Επιμέλεια: Θανάσης Κούτσης
Οι Αμερικανοί ιθύνοντες των μεγάλων ομίλων ΜΜΕ και οι σύμμαχοί τους στο Κογκρέσο αναλύουν διεξοδικά την υψηλή διαφοροποίηση της διαδικτυακής πληροφόρησης για να υποστηρίξουν ότι οι νόμοι που ρυθμίζουν τα παραδοσιακά μέσα επικοινωνίας («οld media») έχουν γίνει, δήθεν, άχρηστοι. Αναρωτιούνται, τάχα, πώς θα μπορούσε η οποιαδήποτε μιντιακή κοινοπραξία -ακόμη κι αν έχει στην κατοχή της την τοπική ημερήσια εφημερίδα, ένα εκ των τεσσάρων τηλεοπτικών δικτύων εθνικής εμβέλειας (NBC, CBS, ABC, Fox) και οκτώ τοπικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς- να μονοπωλήσει την αγορά της ενημέρωσης όταν το Διαδίκτυο προσφέρει τόσες προοπτικές στους καταναλωτές. Ο Τζέιμς Γκατούζο, ερευνητής στο (ακροδεξιό) Heritage Foundation, έφτασε μάλιστα να διατυπώσει την άποψη ότι τα μέτρα που στρέφονται εναντίον τού συγκεντρωτισμού στο πεδίο των μέσων ενημέρωσης βλάπτουν το κοινό: «Οι καταναλωτές βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα φάσμα επιλογής άνευ προηγουμένου, που σχεδόν επιφέρει σύγχυση, παρά με μέσα ενημέρωσης σε μονοπωλιακή θέση. Η πραγματική απειλή έγκειται περισσότερο στους παρωχημένους και άχρηστους περιορισμούς, οι οποίοι διακινδυνεύουν να ανακόψουν την πρόοδο της τεχνολογίας και της αγοράς της ενημέρωσης, και, κατά συνέπεια, να μειώσουν τα παρεπόμενα οφέλη για το κοινό».
Αναμφίβολα, η πληθώρα πηγών περιεχομένου μεταμόρφωσε τη λειτουργία των μέσων ενημέρωσης. Ωστόσο, τέτοιου είδους δηλώσεις είναι μάλλον υπερβολικές. Η άποψη ότι οι νέες τεχνολογίες τής πληροφορίας έχουν καταστείλει τους κινδύνους του συγκεντρωτισμού των μέσων ενημέρωσης συνιστά τον κεντρικό και πιο επικίνδυνο μύθο τής ψηφιακής εποχής.
Οι μεγάλες επιχειρήσεις μέσων ενημέρωσης, οι οποίες εμπνεύστηκαν περίπλοκα σχέδια για να κατευθύνουν το ρεύμα τού Διαδικτύου προς τους ιστοτόπους τους, επιδεικνύουν πολύ μικρότερο ζήλο σε ό,τι αφορά την παραγωγή πρωτότυπων ρεπορτάζ τοπικής κλίμακας. Το μεγαλύτερο μέρος των περιεχομένων τους περιορίζεται στην αναδημοσίευση ανακοινώσεων των πρακτορείων Τύπου ή την ανακύκλωση απόψεων. Οι ίδιες οι εφημερίδες χρησιμοποιούν πιο συχνά το Διαδίκτυο για να επανακυκλοφορήσουν τα άρθρα των έντυπων εκδόσεών τους, παρά για να προτείνουν διαδραστικά περιεχόμενα ή προϊόντα που αξιοποιούν τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών.
Όσο για τους νεοφερμένους στο πεδίο, αυτοί εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από τις πληροφορίες που παράγουν άλλα μέσα ενημέρωσης. Έτσι, τα σύντομα, άχρωμα κείμενα των πρακτορείων, όπως του Reuters και του Associated Press στις Ηνωμένες Πολιτείες, αποτελούν κατά προσέγγιση τα τρία τέταρτα των περιεχομένων του ABC.com και τα τρία πέμπτα των περιεχομένων του fox.com και του MSNBC.com. Ακόμη και φημισμένες επιχειρήσεις του Τύπου, όπως οι New York Times και Washington Post, κάνουν εκτενή χρήση των ενημερώσεων των πρακτορείων για να προσφέρουν στους επισκέπτες των ιστοτόπων τους πληροφόρηση σε πραγματικό χρόνο - με τον κίνδυνο να προσφέρουν περιεχόμενα χαμηλότερου επιπέδου σε σύγκριση με τις έντυπες εκδόσεις τους.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης έχουν μετατρέψει τις αχανείς εκτάσεις του Διαδικτύου σε πελώριο ηχείο όπου αυθεντικά κείμενα γίνονται η ηχώ του εαυτού τους, από τον ένα ιστότοπο στον άλλον, υπονομεύοντας την αξία τού πρωτότυπου δημοσιογραφικού έργου. Μη διαθέτοντας κάποιο οικονομικό μοντέλο κατάλληλο για το Διαδίκτυο, οι διαχειριστές των κυριότερων δικτυακών τόπων έφτασαν, μάλιστα, κατά το διάστημα 2003 - 2004 στο σημείο να μειώσουν τον αριθμό των επαγγελματιών που απασχολούνταν στην επιμέλεια, την αναδιατύπωση και την έρευνα περιεχομένου. Αποτέλεσμα; Περίπου 60% των ανακοινώσεων των πρακτορείων αναρτήθηκαν ως είχαν. Αναλύοντας περίπου 2.000 άρθρα που δημοσιεύτηκαν στους εννέα μεγαλύτερους ενημερωτικούς ιστότοπους, το ΣΔΥΕ κατέληξε ότι «παρ’ όλο που το περιεχόμενο διογκώθηκε σε μέγεθος, βελτιώθηκε σε επίπεδο ενημέρωσης και τεχνικών προδιαγραφών, ο παγκόσμιος ιστός παραμένει το νεκροτομείο όπου στοιβάζονται ανακοινώσεις πρακτορείων, ανταποκρίσεις από δεύτερο χέρι και ανακυκλωμένα άρθρα πρωινών εφημερίδων».
Εξαιτίας της έλλειψης δημοσιογράφων επιφορτισμένων με την επιβεβαίωση των πληροφοριών, την επιμέλεια άρθρων ή την ενημέρωση ήδη διαμορφωμένων περιεχομένων με νέα στοιχεία, η δικτυακή πληροφόρηση δεν είναι αξιόπιστη. Ο αριθμός ψευδών πληροφοριών που κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο είναι τόσο μεγάλος, ώστε οι αναγνώστες έχουν αρχίσει να τις αντιμετωπίζουν γενικά με καχυποψία. Βεβαίως, το Διαδίκτυο δεν έχει το μονοπώλιο στις ανυπόστατες φήμες ή στην κατευθυνόμενη δημοσιογραφία. Τα ψευδοσκάνδαλα των Τζέισον Μπλερ και Τζούντιθ Μίλερ (The New York Times), του Στέφεν Γκλας (The New Republic) και του Τζακ Κέλεϊ (USA Today), για να παραθέσουμε μονάχα μερικά παραδείγματα, απέδειξαν ότι ακόμη και οι πιο φημισμένες εφημερίδες δεν μπορούν να αποφύγουν ολοκληρωτικά τον κίνδυνο να διαπράξουν κατάφωρες παραβιάσεις της δεοντολογίας. Όμως στην περίπτωση του συγκεκριμένου μέσου η διενέργεια εσωτερικών ερευνών και η αυστηρότητα των ποινών που επιβλήθηκαν καταμαρτυρούσαν την επιθυμία σεβασμού ορισμένων επαγγελματικών κανόνων.
Οποιοσδήποτε έχει ήδη περιηγηθεί στον παγκόσμιο ιστό γνωρίζει ότι η πλειονότητα των «μικρών» ιστοτόπων προσφέρει περισσότερα σχόλια παρά έρευνες και συμμορφώνεται μόνο κατά προσέγγιση με τους κανόνες δεοντολογίας του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Σε ποιο μέσο, άλλωστε, η αλυσίδα των Walmart και η εταιρεία δημοσίων σχέσεων που έχει στην κατοχή της, η Edelman, έχουν βρει μέσα ενημέρωσης πρόθυμα να δημοσιεύσουν, συχνά αυτολεξεί, τα δελτία Τύπου τής επιχείρησης για παράδειγμα αναφορικά με τον ρόλο της στην παροχή βοήθειας στα θύματα του τυφώνα Κατρίνα; Πού κυκλοφόρησε η «πληροφορία» για τους Εβραίους που υποτίθεται πως διοργάνωσαν τις απόπειρες της 11ης Σεπτεμβρίου και ειδοποίησαν τους ομόθρησκούς τους να μην μεταβούν στα γραφεία τους εκείνη την ημέρα; Στον παγκόσμιο ιστό.
Σε περισσότερες από μία περιστάσεις επαγγελματίες δημοσιογράφοι οδηγήθηκαν σε λανθασμένα συμπεράσματα επειδή ανακύκλωσαν πληροφορίες που άντλησαν από το Διαδίκτυο. Τον Δεκέμβριο του 2005, για παράδειγμα, η Τζούλι Καρτ της εφημερίδας Los Angeles Times διάβασε ότι ο κυβερνήτης του Γουαϊόμινγκ Ντέιβ Φρέντενταλ παραβίασε τον νόμο για την προστασία των ειδών υπό εξαφάνιση αρνούμενος να εισαγάγει εκ νέου στην Πολιτεία κάποιο είδος λύκου. Στις δηλώσεις του ανέφερε ότι το Γουαϊόμινγκ «θεωρεί επί του παρόντος ότι ο λύκος δεν είναι τίποτα παραπάνω από έναν ομοσπονδιακό σκύλο», ο οποίος στερείται νομικού πλαισίου προστασίας. Η Los Angeles Times δημοσίευσε την είδηση στην πρώτη σελίδα προτού ανακαλύψει ότι επρόκειτο για φάρσα. Ο χρήστης που τη διέδωσε στο Διαδίκτυο δεν θα φανταζόταν ποτέ ότι το αστείο του θα γινόταν πρωτοσέλιδο σε ένα από τις πιο σεβαστά έντυπα της χώρας. Η εν λόγω εφημερίδα -ιδιοκτησία του Ομίλου Tribune, ο οποίος είχε μειώσει δραστικά τις θέσεις εργασίας των δημοσιογράφων του- δημοσίευσε διορθωτική ανακοίνωση την επόμενη μέρα, όπου παραδεχόταν ότι «απέδωσε αδίκως ευθύνες» για κάποιο ζήτημα στον κυβερνήτη του Γουαϊόμινγκ...
Συχνά, τα πιο τρανταχτά ατοπήματα τέτοιου είδους βρίσκουν απήχηση κατά τη διάρκεια προεκλογικών εκστρατειών. Σε τηλεοπτικό ντιμπέιτ, τον Οκτώβριο του 2000, μεταξύ της Χίλαρι Κλίντον και του Ρίτσαρντ Λάζιο (αμφότεροι υποψήφιοι στη Νέα Υόρκη για τη Γερουσία), η δημοσιογράφος τού τοπικού τηλεοπτικού σταθμού WCBS-TV Μάρσια Κρέιμερ ζήτησε από τους δύο αντίπαλους να απαντήσουν στην εξής ερώτηση: «Ποια είναι η θέση σας έναντι του ομοσπονδιακού νόμου 602Ρ;». Όταν η Κλίντον, αιφνιδιασμένη, κατόρθωσε τελικά να ψελλίσει: «Δεν έχω την παραμικρή ιδέα περί τίνος πρόκειται», η δημοσιογράφος απάντησε: «Καλώς λοιπόν. Θα σας πω. Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, που θα τεθεί ενώπιον του Κογκρέσου, ορίζει ότι το ταχυδρομείο θα έχει το δικαίωμα να χρεώνει τους χρήστες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου πέντε σεντς (0,4 ευρώ) ανά μήνυμα ακόμη κι αν το ίδιο δεν συνεισφέρει στην όλη διαδικασία. Όμως έτσι αναμένεται ότι θα καλυφθεί έλλειμμα της τάξης των 230 εκατ. δολαρίων ανά έτος, το οποίο θα βαρύνει το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο που αναπτύσσεται ραγδαία. Το ετήσιο κόστος για κάποιον που αποστέλλει περίπου 10 μηνύματα την ημέρα θα ανέλθει σε 180 δολάρια. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, εάν θα υπερψηφίζατε το συγκεκριμένο νομοσχέδιο». Οι δύο υποψήφιοι εξέφρασαν, λοιπόν, την αντίθεσή τους προς το νομοσχέδιο, με τον Ρεπουμπλικανό Λάζιο να το θεωρεί «παράδειγμα των μεθόδων αρπακτικού ενός κράτους που θέλει να καρπωθεί χωρίς καμία δικαιολογία τα χρήματα των φορολογουμένων».
Κατανοούμε ότι οι δύο υποψήφιοι προβληματίστηκαν σχετικά με τον νόμο 602Ρ. Ανησύχησαν όμως άδικα, διότι η συγκεκριμένη πρόταση νόμου υπήρξε μία από τις πιο ανακυκλωμένες ανυπόστατες φήμες του Διαδικτύου! Η πληθώρα διευκρινίσεων που τη συνόδευε της είχαν προσδώσει, μάλιστα, αξιοπιστία έως έναν βαθμό: ο νόμος είχε προταθεί από κάποιο (φανταστικό) μέλος του Κογκρέσου που ονομαζόταν Τόνι Σνελ και υποστηρίχθηκε από το κεντρικό άρθρο (επίσης φανταστικό) της εφημερίδας Washingtonian, ενώ κάποιος (ανύπαρκτος) δικηγορικός σύνδεσμος με (φανταστική) έδρα κάποια υπαρκτή διεύθυνση υποτίθεται πως είχε εκφράσει ήδη την αντίθεσή του απέναντι στο νομοσχέδιο. Αμέτρητα ηλεκτρονικά μηνύματα και πληθώρα ιστοτόπων είχαν ήδη προειδοποιήσει το κοινό ότι επρόκειτο για φάρσα. Όμως στο WCBS-TV κανείς δεν έδωσε σημασία στις προειδοποιήσεις.
Ωστόσο, στις περισσότερες πόλεις δικτυακές πρωτοβουλίες δημιουργούν νέες προοπτικές σε ρεπορτάζ τα οποία αγνοούνται από τα παραδοσιακά μέσα. Κάποιες φορές παίρνουν τα ηνία από τον τοπικό Τύπο, ο οποίος στερείται πλέον των απαιτούμενων δημοσιογραφικών πόρων. Στη Νέα Υόρκη, για παράδειγμα, το Citizens Union Foundation (μη κερδοσκοπικό ερευνητικό κέντρο) δημιούργησε τον Σεπτέμβριο του 1999 τη δικτυακή έκδοση Gotham Gazette. Ο συγκεκριμένος ιστότοπος προσφέρει «μια πλήρη δικτυακή πύλη για όλους όσοι ενδιαφέρονται για τις δημόσιες δραστηριότητες και για τη δράση των συλλόγων». Υποστηριζόμενη από πενταμελή ομάδα και διαθέτοντας ετήσιο προϋπολογισμό τής τάξης των 500.000 δολαρίων, από επιδοτήσεις και δωρεές, η Gotham Gazette ανανεώνει καθημερινά το περιεχόμενό της. Πρόκειται για μια επιλογή επικαιρότητας, με συνδέσμους που παραπέμπουν σε αμέτρητες εκδόσεις της Νέας Υόρκης (ημερήσια, εβδομαδιαία και μηνιαία έντυπα, δικτυακοί τόποι), πρωτότυπα ρεπορτάζ για κοινωνικά, πολιτισμικά και πολιτικά ζητήματα, άρθρα που υπογράφονται από αιρετούς αντιπροσώπους, πανεπιστημιακούς και δημοσιογράφους, την ημερήσια διάταξη των τοπικών πολιτικών δραστηριοτήτων, κριτικές βιβλίων, μικρές αγγελίες, στήλη αφιερωμένη στην επεξήγηση του δημοτικού προϋπολογισμού, διαδραστικές κάρτες, παιχνίδια βίντεο που προσομοιώνουν προβλήματα πολεοδομίας τα οποία χρήζουν επίλυσης, συνδέσμους με τα πιο αξιόλογα blogs της μητρόπολης κ.ά.
Τα νέα μέσα ενημέρωσης της Νέας Υόρκης συνιστούν συμπληρωματική πηγή τοπικής ενημέρωσης η οποία καλύπτει τις ανάγκες πληροφόρησης στρωμάτων του πληθυσμού που ήδη ικανοποιούνται σ’ αυτό το επίπεδο εξαιτίας τής πληθώρας και της ποιότητας των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης. Η επιτυχία τους οφείλεται συχνά στο γεγονός ότι μπορούν να προσελκύσουν διαφημιστές που στοχεύουν σε ένα προνομιούχο κοινό νεαρής ηλικίας. Σε άλλες περιοχές της χώρας τα τμήματα του πληθυσμού που χρειάζονται περισσότερο εναλλακτικές πηγές πληροφόρησης είναι αυτά με τις λιγότερες πιθανότητες να τις αποκτήσουν.
Τον Σεπτέμβριο του 2005 στην Ουάσιγκτον δύο άνδρες δολοφονήθηκαν μέσα σε διάστημα σαράντα πέντε λεπτών, ο ένας σε δρόμο εύπορης συνοικίας και ο άλλος σε κάποια φτωχογειτονιά, στα νοτιοανατολικά. Η εφημερίδα Washington Post αφιέρωσε 528 λέξεις στην είδηση του πρώτου φόνου, ενώ ο δεύτερος φόνος περιορίστηκε σε σύντομη ανακοίνωση 56 λέξεων. Όμως η ιστορία δεν σταματά εδώ. Διότι στην τελευταία περίπτωση οι κάτοικοι δεν διέθεταν ούτε blogs ούτε δικτυακά φόρουμ που θα τους επέτρεπαν να οργανώσουν από κοινού ενέργειες ώστε να απαιτήσουν καλύτερες δημοτικές υπηρεσίες και επιπρόσθετη προστασία. Οι πρώτοι προσέφυγαν στον παγκόσμιο ιστό, ενώ οι δεύτεροι δεν είχαν πουθενά να καταφύγουν.
Όσο η δυνατότητα πρόσβασης στο Διαδίκτυο και ανάρτησης ιστοτόπων δεν διαμοιράζεται ισότιμα στην κοινωνία, η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, τα συνοικιακά φόρουμ και τα blogs είναι πιθανό -αντίθετα από τις προσδοκίες των υποστηρικτών τους- να τονίσουν τις κοινωνικές ανισότητες, να προσφέρουν επιπρόσθετους πόρους σε ήδη προνομιούχους πολίτες, επιτρέποντάς τους να συμμετέχουν στους δημοκρατικούς θεσμούς ή να διεκδικούν αποτελεσματικά τα δικαιώματά τους έναντι των αρχών.
Τα ερωτήματα που γεννιούνται από τη γενίκευση της διαδικτυακής επικοινωνίας μάς υπενθυμίζουν την άποψη που έχουν ήδη διατυπώσει αρκετές γενιές ιστορικών των μέσων ενημέρωσης: οι νέες τεχνολογίες ουδέποτε εξαλείφουν την ανάγκη εκπόνησης κατάλληλου νομικού πλαισίου ώστε να αποφευχθεί -για παράδειγμα- το ενδεχόμενο κυριαρχίας τής αγοράς από ελάχιστες κολοσσιαίες επιχειρήσεις, οι οποίες στρέφονται κυρίως προς τα πλέον προνομιούχα στρώματα του πληθυσμού.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στη διεύθυνση https://monde-diplomatique.gr/to-fevgaleo-oneiro-tis-isotimis-pliroforisis/
* Ο Eric Klinenberg είναι καθηγητής Κοινωνικών Επιστημών και διευθυντής του Ινστιτούτου για τη Δημόσια Γνώση στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου