Διαφορές και ταυτότητα
Η περίφημη Οντολογική διαφορά του Χάιντεγγερ, και η καθιέρωσή της ως βάση μιας ριζοσπαστικής ιδεολογίας, βρήκε θιασώτες σέ όλο το φάσμα της μεταφιλοσοφίας. Με όσα μας ταλανίζουν, πριν και μετά το τέλος των εκλογών, πύρινα μέτωπα της ερημοποιούμενης ελληνικής γης, μαύρη εργασία και μαύρο χρήμα ως αξία αξιών μιας χώρας που την διαλύουν ανομία, παρανομία , ατιμωρησία, και τα συνεπακόλουθα, δεμένα στο γερό σχοινί της επανάληψης, από τότε ακόμη που η Ευρώπη πίστευε στην εν προόδω δημοκρατία, οι ανακατατάξεις στον ΣΥΡΙΖΑ, με την αιφνίδια παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα, και οι επικείμενες εκλογές νέου αρχηγού του κόμματος, θέτουν σε πρώτο πλάνο το ζήτημα της ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ.
Γιατί η έννοια της οντολογικής διαφοράς, στην κυριολεκτική σημασία της, σημαίνει ότι ο Α διαφέρει οριζοντίως και καθέτως από τον Β, ο οποίος διαφέρει από τον Α και τον Γ, ο οποίος διαφέρει από τον Β και τον Δ, κοκ., σε μιαν ατέρμονη σειρά που ξεχνάς τα επίμαχα ερωτήματα: ομονοούντες και μη, διαφέρουν σε τι, από τι και ποιον, προς τι ;
Στην λογική και πραγματική συνακολουθία τους, η διαφορά συνεπάγεται την ταυτότητα. Ο όρος ταυτότητα, με τις παραφθορές που υπέστη, κατήντησε υποβολιμαίος και επικίνδυνος, ενώ είναι λογικά αναγκαίος, όταν μιλούμε για διαφορά. Στην αρχαιοελληνική σκεψη, με το πάντρεμα Παρμενιδη και Ηράκλειτου, ο συγκεκριμένος κόσμος των αισθητών και των νοητών παρέπεμπε σε ταυτότητες με τη μορφή ένωσης ταυτού-θάτερου ή μείξης αντιθέτων ,όπως, λ.χ., ύλης και μορφής, που η μία χωριστά από την άλλη υποδήλωνε το σημαίνον ύλη ή το σημαίνον μορφή, και μόνον με την ένωσή τους μαρτυρούσαν ένα συγκεκριμένο σημαινόμενο.
Στη συγκεκριμένη πραγματικότητα, τα αξιώματα της ταυτότητας (Α=Α), της μη αντίφασης και του αποκλεισμού του τρίτου, διασφάλιζαν τη συνοχή και τη συνάφεια του λόγου, ώστε ο λόγος, αναφερόμενος σε συγκεκριμένα αντίθετα, να μην αντιφάσκει, και, με τις ουσιαστικές αρχές της ένωσης των αντιθέτων και της άπειρης σχέσης, να διασαφηνίζει την πηγή της αντιθετικότητάς τους και να προβληματοποιεί την δυνατότητα υπερβασής τους.
Στην τυπική λογική, που επικράτησε από τον 17ο αι. και εξής, η αρχή της ταυτότητας υποδηλώνει ομοιογένειες ή αναλογίες που προκύπτουν από τη μαθηματικοποίηση και τη σχηματοποίηση της ετερογένειας,, αφήνοντας εκτός ανάλυσης όσα ετερογενή στοιχεία αδυνατούν να μαθηματικοποιηθούν ή να σχηματοποιηθούν.
Ο Χέγκελ, μεθερμηνεύοντας τον κλασικό αριστοτ. Πλατωνισμό, συμπλήρωσε την γνώση της αφηρημένης πραγματικότητας με βάση την τυπική λογική, με μια νέα θετική (διαλεκτική ) λογική ως όργανο γνώσης του συγκεκριμένου κόσμου, Φύσης και Ιστορίας. Έδειξε, έτσι, ότι στη συγκεκριμένη πραγματικότητα, τη θέση της τυπικής ταυτότητας Α=Α παίρνει η αρχή της ταυτοποίησης Α=Β,Γ,Δ… στην οποία συνεπικουρούν οι ουσιαστικές αρχές της αντίφασης και της άπειρης σχέσης, πράγμα που επιβεβαίωνε την αναγκαία ταυτοτοποίηση με τη μορφή χημικής ανάλυσης, που εξακριβώνει όσα διαφορετικά στοιχεία συναποτελούν, με την ένωσή τους, μιαν ολότητα (ενότητα) που, με ιστορικούς όρους, διευρύνεται ή συρρικνώνεται.
Με
την οντολογική διαφορά, ο Χάιντεγγερ συμπληρώνει την αφηρημένη σκέψη
που αξιώνει την ταυτότητα, αποκρύπτοντας τις διαφορές, ώστε να ακυρώσει
τη θετική (διαλεκτική) λογική στην οποία οφείλουμε τις σύγχρονες
μεταστοιχειώσεις της ελληνοδυτικής φιλοσοφικής παράδοσης, με τους Καντ,
Σελλινγκ, Χέγκελ, Μαρξ, Νιτσε, τον 19ο αι. , και τους Λουκατς, Ερνστ
Μπλοχ, Γκράμσι, Χορκχάιμερ, Μερλώ-Ποντύ, Γκυρβιτς, Μπουρντιέ, Γκοντελιέ,
Λεφέβρ, Καστοριάδη, Μορεν, Βαλλερστάιν, κ.ά., τον 20ό αιώνα.
Μονίμως
στο στόχαστρο των εξουσιαστικών γνωστικών πρακτικών, και του
δογματισμού, η διαλεκτική, ως μέθοδος της εκκοσμικευμένης φιλοσοφικής
και επιστημονικής σκέψης, εκφράζει την ελευθερία της −όση διαθέτει, κάθε
φορά− με υπερβάσεις εννοιών, ιδεών και μεθόδων που επιτρέπουν τον
μετασχηματισμό τους, αλλά και με παρεγκλίσεις φαντασιακών σημασιών, που
κάνουν να προκύψουν καινοτόμες συμβολικές μορφές, διευρυμένες οπτικές,
καινούργια νοήματα, νέα οράματα ή προτάγματα.
Μολονότι μεσολάβησαν οι
τραγικές συνέπειες του Β΄ΠΠ, οι παραπάνω κατακτήσεις που συνέβαλαν στην
χειραφέτηση των συνειδήσεων παραμερίστηκαν και τη θέση τους πήρε
θεοποιημένη η διαφορά, κρατώντας πεισματικά τον μονιστικό χαρακτήρα της.
Το ερώτημα διαφορά από τι, προς τι, έμενε αναπάντητο, αφού η απάντηση
αποκάλυπτε το πρόβλημα της τυπικής ταυτότητας, που απέκρυπτε όσες
διαφορές διέσωζε το πολλαχώς λέγειν.
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, αριστεροί ακαδημαϊκοί διανοούμενοι ομνύουν στη διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ από τα άλλα κόμματα, χωρίς να αποσαφηνίζουν τα συγκεκριμένα ταυτοτικά και ετερολογικά στοιχεία του κόμματος, που στην σύνθεσή τους το διαφοροποιούν από τα άλλα κόμματα.
Γι’ αυτό και στην κρίσιμη στιγμή που ο νικητής των εκλογών αντιδραστική δεξιά, μεταλλαγμένη λεκτικά σε «κεντροδεξιά», απλώνει τις ρίζες της, ένθεν κακείθεν, ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ταυτοποίησής του, που κρατούσε στο συρτάρι, όταν ζητούσε, από όσους νεότερους διψούσαν να μάθουν και να προβληματισθούν, να ανέβουν στο καράβι του κόμματος για να κάνουν το δρομολόγιο που όργανα και στελέχη σχεδίαζαν εν πλω τον προορισμό του.
Τώρα, καλείται να πει ξεκάθαρα τι είναι και σε τι διαφέρει από τι, ποιους, σε τι, ώστε τα σημαίνοντα να μην αλλάζουν κατά την περίσταση, κάθε φορά, τα σημαινόμενά τους.
Κι αυτό γιατί, χωρίς τα ζεύγματα ταυτού-θάτερου, με τα οποία έρχεται αντιμέτωπη κάθε είδους ανάλυση, η περίφημη οντολογική διαφορά καταλήγει σε μιαν ιδεολογία του τίποτα, του κενού ή της αβύσσου που χρειάζεται μορφοποίηση∙ πράγμα αδύνατο, χωρίς συγκεκριμένες έννοιες , ιδέες, κατευθυντήριες γραμμές με τη μορφή ταυτοποιήσιμων υλικών.
Επιπλέον, η μορφοποίηση είναι έργο μιας ελεύθερης, κατά το δυνατόν, δημιουργικής σκέψης, που ζητά να εκφράσει το κοινό αίσθημα που συσπειρώνει την κοινωνία, και το οποίο ο λαϊκισμός το υπονομεύει, όταν ζητά να πείσει με λόγια, ερήμην πραγμάτων και προβλημάτων, ακόμη και όσους με φοροδιαφυγή, ή αισχροκέρδεια, τα δημιουργούν ή τα επιτείνουν. Γιατί για την συνέχιση μιας πορείας, εν αρχή ήν η αξιοπιστία.
*Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη είναι ομ. καθηγήτρια φιλοσοφίας, συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου