Ο Τζόναθαν Κόου είναι ένας Βρετανός συγγραφέας, ο οποίος έκανε αισθητή την παρουσία του με το εμβληματικό «Τι ωραίο πλιάτσικο», το πρώτο βιβλίο του που μεταφράστηκε στα ελληνικά. Χωρίς να είναι διδακτικός, μεγαλόστομος ή ρηξικέλευθος, με μια ήρεμη και ρέουσα γραφή, παρουσίασε με συγκλονιστικό τρόπο τις τεράστιες αλλαγές που είχε επιφέρει στις παραγωγικές και κοινωνικές σχέσεις της χώρας του το ανάλγητο θατσερικό μοντέλο.
Κάτι αντίστοιχο κάνει και με τα υπόλοιπα βιβλία του, παρακολουθώντας το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι στην Αγγλία μέσα από μια παρέα συμμαθητών που, στην πορεία ενηλικίωσής της, γίνονται μάρτυρες της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης που διαλύει ένα πάλαι ποτέ ισχυρό κοινωνικό κράτος.
Ο προβληματισμός που αναπτύσσει ο συγγραφέας αναδεικνύει ζητήματα που σήμερα, με την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, γίνονται ακόμα πιο επίκαιρα και παίρνουν τη μορφή χιονοστιβάδας. Η θέασή του είναι από τη μεριά των λαϊκών τάξεων, αντί όμως να χαρίζεται σ’ αυτές με διαθέσεις εξωραϊσμού και εξιδανίκευσης, θέτει εύστοχα ζητήματα όπως η διαρκής κοινωνική αλλοτρίωση και η κωμικοτραγική διάψευση του μικροαστικού ονείρου.
Επίσης, ως μουσικός και ο ίδιος, δεν θα μπορούσε να μην διανθίζει τα βιβλία του με χαρακτηριστικά μουσικά στοιχεία.
Στο τελευταίο του βιβλίο, που δανείζει τον τίτλο του στα σημερινά «Δαιμονικά», μας παρουσιάζει την ιδιαίτερη σχέση που έχει με τον κινηματογράφο, μέσα από την γνωριμία που μας προσφέρει με έναν από τους πιο σπουδαίους σκηνοθέτες και σεναριογράφους του περασμένου αιώνα, τον Μπίλι Γουάιλντερ.
Αυστριακός, εβραϊκής καταγωγής, ο Μπίλι Γουάιλντερ κατάφερε να φύγει για την Αμερική πριν να ξεσπάσει ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος και να κάνει μετέπειτα μεγάλη καριέρα στο Χόλιγουντ. Ποτέ, όμως, δεν έχασε την ευρωπαϊκή του ταυτότητα και ιδιοσυγκρασία, γι’ αυτό και οι ταινίες του διατηρούν εμφανώς τα χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.
Το βαθύ τραύμα του Ολοκαυτώματος των Εβραίων, στο οποίο χάθηκε η μητέρα του, περνάει μέσα στο βιβλίο του Κόου μέσα από ένα μικρό σενάριο το οποίο διηγείται ο Μπίλι Γουάιλντερ και δίνει τη δυνατότητα στον συγγραφέα να αναδείξει ζητήματα όπως η ένοχη «άγνοια» της πλειοψηφίας του γερμανικού λαού για τον χιτλερισμό και το Ολοκαύτωμα και η προσπάθεια αναθεώρησης της ιστορίας, ανοχής και συμψηφισμού των τρομερών εγκλημάτων του ναζισμού. Κατά κύριο λόγο, στο βιβλίο περιγράφεται η περίοδος των μεγάλων αλλαγών στη βιομηχανία του κινηματογράφου, κατά την οποία ο σκηνοθέτης δεν βρίσκει χρηματοδότηση από το Χόλιγουντ και επιστρέφει στην Ευρώπη για το γύρισμα της ταινίας με τίτλο «Φεντόρα».
Το σενάριο της ταινίας έχει αναλογίες με την αρνητική επαγγελματική συγκυρία που ζει ο Μπίλι Γουάιλντερ και σηματοδοτεί το τέλος εποχής του είδους κινηματογράφου που εκπροσωπεί ο σκηνοθέτης.
Αυτό που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι ο πρωταρχικός ρόλος που δινόταν τότε στην συγγραφή και την ανάπτυξη του σεναρίου μιας ταινίας. Ο Μπίλι Γουάιλντερ μαζί με τον μόνιμο συνεργάτη του Ιζ Ντάιαμοντ ξημεροβραδιάζονταν στο γραφείο τους συζητώντας, μελετώντας, γράφοντας και διορθώνοντας συνεχώς τα σενάριά τους. Έψαχναν με τις ώρες την κατάλληλη λέξη, το έξυπνο σλόγκαν, την ευφάνταστη ατάκα, το υπονομευτικό σχόλιο, τις εκπλήξεις και τις ανατροπές στο κείμενο και έφταναν συνήθως σε μια ιδιαίτερη σεναριακή ποιότητα που ήταν και το βασικό ατού των ταινιών τους. Αυτό που διαπίστωσα, βλέποντας με αφορμή το βιβλίο πολλές ταινίες του Μπίλι Γουάιλντερ και προσέχοντας ιδιαίτερα τους διαλόγους, ήταν μια αποκάλυψη του πλούτου του σεναρίου. Ο λόγος ήταν πάντα λεπτοδουλεμένος, η κάθε ατάκα έκρυβε σπιρτάδα, φαντασία, ιδεολογικό φορτίο, κοινωνική και πολιτική κριτική που δεν χαρίζεται σε κανέναν και ένα υποδόριο χιούμορ που σε άφηνε ευχάριστα έκπληκτο χωρίς να καταφεύγει σε κλισέ, ευκολίες και μπαλαφάρες.
Το τέλος εποχής για τον Μπίλι Γουάιλντερ συμπίπτει με το τέλος εποχής γι’ αυτού του είδους του σεναριακού λόγου. Στη εποχή της κυριαρχίας της εικόνας το σενάριο έχει καταντήσει πάρεργο και η τυποποίηση της «δημιουργικής γραφής» έχει οδηγήσει σε σενάρια-κονσέρβα χωρίς νεύρο, ζωντάνια και, κυρίως, χωρίς δουλεμένο λόγο. Κι αυτό, βέβαια, κατευθύνει και καλλιεργεί το αντίστοιχο κινηματογραφικό κοινό. Ως αντίδοτο, προτείνω την ταινία «One, Two, Three» του 1961, όπου το καταιγιστικό σενάριο των Μπίλι Γουάιλντερ και Ιζ Ντάιαμοντ σατιρίζει καταλυτικά τον ψυχρό πόλεμο, την ιμπεριαλιστική δύναμη της κόκα-κόλα και του δυτικού τρόπου ζωής και κονιορτοποιεί ανατρεπτικά τις ατομικές και κοινωνικές συμπεριφορές των Γερμανών, των Αμερικάνων και των σοβιετικών. Κάθε ατάκα μια έκπληξη κι ένα χαμόγελο. Απλά απολαυστικό!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου