O Ερντογάν, η μάχη του Μαντζικέρτ και ο Ταμερλάνος
Του Σωκράτη Αργύρη
anoixtoparathyro.gr
Κάθε χρόνο ο Ερντογάν αρέσκεται να γιορτάζει την επέτειο της μάχης του Μαντζικέρτ ως σημείο αναφοράς για αυτό που συνέβη αργότερα με την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης.
Ας δούμε όμως τις μέρες και τα έργα του Σελτζούκου Τούρκου που από στρατηγικά και όχι μόνο λάθη του τότε Ρωμαίου Αυτοκράτορα Ρωμανού Διογένη κατόρθωσε να τον πιάσει αιχμάλωτο αλλά και ο ίδιος δεν χάρηκε για πολύ την νίκη του.
Όταν λοιπόν μετά την μάχη ο αυτοκράτορας μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στον Αλπ Αρσλάν, ο σουλτάνος σηκώθηκε έβαλε το πόδι του στον λαιμό του Ρωμανού Διογένη συμβολικά για την νίκη του αλλά αυτή ήταν η μοναδική ταπεινωτική πράξη απέναντι του. Ακολούθησε ο επόμενος διάλογος ανάμεσα στον Σουλτάνο και τον αιχμάλωτο αυτοκράτορα:
Αλπ Αρσλάν: Εσύ τι θα έκανες αν ήσουνα στην θέση μου.
Ρωμανός Διογένης: Δεν γνωρίζω, μπορεί να σε σκότωνα μπορεί και να σε διαπόμπευα στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης.
Αλπ Αρσλάν: Εγώ θα σου κάνω κάτι χειρότερο, θα σε ελευθερώσω.
Το όνομα «Αλπ Αρσλάν» που μεταφράζεται σε «ηρωικό λιοντάρι»
έδωσε επίσης ο Ερντογάν στο 4ο γεωτρύπανό της Τουρκίας, το οποίο
χαρακτήρισε ως το καλύτερο γεωτρύπανο στον κόσμο, έβδομης γενιάς που
είναι ικανό να «τρυπήσει» έως και 12.200 μέτρα.
Το όνομα δεν είναι τυχαίο γιατί παραπέμπει σε μία
σημαντική για τον Ερντογάν ιστορική προσωπικότητα, άσχετα που δεν έχει
σχέση με τους Οθωμανούς Τούρκους, αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα γι’
αυτόν.
Ίσως θα πρέπει εδώ να δούμε την διαφορά των
Σελτζούκων και Οθωμανών γιατί ο χρησιμοποιούμενος σήμερα όρος
«τουρκόφωνοι ή τουρκικοί λαοί» έχει ιστορία περίπου 75 ετών. Οφείλεται
στον Ούγγρο βυζαντινολόγο Gyula Moravcsik, ο οποίος τον εισήγαγε για
πρώτη φορά το 1942 στο δίτομο σύγγραμμα του Byzaninoturcica.
Σύμφωνα με τον Moravcsik ως τουρκόφωνοι (δηλαδή ομιλούντες τις διάφορες
διαλέκτους του τουρκικού τουρανικού κλάδου της ουραλο-αλταϊκής
ομογλωσσίας) χαρακτηρίζονται οι λαοί της ασιατικής προέλευσης που ανήκαν
είτε στον ουραλο-αλταϊκό (κεντρο-ανατολικό ασιατικό) είτε στο
φιννο-ουγγριανό (ουγγριτικό) (κεντρο-δυτικό ασιατικό) φυλετικό τύπο όπως
οι Ούγγροι και οι Κομάνοι και ήλθαν σε επαφές, φιλικές ή εχθρικές, με
το Βυζάντιο.
Οι Ογούζοι Τούρκοι (αραβικά Ghuzz τουρκικά Oguz) είναι οι κοινοί φυλετικοί και εθνολογικοί (όχι όμως και γλωσσικοί) πρόγονοι των τουρκικών λαών του Μεσαίωνα και αποτέλεσαν μεγάλη συνομοσπονδία τουρκόφωνων (τουρανικών) φύλων της κεντρικής Ασίας στις περιοχές των Αλταΐων Ορέων.
Τον 10ο αιώνα κέντρο των Ογούζων ήταν η πόλη Τζαντ στον κάτω ρου του ποταμού Σιρ-Νταριά. Ανάμεσα στο 956 και το 1000 οι δύο κυριότεροι ηγέτες των Ογούζων, ο Σελτζούκ (γενάρχης των Σελτζούκων Τούρκων) και ο Yabghu ασπάστηκαν το Ισλάμ. Οι Σελτζούκοι το 1040 συνέτριψαν στην μάχη του Νταντανκάν τους ιρανόφωνους Γασνεβίδες και εισήλθαν αρχικά στο Τουρκεστάν και έπειτα στην Περσία. Έτσι, αναπόφευκτα συγκρούστηκαν με το Βυζάντιο καθώς προσπάθησαν να εισχωρήσουν στη Β. Συρία και στη Μ. Ασία.
Βέβαια ο ιστοριογράφος Μένανδρος ο Προτήκτωρ στο έργο του «Περί Πρεσβειών εθνών προς Ρωμαίους» περιγράφει την πρεσβεία του Τούρκου ηγεμόνα Διζάβουλου ή Σιλζίβουλου το 568/569 στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστίνου Β’ και τις διαπραγματεύσεις Βυζαντινών και Τούρκων με υπογραφή εικοσάχρονης συνθήκης, με σκοπό την εξασφάλιση μεταφοράς μεταξιού διαμέσου της βόρειας οδού για να αποφευχθούν οι μεγάλοι δασμοί που είχαν επιβληθεί από τους Πέρσες στην επικράτεια τους.
Ενώ οι σημερινοί Τούρκοι είναι απόγονοι των Οθωμανών, που ιδρύθηκε από ένα γένος της ογουζικής φυλής Καγί, το οποίο αργότερα αποκλήθηκε «οθωμανικό» από το όνομα του ηγεμόνα του Γαζή Οσμάν (ή Οθομάν, 1281-1326).
Οι πρόγονοι των Οθωμανών ήταν ένα από τα νέα τουρκομανικά γένη, που είχαν εισβάλλει στην Αρμενία και έπειτα στη Μικρά Ασία, κατά τον 13ο αιώνα, ξεφεύγοντας από τη μογγολική εισβολή.
Η τουρκική παράδοση περιλαμβάνει μια γενεαλογία του Οσμάν, η οποία
δεν είναι έγκυρη, αλλά γράφτηκε εκ των υστέρων, για να δώσει ένα ένδοξο
παρελθόν στον ιδρυτή της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η οθωμανική
ιστορία αρχίζει με τον Οσμάν που έγινε ηγεμόνας της φυλής του το 1281.
Το 1289 κατέλαβε το Δορύλαιο και το έκανε πρωτεύουσά του.
Ο Οσμάν
συγκέντρωσε Τούρκους πολεμιστές από όλη τη Μικρά Ασία καθώς και
Βυζαντινούς, εχθρούς των Παλαιολόγων, οι οποίοι εξισλαμίστηκαν σταδιακά.
Εδώ θα προτείναμε το κλασικό βιβλίο ενός μεγάλου Ελληνοαμερικάνου ιστορικού του Σπύρου Βρυώνη: Η παρακμή του μεσαιωνικού ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η διαδικασία του εξισλαμισμού (11ος-15ος αιώνας).
Ο Μουχάμμαντ ιμπν Νταούντ (που έμεινε γνωστός με το όνομα Αλπ
Αρσλάν), ήταν ο δεύτερος στη διαδοχή Σουλτάνος της Μεγάλης Σελτζουκικής
Αυτοκρατορίας στην Περσία και το Ιράκ (1063 – 1072). Θεωρείται από τους
Τούρκους μια σημαντική προσωπικότητα που προσπάθησε να αναζωογονήσει την
Ισλαμική διακυβέρνηση στο Χαλιφάτο των Αββασιδών, που υπήρξε το τρίτο
ισλαμικό χαλιφάτο ιστορικά.
[Από το 661 μ. Χ. μέχρι το 750 μ. Χ. ο
Αραβικός κόσμος εξουσιαζόταν από ένα καταπιεστικό καθεστώς, τους
Ομεϋάδες. Το 743 μ. Χ., ένας εμφύλιος πόλεμος ξεκίνησε με πρωτεργάτες
την οικογένεια των Ομεϋάδων. Στα μέσα του 8ου αιώνα, έχασαν ολοκληρωτικά
τη δύναμή τους και μία άλλη οικογένεια ανέλαβε τη διακυβέρνηση του
Αραβικού κόσμου. Πιο συγκεκριμένα, οι Αββασίδες διαδέχθηκαν του Ομεϋάδες
και η περίοδος διακυβέρνησής τους θεωρείται η Χρυσή Εποχή της Αραβικής
κοινωνίας (8ος-12ος αιώνας)]
Πριν την μάχη του Μαντζικέρτ προχώρησε σε εκστρατεία με στόχο να
κατακτήσει την Καισάρεια την πρωτεύουσα στην Καππαδοκία, διέσχισε τον
Ευφράτη και επιτέθηκε στην πόλη. Με τον βεζίρη Νιζάμ αλ-Μουλκ βάδισε
κατόπιν στην Αρμενία και την Γεωργία την οποία κατέκτησε (1064). Μετά
από πολιορκία 25 ημερών κατέλαβε την πρωτεύουσα της Αρμενίας Ανί.
Ας δούμε όμως πώς περιγράφει ο ιστορικός Σιβτ ιμπν αλ-Γκάβζι, σχετικά με την λεηλασία και τις σφαγές που ακολούθησαν:
«Ο στρατός εισέβαλε στην πόλη, σφαγίασε τους κατοίκους, λεηλάτησε και έκαψε, αφήνοντας ερείπια και αιχμαλωτίζοντας όλους όσους είχαν παραμείνει ζωντανοί… Τα νεκρά σώματα ήταν τόσα πολλά που οι δρόμοι είχαν μπλοκάρει και κανείς δεν μπορούσε να πάει πουθενά χωρίς να πατάει πάνω σε αυτά. Ο αριθμός των αιχμαλώτων δεν ήταν μικρότερος από 50.000. Είμαι αποφασισμένος να μπω στην πόλη και να δω την καταστροφή με τα ίδια μου τα μάτια. Προσπάθησα να βρω ένα δρόμο στο οποίο μπορώ να περπατήσω χωρίς να πατάω σε πτώματα αλλά ήταν αδύνατον.»
Η πρώτη επαφή των Βυζαντινών με τους Σελτζούκους Τούρκους έγινε κατά
τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου το 1046, όταν
οι Σελτζούκοι εισέβαλαν στην Αρμενία, όπως είπαμε. Ο Κωνσταντίνος Θ’
πέτυχε μια συμφωνία ειρήνης η οποία κράτησε μέχρι το 1064, όταν οι
Σελτζούκοι κυρίευσαν και ισοπέδωσαν το Ανί, την Αρμενική πρωτεύουσα. Το
1067 κατέλαβαν την Καισάρεια, ένα γεγονός που συντάραξε τους Βυζαντινούς
που άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι οι Σελτζούκοι ήταν μια σοβαρή
απειλή. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που έκανε την Ευδοκία
Μακρεβολίτισσα χήρα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι’ Δούκα να παντρευτεί
τον έμπειρο στρατηγό Ρωμανό Δ’ Διογένη που ανέβηκε στον θρόνο έχοντας ως
συναυτοκράτορα τον γιο της Ευδοκίας Μιχαήλ Ζ’ Δούκα.
Ο
αυτοκράτορας Ρωμανός Δ΄ Διογένης αποφάσισε να αντιμετωπίσει τους
εισβολείς στην Κιλικία. Σε τρεις εκστρατείες οι Βυζαντινοί νίκησαν τους
Τούρκους και τους έδιωξαν πέρα από τον Ευφράτη (1070), στις δυο πρώτες
αρχηγός ήταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας, στην τρίτη ο Μανουήλ Κομνηνός
μεγάλος αδελφός του μελλοντικού αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄. Την ίδια εποχή ο
Αλπ Αρσλάν απέκτησε την υποστήριξη του εμίρη του Χαλεπίου Ρασίντ
Αλ-Ντάουλα Μαχμούντ.
[................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου