Τα 85 καλύτερα διηγήματα σε έναν χρηστικό οδηγό από τη μεταπολίτευση έως σήμερα
του Π. Ένιγουεϊ
anagnostis.gr
(μια ανθολογία που δεν ευδοκίμησε να κυκλοφορήσει)
Ποια η χρησιμότητα μιας ανθολογίας1 ελληνικών διηγημάτων των πενήντα πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης; Ποιος ο στόχος της; Προσωπικό καύχημα; Ένδειξη/επίδειξη ευρυμάθειας; Απόδειξη ότι το ελληνικό διήγημα είναι υψηλού επιπέδου; Παράθεση προσωπικού γούστου και υποκειμενική κριτική με αξίωση αντικειμενικότητας; Αντιπαράθεση με άλλες αξιόλογες, αν μη τι άλλο, ανθολογίες; Επιθυμία για καινοτομία; Ανάδειξη αποσιωπημένων/παραγνωρισμένων κειμένων του παρελθόντος; Παγίωση των ήδη γνωστών κειμένων και καθιερωμένων συγγραφέων; Προς τι λοιπόν η εν λόγω αποτίμηση; Όλα τα παραπάνω, τίποτα από αυτά, κάτι από αυτά, ή κάτι άλλο;
Πάντα είχα απορία και περιέργεια ποια είναι τα διηγήματα από την μεταπολίτευση ως τις μέρες μας που ξεχωρίζουν, που έχουν προσωπικό ύφος και στιλ γραφής, που αναδεικνύουν θέματα που λίγοι άγγιξαν ή που τα παρουσιάζουν με έναν φρέσκο και ιδιαίτερο τρόπο.
Έτσι, για την εκπόνηση της ανθολογίας, κατάρτισα μια λίστα 260 συλλογών διηγημάτων2, τις οποίες (ξανα)διάβασα, ξεχωρίζοντας τα κείμενα που άξιζαν, κατά τη γνώμη μου, να συμπεριληφθούν στο πόνημα.
Επίσης οι συγκεντρωτικές εκδόσεις, οι συλλογικοί τόμοι, τα αφιερώματα σε εφημερίδες και περιοδικά βοήθησαν τα μάλα να πληροφορηθώ για τα λογοτεχνικά κείμενα της περιόδου. Και βέβαια σημαντικό βοήθημα αποτέλεσαν οι διάφορες ανθολογίες, καθώς και τα κείμενα λογοτεχνικής κριτικής, που όμως τα αντιμετώπισα κι εγώ με κριτική διάθεση, συμφωνώντας ή διαφωνώντας κατά περίπτωση και εκφράζοντας κάθε φορά προσωπική γνώμη, όπως μετουσιώνεται στην εκάστοτε επιλογή μου.
Η ανθολογία δεν έχει «ακαδημαϊκές» καταβολές, αλλά ακολουθεί τη λογική του «κάτι καλό από πολλούς». Δεν θέλει να καταδείξει τα κείμενα που «θα αντέξουν στο χρόνο» — μολοταύτα περιέχει αρκετά από αυτά. Κύριο μέλημά μου ήταν ο ποιοτικός πλουραλισμός και σε καμιά περίπτωση η ελιτίστικη κριτική — μια συναγωγή δηλαδή ετερόκλητων κειμένων, διαφορετικής αισθητικής, τεχνικής και δυναμικής, που δίχως άλλο αξίζουν την (εκ νέου) προσοχή μας.
Να λοιπόν ποιες είναι οι εννιά επιμέρους κατηγορίες διηγημάτων που απαρτίζουν την ανθολογία:
- Το διήγημα της μνήμης
- Το πολιτικό διήγημα
- Άτομο και καθημερινότητα
- Το ερωτικό διήγημα
- Χιούμορ, ειρωνεία και σάτιρα
- Το φαντασιακό διήγημα
- Το αστυνομικό διήγημα
- Μεταμυθοπλασία
- Λοιπές κατηγορίες (παράλογο, παράδοξο, αλληγορία, εσωτερικός μονόλογος)
«Το διήγημα της μνήμης» εξιστορεί (συνήθως αναπολώντας) ιστορίες από τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα ή και μετέπειτα, κυρίως από τις δεκαετίες ’40, ’50 και ’60.
«Το πολιτικό διήγημα» αναφέρεται στον δημόσιο βίο ή τις δημόσιες παθογένειες — πρόσφατες ή παλιότερες, αλλά πάντως με κάποιου είδους αναφορά στο παρόν.
Αντίθετα η κατηγορία «Άτομο και καθημερινότητα» εστιάζει στον ιδιωτικό και οικογενειακό βίο.
«Το ερωτικό διήγημα» πραγματεύεται ερωτικές ιστορίες, ενίοτε όχι και τόσο καθημερινές…
Στην επόμενη κατηγορία, «Χιούμορ, ειρωνεία και σάτιρα», συναντούμε διηγήματα με σατιρική ή περιπαιχτική διάθεση, αλλά και καυστικό χιούμορ.
Ακολουθούν διηγήματα του «φανταστικού» ή «φαντασιακού» (κατά Δ. Κούρτοβικ), που διαδραματίζονται στο απώτερο ή εγγύτερο μέλλον, με έντονες αναφορές στο παρόν βέβαια και παρουσιάζοντας το με έκδηλη ανησυχία και προβληματισμό.
Τα «αστυνομικά διηγήματα» κάνουν —δε θα πω την είσοδό τους, μιας και η ιστορία τους, τουλάχιστον όσον αφορά την ελληνική γραμματεία, ξεκινά τη δεκαετία του 1920— κάνουν λοιπόν μια εκρηκτική (επαν)εμφάνιση στα μέσα και κυρίως στα τέλη της δεκαετίας του 2000, οπότε η συμπερίληψή τους είναι αυτονόητη.
Στην κατηγορία υπό τον γενικό όρο «μεταμυθοπλασία»3 οι ιστορίες διαδραματίζονται σε κάποια επαρχιώτικη γωνιά και σε παλαιότερη εποχή, την οποία και αναπλάθουν χρησιμοποιώντας άτυπα λογοτεχνικά στοιχεία, όπως η τοπική διάλεκτος και ο προφορικός λόγος, ώστε αφενός να πείσουν για την αληθοφάνεια των γεγονότων και αφετέρου να προσδώσουν έμφαση στο δραματικό στοιχείο. Να σημειωθεί εδώ πως δεν πρόκειται, όπως κάκιστα ειπώθηκε, για κάποια μορφή «νεο-ηθογραφίας», καθώς πρόθεση των ιστοριών αυτών δεν είναι η εξύμνηση της ζωής στην ύπαιθρο με γλαφυρές περιγραφές της καθημερινότητας των πρωταγωνιστών.
Τέλος στις «Λοιπές κατηγορίες» περιλαμβάνονται διηγήματα που σχετίζονται με το παράλογο, το παράδοξο, την αλληγορία και είναι κείμενα αινιγματικά, ατμοσφαιρικά, υποβλητικά, θα έλεγα, που αποπνέουν μια αχλή μυστηρίου.
Ο βασικός λόγος που επέλεξα την ανθολόγηση των διηγημάτων σε κατηγορίες είναι η πεποίθησή μου πως με αυτόν τον τρόπο το πόνημα γίνεται πιο προσιτό στον αναγνώστη, καθώς καθοδηγείται ως προς τον τρόπο γραφής, τη θεματολογία και το πλαίσιο όπου θα κινηθεί ένα σύνολο ιστοριών. Η ανθολογία άλλωστε έχει εκπαιδευτικό, μαθησιακό χαρακτήρα, δεν είναι μια ξερή και ψυχρή παράθεση κειμένων, αλλά απευθύνεται στον μέσο αναγνώστη που ενδιαφέρεται για την ιστορία της λογοτεχνίας και δεν αναλώνεται στα ευπώλητα και πολυδιαφημιζόμενα βιβλία της σεζόν.
Εν κατακλείδι, η παρούσα ανθολογία δεν είναι η ανθολογία των συγγραφέων ή των κειμένων, αλλά των ειδών, και, παραφράζοντας Σάκη Σερέφα4, θα έλεγα πως «μια ανθολογία δεν είναι πασαρέλα κειμένων, ούτε γραμματολογική σαρκοφάγος. Φαντασιώνομαι εκείνον τον αναγνώστη ο οποίος, τελειώνοντας την ανάγνωση αυτού του τόμου, θα μείνει με την αίσθηση πως το διήγημα είναι ένας σπαρταριστός οργανισμός με συμπεριφορές, ιδιοτροπίες και υπερβολές».
Όμως στο σημείο αυτό αναλογίζομαι τον προβληματισμό του καλοπροαίρετου αναγνώστη, που, ίσως σαστισμένος από τον μεγάλο αριθμό διηγημάτων της ανθολογίας, μπορεί να αναρωτηθεί μήπως ήταν ενδεχομένως προτιμότερος και πιο χρηστικός ένας λογοτεχνικός «κανόνας» της ίδιας περιόδου που να παρουσιάζει τα «καλύτερα των καλύτερων». Θα απαντήσω, συνεχίζοντας τα προλεγόμενα, πως δεν είναι μόνο τα «αριστουργήματα» που έχουν το προνόμιο και το «μονοπώλιο» στην απόλαυση και στη δημιουργία σκέψεων και προβληματισμών, αλλά και τα υπόλοιπα κείμενα μπορούν να συνεισφέρουν με τον τρόπο τους στο πολιτιστικό γίγνεσθαι. Συνεπώς δεν το βρίσκω σωστό να πετιούνται αβίαστα στον Καιάδα της λογοτεχνικής λήθης.
Από την άλλη βέβαια μια ανθολογία δεν είναι δυνατόν να αποτελεί απλώς μια μορφή καταλογράφησης και να μην προβεί σε αξιολογήσεις. Όσον αφορά τη συγκεκριμένη ανθολογία μάλιστα, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε σε τρεις κατηγορίες τη δυναμική των κειμένων που την απαρτίζουν. Αποτελείται α) από κείμενα που θεωρούνται, κατά «κοινή ομολογία» και πέρα από κάθε αμφιβολία, «κορυφή» της περιόδου και του συγγραφέα, β) από κείμενα που είναι λαμπρά, αλλά ίσως να μην έτυχαν την προσοχή που τους άξιζε και γ) από κείμενα που, για τον άλφα ή βήτα λόγο, πέρασαν απαρατήρητα, αξίζουν όμως την προσοχή μας, ώστε να ολοκληρωθεί το «παζλ» της περιόδου.
Παρ’ όλα αυτά δεν θα κρυφτώ και θα παρουσιάσω τον «πολυπόθητο» λογοτεχνικό «κανόνα», τα διηγήματα που αποτελούν, κατά τη γνώμη μου, τον «σκληρό πυρήνα» της μεταπολίτευσης από το 1974 ως το 2024 (κατά χρονολογική σειρά):
Γιώργος Ιωάννου, Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ, 1974. |
Δημήτρης Νόλλας, Νεράιδα της Αθήνας, 1974. |
Χριστόφορος Μηλιώνης, Η αποκριά, 1976. |
Μένης Κουμανταρέας, Η εβραία, 1981. |
Περικλής Σφυρίδης, Η έκτρωση, 1982. |
Νίκος Κάσδαγλης, Το θολάμι, 1987. |
Σωτήρης Δημητρίου, Άντρας από τη Βουλγαρία, 1989. |
Τάσος Καλούτσας, Τα ποδήλατα, 1990. |
Γιώργος Σκαμπαρδώνης, «Μόσμπεργκ» των έξι, 1992. |
Τάσος Ρούσσος, Αμφίων, 1995. |
Βασίλης Τσιαμπούσης, Ο γάμος, 1996. |
Έρση Σωτηροπούλου, Το μουνί μέσα στη ζέστη, 1997. |
Ανδρέας Αποστολίδης, Εφιάλτης, 1998. |
Ευγένιος Αρανίτσης, Η Γη ιδωμένη από το Φεγγάρι, 1999. |
Κέντρου-Αγαθοπούλου Μαρία, Το πιο πικρό ποτήρι, 2002. |
Νίκος Κουνενής, Γιάπινγκ, 2003. |
Ηλίας X. Παπαδημητρακόπουλος, Ο Αμερικάνος, 2004. |
Πέτρος Μαρτινίδης, Ο θάνατος είναι πάντα άδικος, 2008. |
Τάσος Χατζητάτσης, Απολυμένη Πέτρα, 2009. |
Δημοσθένης Παπαμάρκος, Νόκερ, 2014. |
Α. Κ. Χριστοδούλου, Η σφραγίδα, 2015. |
Χρήστος Οικονόμου, Νεράιδες στο ορυχείο, 2017.
|
1.Το παρών σημείωμα αποτελεί τον πρόλογο και τα περιεχόμενα μιας δίτομης ανθολογίας διηγημάτων Ελλήνων συγγραφέων που αν και «χτύπησα» την πόρτα εξήντα πέντε εκδοτικών οίκων, τελικά κατέστη ανέφικτη η κυκλοφορίας της…
2.Για την παρούσα έρευνα καθοριστική ήταν η συνεισφορά τριών δημόσιων βιβλιοθηκών, της Βιβλιοθήκης του Δήμου Αθηναίων, της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Καλλιθέας και της Εθνικής Βιβλιοθήκης, όπως επίσης και διαφόρων παλαιοβιβλιοπωλείων και του metabook.gr, σε περιπτώσεις σπάνιων και εξαντλημένων βιβλίων.
3.Προφανώς στην κατηγορία δεν περιέχονται μόνο «επαρχιώτικης» μορφής κείμενα, όπως αυτά των Κ. Μιτσοτάκη, Αλ. Δεληγιώργη. Να σημειωθεί ότι τα διηγήματα των Δ. Πετσετίδη και Δ. Παπαμάρκου, αν και έχουν «επαρχιώτικη» χροιά, ανήκουν αμφότερα στην υποκατηγορία της «ιστορικής μεταμυθοπλασίας».
- Θεσσαλονίκη. Μια πόλη στη λογοτεχνία, επιλογή κειμένων Σάκης Σερέφας, εκδ. Μεταίχμιο, 2006.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΣ
Α. ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
Γιώργος Ιωάννου «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ»
Χριστόφορος Μηλιώνης «Η αποκριά»
Τόλης Καζαντζής «Ο διεθνής»
Λένα Διβάνη «Το σημάδι του θανάτου»
Νατάσα Κεσμέτη «Στης Μιμής με πόντους και την ξανθιά του Santé»
Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος «Ο Αμερικάνος»
Τάσος Χατζητάτσης «Απολυμένη Πέτρα»
Μάρκογλου Χ. Πρόδρομος, «Ταξίδι στο Νέστο»
Β. ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ[.....................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου