιτούσε κρατώντας το ποτήρι της περιμένοντας υπομονετικά να
σηκώσω το βλέμμα. Τότε με ένα ντροπαλό χαμόγελο κάθισε δίπλα μου, έγειρε
συνωμοτικά το κεφάλι της προς το δικό μου, και είπε χαμηλόφωνα. Κύριέ μου
μπορείς να μου κάνεις μια χάρη; Θα σε πληρώσω, δε θέλω να μου το κάνεις χατίρι.
Το μυαλό μου ήταν ακόμα σκαλωμένο στην ονειροπόλησής
μου. Σ’ ένα σώμα λιγνό και στενό σαν μαχαίρι, ένα πρόσωπο λευκό με κόκκινα έκφυλα
χείλη. Και τώρα αυτή η γυναίκα μπροστά
μου, άρπαζε την εικόνα του. Την κοίταξα
ενοχλημένος.Διαβάστε ολόκληρο το διήγημα »
| |||||||||||||
| |||||||||||||
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου