Τρίτη, Οκτωβρίου 05, 2021

Το αδυσώπητο αίσθημα ενοχής του καθολικισμού εξ απαλών ονύχων

H ΑΣΚΟΠΗ ΕΝΟΧΗ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΥ

 

Η ΑΦΕΣΗ

 

Τίτλος του πρωτοτύπου:

ABSOLUTION

*Absolution (short story) - Wikipedia

**ABSOLUTION (text)

Το διήγημα που ακολουθεί ασκεί κριτική στην Καθολική Εκκλησία σχετικά με το μυστήριο της εξομολογήσεως.  Το επιχείρημα του συγγραφέα είναι η αδυναμία να πορευτεί κανείς με τους υψηλούς θρησκευτικούς στόχους που θέτει η Εκκλησία με αποτέλεσμα η θρησκεία να οδηγεί τους πιστούς στην υποκρισία εξαιτίας της άσκοπης ενοχής που αισθάνονται.

 


***Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ

 

Ελεύθερη απόδοση: gerontakos: Ο άλλος κυρ Αλέξανδρος της ΣκιάθουΒασίλης Κ. Μηλίτσης

[Πηγή: ιστοσελίδα του συγγραφέα-μεταφραστή: diiphilo.blogspot.com]

 

I

Ήταν κάποτε ένας παπάς με ψυχρά, υγρά μάτια, ο οποίος μέσα στη σιγαλιά της νύχτας έκλαιγε χύνοντας κρύα δάκρυα. Έκλαιγε διότι τα απογεύματα ήταν ζεστά και παρατεταμένα, κι έτσι δεν ήταν σε θέση να πετύχει μια πλήρη μυστικιστική ένωση με τον Κύριο Ημών. Μερικές φορές, γύρω στις τέσσερις η ώρα, ακούστηκαν μουρμουρητά μιας ομάδας από νεαρές Αμερικανοσουηδέζες που περνούσαν το δρομάκι έξω από το παράθυρό του. Μέσα στα διαπεραστικά τους γέλια εύρισκε μια απαίσια παραφωνία που τον ανάγκαζε να προσεύχεται μεγαλόφωνα παρακαλώντας να πέσει το σούρουπο. Στο λυκόφως τα γέλια και οι φωνές καταλάγιαζαν, αλλά αρκετές φορές κατά το σούρουπο περνούσε από το φαρμακείο του Ρόμπεργκ όπου από μέσα τα κίτρινα φώτα έφεγγαν κάνοντας τις νικελένιες βρύσες να λαμποκοπούν. Έβρισκε το άρωμα των σαπουνιών τουαλέτας να αναδίδεται απελπιστικά γλυκό στον αέρα. Από εκεί ήταν ο δρόμος του όταν γύριζε από εξομολογήσεις τα σαββατόβραδα αλλά φρόντιζε να περνάει από την απέναντι πλευρά του δρόμου έτσι που η μυρουδιά του σαπουνιού να αιωρείται πιο ψηλά πριν φτάσει στα ρουθούνια του, καθώς παρασυρόταν από τον αέρα, μάλλον σαν λιβάνι, προς την καλοκαιρινή σελήνη.

Όμως δεν υπήρχε διαφυγή από την καυτή παραζάλη που επικρατούσε στις τέσσερις το απόγευμα. Από το παράθυρό του, όσο μακριά μπορούσε να δει, τα σιτοχώραφα της Ντακότα κάλυπταν ολόκληρη την κοιλάδα του Κόκκινου Ποταμού.  Ένιωθε απαίσια να βλέπει τα σιτάρια και τα σχέδια του χαλιού, όπου με αγωνία έπεφτε η ματιά του και έκανε τις σκέψεις του να πλανιούνται μέσα από τερατώδεις λαβυρίνθους, πάντα ευεπίφορους στον αναπόφευκτο ήλιο.

Ένα απόγευμα όταν είχε αγγίξει το σημείο που ο νους ξεκουρδίζεται σαν ένα παλιό ρολόι, η οικονόμος του έμπασε μέσα στο γραφείο του ένα όμορφο, νευρικό αγοράκι, έντεκα ετών, που το έλεγαν Ρούντολφ Μίλλερ. Το αγοράκι κάθισε στο σημείο που χτυπούσε ο ήλιος, και ο παπάς, στο γραφείο του από ξύλο καρυδιάς προφασιζόταν πως είχε πολύ δουλειά. Αυτό το έκανε για να κρύψει την ανακούφισή του που κάποιος μπήκε στο στοιχειωμένο δωμάτιό του.

Αμέσως μετά γύρισε και έπιασε τον εαυτό του να ρίχνει τη ματιά του σε δυο τεράστια μάτια που ανοιγόκλειναν και έφεγγαν σαν δυο βαθυγάλαζα φωτεινά σημεία. Για μια στιγμή η έκφρασή τους τον ξάφνιασε, αλλά μετά διαπίστωσε πως ο επισκέπτης του βρισκόταν σε κατάσταση ασυγκράτητου φόβου.

«Το στόμα σου τρέμει», είπε ο πατήρ Σβαρτς με μια καταβεβλημένη φωνή. Το αγοράκι κάλυψε το τρεμάμενο στόμα με την παλάμη του.

«Δεν είσαι καλά;» ρώτησε ο πατήρ Σβαρτς απότομα. «Πάρε το χέρι σου από το στόμα και πες μου τι έχεις».

Το αγόρι – ο πατήρ Σβαρτς το αναγνώρισε τώρα ως τον γιο ενός ενορίτη του, του κυρίου Μίλλερ, του εμπορευματικού πράκτορα –  κατέβασε απρόθυμα το χέρι του από το στόμα και άρχισε ν’ αρθρώνει τις λέξεις ψιθυρίζοντας απελπισμένα.

«Πάτερ Σβαρτς … διέπραξα ένα τρομερό αμάρτημα».

«Αμάρτημα αγνότητας;»

«Όχι, πάτερ … χειρότερο».

Ο πατήρ Σβαρτς τινάχτηκε απότομα.

«Μήπως σκότωσες κάποιον;»

«Όχι – αλλά φοβάμαι –» στρίγκλισε κλαψουρίζοντας.

«Θέλεις να εξομολογηθείς;»

Το αγοράκι κούνησε το κεφάλι του με θλίψη. Ο πατήρ Σβαρτς καθάρισε τον λαιμό του για να μαλακώσει τη φωνή του για να φανεί ήρεμος και καλοσυνάτος. Τώρα πρέπει να ξεχάσει τη δική του αγωνία και να το παίξει Θεός. Επανέλαβε ευλαβικά από μέσα του μια επίκληση ελπίζοντας με τη σειρά ο Θεός να τον βοηθήσει να πράξει το σωστό.

«Πες μου τι έχεις κάνει», είπε με την καινούργια του μαλακή φωνή.

Το αγοράκι τον κοίταξε με δακρυσμένα μάτια και ενθαρρύνθηκε από την εντύπωση που του προκάλεσε η συναισθηματική ελαστικότητα που δημιούργησε ο απελπισμένος ιερέας. Εμπιστευόμενος όσο μπορούσε σ’ αυτόν τον άνθρωπο, ο Ρούντολφ Μίλλερ άρχισε να του εξιστορεί:

«Πριν από τρεις μέρες, το Σάββατο, ο πατέρας μου μού είπε να έρθω να εξομολογηθώ, επειδή δεν είχα εξομολογηθεί για ένα μήνα – η οικογένεια εξομολογείται κάθε βδομάδα, κι εγώ όχι. Κι έτσι το ανέβαλα μετά το βραδινό γιατί έπαιζα με μια παρέα παιδιών, και ο πατέρας με ρώτησε αν ήρθα, κι εγώ είπα ‘όχι’ και τότε αυτός με άρπαξε από τον σβέρκο και είπε ‘πήγαινε τώρα’ κι εγώ είπε ‘εντάξει’ κι έτσι ήρθα στην εκκλησία κι αυτός ξωπίσω να φωνάζει: ‘Μη γυρίσεις μέχρι να πας’…»

 

II

Σάββατο, πριν από τρεις μέρες

 

Στη βελούδινη κουρτίνα του εξομολογητηρίου αναδιατάχτηκαν οι καταθλιπτικές της πτυχές αφήνοντας να φαίνονται μόνο το κάτω μέρος του παπουτσιού του γέροντα. Πίσω από την κουρτίνα μια αθάνατη ψυχή βρισκόταν μόνη της με τον Θεό και από την άλλη μεριά ο αιδεσιμότατος Αδόλφος Σβαρτς, ιερέας της ενορίας. Ακούγονταν ομιλίες, ένα βεβιασμένο ψιθυριστό, συριστικό και διακριτικό, που διακοπτόταν κατά διαλείμματα από τη φωνή του ιερέα που έκανε μια ερώτηση που μπορούσε να ακουστεί καθαρά. Ο Ρούντολφ Μίλλερ γονάτισε στο στασίδι πλάι στο εξομολογητήριο και περίμενε, πασχίζοντας νευρικά ν’ ακούσει, κι όμως να μην ακούσει, τι έλεγαν μέσα. Το γεγονός που μπορούσε κάποιος ν’ ακούσει τον ιερέα τι λέει τον πανικόβαλε. Ο ίδιος ήταν ο επόμενος, και οι τρεις ή τέσσερις άλλοι που περίμεναν τη σειρά τους θα μπορούσαν αδιάκριτα να τον ακούσουν που θα παραδεχόταν πως είχε παραβεί την έκτη και ένατη εντολή. Ο Ρούντολφ δεν είχε ποτέ διαπράξει μοιχεία και ούτε καν είχε επιθυμήσει τη γυναίκα του πλησίον του – αλλά του ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να συλλογιστεί και να ομολογήσει παρόμοια αμαρτήματα. Συγκριτικά  απολάμβανε τα λιγότερα επονείδιστα παραπτώματα – αποτελούσαν ένα γκριζωπό φόντο που απάλυνε το μαύρο σαν τον έβενο ψεγάδι σεξουαλικών παραβάσεων που μπορεί να βάρυναν την ψυχή του. Κάλυπτε τα αυτιά του με τα χέρια του ελπίζοντας ότι το ν’ αρνηθεί ν’ ακούσει θα τύχαινε επιβράβευσης, και κάτι σαν αναγνώριση της διακριτικότητάς του, όταν μια απότομη κίνηση του μετανοούντος μέσα στο εξομολογητήριο θα τον έκανε να βυθίσει γρήγορα το κεφάλι του στη γωνιά του αγκώνα του. Ο φόβος του πήρε μια στέρεη μορφή και μπήκε σαν σφήνα ανάμεσα στην καρδιά και τους πνεύμονες. Πρέπει τώρα να προσπαθήσει με όλες του τις δυνάμεις να μετανοήσει για τις αμαρτίες του – όχι επειδή φοβόταν, αλλά επειδή είχε αμαρτήσει ενώπιον του Θεού. Πρέπει να πείσει τον Θεό ότι μετανοεί και για να γίνει αυτό πρέπει πρωτίστως να πείσει τον εαυτόν του. Μετά από μια έντονη συγκινησιακή πάλη με τον εαυτόν του κατόρθωσε να φτάσει σε μια τρεμάμενη αυτολύπηση, κι έτσι έκρινε πως ήταν τώρα έτοιμος. Εάν, με το να μην επιτρέψει καμιά άλλη σκέψη να μπει στο μυαλό του, μπορούσε να διατηρήσει ακέραια την τρέχουσα συγκινησιακή του κατάσταση μέχρι την τελευτή του βίου του, θα είχε βγει αλώβητος από μια άλλη κρίση στη θρησκευτική του ζωή.

Για κάποια στιγμή, όμως, μια διαβολική ιδέα τον είχε μερικώς στοιχειώσει. Θα μπορούσε τώρα να πάει σπίτι πριν έρθει η σειρά του και να πει στη μητέρα ότι είχε αργήσει και δεν πρόλαβε τον παπά. Έτσι, όμως, δυστυχώς, διακινδύνευε να πιαστεί να λέει ψέματα. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να πει πως είχε πάει να εξομολογηθεί, αλλά τούτο σήμαινε πως έπρεπε να αποφύγει να κοινωνήσει την επόμενη, διότι η θεία μετάληψη που λαμβάνεται με ακάθαρτη ψυχή γίνεται δηλητήριο στο στόμα του και θα καταρρεύσει καταραμένος και παράλυτος μπροστά στο κιγκλίδωμα της αγίας τράπεζας. Ξανά η φωνή του Πατρός Σβαρτς ακούστηκε καθαρά: «Και για σένα…» οι λέξεις ατόνησαν σ’ ένα βραχνό μουρμουρητό, και ο Ρούντολφ σηκώθηκε αναστατωμένος. Ένιωθε πως του ήταν αδύνατο να εξομολογηθεί εκείνο το απόγευμα. Κοντοστάθηκε αγχωμένος. Αμέσως μετά από το εξομολογητήριο ακούστηκε ένας ελαφρύς κτύπος, ένα τρίξιμο και ένα παρατεταμένο σύρσιμο. Η γρίλια του κουβουκλίου έπεσε και κουνήθηκε η βελούδινη κουρτίνα. Πάρα πολύ αργά είχε μπει σε πειρασμό… «Ευλόγησέ με, πάτερ, τον αμαρτωλό… ομολογώ ενώπιον του Παντοδύναμου Θεού, πάτερ, ότι αμάρτησα… Έχω να εξομολογηθώ εδώ κι ένα μήνα και τρεις μέρες … Ομολογώ πως έχω λάβει το Όνομα του Κυρίου ‘επί ματαίω’…» Αυτό ήταν εύκολο αμάρτημα. Οι βλαστήμιες που εξεστόμιζε δεν ήταν τίποτε άλλο από ψευτοπαλληκαριά, λιγότερο από κομπασμό. «…φέρθηκα άσχημα σε μια κυρία». Η ωχρή σκιά μετακινήθηκε πίσω από το δικτυωτό άνοιγμα.

«Πώς, παιδί μου;»

«Να, ήταν η ηλικιωμένη κυρία Σουένσον», το μουρμουρητό του Ρούντολφ δυνάμωσε χαρωπά.

«Πήρε τη μπάλα μας που σπάσαμε το παράθυρό της και δεν εννοούσε να μας τη δώσει πίσω, κι έτσι εμείς τη φωνάζαμε κοροϊδεύοντας την ‘άντε χάσου από δω’ όλο το απόγευμα. Μετά κατά τις πέντε έπαθε μια κρίση και έπρεπε να καλέσουν τον γιατρό.

«Συνέχισε, παιδί μου». 

«Και πίστευα πως δεν ήμουν γιος των γονιών μου».

«Τι πράγμα;» Η ανάκριση είχε πάρει μια καθαρά ξαφνική τροπή. «Πίστευα πως δεν ήμουν γιος των γονιών μου».

«Γιατί να μην είσαι;»

«Ω, απλά από περηφάνια», απάντησε εύθυμα.

«Δηλαδή σκέφτηκες πως παραήσουν καλός για να είσαι γιος των γονιών σου;»

«Μάλιστα, πάτερ». Λιγότερα χαρούμενα τώρα.

«Συνέχισε».

«Ήμουν ανυπάκουος και έβριζα τη μητέρα μου. Συκοφάντησα ανθρώπους πίσω από την πλάτη μου. Κάπνισα…» ο Ρούντολφ είχε τώρα εξαντλήσει τα μικροπαραπτώματα, και ήρθε η στιγμή να ομολογήσει τα αμαρτήματα που του προκαλούσαν αγωνία. Έσφιξε τα δάχτυλά του πάνω στο πρόσωπό του σαν ραβδιά λες και ήθελε να πιέσει ανάμεσά τους την ντροπή μέσα στην καρδιά του.

«Είπα βρώμικες λέξεις και έκανα άσεμνες σκέψεις και επιθυμίες», ψιθύρισε ανεπαίσθητα. «Πόσο συχνά;»

«Δεν ξέρω».

«Μια φορά τη βδομάδα; Δυο φορές τη βδομάδα; Υπέκυψες σ’ αυτές τις επιθυμίες;»

«Όχι, πάτερ».

«Ήσουν μόνος σου όταν τις σκεφτόσουν;»

«Όχι, πάτερ. Ήμουν με δυο αγόρια κι ένα κορίτσι».

«Δεν ξέρεις, τέκνο μου, ότι πρέπει ν’ αποφεύγεις τόσο τις αιτίες της αμαρτίας όσο και την ίδια την αμαρτία; Οι κακές συναναστροφές οδηγούν σε κακές επιθυμίες και πράξεις. Πού ήσουν όταν συνέβη αυτό;»

«Σε μια αχυρώνα πίσω από…»

«Δε θέλω ν’ ακούσω καθόλου ονόματα», τον διέκοψε απότομα ο παπάς.

«Να, συνέβη στο πατάρι αυτής της αχυρώνας και εκείνο το κορίτσι και … ένας φιλαράκος έλεγαν πράγματα … έλεγαν άσεμνα πράγματα, κι εγώ έμεινα κι άκουγα».

«Έπρεπε να φύγεις … κι έπρεπε να πεις το κορίτσι να φύγει κι αυτό».

Έπρεπε να φύγει! Αλλά δεν μπορούσε να πει στον Πατέρα Σβαρτς πώς χτυπούσε ο σφυγμός του στον καρπό του, πώς μια παράξενη, ρομαντική έξαψη τον είχε συνεπάρει όταν άκουγε να λένε εκείνα τα περίεργα πράγματα. Ίσως στα κακόφημα σπίτια τα αμετανόητα κορίτσια με σκληρά και θολά μάτια βρίσκονται εκείνες που θα καούν στην πιο δυνατή φωτιά.

«Έχεις να μου πεις τίποτε άλλο;»

«Δεν νομίζω, πάτερ». Ο Ρούντολφ ένιωσε άπειρη ανακούφιση. Ιδρώτας άρχισε να τρέχει κάτω από τα σφιγμένα του δάχτυλα.

«Μήπως έχεις πει και ψέματα;»

Η ερώτηση τον ξάφνιασε. Σαν όλους όσοι κατά συνήθεια και ενστικτωδώς ψεύδονται, ο Ρούντολφ ένιωθε μεγάλο σεβασμό και δέος για την αλήθεια. Κάτι σχεδόν έξω από τον εαυτόν του τού υπαγόρευσε να πει μια γρήγορη, πονεμένη απάντηση.

«Ω, όχι, πάτερ, δε λέω ποτέ ψέματα».

Για μια στιγμή, σαν ένας κοινός θνητός πάνω σε βασιλικό θρόνο, πήρε μια γεύση από την περηφάνια της κατάστασης. Κατόπιν καθώς ο παπάς άρχισε να μουρμουρίζει τις συνηθισμένες νουθεσίες, διαπίστωσε ότι με την ηρωική του άρνηση πως δεν λέει ψέματα είχε διαπράξει ένα τρομερό αμάρτημα … είχε πει ψέματα κατά την εξομολόγηση. Αντιδρώντας αυτόματα στην προτροπή του πατρός Σβαρτς «μετανόησε εμπράκτως», άρχισε να επαναλαμβάνει μεγαλοφώνως και ανούσια: «Ω, Θεέ μου, λυπάμαι από καρδιάς που έχω αμαρτήσει ενώπιόν Σου …» Πρέπει να το διορθώσει αυτό τώρα – ήταν ένα μεγάλο λάθος – αλλά καθώς έκλεινε το στόμα του κόβοντας απότομα τις τελευταίες λέξεις της προσευχής του, ακούστηκε ένας οξύς ήχος και η γρίλια έκλεισε. Ένα λεπτό αργότερα όταν βγήκε έξω στο λυκόφως από την αποπνικτική ατμόσφαιρα της εκκλησίας προς την ανοιχτωσιά των σιταγρών και του ουρανού, η ανακούφιση που ένιωσε ανέβαλε την πλήρη διαπίστωση του τι είχε κάνει. Αντί να ανησυχήσει, πήρε μια βαθιά ανάσα αναζωογονητικού αέρα και άρχισε να επαναλαμβάνει συνέχεια τις λέξεις: ‘Μπλάτσφορντ Σαρνέμινγκτον, Μπλάτσφορντ Σαρνέμινγκτον!’

Ο Μπλάτσφορντ Σαρνέμινγκτον ήταν αυτός ο ίδιος, και αυτές οι λέξεις ήταν ουσιαστικά ένα ποίημα. Όταν φαντάστηκε τον εαυτόν του ως Μπλάτσφορντ Σαρνέμινγκτον, μια γλυκιά αριστοκρατία βγήκε από μέσα του. Ο Μπλάτσφορντ Σαρνέμινγκτον βίωνε σαρωτικούς θριάμβους. Όταν ο Ρούντολφ μισόκλεισε τα μάτια του σήμαινε ότι ο Μπλάτσφορντ Σαρνέμινγκτον είχε αποκτήσει κυριαρχία πάνω του και, καθώς προσπερνούσε, ακούγονταν ζηλόφθονα μουρμουρητά στον αέρα. ‘Μπλάτσφορντ Σαρνέμινγκτον! Περνάει ο Μπλάτσφορντ Σαρνέμινγκτον’. Ήταν τώρα ο Μπλάτσφορντ για λίγο καθώς βάδιζε καμαρωτός στον κακοτράχαλο δρόμο προς το σπίτι του, αλλά όταν ο δρόμος έγινε άσφαλτος για να συνδεθεί με τη λεωφόρο Λούντβιχ, ο ενθουσιασμός του καταλάγιασε, το μυαλό του ηρέμησε και ένιωσε τη φρίκη του ψέματός του. Ο Θεός, φυσικά, ήδη το ήξερε – αλλά ο Ρούντολφ διατηρούσε μια γωνιά του μυαλού του όπου αυτός ήταν ασφαλής από τον Θεό, όπου είχε φτιάξει τα κόλπα με τα οποία συχνά ξεγελούσε τον Θεό. Με το να κρύβεται τώρα σ’ αυτή τη γωνιά, μελετούσε πώς θα μπορούσε καλύτερα ν’ αποφύγει τις συνέπειες της ψευδούς του δήλωσης. Το να διακινδυνεύσει να εξοργίσει τον Θεό σε τέτοιο βαθμό παραήταν πολύ. Θα αναγκαζόταν να πιει νερό ‘κατά λάθος’ το πρωί, κι έτσι, σύμφωνα με τους κανόνες της εκκλησίας, να καταστεί ανάξιος για τη θεία κοινωνία εκείνη τη μέρα. Παρ’ όλη τη σαθρότητά του, το τέχνασμα αυτό ήταν το πλέον εφικτό που του ήρθε στο μυαλό. Δέχτηκε τους κινδύνους και επικεντρωνόταν πώς να το θέσει καλύτερα σε ισχύ, καθώς έστριψε τη γωνία δίπλα στο φαρμακείο του Ρόμπεργκ και ήρθε φάτσα με το πατρικό του.

III

Ο πατέρας του Ρούντολφ, ο τοπικός εμπορευματικός πράκτορας, είχε στείλει τη δεύτερη φουρνιά από Γερμανικά και Ιρλανδικά προϊόντα στη Μινεσότα και Ντακότα. Θεωρητικά, παρουσιάζονταν μεγάλες ευκαιρίες σ’ έναν ενεργητικό νέο εκείνες τις μέρες και σ’ εκείνον τον τόπο, αλλά ο Καρλ Μίλλερ δεν ήταν σε θέση να καθιερώσει είτε με τους προϊσταμένους ή με τους υφισταμένους του τη φήμη για μια σχετική σταθερότητα, η οποία είναι ουσιώδης για να πετύχει σε μια ιεραρχική βιομηχανία. Αν και κάπως άξεστος, ήταν παρ’ όλα αυτά, ανεπαρκώς ξεροκέφαλος και ανίκανος να δεχθεί ως δεδομένες θεμελιώδεις σχέσεις, και αυτή η ανικανότητα τον καθιστούσε φιλύποπτο, ανήσυχο και διαρκώς απογοητευμένο. Οι δυο του δεσμοί με την ποικιλόμορφη ζωή ήταν η πίστη του στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και η μυστικιστική λατρεία του στην Κατασκευαστική Αυτοκρατορία, Τζέιμς Τζ. Χιλ. Ο Χιλ ήταν η αποθέωση του προσόντος στο οποίο ο Μίλλερ ήταν ο ίδιος ανεπαρκής – στερούταν την έννοια των πραγμάτων, την υλική οικειότητα των πραγμάτων, την αίσθηση της βροχής όταν ο άνεμος τη χτυπούσε στο μάγουλό του. Το μυαλό του Μίλλερ ήταν αργόστροφο σχετικά με παλιές αποφάσεις άλλων ανθρώπων, και δεν είχε ποτέ στη ζωή του αισθανθεί την ισορροπία κάθε απλού πράγματος που κρατούσε στα χέρια του. Το κουρασμένο, αλλά ζωηρό, λιλιπούτειο σώμα του γήρασκε στη γιγάντια σκιά του Χιλ. Για μια εικοσαετία ζούσε μόνο με το όνομα του Χιλ και του Θεού. Τα Κυριακάτικα πρωινά ο Καρλ Μίλλερ ξυπνούσε στις έξι μέσα στην αποστειρωμένη ησυχία. Γονατίζοντας στην άκρη του κρεβατιού, έσκυβε τα γκριζόξανθα μαλλιά του και πιτσιλωτές αφέλειες του μουστακιού του πάνω στο μαξιλάρι και προσευχόταν για αρκετά λεπτά. Κατόπιν έβγαζε το νυχτικό του – όπως όλοι στη γενιά του δεν είχε ποτέ φορέσει πιτζάμες – και έντυνε το λιγνό, ξασπρισμένο, άτριχο σώμα του με μάλλινα εσώρουχα. Ξυριζόταν. Ησυχία στη διπλανή κρεβατοκάμαρα, όπου η γυναίκα του έκανε ανήσυχο ύπνο. Ησυχία και από την γωνία με το διαχωριστικό παραβάν, όπου ήταν η κουκέτα του γιου του, ο οποίος κοιμόταν ανάμεσα στα παιδικά βιβλία του Οράτιου Άλγκερ, τη συλλογή του από περιτυλίγματα με μάρκες πούρων, τα σκοροφαγωμένα σημαιάκια – Κορνέλ, Χάμλιν και Χαιρετίσματα από το Πουέμπλο, Νέο Μεξικό, καθώς  και τα λοιπά υπάρχοντα της προσωπικής του ζωής. Απ’ έξω ο Μίλλερ άκουγε τα τσιρίγματα των πουλιών και το φουρφούρισμα των πουλερικών που κινούνταν πέρα δώθε, και σαν έναν υποκείμενο τόνο, το επερχόμενο κλικ-τικ του διερχόμενου συρμού με κατεύθυνση τη Μοντάνα και πιο πέρα την πράσινη ακτή. Κατόπιν, καθώς στάλαζε το κρύο νερό από το σφουγγάρι που είχε στο χέρι του, σήκωσε το κεφάλι του ξαφνικά – είχε ακούσει έναν μουλωχτό ήχο από την κουζίνα στον κάτω όροφο. Σκούπισε βιαστικά το ξυράφι του, πέρασε στους ώμους τις τιράντες που κρέμονταν, και έστησε αυτί. Κάποιος βάδιζε στην κουζίνα και ήξερε από τα ελαφρά βήματα πως δεν ήταν η γυναίκα του. Με το στόμα του ελαφρά μισάνοιχτο κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα και άνοιξε την πόρτα της κουζίνας. Όρθιος δίπλα στον νεροχύτη, με το ένα του χέρι ακόμη κάτω από τη βρύση που έσταζε και με το άλλο να κρατάει ένα ποτήρι γεμάτο νερό, στεκόταν ο γιος του. Τα μάτια του αγοριού, βαριά ακόμη από τον ύπνο, συνάντησαν το βλέμμα του πατέρα του με μια φοβισμένη, επικριτική αθωότητα. Ήταν ξυπόλυτος και είχε ανασκουμπώσει τις πιτζάμες του μέχρι τα γόνατα και τα μανίκια του μέχρι τους αγκώνες. Για μια στιγμή έμειναν και οι δυο τους ακίνητοι. Ο Καρλ Μίλλερ κατέβασε τα μούτρα του ενώ παράλληλα ο γιος του ανέβασε τα δικά του, λες και πάσχιζαν να ισορροπήσουν  τα άκρα των συναισθημάτων που τους είχαν κυριεύσει. Κατόπιν οι αφέλειες του μουστακιού του πατέρα του έπεσαν απειλητικά μέχρι που κάλυψαν το στόμα του, και έριξε μια σύντομη ματιά τριγύρω να δει μήπως κάτι δεν ήταν στη θέση του. Η κουζίνα είχε χρωματιστεί από το φως του ήλιου που χτυπούσε πάνω στα κατσαρολικά και έλουζε τα λεία σανίδια του πατώματος και το τραπέζι με κίτρινο χρώμα, καθαρό σαν αθέριστο σιτάρι. Βρίσκονταν στο κέντρο του σπιτιού όπου έκαιγε το τζάκι και τα μεταλλικά σκεύη ταίριαζαν το ένα μέσα στο άλλο, ενώ ο ατμός σφύριζε όλη μέρα με μια λεπτή, μουντή νότα. Όλα ήταν στη θέση τους. Τίποτε δεν πειράχτηκε – εκτός από τη βρύση όπου συνέχιζαν να σχηματίζονται στάλες νερού σαν χάντρες και έσταζαν με μια άσπρη αναλαμπή μέσα στον νεροχύτη από κάτω.

«Τι κάνεις εδώ;»

«Κοράκιασα από δίψα και μόλις κατέβηκα να…»

«Είχα την εντύπωση ότι επρόκειτο να κοινωνήσεις».

Ένα βλέμμα μεγάλης έκπληξης απλώθηκε πάνω στο πρόσωπο του γιου του.

«Το ξέχασα ολότελα».

«Ήπιες καθόλου νερό;»

«Όχι…»

Δεν πρόλαβε να ξεστομίσει τη λέξη και ο Ρούντολφ κατάλαβε ότι έδωσε λάθος απάντηση. Όμως, τα ξέθωρα, αγανακτισμένα μάτια που τον αντίκριζαν μάντεψαν την αλήθεια πριν η βούληση του αγοριού προλάβει να ενεργήσει. Διαπίστωσε επίσης πως δεν έπρεπε να κατέβει στην κουζίνα. Κάποια ακαθόριστη ανάγκη αληθοφάνειας τον είχε αναγκάσει ν’ αφήσει ένα γεμάτο ποτήρι σαν στοιχείο δίπλα στον νεροχύτη. Η ειλικρίνεια της φαντασίας του τον πρόδωσε.

«Χύσε το», τον διέταξε ο πατέρας του, «εκείνο το νερό!»

Ο Ρούντολφ απεγνωσμένα άδειασε το ποτήρι.

«Τι τρέχει μ’ εσένα, τέλος πάντων;» ρώτησε θυμωμένα ο Μίλλερ.

«Τίποτε».

«Πήγες να εξομολογηθείς χθες;»

«Ναι».

«Τότε γιατί ήσουν έτοιμος να πιεις νερό;»

«Δεν ξέρω … ξεχάστηκα».

«Μου φαίνεται να νοιάζεσαι περισσότερο για το να μην υποφέρεις λίγη δίψα παρά για τη θρησκεία σου».

«Ξεχάστηκα».

Ο Ρούντολφ  άρχισε να νιώθει τα μάτια του έτοιμα να δακρύσουν.

«Αυτή δεν είναι απάντηση».

«Μα το ξέχασα».

«Καλά θα κάνεις να προσέχεις!» Ο πατέρας του συνέχισε σε έναν πολύ επίμονο, ανακριτικό τόνο:

«Αν είσαι τόσο ξεχασιάρης που να μη θυμάσαι τα θρησκευτικά σου καθήκοντα, τότε πρέπει να κάνουμε κάτι γι’ αυτό».

Ο Ρούντολφ έσπευσε ν’ απαντήσει χωρίς χρονοτριβή.

«Τα θυμάμαι πολύ καλά».

«Πρώτα αρχίζεις να ξεχνάς τη θρησκεία σου», φώναξε οργισμένος, «και το επόμενο που θα κάνεις είναι ν’ αρχίσεις τα ψέματα και τις κλεψιές, κι ύστερα θα καταλήξεις στο αναμορφωτήριο!»

Ούτε καν αυτή η γνωστή απειλή δεν μπορούσε να κάνει πιο βαθιά την άβυσσο που έχασκε μπροστά από τον Ρούντολφ. Είτε έπρεπε τώρα να ομολογήσει τα πάντα, διαθέτοντας το κορμί του σ’ ό, τι ήξερε πως θα ήταν ένας άγριος ξυλοδαρμός, ειδάλλως να προκαλέσει τους κεραυνούς πάνω στην ψυχή του με το να μεταλάβει ιερόσυλα το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Και από τα δύο, το πρώτο φαινόταν πιο τρομακτικό … δεν ήταν τόσο πολύ το ξύλο που έτρεμε σαν μια βάρβαρη αγριότητα, μια διέξοδος ενός ανεπαρκούς άντρα, αλλά το ό, τι θα τον σημάδευε για πάντα.

«Άσε κάτω το ποτήρι και ανέβα να ντυθείς!» τον διέταξε ο πατέρας του, «κι όταν θα πάμε στην εκκλησία, πριν την κοινωνία, καλά θα κάνεις να γονατίσεις και να ζητήσεις συγχώρηση από τον Θεό για την επιπολαιότητά σου».

Κάποια τυχαία έμφαση στην έκφραση της διαταγής έδρασε σαν καταλυτικός παράγοντας στη σύγχυση και το τρόμο μέσα στο μυαλό του Ρούντολφ. Ένας άγριος και υπερήφανος θυμός τον κυρίευσε και κοπάνησε το ποτήρι μέσα στον νεροχύτη. Ο πατέρας του έβγαλε μια τεταμένη, βραχνή φωνή και όρμησε κατά πάνω του. Ο Ρούντολφ έκανε προς το πλάι ξεφεύγοντάς τον, αναποδογύρισε μια καρέκλα και προσπάθησε να πάει στην απέναντι μεριά του τραπεζιού. Έβγαλε μια οξεία κραυγή όταν ένα χέρι έπιασε τον ώμο της πιτζάμας του, και κατόπιν ένιωσε τον αμβλύ χτύπο μιας γροθιάς πάνω στην πλευρά του κεφαλιού του και λοξά χτυπήματα στο πάνω μέρος του σώματος. Καθώς πάσχιζε να ξεγλιστρήσει εδώ κι εκεί από την αρπάγη του χεριού του πατέρα του, που τον έσερνε ή τον σήκωνε όταν αυτός κολλούσε ενστικτωδώς πάνω σ’ ένα μπράτσο, νιώθοντας τα οδυνηρά χτυπήματα και σπρωξίματα, δεν έβγαζε τσιμουδιά παρά μόνο γελούσε υστερικά αρκετές φορές. Μετά σε λιγότερο από ένα λεπτό τα χτυπήματα σταμάτησαν ξαφνικά. Μετά από μια ηρεμία κατά την οποία ο πατέρας του συνέχιζε να κρατάει τον γιο του σφικτά και οι δυο τους να τρέμουν βίαια προφέροντας παράξενες, κουτσουρεμένες λέξεις, ο Καρλ Μίλλερ μισοσέρνοντας και μισοαπειλώντας διέταξε τον Ρούντολφ να πάει πάνω.

«Ντύσου!»

Ο Ρούντολφ τώρα συμπεριφερόταν υστερικά και κρύωνε. Πονούσε το κεφάλι του, και στον αυχένα του υπήρχε μια επιπόλαια γρατσουνιά από τα νύχια του πατέρα του. Ξεσπούσε σε λυγμούς και έτρεμε καθώς ντυνόταν. Ήξερε ότι η μητέρα του στεκόταν στην πόρτα φορώντας ένα σάλι, με το ρυτιδωμένο πρόσωπό της να συσπάται, να σφίγγεται και να αλλάζει σε μια σειρά από καινούργιες ρυτίδες που απλώνονταν και στροβιλίζονταν από το λαιμό της μέχρι το μέτωπο. Απεχθανόμενος την νευρική της αναποτελεσματικότητά της και αποφεύγοντας απότομα όταν αυτή προσπάθησε να βάλει αλοιφή στη γρατσουνιά του αυχένα του, αυτός πήγε και έκανε με βιάση και άγχος την τουαλέτα του. Κατόπιν ακολούθησε τον πατέρα του έξω από το σπίτι προς την καθολική εκκλησία.

IV

Βάδιζαν αμίλητοι εκτός όταν ο Καρλ Μίλλερ αναγνώριζε αυτόματα την ύπαρξη περαστικών. Μόνο η ακανόνιστη ανάσα του Ρούντολφ τάραζε τη ζεστή Κυριακάτικη ησυχία. Ο πατέρας του σταμάτησε αποφασιστικά στην είσοδο της εκκλησίας.

«Αποφάσισα καλά θα κάνεις ξαναπάς να εξομολογηθείς. Μπες μέσα και πες τον Πατέρα Σβαρτς όσα έκανες και ζήτησε συγχώρηση από τον Θεό».

«Κι εσύ έχασες την ψυχραιμία σου!» είπε ο Ρούντολφ γρήγορα. Ο Καρλ Μίλλερ έκανε ένα απειλητικό βήμα προς τον γιο του, ο οποίος επιφυλακτικά έκανε πίσω.

«Εντάξει, θα πάω».

«Θα κάνεις αυτό που σου είπα;» ψιθύρισε βραχνά ο πατέρας του.

«Εντάξει».

Ο Ρούντολφ μπήκε στην εκκλησία και για δεύτερη φορά μέσα σε δυο μέρες μπήκε στο εξομολογητήριο και γονάτισε. Η γρίλια σηκώθηκε αμέσως. «Ομολογώ ότι αμέλησα την πρωινή προσευχή μου».

«Αυτό είναι όλο;»

«Αυτό είναι όλο». Μια θλιμμένη αγαλλίαση τον κυρίευση. Ποτέ πια δεν θα του ήταν εύκολο να τοποθετεί μια αφηρημένη έννοια μπροστά από τις ανάγκες του για άνεση και αξιοπρέπεια. Είχε ξεπεράσει μια αόρατη γραμμή, έχοντας επίγνωση της απομόνωσής του – επίγνωση ότι αυτή η απομόνωση δεν ίσχυε μόνο για εκείνες τις στιγμές που ήταν ο Μπλάτσφορντ Σαρνέμινγκτον, αλλά και για όλη την εσωτερική ζωή του. Μέχρι τούδε τέτοια φαινόμενα σαν ‘τρελές’ φιλοδοξίες και ανούσιες μικροντροπιές και φόβους δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ιδιωτικές επιφυλάξεις, αναγνωρισμένες ενώπιον του θρόνου της επίσημης ψυχής του. Τώρα διαπίστωσε ασυναίσθητα ότι οι ιδιωτικές του επιφυλάξεις ήταν αυτός ο ίδιος, και όλα τα υπόλοιπα μια χρωματισμένη πρόσοψη και μια συμβατική σημαία. Η πίεση του περιβάλλοντος τον είχε οδηγήσει στον μοναχικό μυστικό δρόμο της εφηβείας. Γονάτισε στο στασίδι δίπλα στον πατέρα του. Άρχισε η λειτουργία. Ο Ρούντολφ σηκώθηκε – όταν ήταν μόνος του έπεφτε νωχελικά πίσω στη θέση – και γεύτηκε τη συναίσθηση μιας οξείας, ανεπαίσθητης εκδίκησης. Πλάι του ο πατέρας του προσευχόταν να συγχωρήσει ο Θεός τον Ρούντολφ, και παρακαλούσε επίσης να συγχωρήσει κι αυτόν τον ίδιο που είχε  εξοργιστεί. Έριξε μια πλάγια ματιά στον γιο του, και ένιωσε ανακούφιση που είδε πως η τεταμένη, άγρια όψη είχε φύγει από το πρόσωπό του και είχε σταματήσει να ξεσπά σε λυγμούς. Η χάρη του Θεού, ενυπάρχουσα μέσα στο Μυστήριο, θα ενεργούσε για τα υπόλοιπα, και ίσως μετά τη Θεία Λειτουργία όλα θα καλυτέρευαν. Ένιωθε περήφανος για τον Ρούντολφ κατά βάθος, και άρχισε στ’ αλήθεια να μετανιώνει για όσα είχε κάνει.

Συνήθως όταν έβγαινε ο δίσκος αποτελούσε ένα σημαντικό σημείο για τον Ρούντολφ όσον αφορά την προσφορά του. Εάν, όπως συνέβαινε συχνά, δεν είχε καθόλου χρήματα να ρίξει, τον έπιανε οργή για την ντροπή του και χαμήλωνε το κεφάλι του προφασιζόμενος ότι δεν έβλεπε μην τυχόν η Τζιν Μπρέιντι που καθόταν στο πίσω στασίδι το παρατηρούσε και υποπτευόταν πως η οικογένειά του περνούσε μεγάλη φτώχεια. Αλλά σήμερα κοίταξε το δίσκο μ’ ένα ψυχρό βλέμμα καθώς περνούσε κάτω από τα μάτια του, παρατηρώντας μ’ ένα ανέμελο ενδιαφέρον το ποσό των νομισμάτων που περιείχε. Όταν, όμως, σήμανε το καμπανάκι για τη θεία κοινωνία, τον έπιασε τρέμουλο. Ευλόγως ο Θεός θα σταματούσε την καρδιά του. Κατά τις δώδεκα ώρες που πέρασαν είχε διαπράξει μια σειρά από αμαρτήματα σε αυξανόμενη βαρύτητα, και τώρα ήταν έτοιμος να τα επιστεγάσει όλα με μια βλάσφημη ιεροσυλία. «Domini, non sum dignus; ut interes sub tectum meum; sed tantum dic verbo, et sanabitur anima mea…» [Κύριε οὔκ εἰμι ἄξιος ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς ἀλλά μόνον εἰπέ λόγῳ καὶ ἰαθήσεται ἡ ψυχή μου…]. Ένας σύρσιμο ρούχων ακούστηκε ανάμεσα στα στασίδια και όσοι επρόκειτο να κοινωνήσουν προχώρησαν σιγά – σιγά προς τον διάδρομο με κατεβασμένα μάτια και ενωμένα χέρια. Εκείνοι που ήταν περισσότερο ευσεβείς πίεζαν τις άκρες των δαχτύλων του ενώνοντας τις παλάμες τους σε θέση ικεσίας. Σ’ αυτούς τους τελευταίους ήταν και ο Καρλ Μίλλερ. Ο Ρούντολφ τον ακολούθησε μέχρι το κιγκλίδωμα του ιερού και γονάτισε, βάζοντας αυτομάτως την πετσέτα κάτω από το σαγόνι. Το καμπανάκι χτύπησε ζωηρά και ο ιερέας γύρισε από την αγία τράπεζα με τη λευκή όστια που την κρατούσε πάνω από το άγιο ποτήριο: «Corpus Domini nostri Jesu Christi custodiat animam meam in vitam aeternam». [Το σώμα του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού διαφυλάττοι την ψυχήν μου εις ζωήν αιώνιον]. Κρύος ιδρώτας έλουσε το μέτωπο του Ρούντολφ καθώς άρχισε η θεία μετάληψη. Ο πατήρ Σβαρτς διερχόταν τη σειρά των κοινωνών και ο Ρούντολφ με αυξανόμενη ναυτία αισθανόταν τα φύλλα της καρδιάς του ν’ αδυνατίζουν μπροστά στη θέληση του Θεού. Του φαινόταν πως η εκκλησία σκοτείνιασε πιο πολύ και είχε πέσει μια νεκρική σιωπή, που διακοπτόταν μόνο από το άναρθρο μουρμουρητό που προανήγγειλε την έλευση του Δημιουργού του ουρανού και της γης. Κατέβασε το κεφάλι του ανάμεσα στους ώμους του και περίμενε το χτύπημα. Αμέσως μετά ένιωσε ένα σκούντημα στα πλευρά του. Ο πατέρας του τον σκουντούσε να σταθεί ευθυτενής, όχι να χαλαρώνει, μπροστά στο κιγκλίδωμα. Ο ιερέας δεν απείχε παρά δύο μόνο βήματα. «Corpus Domini nostri Jesu Christi custodiat animam meam in vitam aeternam».

Ο Ρούντολφ άνοιξε το στόμα του. Ένιωσε την κολλώδη, κέρινη γεύση της όστιας στη γλώσσα του. Έμεινε ακίνητος για όσο του φάνηκε ένας ατέλειωτος χρόνος, με το κεφάλι του ακόμη ανασηκωμένο και με την όστια ακόμη άλιωτη μέσα στο στόμα του. Και πάλι μετά ξαφνιάστηκε με το σκούντημα του αγκώνα του πατέρα του. Παρατήρησε ότι ο κόσμος άρχισε να απομακρύνεται από την αγία τράπεζα, σαν φύλλα που σκορπίζονται, και να γυρίζει με μάτια κατεβασμένα στα στασίδια τους, ο καθένας μόνος του με τον Θεό. Ο Ρούντολφ ένιωσε μόνος του με τον εαυτόν του, μούσκεμα στον ιδρώτα και βυθισμένος σε θανάσιμο αμάρτημα. Όπως γύριζε πίσω στο στασίδι του οι δυνατοί χτύποι των διχαλωτών του οπλών αντηχούσαν βαριά πάνω στο έδαφος, και ήταν βέβαιος πως κουβαλούσε στην καρδιά του μαύρο φαρμάκι.

V Το πετoούμενο βέλος

οὐ φοβηθήσῃ ἀπὸ φόβου νυκτερινοῦ, ἀπὸ βέλους πετομένου ἡμέρας, ἀπὸ πράγματος ἐν σκότει διαπορευομένου, ἀπὸ συμπτώματος καὶ δαιμονίου μεσημβρινοῦ.

Το όμορφο αγοράκι με μάτια σαν γαλάζιες χάντρες, με βλέφαρα που άνοιγαν σαν ροδοπέταλα είχε τελειώσει λέγοντας το αμάρτημά του στον πατέρα Σβαρτς – και το πλαίσιο του ηλιακού φωτός που το έλουζε είχε μετατοπισθεί σε μισή ώρα μέσα στο δωμάτιο. Ρούντολφ ένιωθε λιγότερο τρομοκρατημένος τώρα. Μια και απαλλάχτηκε από το βάρος της ομολογίας του, άρχισε ν’ αντιδρά διαφορετικά. Ήξερε πως όσην ώρα βρισκόταν στο δωμάτιο με τον ιερέα, ο Θεός δεν θα έκανε να σταματήσει η καρδιά του. Γι’ αυτό αναστενάζοντας καθόταν ήσυχα και περίμενε τον παπά να μιλήσει. Τα υγρά, ψυχρά μάτια του πατρός Σβαρτς ήταν προσηλωμένα πάνω στα σχέδια του χαλιού όπου τώρα το φως του ήλιου έκανε να φαίνονται έντονα οι αγκυλωτοί σταυροί και οι επίπεδες χωρίς άνθη αναδεντράδες καθώς και αχνές υπόνοιες λουλουδιών. Το εκκρεμές του χολ επέμενε στο τικ-τακ του καθώς πλησίαζε το ηλιοβασίλεμα, και από το άχαρο δωμάτιο, και από το απόγευμα έξω από το παράθυρο αναδυόταν μια άκαμπτη μονοτονία, διακοπτόμενη κάπου – κάπου από τον ηχηρό χτύπο ενός μακρινού σφυριού στον ξηρό αέρα. Τα νεύρα του παπά ήταν τόσο τεταμένα που έγιναν κουρέλια. Οι χάντρες του ροζάριού του σέρνονταν και αναδεύονταν σαν φίδια πάνω στην πράσινη τσόχα του τραπεζιού. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τι ήταν αυτό που έπρεπε. Από όλα τα πράγματα σ’ αυτή τη χαμένη αμερικανοσουηδική πόλη το μόνο που πρόσεχε ήταν τα μάτια αυτού του μικρού αγοριού – τα ωραία μάτια, με τις βλεφαρίδες που τα απρόθυμα τα άφηναν, και καμπυλώνονταν προς τα πίσω σαν να ήθελαν να  πάρουν φόρα για να τα συναντήσουν ακόμη μια φορά. Για μια στιγμή που φαινόταν να διαρκεί πολύ ο Ρούντολφ περίμενε μέσα στην επίμονη σιωπή, και ο παπάς πάσχιζε να θυμηθεί κάτι που του διέφευγε όλο και πιο μακριά, ενώ το ρολόι συνέχιζε το τικ-τακ του μέσα στο έρημο σπίτι. Αμέσως μετά ο πατήρ Σβαρτς κοίταξε επίμονα το αγοράκι κι έκανε μια  παράξενη παρατήρηση: «Όταν συγκεντρώνονται πολλοί άνθρωποι στα καλύτερα μέρη, τα πράγματα αρχίζουν να αχνοφέγγουν».

Ο Ρούντολφ ξαφνιάστηκε και κοίταξε στα γρήγορα τον πατέρα Σβαρτς κατά πρόσωπο. «Είπα…» συνέχισε ο ιερέας και σταμάτησε στήνοντας το αυτί του. «Ακούς το σφυρί και το τικ-τακ του ρολογιού και τον βόμβο των μελισσών; Λοιπόν, αυτό δεν ωφελεί. Το θέμα είναι να έχεις ένα σωρό ανθρώπους στο κέντρο του κόσμου, όπου κι αν συμβαίνει αυτό. Κατόπιν» τα υγρά του μάτια άνοιξαν ορθάνοιχτα με σημασία, «τα πράγματα αρχίζουν να αχνοφέγγουν».

«Μάλιστα, πάτερ», συμφώνησε ο Ρούντολφ νιώθοντας λίγο τρομαγμένος.

«Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;»

«Να, θα ήθελα να γίνω παίκτης του μπέιζμπολ για ένα διάστημα», απάντησε ο Ρούντολφ με νευρικότητα, «αλλά δεν νομίζω να είναι μια πολύ καλή φιλοδοξία, γι’ αυτό θα γίνω ηθοποιός ή αξιωματικός του ναυτικού».

Ο παπάς συνέχιζε να τον κοιτάζει επίμονα. «Καταλαβαίνω ακριβώς τι θέλεις να πεις», είπε με άγριο ύφος. Ο Ρούντολφ δεν ήθελε να πει τίποτα το ιδιαίτερο, και στον υπαινιγμό ότι κάτι ήθελε να πει, ένιωσε περισσότερο άβολος. «Ο άνθρωπος είναι παλαβός», σκέφτηκε, «και με φοβίζει. Θέλει να τον βοηθήσω κατά κάποιον τρόπο, πράγμα που δε θέλω εγώ».

«Δείχνεις ότι τα πράγματα ήδη αχνοφέγγουν», είπε με άγρια φωνή ο πατήρ Σβαρτς. «Πήγες ποτέ σε πάρτι;»

«Μάλιστα, πάτερ».

«Και παρατήρησες πως όλοι ήταν ευπρεπώς ντυμένοι; Να τι θέλω να πω. Ακριβώς όπως πήγες στο πάρτι υπήρχε μια στιγμή που όλοι ήταν ευπρεπώς ντυμένοι. Ίσως δυο κοριτσάκια στέκονταν στην πόρτα και μερικά αγόρια έσκυβαν πάνω από τα κάγκελα, και γύρω – γύρω υπήρχαν βάζα γεμάτα λουλούδια».

«Έχω πάει σε πολλά πάρτι», είπε ο Ρούντολφ, μάλλον ανακουφισμένος που η συζήτηση πήρε μια τέτοια τροπή.

«Φυσικά», συνέχισε ο πάτερ Σβαρτς θριαμβευτικά, «ήξερα πως θα συμφωνούσες μαζί μου. Αλλά η θεωρία μου είναι ότι όταν ένα πλήθος ανθρώπων μαζεύεται στα καλύτερα μέρη τα πράγματα αρχίζουν να αχνοφέγγουν όλη την ώρα». Ο Ρούντολφ σκέφτηκε ξαφνικά τον Μπλάτσφορντ Σαρνέρμινγκτον.

«Άκουσέ με σε παρακαλώ!» διέταξε ανυπόμονα ο παπάς. «Σταμάτα ν’ ανησυχείς για το περασμένο Σάββατο. Η αποστασία συνεπάγεται απόλυτη καταδίκη μόνο με την προϋπόθεση μιας προηγούμενης τέλειας πίστης. Το διορθώνει αυτό;»

Ο Ρούντολφ δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το τι μιλούσε ο πατήρ Σβάρτς, αλλά ένευσε καταφατικά  και ο παπάς ένευσε κι αυτός με τη σειρά του, επανερχόμενος στην μυστηριώδη του απασχόληση.

«Δεν βλέπεις;» ανέκραξε, «τώρα έχουν φώτα μεγάλα σαν άστρα … το καταλαβαίνεις αυτό; άκουσα για ένα φως που είχαν στο Παρίσι ή κάπου αλλού που ήταν μεγάλο σαν αστέρι. Πολύς κόσμος το είχε … πολλοί ανέμελοι άνθρωποι. Τώρα έχουν κάθε λογής πράγματα που ποτέ δεν ονειρεύτηκες. Πρόσεξε…»  συνέχισε πλησιάζοντας τον Ρούντολφ πιο κοντά αλλά το αγόρι αποτραβήχτηκε. Κι έτσι ο πατήρ Σβάρτς γύρισε πίσω και κάθισε στην καρέκλα του με μάτια στεγνά που έκαιγαν.

«Πήγες ποτέ σε Λούνα Παρκ;»

«Όχι, πάτερ».

«Λοιπόν, πήγαινε να δεις ένα Λούνα Παρκ». Ο παπάς κούνησε το χέρι του αόριστα στον αέρα. «Είναι κάτι σαν πανηγύρι, μόνο πιο πολύ αστραφτερό. Να πας τη νύχτα αλλά και σταθείς μακριά από τα φώτα σ’ ένα σκοτεινό μέρος – κάτω από σκοτεινά δέντρα. Τότε θα δεις έναν μεγάλο τροχό καμωμένο από φώτα να γυρίζει στον αέρα, και μια μακριά τσουλήθρα που εκσφενδονίζει βάρκες μέσα στο νερό. Θα ακούσεις μια μπάντα να παίζει κάπου και θα νιώσεις τη μυρωδιά από φιστίκια – και όλα θα σπινθηροβολούν. Αλλά, βλέπεις, δε θα σου θυμίζουν τίποτε. Απλά όλα θα αιωρούνται εκεί μέσα στη νύχτα σαν ένα πολύχρωμο αερόστατο – σαν μια μεγάλη κίτρινη λάμπα στερεωμένη πάνω σ’ έναν στύλο». Ο πατήρ Σβαρτς κατσούφιασε καθώς σκέφτηκε κάτι ξαφνικά. «Αλλά μην πλησιάσεις πολύ κοντά», προειδοποίησε τον Ρούντολφ, «γιατί αν το κάνεις θα νιώσεις τη ζέστη και τον ιδρώτα και τη ζωή».

Όλη αυτή την κουβέντα ο Ρούντολφ την εύρισκε ιδιαίτερα παράξενη και τρομακτική, επειδή αυτός ο άνθρωπος ήταν ιερέας. Καθόταν στη θέση του, σχεδόν τρομοκρατημένος με τα ωραία του μάτια ορθάνοιχτα και προσηλωμένα στον πατέρα Σβαρτς. Αλλά κάτω από τον τρόμο του ένιωθε επιβεβαιωμένες τις δικές του εσωτερικές πεποιθήσεις. Υπήρχε κάτι απερίγραπτα υπέροχο κάπου που δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με τον Θεό. Δεν πίστευε πια πως ο Θεός ήταν  θυμωμένος μαζί του σχετικά με το αρχικό ψέμα, επειδή πρέπει να κατάλαβε ότι ο Ρούντολφ το είπε για να εξωραΐσει τα πράγματα κατά την εξομολόγησή του, ωραιοποιώντας την κακογουστιά των όσων παραδέχτηκε λέγοντας κάτι λαμπρό και περήφανο. Τη στιγμή που βεβαιώθηκε για την αψεγάδιαστη αθωότητα, μια ασημί σημαία ανέμισε κάπου έξω στον δροσερό αέρα και ακούστηκε το τρίξιμο δέρματος και έλαμψαν τα ασημένια σπιρούνια καθώς μια ομάδα από καβαλάρηδες περίμεναν να φωτίσει η αυγή πάνω σ’ έναν χαμηλό πράσινο λόφο. Όταν βγήκε ο ήλιος, ζωγράφισε πάνω στις πανοπλίες τους αστέρια φωτός σαν τις εικόνες των σιδηρόφρακτων Γερμανών ιπποτών στο Σεντάν των Αρδενών. Ο ιερέας, όμως, τώρα μουρμούριζε άναρθρες και σπαραξικάρδιες λέξεις προξενώντας ανεξέλεγκτο φόβο στο αγόρι. Φρίκη μπήκε ξαφνικά από το ανοιχτό παράθυρο και η ατμόσφαιρα του δωματίου άλλαξε. Ο πατήρ Σβαρτς κατέρρευσε ξαφνικά πάνω στα γόνατά του, ενώ το σώμα του έπεσε ενάντια στην καρέκλα. «Ω, Θεέ μου!» ανέκραξε με μια παράξενη φωνή και σωριάστηκε πάνω στο πάτωμα. Κατόπιν ένα καταπιεστικό βάρος σηκώθηκε από τα φθαρμένα ρούχα του παπά και αναμείχθηκε στις γωνιές με μια ακαθόριστη μυρωδιά μπαγιάτικου φαγητού. Ο Ρούντολφ έβγαλε μια δυνατή κραυγή και πανικόβλητος βγήκε από το σπίτι τρέχοντας. Ο παπάς κείτονταν σωριασμένος και εντελώς ακίνητος κατακλύζοντας το δωμάτιό του με φωνές και γκριμάτσες μέχρι που αντηχούσε με ηχολαλιές και με μια συνεχή και  στριγκιά νότα γέλιου. Έξω από το παράθυρο το αεράκι κυμάτιζε τα σιτάρια και ξανθές κοπέλες βάδιζαν αισθησιακά στους δρόμους που συνόρευαν με τους αγρούς λέγοντας αθώα και συναρπαστικά πράγματα στους νεαρούς που δούλευαν ανάμεσα στα στάχυα. Με χυτά πόδια κάτω από ακολλάριστα τσίτια και γιακάδες ζεστούς και ιδρωμένους. Για πέντε ώρες τώρα ζεστή και γόνιμη ζωή καιγόταν μέσα στο απόγευμα. Σε τρεις ώρες θα έπεφτε η νύχτα και σ’ όλη τη χώρα αυτά τα ξανθά κορίτσια του Βορρά και τα ψηλά νεαρά παλληκάρια από τα χωράφια θα ξάπλωναν πλάι – πλάι δίπλα στα στάχυα, κάτω από το φως του φεγγαριού.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

♫ Tu Bella Ca' Lu Tieni-Oμορφούλα μου εσύ, με το στρογγυλό στήθος/Σε λένε Μαρία, τόσο όμορφο όνομα / Σου το έδωσε η Μαντόνα

L'arpeggiata – Tu bella ca lu tieni lu pettu tundu (Tarantella) Συνθέτης :Pino De Vittorio(1954 ) ...