Συνεπαρμένοι από την ερωτική πράξη του ιερού γάμου ο Διόνυσος και η Αριάδνη, η πανέμορφη κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης, ξεκουράζονται πάνω σε έναν βράχο. Ο νεαρός θεός είναι γυμνός, έχει το δεξί χέρι στο κεφάλι του, το δεξί του πόδι ακουμπά στον μηρό της Αριάδνης και δίπλα του στέκεται ένας πάνθηρας. Η Αριάδνη ανασηκώνει το νυφικό της πέπλο για να αποκαλύψει το όμορφο πρόσωπό της με το αλαβάστρινo δέρμα.
Μαινάδες-ακόλουθοι χορεύουν εκστασιασμένες, ενώ τις παρακολουθεί ένας Σιληνός, δαίμονας των ρεόντων υδάτων και της ευφορίας της γης, πιστός σύντροφος του Διόνυσου, με καταγωγή από τη Θράκη και τη Φρυγία.
Μια παράσταση ονειρική, σμιλεμένη με περίσσια τεχνική σε μπρούντζο, αποτελεί το αριστούργημα των συλλογών του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης και συγκεντρώνει τον θαυμασμό Ελλήνων και ξένων επισκεπτών.
Ο ξακουστός σε όλο τον κόσμο κρατήρας του Δερβενίου, βρέθηκε το 1962 στον κιβωτιόσχημο τάφο Β του νεκροταφείου του Δερβενίου μαζί με μεγάλο αριθμό πολύτιμων κτερισμάτων. Περιείχε τα υπολείμματα της καύσης του νεκρού καθώς και ένα χρυσό νόμισμα του Φιλίππου Β', χρυσό δαχτυλίδι, δύο χρυσές περόνες και χάλκινο επίχρυσο στεφάνι. Το στόμιο του αγγείου έκλεινε με χάλκινο ηθμοειδές (=πορώδες, σπογγώδες) κάλυμμα, σουρωτήρι για το κρασί και πάνω του είχε τοποθετηθεί χρυσό στεφάνι μυρτιάς.
Το αγγείο σφυρηλατήθηκε από δυο ελάσματα, ένα για το σώμα και ένα για το επάνω μέρος το λαιμού. Χυτά είναι τα αγαλμάτια του ώμου, οι λαβές και η βάση, ενώ το χρυσό του χρώμα οφείλεται στη μεγάλη περιεκτικότητα κασσίτερου (15%) στο κράμα του χαλκού.
Ο περίφημος ελικωτός κρατήρας του Δερβενίου, βάρους 40 κιλών, είναι ένα μοναδικό δείγμα της τορευτικής, της τέχνης δηλαδή του να δίνει κανείς μορφή σε ανάγλυφο έργο, κυρίως σε μέταλλο και χρονολογείται στον 4ο π.Χ. αιώνα (330-320 π.Χ). Κατασκευάστηκε πιθανότατα σε κάποιο εργαστήριο της Μακεδονίας από καλλιτέχνη εξοικειωμένο με την αττική τέχνη και σύμφωνα με την επιγραφή που είναι χαραγμένη με αργυρά γράμματα στο χείλος, κάτοχός του ήταν ο Αστίων, ο γιος του Αναξαγόρα που καταγόταν από τη Λάρισα.
Η εντυπωσιακή παράσταση
Κεντρικές μορφές της ανάγλυφης παράστασης που κοσμεί το σώμα του αγγείου είναι ο Διόνυσος και η Αριάδνη σε σκηνή ιερού γάμου. Πιστός ακόλουθος του Διόνυσου ο Σιληνός που μοιάζει με Κένταυρο, έχοντας αφτιά, ουρά και οπλές αλόγου, έχει σηκωμένο το ένα του χέρι και στο άλλο κρατά θύρσο, το γνωστό στην αρχαιότητα ευθύγραμμο, μεγάλο ραβδί φυτικής προέλευσης πιθανόν από μάραθο με φουντωτό άνθος στην κορυφή.
Θηρία, ήμερα ζώα, κλαδιά αμπέλου και κισσού διακοσμούν όλες τις επιφάνειες του αγγείου, που φτάνει σε ύψος σχεδόν το ένα μέτρο-0,91 εκατοστά. Τέσσερα αγαλμάτια κάθονται στους ώμους του κρατήρα, ενώ οι έλικες των λαβών κοσμούνται από προτομές του Ηρακλή, αλλά κι ενός γενειοφόρου θεού με κέρατα, καθώς και του Άδη. Κάτω από την κύρια σκηνή του σώματος εμφανίζονται ζεύγη γρυπών και λέοντας με πάνθηρα που σπαράσσουν μικρό ελάφι και μοσχάρι.
Αινιγματική είναι μια δεύτερη ανδρική γενειοφόρος μορφή, ένας άνδρας με σανδάλι που προχωρά σε έντονο βηματισμό. Φορά χλαμύδα και ιμάτιο, από τον ώμο κρέμεται σπαθί στη θήκη του, στο αριστερό χέρι κρατά εγχειρίδιο και στο δεξί δύο δόρατα. Σύμφωνα με τους μελετητές του αγγείου, πρόκειται ίσως για την απεικόνιση του Πενθέα ή του βασιλιά της Θράκης Λυκούργου, που λόγω της ανάρμοστης συμπεριφοράς του προς τον Διόνυσο καταλήφθηκε από μανία.
Η πλούσια διακόσμησή του ενσαρκώνει έναν ύμνο στον θεό Διόνυσο, στην παντοδυναμία του, στη φύση και την εξουσία του πάνω στη ζωή και τον θάνατο.
Η εύρεση και η χρονολόγηση - Ο πάπυρος του Δερβενίου
Ο κρατήρας του Δερβενίου αποτελεί το μοναδικό ακέραιο χάλκινο αγγείο με ανάγλυφες παραστάσεις που σώζεται από τον 4ο π.Χ. αιώνα. Προορίζονταν αρχικά για την ανάμειξη του κρασιού με νερό και ίσως διάφορα μπαχαρικά, για να καταναλωθεί σε συμπόσια και άλλες γιορτές, αργότερα ωστόσο χρησιμοποιήθηκε ως τεφροδόχος.
Ο δημιουργός του είναι άγνωστος, πιθανόν ήταν κάποιος γλύπτης και τορευτής με καταγωγή από αποικία Ιώνων στη Χαλκιδική, που μαθήτευσε κοντά σε μεγάλο δάσκαλο στην Αθήνα πριν ανοίξει το δικό του εργαστήριο στη Μακεδονία ή απλώς είχε μελετήσει και είχε εξοικειωθεί με την αττική τέχνη και τεχνική. Ίσως ακόμη να ήταν κάποιος από τους χαλκουργούς της βασιλικής αυλής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αφού η χρονολόγησή του τοποθετείται στο 330-320 π.Χ.
Η επιγραφή ΑΣΤΙΟΥΝΕΙΟΣ ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΙΟΙ ΕΣ ΛΑΡΙΣΑΣ -μια θεσσαλική παραλλαγή της αιολικής διαλέκτου- δείχνει τον κάτοχο του αγγείου, τον Αστίων, γιο του Αναξαγόρα από τη Λάρισα. Όταν ο Αστίων πέθανε ο τεράστιος κρατήρας έγινε νεκρική κλίνη για τον αριστοκράτη από τη Λάρισα, σε ανάμνηση της καλής ζωής που πέρασε με γλέντια, χορούς και τραγούδια.
Κι αν αναρωτιέται κανείς τι γύρευε ένας Λαρισαίος στη Μακεδονία τον 4ο π.Χ. αιώνα, η απάντηση μπορεί να κρύβεται στους Αλευάδες, ένα πολυπληθές, αριστοκρατικό γένος, που ηγεμόνευε συνεχώς από τον 7ο π.Χ. αιώνα και ο Ηρόδοτος τους αναφέρει ως «Κυβερνήτες» και «Βασιλείς», καθώς ο πρόγονός τους Αλεύας ήταν εγγονός του Ηρακλή. Οι Μακεδόνες τους βοήθησαν στην εξέγερσή τους γύρω στο 350 π.Χ. ενάντια στον οίκο των Φερών και όταν ο Φίλιππος Β΄ έγινε βασιλιάς, τους κατέστησε συμμάχους μεν, υποτελείς δε και τους έφερε ως εξόριστους το 344 π.Χ. στη Μακεδονία.
Ο κρατήρας βρέθηκε σε έναν ανέγγιχτο μακεδονικό τάφο, τον τάφο Β΄ στο νεκροταφείο του Δερβενίου. Στο εσωτερικό του αγγείου βρέθηκαν καμένα οστά που ανήκαν σε άνδρα ηλικίας 35 έως 50 ετών και μιας νεαρότερης γυναίκας. Το γεγονός ότι το σώμα της τοποθετήθηκε στην ίδια πυρά, τα καμένα οστά της συλλέχθηκαν επιμελώς, τυλίχτηκαν σε πορφυρό ύφασμα και τοποθετήθηκαν μαζί με εκείνου στον ίδιο κρατήρα, δείχνει αφενός τη στενή σχέση τους, μάλλον συζυγική -σίγουρα πάντως ερωτική- και αφετέρου την υψηλή κοινωνική τους θέση.
Στο νεκροταφείο του Δερβενίου, μόλις 10 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης, βρέθηκαν 7 κιβωτιόσχημοι, λακκοειδείς τάφοι και ένας μακεδονικός, που δεν απέχουν πολύ χρονικά μεταξύ τους, καθώς φαίνεται ότι κατασκευάστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν κατά το διάστημα μεταξύ 320-300 π.Χ. ή 310-290 π.Χ. Έχουν κατασκευαστεί κατά μήκος της κεντρικής οδικής αρτηρίας, που συνέδεε τη Λητή με τη Θεσσαλονίκη, η δυτική πύλη της οποίας έφερε την επωνυμία «Ληταία».
Ξεχωρίζουν οι τάφοι Α' και Β' όχι μόνο με το μέγεθος, αλλά και για την αφθονία των κτερισμάτων τους, ο Β' μάλιστα μπορεί να χαρακτηριστεί μνημειακός χάρη και στην τελειότητα των αναλογιών του.
Ο τάφος Α΄ ήταν γεμάτος με χάλκινα και πήλινα αγγεία, σκεύη, κοσμήματα και διάφορα μικροαντικείμενα. Ενδιαφέρον έχει ένα χάλκινο σκεύος, που χρονολογείται στο 325-300 π.Χ. και ήταν κατυασκευασμένο έτσι ώστε να διαχέεται το φως του λυχναριού, το οποίο έμπαινε εντός του.
Πεσμένος προς το βόρειο τοίχο βρέθηκε χάλκινος κρατήρας με ελικοειδείς λαβές και σπαράγματα υφάσματος που περιείχαν τα υπολείμματα της καύσης του νεκρού, τμήματα από χρυσό στεφάνι με φύλλα δρυός και θραύσματα ξύλινου στελέχους στεφανιού με χάλκινα επίχρυσα φύλλα και πήλινους επίχρυσους καρπούς. Εξαιρετικής σημασίας εύρημα αποτελεί ο κύλινδρος απανθρακωμένου πάπυρου που βρέθηκε στο παχύ στρώμα της πυράς. Ο πάπυρος του Δερβενίου θεωρείται το αρχαιότερο βιβλίο της Ευρώπης, ενώ από τον Οκτώβριο του 2015 αποτελεί την πρώτη ελληνική εγγραφή στον διεθνή κατάλογο του προγράμματος της Unesco «Μνήμη του Κόσμου» (Memory of the World).
Γραμμένο το 340-320 π.Χ. το κείμενο ερμηνεύει αλληγορικά ένα αρκετά παλιότερο από την εποχή του ορφικό ποίημα με κοσμογονικό και θεογονικό περιεχόμενο, ένα θρησκευτικό κείμενο που προτείνει μια θεογονία διαφορετική από την επίσημη του Ησίοδου. Σύμφωνα με τους μελετητές, το κείμενο που κινείται στα όρια μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας, ανήκει στην ορφική γραμματεία και συγγραφέας του ήταν πιθανότατα ο Ευθύφρων από τα Πρόσπαλτα της Αττικής.
* Οι φωτογραφίες προέρχονται από το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Πηγή: Μ. Ριτζαλέου, Voria
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου