Η «μητέρα όλων των μπιζνών»!
Έχοντας περάσει, έστω και με αρκετό στραπατσάρισμα στο κύρος της, το νομοσχέδιο με τις ανατροπές στα εργασιακά, η κυβέρνηση τώρα αποφάσισε να επιταχύνει.
Δρομολογεί τη «μητέρα όλων των μπιζνών», που είναι η παραχώρηση της επικουρικής ασφάλισης σε ιδιωτικές ασφαλιστικές.
Μια κίνηση που θα αποφέρει τεράστια κεφάλαια και κέρδη στους ιδιώτες -προφανώς με το αζημίωτο-, θα επιβαρύνει με δεκάδες δισεκατομμύρια τον προϋπολογισμό λόγω της απώλειας των εισφορών και θα αποφέρει ψίχουλα έναντι των κρατήσεων μιας ζωής.
Επιχειρήματα φυσικά, έστω και για τα μάτια του κόσμου, θα βρεθούν. Θα μας πουν ότι το σύστημα προάγει το φιλότιμο και την κουλτούρα αποταμίευσης.
Ότι «αρκετά πια με τους νέους που πληρώνουν τις συντάξεις των γέρων», όπως συμβαίνει στα λειτουργούντα δημόσια ασφαλιστικά συστήματα. Ότι έτσι κάνουν σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ενδεχομένως να μας παρουσιάσουν και παραδείγματα, στημένα κατάλληλα ώστε να αποδεικνύουν ότι αν αφαιρέσεις την απληστία των ασφαλιστικών κολοσσών, και το ενδεχόμενο να χαθούν οι εισφορές, οι τελικές συντάξεις που θα αποδοθούν ίσως να είναι αξιοπρεπείς. Και φυσικά θα αποφύγουν κάθε διάλογο, όπως έκαναν και με το εργασιακό.
Γι’ αυτό η επιχειρηματολογία που θα στήσουν πρέπει να αποδομηθεί από την πρώτη στιγμή και να γίνει κόσκινο.
**************************
ΔΙΑΒΑΣΤΕ , ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ , ΠΡΟΣΕΧΤΙΚΑ
Ούτε κεφαλαιοποίηση ούτε ιδιωτικοποίηση της Επικουρικής Ασφάλισης, σύμφωνα με το ΣτΕ!
Πηγή κειμένων : ΕΝ.ΥΠ.Ε.Κ.Κ. (Η Ένωση για την Υπεράσπιση της Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους )
Ιστότοπος : enypekk.gr
Η
ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης δεν δικαιολογείται με κανέναν
τρόπο, παρά μόνο με τις τεράστιες μίζες που θα προκύψουν. Ο κόσμος
πρέπει να καταλάβει τι παιχνίδι παίζεται στην πλάτη του.Ούτε κεφαλαιοποίηση ούτε ιδιωτικοποίηση της Επικουρικής Ασφάλισης, σύμφωνα με το ΣτΕ!
6 μήνες πριν
Με τις υπ’αριθ. 2287/2015 και 1889/2019 αποφάσεις της Ολομέλειάς του, το Συμβούλιο Επικρατείας έχει αποκλείσει κάθε ενδεχόμενο κεφαλαιοποίησης της Επικουρικής Ασφάλισης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας αποφάνθηκε αμετάκλητα ότι σύμφωνα με το άρθρο 22 (παρ. 4) του ισχύοντος Συντάγματος, η Επικουρική Ασφάλιση:
α. είναι δημόσια και υποχρεωτική,
β. παρέχεται αποκλειστικά και μόνο από το κράτος ή από ΝΠΔΔ,
γ. είναι ξένη προς επιχειρηματικούς κινδύνους που συνδέονται με την άσκηση της ασφαλιστικής λειτουργίας από ιδιωτικούς φορείς και
δ. έχει τελικό και μοναδικό εγγυητή το κράτος, το οποίο υποχρεούται να συμμετέχει στη χρηματοδότησή της!!
Σύμφωνα με τις δύο παραπάνω αποφάσεις του ΣτΕ, ολόκληρη η πρόταση για κεφαλαιοποίηση της Επικουρικής Ασφάλισης του Μνημονίου Πισσαρίδη είναι στο σύνολό της εκτός Συντάγματος και Νομολογίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας μας!
Ιδού κατά λέξη τα σχετικά αποσπάσματα των υπ’αριθ. 2287/2015 και 1889/2019 αποφάσεων της Ολομέλειας του ΣτΕ:
Απόσπασμα από την υπ’αριθ. 2287/2015 (σκέψεις 7, 19 και 24):
“7. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει, στο άρθρο 2 παρ. 1, ότι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας»· στο άρθρο 4 ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» (παρ. 1) και ότι «συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» (παρ. 5)· στο άρθρο 22 παρ. 5 ότι «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει»· στο δε άρθρο 25 ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους», ότι «Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει … να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας …» (παρ. 1), και ότι «Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης» (παρ. 4).
Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος, «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται τα εξής: Το Σύνταγμα, με το άρθρο 22 παρ. 5, κατοχυρώνει το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων και ανάγει τη μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφαλίσεως αποτελεί η, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία κλπ.) οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), και, συνακόλουθα, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβιώσεώς του. [Οι ανωτέρω καταστάσεις (γήρας, ασθένεια, αναπηρία) –ασυνδέτως, όμως, προς την παροχή εργασίας και την καταβολή εισφοράς– αποτελούν, μεταξύ άλλων, και περιπτώσεις που, κατά το άρθρο 21 παρ. 1, 2, 3 και 6 του Συντάγματος, επιβάλλουν στο κράτος την παροχή διακεκριμένης μορφής κοινωνικής προστασίας, υπό μορφήν παροχών εις χρήμα ή εις είδος, προς συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, με σκοπό την εξασφάλιση στοιχειώδους επιπέδου αξιοπρεπούς, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, διαβιώσεως («κοινωνική πρόνοια»)]. Εφ’ όσον επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος παύει να καταβάλλει εισφορές και αποκτά, κατ’ αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει παροχή, η οποία, χωρίς να απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου.
Πέραν του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως, εκδηλώνεται –όπως και μέσω της κοινωνικής πρόνοιας– η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε, αναδιανομή εισοδήματος με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (ΣτΕ 3487/2008 Ολ. κ.ά.), επιτρέπονται δε η θέσπιση ανωτάτου ορίου παροχών, η απονομή συντάξεως επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση συντάξεως, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος.
Εν όψει των ανωτέρω και, ιδιαιτέρως, του προπεριγραφέντος δημοσίου σκοπού (διασφάλιση στους εργαζομένους ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως εγγύς εκείνου που είχαν κατά τον εργασιακό τους βίο), δικαιολογείται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η κατοχύρωση από το νομοθέτη της κοινωνικής ασφαλίσεως ως υποχρεωτικής (με θέσπιση υποχρεώσεως καταβολής ασφαλιστικών εισφορών) και, εντεύθεν, η παροχή αυτής αποκλειστικώς από το κράτος ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολ., 2690, 2692/1993 Ολ., 3096-3101/2001 Ολ.). Η ανάθεση, με την ως άνω συνταγματική διάταξη, της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, τόσο της κύριας όσο και της επικουρικής, σε δημόσιους φορείς (κράτος ή ν.π.δ.δ.) έγινε για λόγους δημοσίου συμφέροντος και, ειδικότερα, ως εγγύηση προς όσους υποχρεωτικώς ασφαλίζονται ή καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές έναντι των επιχειρηματικών κινδύνων που συνδέονται με την άσκηση της ασφαλιστικής λειτουργίας από ιδιωτικούς φορείς (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολ.).
Εξ άλλου, η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) δεν εξαντλείται στην ίδρυση από το κράτος των οικείων δημοσίων φορέων, στον ορισμό των διοικούντων αυτούς οργάνων, στην άσκηση εποπτείας της δραστηριότητάς τους και της διαχειρίσεως της περιουσίας τους και στη θέσπιση των σχετικών κανόνων, αλλά περιλαμβάνει και τη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού τους κεφαλαίου, δηλαδή για τη βιωσιμότητά τους χάριν και των επομένων γενεών, μέριμνα η οποία εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και την αξιοποίηση της περιουσίας τους και την επωφελή διαχείριση των αποθεματικών τους, με τον καθορισμό εκάστοτε των οικείων συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, με την πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, και, κυρίως, με την απ’ ευθείας συμμετοχή στην χρηματοδότηση των εν λόγω φορέων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Και τούτο διότι, εφ’ όσον καθιερώνει υποχρέωση των εργαζομένων και των εργοδοτών τους να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές, το κράτος, ως εγγυητής, οφείλει να διασφαλίζει την επάρκεια των παροχών και τη βιωσιμότητα των οικείων ασφαλιστικών οργανισμών (η οποία, κατά τα ανωτέρω, δεν συναρτάται, αποκλειστικώς ή προεχόντως, με το ύψος των εισφορών), φέρει δε την κύρια ευθύνη για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους (βλ. γνωμοδότηση Ολομέλειας Ελεγκτικού Συνεδρίου 24.6.2010). [Ήδη, τακτική συμμετοχή του κράτους στη χρηματοδότηση των οργανισμών υποχρεωτικής κύριας ασφαλίσεως προβλέπεται με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 2084/1992, ειδικώς δε ως προς το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. με το άρθρο 4 παρ. 1-5 του ν. 3029/2002].
Το ύψος της κρατικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση των φορέων της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως – συμμετοχής η οποία πρέπει να είναι επαρκής για την εξυπηρέτηση των προεκτεθέντων συνταγματικώς επιβεβλημένων σκοπών (επάρκεια παροχών προς διασφάλιση ικανοποιητικού κατά τα ανωτέρω επιπέδου διαβιώσεως και διασφάλιση της βιωσιμότητας του οικείου ασφαλιστικού φορέα)– προσδιορίζεται εκάστοτε από τον κρατικό προϋπολογισμό, λαμβανομένων υπ’ όψιν και των διατάξεων του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (ν. 2362/1995, Α΄ 247) περί μεταφοράς πιστώσεων (άρθρο 15 παρ. 3-5, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 17 του ν. 3871/2010, Α΄ 141· ήδη άρθρο 71 παρ. 2-5 ν. 4270/2014, Α΄ 143) και περί συμπληρωματικών προϋπολογισμών (άρθρο 8Α του ν. 2362/1995, που προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3871/2010· ήδη κατά το άρθρο 60 ν. 4270/2014).
(…)
19. Επειδή, από τις αρχές του προηγουμένου αιώνος, με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 281/1914 (Α΄ 171) και των άρθρων 33 επ. του από 15/20.5.1920 β.δ/τος «Περί επαγγελματικών σωματείων» (Α΄ 112), με τις οποίες προβλέφθηκε η δυνατότητα των αναγνωρισμένων επαγγελματικών σωματείων να ιδρύουν ως ίδια νομικά πρόσωπα με χωριστή διαχείριση και να συντηρούν Αλληλοβοηθητικά Ταμεία (με σκοπό, εκτός άλλων, την περίθαλψη των μελών τους και τη χορήγηση παροχών εις χρήμα σε «μέλη ανίκανα προς εργασίαν ένεκα γήρατος, δυστυχήματος ή νόσου ή εις οικογενείας αποβιωσάντων μελών»), η επικουρική κοινωνική ασφάλιση θεσμοθετήθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 6298/1934 «Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (Α΄ 346).
Με το άρθρο αυτό, αφού προβλέφθηκε η διατήρηση των λειτουργούντων βάσει του ανωτέρω β.δ/τος Αλληλοβοηθητικών Ταμείων εφ’ όσον παρέχουν τουλάχιστον τις οριζόμενες από τον εν λόγω νόμο παροχές (παρ. 2), ορίσθηκαν στην παράγραφο 3 τα εξής: «Από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου απαγορεύεται η σύστασις νέων ταμείων, παρά μόνον επικουρικών τοιούτων δια τας επί πλέον των υπό του παρόντος νόμου οριζομένων παροχών … Ως επί πλέον παροχαί θεωρούνται αι είτε κατ’ είδος είτε κατά ποσόν ή κατ’ αμφότερα ανώτεραι των υπό του Ιδρύματος (Ι.Κ.Α.) … παρεχομένων τοιούτων, παροχαί». Ακολούθως, με το ν. 997/1979 (Α΄ 287), εν όψει του, κατά την οικεία αιτιολογική έκθεση, αιτήματος καθολικεύσεως της επικουρικής ασφαλίσεως, συνεστήθη το Ταμείο Επικουρικής Ασφαλίσεως Μισθωτών (Τ.Ε.Α.Μ.) ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), υπό την εποπτεία του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών (άρθρο 1), ως σκοπός δε αυτού ορίσθηκε «η πρόσθετος ασφάλισις των, περί ων το επόμενον άρθρον, προσώπων, δια της χορηγήσεως εις ταύτα μηνιαίας παροχής (συντάξεως) καταβαλλομένης περιοδικώς …» (άρθρο 2).
Με το άρθρο 3 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε -μετά την ένταξη του Τ.Ε.Α.Μ. ως αυτοτελούς κλάδου στο Ι.Κ.Α. (με την επωνυμία Ι.Κ.Α. – Τ.Ε.Α.Μ.)- από το άρθρο 18 παρ. 3 του ν. 1902/1990 (Α΄ 138), ορίσθηκαν τα εξής: «Στην ασφάλιση του ταμείου υπάγονται υποχρεωτικώς τα πρόσωπα, τα οποία ασφαλίζονται, δυνάμει των κειμένων περί υποχρεωτικής ασφάλισης διατάξεων, στο Ι.Κ.Α. ή άλλο φορέα κύριας ασφάλισης μισθωτών και δεν υπάγονται, για την αυτή απασχόληση, στην ασφάλιση άλλου φορέα, κλάδου ή λογαριασμού ασφαλίσεων που λειτουργεί με τη μορφή Ν.Π.Δ.Δ. Κατ’ εξαίρεση τα επικουρικά ταμεία, κλάδοι, λογαριασμοί ασφάλισης μισθωτών που λειτουργούν με τη μορφή Ν.Π.Ι.Δ., ως και κάθε άλλος φορέας επικουρικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως ονομασίας και νομικής μορφής, που έχουν συσταθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, εξακολουθούν να διέπονται από τις καταστατικές τους διατάξεις και τα πρόσωπα που ασφαλίζονται σ’ αυτά εξαιρούνται από την ασφάλιση του Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ.», ενώ με το άρθρο 4 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίσθηκε ότι «1. Πόροι του Ταμείου είναι: α) Μηνιαία εισφορά των ησφαλισμένων, οριζομένη εις τρία τοις εκατόν (3%) των αποδοχών αυτών, των, κατά την εκάστοτε διέπουσαν το ΙΚΑ νομοθεσίαν, υποκειμένων εις εισφοράς υπέρ αυτού. β) Μηνιαία ισόποσος συνεισφορά των εργοδοτών. γ) Οι τόκοι των κεφαλαίων και αι πάσης φύσεως πρόσοδοι εκ της περιουσίας του Ταμείου. δ) Πάσα εκ χαριστικής αιτίας παροχή προς το Ταμείον διά πράξεως εν ζωή ή αιτία θανάτου». Περαιτέρω, με το άρθρο 11 του ν. 997/1979 απαγορεύθηκε εφεξής η σύσταση Κλαδικών Ταμείων Επικουρικής Ασφαλίσεως Μισθωτών με μορφή ν.π.δ.δ. (παρ. 1), προβλέφθηκε δε η συγχώνευση στο ως άνω Ταμείο με προεδρικό διάταγμα φορέων, κλάδων ή λογαριασμών επικουρικής ασφαλίσεως, οι οποίοι αδυνατούν –εν όψει του ύψους των εισφορών των ασφαλισμένων και εργοδοτών, των προσόδων περιουσίας, των προϋποθέσεων απονομής των παροχών, του ύψους και της εκτάσεως αυτών και των εξόδων διοικήσεώς τους– να παρέχουν την ελάχιστη ασφαλιστική προστασία, που παρέχει το Ταμείο αυτό (παρ. 2, όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 76 παρ. 3 του ν. 2084/1992 και 8 παρ. 3 του ν. 2335/1995, Α΄ 185).
Ακολούθως, με το άρθρο 6 του ν. 1358/1983 (Α΄ 64) προβλέφθηκε η ένταξη του Τ.Ε.Α.Μ. στο Ι.Κ.Α. ως ιδίου κλάδου με ιδιαίτερη οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια (παρ. 1), ορίσθηκε δε ότι εφεξής το Τ.Ε.Α.Μ. ονομάζεται «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Τομέας Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ.)» και διοικείται από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ι.Κ.Α. (παρ. 2), ενώ παραμένουν σε ισχύ οι διατάξεις του ν. 997/1979, όπως τροποποιήθηκαν (παρ. 5). Περαιτέρω, με το ν. 2084/1992 «Αναμόρφωση της Κοινωνικής Ασφάλισης …» (Α΄ 165), ως προς όλα τα ταμεία επικουρικής ασφαλίσεως μισθωτών προσδιορίσθηκε το ύψος της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη σε ποσοστό 3% για τον καθένα, υπολογιζόμενο επί των πάσης φύσεως, κατά το άρθρο 22 παρ. 2 του νόμου τούτου, αποδοχών (άρθρα 32 παρ. 1 και 52 παρ. 1), ενώ ορίσθηκε ότι το ύψος της χορηγουμένης από τους φορείς αυτούς συντάξεως «καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μετά από σύνταξη αναλογιστικής μελέτης και γνώμη του Δ.Σ. κάθε επικουρικού φορέα και γνωμοδότηση του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλισης, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση κάθε φορέα, όπως αυτή διαμορφώνεται μετά τις ρυθμίσεις του νόμου αυτού σχετικά με τις εισφορές, τις χρονικές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και τα όρια ηλικίας…» (άρθρο 54, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 παρ. 2 του ν. 2556/1997, Α΄ 270).
Επακολούθησε ο ν. 3029/2002 «Μεταρρύθμιση Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης» (Α΄ 160), με το άρθρο 6 του οποίου συνεστήθη ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών» (Ε.Τ.Ε.Α.Μ.), τελούν υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και διεπόμενο από το σύνολο των διατάξεων του καταργούμενου Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ. (παρ. 1), ορίσθηκε δε ότι «Το Ε.Τ.Ε.Α.Μ. αποτελεί καθολικό διάδοχο του καταργούμενου Ι.Κ.Α. – Τ.Ε.Α.Μ. και υπεισέρχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτού» (παρ. 3) και «έχει σκοπό την επικουρική ασφάλιση για παροχή σύνταξης των προσώπων που υπάγονται στην ασφάλισή του σε περίπτωση γήρατος, αναπηρίας, καθώς και των μελών της οικογένειάς τους σε περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου» (παρ. 7), ότι «Στην ασφάλιση του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. υπάγονται υποχρεωτικά τα πρόσωπα που βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας υπήγοντο στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. – Τ.Ε.Α.Μ.» (παρ. 8), ότι «Οι κατά την ισχύ του παρόντος νόμου ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Ι.Κ.Α. – Τ.Ε.Α.Μ. καθίστανται ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. και διέπονται από τη νομοθεσία του, όπως κάθε φορά ισχύει» (παρ. 9) και ότι «Πόροι του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. αποτελούν τα πάσης φύσης έσοδα του καταργούμενου Ι.Κ.Α. – Τ.Ε.Α.Μ., τα έσοδα από εισφορά ασφαλισμένου, εργοδότη, οι πρόσοδοι περιουσίας, η απόδοση των κεφαλαίων και αποθεματικών και κάθε άλλο έσοδο που προκύπτει από τη δραστηριότητά του» (παρ. 11). Περαιτέρω, με την παρ. 13 του εν λόγω άρθρου 6 προβλέφθηκε ότι το Ε.Τ.Ε.Α.Μ. διοικείται από επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο, διοριζόμενο από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, και ότι στις συνεδριάσεις αυτού μετέχει άνευ ψήφου Κυβερνητικός Επίτροπος, οριζόμενος, επίσης, από τον ανωτέρω Υπουργό.
Με το άρθρο 4 παρ. 5 του Κανονισμού Οικονομικής Οργάνωσης και Λογιστικής Λειτουργίας του Ε.Τ.Ε.Α.Μ., ο οποίος εγκρίθηκε με την 14679/2955/2007 απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (Β΄ 2337), ορίσθηκε ότι «Τα Έσοδα και Έξοδα του Ταμείου προσδιορίζονται για κάθε οικονομικό έτος με τον Προϋπολογισμό, ο οποίος περιλαμβάνει: Στο μεν σκέλος των εσόδων του: α. Την επιχορήγηση από τον κρατικό προϋπολογισμό. β. Τα εξ ασφαλιστικών εισφορών βεβαιωθέντα έσοδα τρέχοντος έτους και τα βεβαιωθέντα εντός του έτους από καθυστερούμενες εισφορές και πρόσθετα τέλη ανεξάρτητα από τη χρονική περίοδο που ανάγονται. γ. Οι πρόσοδοι περιουσίας. δ. Τα από κοινωνικούς πόρους έσοδα. ε. Τα από οποιαδήποτε άλλη πηγή έσοδα…», ενώ με το άρθρο 5 παρ. 3 του αυτού Κανονισμού ορίσθηκε ότι «Ο Προϋπολογισμός με την Εισηγητική Έκθεση, μετά την έγκρισή του από το Διοικητικό Συμβούλιο, υποβάλλεται για έγκριση στον Υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, …».
Εξ άλλου, με το άρθρο 7 του ανωτέρω ν. 3029/2002 εισήχθη θεσμικό πλαίσιο για την ίδρυση και λειτουργία, υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, των «Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης», τα οποία αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρος (παρ. 1) και «έχουν ως σκοπό την παροχή στους ασφαλισμένους και δικαιούχους των παροχών, επαγγελματικής ασφαλιστικής προστασίας πέραν της παρεχόμενης από την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση για τους ασφαλιστικούς κινδύνους και ενδεικτικά τους κινδύνους γήρατος, θανάτου, αναπηρίας, επαγγελματικού ατυχήματος, ασθένειας, διακοπής της εργασίας…» (παρ. 2). Τα Ταμεία αυτά «ιδρύονται προαιρετικά ανά επιχείρηση ή κλάδο ή κλάδους εργαζομένων …» (παρ. 3), όσα δε εξ αυτών χορηγούν συνταξιοδοτικές παροχές λειτουργούν με βάση το κεφαλαιοποιητικό σύστημα (παρ. 5), ενώ η υπαγωγή στην ασφάλιση αυτών είναι προαιρετική (παρ. 9).
Εν όψει των ανωτέρω χαρακτηριστικών της, η παρεχόμενη από τα τελευταία αυτά Ταμεία ασφάλιση διακρίνεται από την επικουρική ασφάλιση, που έχει, κατά τα προεκτεθέντα, υποχρεωτικό και καθολικό χαρακτήρα.
Τέλος, με το άρθρο 35 του ν. 4052/2012 (Α΄ 41) συνεστήθη ν.π.δ.δ. με την επωνυμία Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.), υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, με σκοπό την «παροχή μηνιαίας επικουρικής σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου στους εργαζόμενους στον ιδιωτικό, δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, στις τράπεζες και τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους», ορίσθηκε δε, με το άρθρο 36 του νόμου αυτού, ότι στο Ταμείο αυτό «εντάσσονται από την έναρξη λειτουργίας του: α) το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ), β) οι τομείς του Tαμείου Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιωτικού Τομέα (ΤΕΑΙΤ), γ) το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΕΑΔΥ) και οι τομείς αυτού «ΤΕΑΠΟΚΑ» και «ΤΑΔΚΥ», δ) το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ) ως προς την επικουρική ασφάλιση, ε) οι τομείς του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (ΤΑΥΤΕΚΩ) και στ) o Κλάδος Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ ως προς τους κατ’ επικουρική ασφάλιση ασφαλισμένους του…», ενώ στο άρθρο 42 παρ. 1 του εν λόγω νόμου ορίσθηκε ότι το ποσό της καταβαλλομένης συντάξεως διαμορφώνεται βάσει, εκτός άλλων παραγόντων, και του «συντελεστή βιωσιμότητας», ο οποίος «θα πρέπει να αναπροσαρμόζει σε ετήσια βάση τις νέες και τις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις, μέσω ενός μηχανισμού μειωμένης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, ανάλογα με τις καταβαλλόμενες εισφορές, έτσι ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία ελλειμμάτων στο ταμείο, αποκλείοντας κάθε μεταφορά πόρων από τον Κρατικό Προϋπολογισμό» και ότι «Εάν και μετά την εφαρμογή του συντελεστή βιωσιμότητας προκύψει οποιοδήποτε έλλειμμα, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από τεκμηριωμένη πρόταση της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, το ποσό της σύνταξης θα αναπροσαρμόζεται πριν από την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, με την προϋπόθεση της μη ύπαρξης ελλείμματος σε αυτό και το επόμενο έτος, αποκλείοντας κάθε μεταφορά πόρων από τον Κρατικό Προϋπολογισμό…».
Όπως συνάγεται από τις οικείες ως άνω διατάξεις, τα προμνησθέντα επικουρικά ταμεία (Τ.Ε.Α.Μ., Ε.Τ.Ε.Α.Μ., Ε.Τ.Ε.Α.) συνεστήθησαν ως φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως και, εν όψει τούτου, ως ν.π.δ.δ., τα στοιχεία δε αυτά (υποχρεωτικότητα, μορφή ν.π.δ.δ.) δικαιολογούνται συνταγματικώς, κατά τα εκτεθέντα στην έβδομη σκέψη, από το γεγονός ότι με τη λειτουργία τους τα εν λόγω Ταμεία συμβάλλουν –διά της χορηγήσεως παροχών συμπληρωματικών («επί πλέον», κατά τη διατύπωση του άρθρου 13 του ν. 6298/1934) εν σχέσει προς τις χορηγούμενες από τα Ταμεία υποχρεωτικής κύριας ασφαλίσεως– στην επίτευξη του προεκτεθέντος, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, δημοσίου σκοπού, στην διασφάλιση δηλαδή υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως, κατά το δυνατόν εγγύς εκείνου το οποίο είχαν αυτοί κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Ούτε, όμως, για τα εν λόγω Ταμεία ούτε για τα λοιπά Ταμεία υποχρεωτικής επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως προβλέφθηκε από το νομοθέτη τακτική κρατική χρηματοδότηση, ενώ, ειδικώς για το Ε.Τ.Ε.Α., με το άρθρο 42 παρ. 1 του ν. 4052/2012 αποκλείσθηκε ρητώς η χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, προς αποφυγή δε της δημιουργίας ελλειμμάτων στο Ταμείο αυτό ο προσδιορισμός του ποσού τόσο των νέων όσο και των ήδη καταβαλλομένων συντάξεων συναρτήθηκε, μέσω του «συντελεστή βιωσιμότητας», με το ύψος των καταβαλλομένων εισφορών («ρήτρα μηδενικού ελλείμματος»). (…)
24. (…) Διότι, όπως συνάγεται από τις οικείες προπαρασκευαστικές εργασίες, μόνο κριτήριο για τη θέσπιση των σχετικών μέτρων απετέλεσε η συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή». Ακόμη δε και η αναφορά στην «δυσμενή οικονομική κατάσταση» των ασφαλιστικών οργανισμών, ως βασικής αιτίας του προβλήματος, γίνεται αορίστως, είτε για όλους τους οργανισμούς συλλήβδην, είτε για κάποιους μη κατονομαζόμενους, χωρίς να εκτιμάται συγκεκριμένα η κατάσταση καθενός από αυτούς (εν όψει της οικονομικής αυτοτελείας τους και των επιβαλλομένων, αναλόγως, διαφοροποιήσεων) και χωρίς να αναφέρεται αν και πώς συνέβαλε το Κράτος, κατά τη συνταγματική του υποχρέωση, στη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους.
Άλλωστε, αντιθέτως προς όσα εκτίθενται στην έβδομη σκέψη ως προς τις υποχρεώσεις του Κράτους για την κοινωνική ασφάλιση, οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις διέπονται από την, υπό το «νέο ασφαλιστικό σύστημα», συνταγματικώς μη ανεκτή αντίληψη ότι το Κράτος ρυθμίζει απλώς και οργανώνει την κοινωνική ασφάλιση χωρίς και να υποχρεούται να συμμετέχει στη χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως ή ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να αναπληρώνεται με παροχές προνοιακού χαρακτήρα, καθώς και ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εν λόγω οργανισμών απόκειται στους ίδιους τους ασφαλισμένους, συναρτώμενη, προεχόντως ή και αποκλειστικώς, με την μαθηματική σχέση μεταξύ καταβαλλόμενων εισφορών και χορηγούμενων παροχών. Κατόπιν τούτων, οι ανωτέρω διατάξεις των νόμων 4051 και 4093/2012 αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες· η αντίθεση δε των διατάξεων τούτων προς το Σύνταγμα αφορά στις περικοπές όχι μόνο των κύριων αλλά και των επικουρικών συντάξεων.
Διότι ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία παρέχεται από το Ε.Τ.Ε.Α. και άλλους φορείς και η, συνεπεία τούτου, λειτουργία αυτών υπό μορφήν νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολ., κ.ά.) δικαιολογούνται από τον δημόσιο σκοπό, τον οποίο οι φορείς αυτοί υπηρετούν κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, συμβάλλοντας –δια της χορηγήσεως παροχών συμπληρωματικών εν σχέσει προς τις χορηγούμενες από τους φορείς υποχρεωτικής κύριας ασφαλίσεως– στη διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως, κατά το δυνατόν εγγύς εκείνου το οποίο είχαν αυτοί κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Εν όψει δε του εν λόγω δημοσίου σκοπού, το κράτος, ανεξαρτήτως αν μέχρι σήμερα δεν έχει προβλεφθεί τακτική κρατική χρηματοδότηση των φορέων της υποχρεωτικής επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως, υποχρεούται, πάντως, κατά την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, να συμμετέχει στη χρηματοδότηση και των φορέων τούτων, προς κάλυψη των ελλειμμάτων τους. Υπό τα δεδομένα, άλλωστε, αυτά, με τις εν λόγω διατάξεις των ανωτέρω νόμων κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ γενικού συμφέροντος και περιουσιακών δικαιωμάτων των συνταξιούχων και, ως εκ τούτου, παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. “.
Απόσπασμα από την υπ’αριθ. 1889/2019 απόφαση ΟλΣτΕ (σκέψεις 11 και 22):
“11. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 2 παρ. 1 ότι: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας»∙ στο άρθρο 4 ότι: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» (παρ. 1) και ότι: «συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» (παρ. 5)∙ στο άρθρο 22 παρ. 5 ότι: «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει»∙στο δε άρθρο 25 ότι: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους», ότι: «Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει … να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας …» (παρ. 1) και ότι: «Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης» (παρ. 4). Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος: «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας».
Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται τα εξής: Το Σύνταγμα, με το άρθρο 22 παρ. 5, κατοχυρώνει το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων και ανάγει τη μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφαλίσεως αποτελεί η, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρατος, ασθένειας, αναπηρίας, κ.λπ.), οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι) και, συνακόλουθα, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβιώσεώς του. Εφ’ όσον επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος παύει να καταβάλλει εισφορές, οι οποίες συνιστούν κεφάλαιο που είναι αποκλειστικά αφιερωμένο για την καταβολή των ασφαλιστικών παροχών, και αποκτά, κατ’ αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει παροχή. Η παροχή αυτή πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου.
Πέραν του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως, εκδηλώνεται -όπως και μέσω της κοινωνικής πρόνοιας- η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε, αναδιανομή εισοδήματος με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (ΣτΕ 2287-8/2015 Ολομ., 3487/2008 Ολομ. κ.ά.), επιτρέπονται δε η θέσπιση ανωτάτου ορίου παροχών, η απονομή συντάξεως επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση συντάξεως, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος. Και ναι μεν η χορηγούμενη από τον ασφαλιστικό φορέα παροχή δεν απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ασφαλισμένου ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, δεν πρέπει, όμως, ο υπολογισμός της παροχής να οδηγεί σε ανατροπή των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας, να απολήγει δηλαδή σε χορήγηση ασφαλιστικής παροχής, το ύψος της οποίας, ενόψει των καταβληθεισών από τον ασφαλισμένο εισφορών και του συνολικού χρόνου ασφαλίσεώς του, υπολείπεται του ανεκτού κατά το Σύνταγμα κατώτατου ορίου πέραν του οποίου συντρέχει προφανής παραβίαση των ανωτέρω συνταγματικών αρχών και της αρχής της ανταποδοτικότητας.
Εν όψει των ανωτέρω και, ιδιαιτέρως, του προπεριγραφέντος δημοσίου σκοπού (διασφάλιση στους εργαζομένους ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως εγγύς εκείνου που είχαν κατά τον εργασιακό τους βίο), δικαιολογείται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η κατοχύρωση από το νομοθέτη της κοινωνικής ασφαλίσεως ως υποχρεωτικής (με θέσπιση υποχρεώσεως καταβολής ασφαλιστικών εισφορών) και, εντεύθεν, η παροχή αυτής αποκλειστικώς από το κράτος ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολομ., 2690, 2692/1993 Ολομ., 3096-3101/2001 Ολομ. 2287/2015 Ολομ.). Η ανάθεση, με την ως άνω συνταγματική διάταξη, της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, τόσο της κύριας όσο και της επικουρικής, σε δημόσιους φορείς (κράτος ή ν.π.δ.δ.) έγινε για λόγους δημοσίου συμφέροντος και, ειδικότερα, ως εγγύηση προς όσους υποχρεωτικώς ασφαλίζονται ή καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές έναντι των επιχειρηματικών κινδύνων που συνδέονται με την άσκηση της ασφαλιστικής λειτουργίας από ιδιωτικούς φορείς (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολομ.).
Εξ άλλου, η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) δεν εξαντλείται στην ίδρυση από το κράτος των οικείων δημοσίων φορέων, στον ορισμό των διοικούντων αυτούς οργάνων, στην άσκηση εποπτείας της δραστηριότητάς τους και της διαχειρίσεως της περιουσίας τους και στη θέσπιση των σχετικών κανόνων, αλλά περιλαμβάνει και τη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού τους κεφαλαίου, δηλαδή για τη βιωσιμότητά τους χάριν και των επομένων γενεών, μέριμνα η οποία εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και την αξιοποίηση της περιουσίας τους και την επωφελή διαχείριση των αποθεματικών τους, με τον καθορισμό εκάστοτε των οικείων συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων και την παροχή των προβλεπόμενων ασφαλιστικών παροχών υπό την εγγύηση του Κράτους. Και τούτο διότι, εφ’ όσον καθιερώνει υποχρέωση των εργαζομένων και των εργοδοτών τους να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές, το κράτος, ως εγγυητής, οφείλει να διασφαλίζει την επάρκεια των παροχών και τη βιωσιμότητα των οικείων ασφαλιστικών οργανισμών, ευθύνεται δε για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους.
(….)
22. (…) Περαιτέρω, όμως, ο λόγος αυτός ακυρώσεως, όπως προβάλλεται, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 4387/2016, στο οποίο ορίζεται, όπως εξετέθη ανωτέρω, ότι το κράτος έχει «υποχρέωση για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας και για την απονομή των σχετικών παροχών σε όλους όσους πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις», το Κράτος έχει εγγυητική ευθύνη και σε σχέση με την επικουρική ασφάλιση, υπό την έννοια ότι, εάν δεν καταστεί δυνατόν να καλυφθούν ελλείμματα, που ενδεχομένως θα δημιουργηθούν στο μέλλον στον κλάδο επικουρικής ασφαλίσεως του ΕΤΕΑΕΠ, με την ενεργοποίηση του προβλεπόμενου στο άρθρο 42 παρ. 2 του ν. 4052/2012, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 96 παρ. 1 του ν. 4387/2016 και διαμορφώθηκε τελικώς με το άρθρο δεύτερο παρ. 11 εδάφιο α΄ του ν. 4393/2016, αυτόματου μηχανισμού εξισορροπήσεως και την εξάντληση των παρεχομένων από αυτό δυνατοτήτων, το Κράτος πρέπει να τα καλύψει, εφόσον, και στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος που θεσπίζει ο ανωτέρω νόμος, η επικουρική ασφάλιση προβλέπεται, όπως και η κύρια ασφάλιση, ως υποχρεωτική και όχι ως προαιρετική (πρβλ. ΣτΕ 2287/2015 Ολομ. σκ. 24). Άλλωστε, ο ν. 4387/2016 δεν απαγορεύει ρητά, όπως το έκανε ο προηγούμενος νόμος (άρθρο 42 του ν. 4052/2012, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 96 παρ. 1 του ν. 4387/2016) την κρατική χρηματοδότηση του ΕΤΕΑΕΠ.“.
Ιδού και η αντισυνταγματική πρόταση για κεφαλαιοποίηση
της Επικουρικής Ασφάλισης του Μνημονίου Πισσαρίδη!
“4.7.2 Προτάσεις πολιτικής
Η αναμενόμενη ραγδαία δημογραφική γήρανση στη χώρα θα οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση του δείκτη εξάρτησης συνταξιούχων σε σχέση με τον ενεργό πληθυσμό. Αν το ασφαλιστικό σύστημα παραμείνει αμιγώς διανεμητικό όπως είναι σήμερα (οι πληρωμές προς τους συνταξιούχους καλύπτονται από τις εισφορές του ενεργού πληθυσμού και τον κρατικό προϋπολογισμό) και δεδομένων των περιορισμένων δυνατοτήτων για δημόσιο δανεισμό, τότε είτε το ύψος των συντάξεων θα πρέπει να μειώνεται διαρκώς σχετικά με αυτό των μισθών, είτε το ύψος των εισφορών και φόρων να αυξάνεται. Αυξήσεις σε εισφορές και φόρους θα μειώσουν περαιτέρω τα κίνητρα στην επίσημη εργασία και θα δυσχεράνουν την αύξηση της παραγωγικότητας και της εξωστρέφειας στην οικονομία. Αντίστοιχα, μια δυναμική μείωσης των συντάξεων για τις επόμενες γενιές θα είναι κοινωνικά άδικη και επώδυνη. Θα δημιουργήσει επίσης αντικίνητρα στην επίσημη εργασία καθώς η καταβολή εισφορών θα δίνει δικαίωμα σε χαμηλότερες συντάξεις.
Για να αμβλυνθούν τα παραπάνω προβλήματα, θα πρέπει να ενισχυθούν οι κεφαλαιοποιητικοί πυλώνες ώστε μέρος των συντάξεων να καλύπτεται από συσσωρευμένη αποταμίευση. Οι κεφαλαιοποιητικοί πυλώνες είναι επιθυμητό να δρουν συμπληρωματικά με τον κύριο, έχοντας ένα δευτερεύοντα αλλά κρίσιμο ρόλο. Το κύριο όφελος από τη μετάβαση σε ένα μερικώς κεφαλαιοποιητικό σύστημα είναι η ενίσχυση των κινήτρων για περισσότερη και επίσημη εργασία καθώς και για αποταμίευση των νοικοκυριών. Τα νοικοκυριά θα έχουν ισχυρότερα κίνητρα προσφοράς εργασίας όταν θα ελέγχουν καλύτερα τις αποταμιεύσεις τους και όταν με υψηλότερες εισφορές κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου θα μπορούν να αναμένουν μεγαλύτερη σύνταξη. Τα οφέλη αφορούν επίσης τη μεγαλύτερη διασπορά ρίσκου και άρα διαχρονικά μεγαλύτερη ασφάλεια για τις συντάξεις.
Η μετάβαση σε ένα μερικώς κεφαλαιοποιητικό σύστημα δεν θα αποτελούσε ελληνική πρωτοτυπία, αντίθετα θα έφερνε την Ελλάδα πλησιέστερα στον μέσο όρο των ασφαλιστικών συστημάτων της Ευρώπης. Σήμερα, μόνο περίπου το 5% των πληρωμών ασφαλισμένων για συντάξιμες εισφορές στην Ελλάδα είναι κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα (Διάγραμμα 4.22). Αντίστοιχα, το σύνολο του ενεργητικού των κεφαλαιοποιητικών προγραμμάτων σύνταξης είναι κοντά στο 1% του ΑΕΠ, σε αντιδιαστολή με 50% για τον μέσο όρο των μελών του ΟΟΣΑ. Επίσης, το σημερινό ύψος των υποχρεωτικών εισφορών για κύρια και επικουρική σύνταξη στον δημόσιο διανεμητικό πυλώνα (26,5%) είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη (Διάγραμμα 4.22) και 8 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τον μέσο όρο των μελών του ΟΟΣΑ.
Η σταδιακή μετατροπή μέρους των εισφορών αυτών σε εισφορές κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα θα έχει ευεργετική επίδραση στις εγχώριες αποταμιεύσεις και επενδύσεις, όπως παρατηρείται σε χώρες με περισσότερο ισορροπημένα συνταξιοδοτικά συστήματα. Εκτιμάται ότι μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση σε συνδυασμό με στοχευμένα φορολογικά κίνητρα για τοποθετήσεις στην εγχώρια κεφαλαιαγορά, με βάση καλών πρακτικών της ΕΕ, θα δημιουργήσει νέα αποθεματικά προς επένδυση ύψους έως και €99 δισεκ. σε 40 χρόνια. Η ενίσχυση της αποταμίευσης και των επενδύσεων με αυτό τον τρόπο θα οδηγήσει σε υψηλότερο πραγματικό ΑΕΠ κατά €6,9 δισεκ., και σε 81 χιλ. περισσότερες θέσεις εργασίας (ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης) κατά μέσο όρο ετησίως για τα επόμενα 40 χρόνια.
Δεδομένης της υφιστάμενης δομής του ασφαλιστικού συστήματος, η ενίσχυση του κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα του συστήματος προϋποθέτει μείωση της επιβάρυνσης από εισφορές που κατευθύνονται στον διανεμητικό πυλώνα (κύρια και επικουρική σύνταξη). Προς αυτή την κατεύθυνση, η υφιστάμενη επικουρική σύνταξη θα πρέπει να αλλάξει και στη θέση της να θεσπιστούν μηχανισμοί που λειτουργούν πλήρως κεφαλαιοποιητικά. Δεδομένης της καθυστέρησης της ανάπτυξης του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα στη χώρα, η μεταρρύθμιση της επικουρικής πρέπει να προχωρήσει τάχιστα και με επαρκώς ευρύ πεδίο εφαρμογής (ενδεικτικά, για όλους τους νέους εργαζόμενους αλλά και εθελοντικά για όσους παλαιότερους ασφαλισμένους το επιλέξουν ή εναλλακτικά για όσους εργαζόμενους δεν απέχουν από τη συνταξιοδότηση πάνω από έναν αριθμό ετών).
Συμπληρωματικά προς την παραπάνω αλλαγή, είναι ιδιαίτερα σημαντική η μεταρρύθμιση της επαγγελματικής και ιδιωτικής ασφάλισης. Από την ίδρυση και λειτουργία των επαγγελματικών ταμείων (του Ν. 3029/2002), είναι πολύ περιορισμένος ο αριθμός εργαζομένων και επαγγελματιών που συμμετέχουν στην επαγγελματική ασφάλιση. Πέρα από κάποιους ρυθμιστικούς περιορισμούς, σημαντικός σχετικός παράγοντας ήταν το υψηλό επίπεδο παροχών από το δημόσιο σύστημα πριν την κρίση και στη συνέχεια η οικονομική δυσχέρεια κατά την περίοδο τη κρίσης. Ταυτόχρονα, η συγκριτικά δυσμενέστερη φορολογική μεταχείριση των ομαδικών και των ατομικών συνταξιοδοτικών προϊόντων που προσφέρει ο ασφαλιστικός κλάδος θέτει υψηλά εμπόδια στους εργαζομένους να εξασφαλίσουν υψηλότερες συντάξεις με αυτή την οδό. Είναι επιτακτική η ανάγκη για διεύρυνση της επαγγελματικής και ιδιωτικής ασφάλισης, μέσα από τη θέσπιση της δυνατότητας συμμετοχής τρίτων σε ανοιχτά επαγγελματικά συνταξιοδοτικά ταμεία και την κατάργηση των στρεβλώσεων στη φορολόγηση των ομαδικών και των ατομικών συνταξιοδοτικών προϊόντων. Παράλληλα με τις αλλαγές αυτές, είναι απαραίτητο να θεσπιστεί ενιαίο, αποτελεσματικό και αυστηρό πλαίσιο εποπτείας κατά τα πρότυπα πολλών άλλων χωρών της ΕΕ. Ο δεύτερος και τρίτος πυλώνας θα πρέπει να θωρακιστούν θεσμικά, ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για υγιή και δυναμική ανάπτυξή τους και να ανταπεξέλθουν στον αναβαθμισμένο ρόλο που καλούνται να διαδραματίσουν ως συμπληρωματικοί συνταξιοδοτικοί πυλώνες.
Η ενίσχυση των κεφαλαιοποιητικών πυλώνων δημιουργεί ένα χρηματοδοτικό κενό καθώς μέρος των εισφορών των εργαζομένων θα κατευθύνεται προς τις μελλοντικές συντάξεις τους και όχι προς την κάλυψη των συντάξεων των σημερινών συνταξιούχων. Το χρηματοδοτικό κενό από καθολική μετάβαση σε κεφαλαιοποιητική επικουρική σύνταξη (από την πρώτη ημέρα και για όλους ανεξαιρέτως τους εργαζόμενους), χωρίς μείωση στις παρεχόμενες συντάξεις και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη θετικές επιδράσεις στο ΑΕΠ, υπολογίζεται σε 1,3% του ΑΕΠ του πρώτου χρόνου της εφαρμογής, το οποίο υποχωρεί σε κάτω του 0,3% του ΑΕΠ σε βάθος 40 ετών.70 Η θετική αναπτυξιακή δυναμική που θα δημιουργήσει η μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας και η συσσώρευση αποταμιεύσεων στον κεφαλαιοποιητικό πυλώνα θα μειώσει το χρηματοδοτικό κενό. Για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού μπορούν επίσης να εξεταστούν λύσεις που έχουν εφαρμοστεί σε άλλες χώρες, όπως αξιοποίηση πόρων από ιδιωτικοποιήσεις και έκδοση ειδικών ομολόγων. Σε κάθε περίπτωση, οι πόροι που θα αξιοποιηθούν για να καλύψουν το χρηματοδοτικό κενό δεν θα χαθούν, καθώς ανάλογα με τη λειτουργική μορφή της νέας επικουρικής θα μειώνονται ανάλογα οι μελλοντικές υποχρεώσεις του κράτους για συντάξεις ή θα συσσωρεύονται περιουσιακά στοιχεία από τις εισφορές των εργαζομένων. Είναι, επίσης, κρίσιμης σημασίας να παραμένει η συνταξιοδοτική δαπάνη υπό έλεγχο και να υπάρχει διαχρονική μείωσή της ως ποσοστό του ΑΕΠ όπως και της σχετικής χρηματοδότησης από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Ένα θέμα το οποίο χρήζει ιδιαίτερης προσοχής όσον αφορά τις συνταξιοδοτικές δαπάνες είναι η πρόωρη συνταξιοδότηση. Αυτή επιβαρύνει όχι μόνο τις δαπάνες αλλά και την οικονομική δραστηριότητα καθώς αποθαρρύνει τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας. Το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής γυναικών άνω των 55 ετών οφείλεται, μεταξύ άλλων παραγόντων, στην επιλογή, μέχρι πρόσφατα για μητέρες ανήλικων παιδιών, να συνταξιοδοτηθούν σε νεαρή ηλικία με λιγότερα από 20 έτη ασφάλισης. Ενώ αυτοί οι κανόνες έχουν αλλάξει σταδιακά από το 2010, είναι ακόμη δυνατό για τις γυναίκες να συνταξιοδοτηθούν νωρίς εάν το 2015 είχαν φτάσει την απαιτούμενη ηλικία συνταξιοδότησης και είχαν (περιορισμένα) έτη ασφάλισης. Με βάση τις αλλαγές που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, αναμένεται ότι έως το 2022, οι επιλογές πρόωρης συνταξιοδότησης θα έχουν καταργηθεί και θα ισχύει μια γενική ηλικία συνταξιοδότησης των 67 ετών (ή των 62 ετών με εισφορές 40 ετών). Δεδομένων των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων για την Ελλάδα, δεν θα πρέπει να επανεισαχθούν εξαιρέσεις από αυτούς τους καθολικούς κανόνες.
Είναι σημειωτέο πως ακόμη και με την πλήρη μετατροπή της υφιστάμενης επικουρικής σε κεφαλαιοποιητική, το κύριο σώμα του συστήματος συντάξεων (περίπου το 80% του συνόλου) παραμένει διανεμητικό. Με αυτό τον τρόπο, το κόστος μετάβασης παραμένει διαχειρίσιμο, ενώ τα κίνητρα για εργασία και αποταμίευση των νοικοκυριών βελτιώνονται σταδιακά και επιτυγχάνεται καλύτερο μείγμα συμμετοχής των πυλώνων ασφάλισης στην αντιμετώπιση των κινδύνων του ασφαλιστικού συστήματος.
Παράλληλα με την εισαγωγή των κεφαλαιοποιητικών πυλώνων, προτείνονται παρεμβάσεις στον διανεμητικό πυλώνα, ώστε να αυξηθεί η ανταποδοτικότητα και διαφάνεια του συστήματος. Οι παρεμβάσεις αυτές περιλαμβάνουν:
1. Μείωση του ανώτατου ορίου εισοδήματος (πλαφόν ασφαλιστέων αποδοχών) επί του οποίου επιβάλλονται αναλογικές ασφαλιστικές εισφορές για τους μισθωτούς εργαζόμενους, ώστε να προσεγγίσει τους μέσους όρους στην ΕΕ.
2. Αντικατάσταση της ποσοστιαίας εισφοράς υγείας των μισθωτών με ένα σταθερό ποσό ή ένα σύστημα λίγων κλάσεων, όπως ισχύει και με τους αυτοαπασχολούμενους. Εναλλακτικά, διατήρηση του ισχύοντος καθεστώτος αναλογικών εισφορών αλλά με ακόμα χαμηλότερο πλαφόν ασφαλιστέων αποδοχών υγείας. Το σχετικό κενό θα μπορεί να καλυφθεί από γενικά φορολογικά έσοδα.
3. Αναπροσαρμογή των κανόνων υπολογισμού της ανταποδοτικής σύνταξης με τρόπο που να είναι αναλογιστικά και ουσιαστικά περισσότερο ανταποδοτική και συνδεδεμένη με την ηλικία συνταξιοδότησης.
4. Εξορθολογισμό των κανόνων αναγνώρισης πλασματικών χρόνων ασφάλισης.
5. Επιτάχυνση της λειτουργικής ενοποίησης των σχετικών συστημάτων των ταμείων, ώστε να γίνεται πολύ γρηγορότερα και με αυτόματους μηχανισμούς η έκδοση συντάξεων και ταυτόχρονα να υπάρχει συνεχής πληροφόρηση στους εργαζόμενους για την ασφαλιστική τους θέση κατά τη διάρκεια τους εργασιακού τους βίου.“.
Δείτε εδώ και ολόκληρα τα κείμενα των υπ’αριθ. 2287/2015 και 1889/2019 αποφάσεων ΟλΣτΕ
2287-2015-ΟΛ-ΣΤΕΛήψη
1889-2019-ΟΛ-ΣΤΕΛήψη
Διαβάστε περισσότερα εδώ: https://enypekk.gr/2020/12/18/oute-kefalaiopoiisi-oute-idiotikopoiisi-tis-epikourikis-asfalisis-symfona-me-to-ste
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου