Δευτέρα, Ιουνίου 21, 2021

 


https://www.avgi.gr/sites/default/files/styles/main/public/2021-06/KARRA.jpg?itok=Gd_ALvwGΆνθη Καρρά στην «Α» / "Παραμορφωμένη η εικόνα της σύγχρονης τουρκικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα"

ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΟΡΜΠΑΣ
Κυριακάτικη Αυγή

«Η μετάφραση παραμένει μέχρι σήμερα μια συχνά ερασιτεχνική -καθότι υποπληρωμένη- ενασχόληση ατόμων που βρέθηκαν τυχαία, στον χώρο της μετάφρασης»

____________________________

H Άνθη Καρρά σπούδασε Νομικά και Σλαβικές γλώσσες στο Παρίσι και εργάστηκε 35 χρόνια στο Μεταφραστικό Τμήμα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ασχολήθηκε παράλληλα, παρακολουθώντας σεμινάρια στην Ανώτατη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών στο Παρίσι, με τη σύγχρονη Τουρκία, την τουρκική λογοτεχνία και τη μεταφρασεολογία και ερασιτεχνικά με τη λογοτεχνική μετάφραση από τα τουρκικά στα ελληνικά. Εκπονεί μελέτη πάνω στην ιστορική πορεία και τα χαρακτηριστικά της μετάφρασης των έργων τουρκικής λογοτεχνίας στα ελληνικά και των ιδεολογημάτων που αυτή έως τώρα διακινεί.

Πώς σχετίζεται η λογοτεχνική μετάφραση με την εθνική συνείδηση, πώς και από ποιους έχει έως τώρα γίνει σε Ελλάδα και Τουρκία;

H λογοτεχνική μετάφραση καλείται στα νεοσύστατα κράτη να καλύψει κάποια κενά της γλώσσας εμπλουτίζοντας το λογοτεχνικό της κεφάλαιο ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις της εισαγωγής του στην Παγκόσμια Πολιτεία των Γραμμάτων, εκεί όπου η πολιτισμική άμιλλα αντικαθιστά τον φιλοπόλεμο εθνικισμό.1 Το ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία και την πνευματική κίνηση στην Τουρκία εκδηλώθηκε μετά την υπογραφή, το 1930, του συμφώνου φιλίας και ουδετερότητας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Με μια σειρά από κείμενά του στο περιοδικό «Νέα Εστία» και μεταφράσεις του σε λογοτεχνικά περιοδικά, ο Κωνσταντινουπολίτης Αβραάμ Ν. Παπάζογλου (1910-1941) κίνησε πρώτος την περιέργεια των Ελλήνων αναγνωστών.

Ενώ το ελληνικό κράτος άφησε ευθύς εξ αρχής στην ιδιωτική πρωτοβουλία τη λογοτεχνική μετάφραση, το τουρκικό κράτος πήρε τον κύριο όγκο της πρωτοβουλίας αυτής στα χέρια του. Συνεχίζοντας σιωπηρά την παράδοση του Tercüme Odası (Μεταφραστικού Θαλάμου) του Τανζιμάτ, που είχε αποσπάσει την επίσημη αλληλογραφία της Υψηλής Πύλης από τους απαξιωμένους, λόγω της Ελληνικής Επανάστασης, Φαναριώτες και την είχε μεταφέρει στα χέρια έμπιστων μουσουλμάνων ή χριστιανών υπαλλήλων του, συνέστησε το 1940 το Tercüme Bürosu (Μεταφραστικό Γραφείο), με σκοπό να εμβολιάσει τα τουρκικά γράμματα με την ανθρωπιστική παιδεία και να διευκολύνει τη διάδοση των αρχών του Δυτικού Διαφωτισμού. Στα 47 χρόνια της λειτουργίας του το Μεταφραστικό Γραφείο εξέδωσε 1.247 τόμους έργων από την παγκόσμια γραμματεία, με πρώτους στη σειρά τους αρχαίους Έλληνες κλασικούς, και εδραίωσε, παράλληλα, χάρη στις οδηγίες και κριτικές των μεταφράσεων στο περιοδικό του «Tercüme » (Μετάφραση), την παράδοση της εθνοκεντρικής μετάφρασης που επικρατούσε στα δυτικά κράτη μέχρι πρόσφατα.

Αποτέλεσε όμως συνάμα και σημαντικό φυτώριο μεταφραστών, συγγραφέων και εκδοτών, καλλιέργησε τη γλώσσα και αγκύρωσε την τουρκική πεζογραφία στη δυτική πεζογραφία. Το πρώτο έργο Νεοέλληνα πεζογράφου, η «Πάπισσα Ιωάννα» του Εμμανουήλ Ροΐδη, εκδόθηκε το 1943 από ιδιωτικό εκδοτικό (Hilmi) μεταφρασμένο από τα γερμανικά.

Ποιοι συγγραφείς μεταφράζονται αρχικά και από ποιους και πώς διαμορφώνεται στη συνέχεια η μεταφραστική σκηνή;

Μετά τις πρώτες αποσπασματικές παρουσιάσεις συγγραφέων σε λογοτεχνικά περιοδικά, αυτοτελή μεταφρασμένα έργα δημοσιεύονται πλέον μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και εντελώς σποραδικά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Μια υπόρρητη κατοπτρική σχέση, μια σχέση δηλαδή όπου οι δύο λογοτεχνίες προβάλλουν ως όμοιες συγχρόνως και ανταγωνιστικές, όντας παράλληλα μεταξύ τους εναλλακτικές, προώθησε στη μεν Ελλάδα αριστερούς Τούρκους ή έντονα αντιπολιτευόμενους ή/και διωκόμενους λογοτέχνες (Ναζίμ Χικμέτ, Αζίζ Νεσίμ, Σαμπαχατίν Αλή κ.λπ.), στη δε Τουρκία, που δεν είχε ζήσει την εμπειρία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πόλεμου, βιβλία με θέμα την Αντίσταση κατά των Γερμανών και τον ελληνικό Εμφύλιο (Θέμος Κορνάρος), πλάι στον διεθνώς καταξιωμένο Νίκο Καζαντζάκη.

Στην Ελλάδα μεταφράζουν αρχικά δίγλωσσοι Κωνσταντινουπολίτες, στη δε Τουρκία ο Nevzat Hadko, σύζυγος της μαρξίστριας πολιτικού Behice Boran και απόφοιτος του Ελληνικού Πολυτεχνείου, αλλά και μεταφραστές εκδοτικών οίκων από κάποια τρίτη γλώσσα, συνήθως γαλλικά. Σε αυτούς προστέθηκαν στη συνέχεια παιδιά Τουρκοκρητικών και Μικρασιατών προσφύγων και πλήθυναν -ιδίως στην Τουρκία- οι μεταφραστές μέσω τρίτης γλώσσας. Η μετάφραση παραμένει μέχρι σήμερα μια συχνά ερασιτεχνική -καθότι υποπληρωμένη- ενασχόληση ατόμων που βρέθηκαν τυχαία, είτε από ανάγκη είτε από αγάπη προς την άλλη γλώσσα, στον χώρο της μετάφρασης, χωρίς αναγκαστικά σπουδές λογοτεχνίας ή έστω κάποια θεωρητική κατάρτιση στον τομέα της μετάφρασης.

Ποιοι συγγραφείς έχουν έως τώρα μεταφραστεί;

Ενώ η προ του 1922 ελληνική λογοτεχνία περιορίζεται στον Ροΐδη, τον Βιζυηνό, τον Παπαδιαμάντη και τον Ξενόπουλο, ο Τούρκος αναγνώστης διαθέτει στη γλώσσα του ένα τουλάχιστον σημαντικό έργο των πλέον καταξιωμένων Ελλήνων πεζογράφων από τη Γενιά του Τριάντα έως σήμερα, πλάι στους διάφορους κατά καιρούς «ευπώλητους» συγγραφείς.2 Αν και πολυπληθέστερος ο ελληνικός κατάλογος, αντίθετα αγνοεί στην ουσία πλήρως, αν δεν περιλαμβάνει για άλλους λόγους,3 όσους θεμελίωσαν τη σύγχρονη τουρκική πεζογραφία, έχοντας σιωπηρά ευθυγραμμιστεί με όσες επιστημονικές δήθεν προτροπές κρίνουν εθνικά επικίνδυνο «το ισχυρό πολιτιστικό νεύρο» της σύγχρονης τουρκικής λογοτεχνίας.4 Όπως αγνοεί τις περισσότερες σύγχρονες γυναίκες συγγραφείς (Sevgi Soysal, Peride Celal, Füruzan, Tomris Uyar, Nazlı Eray, Leyla Erbil, Nezihe Meriç κ.ο.κ..) και φυσικά όσους έχουν ασχοληθεί με υπαρξιακά θέματα ή/και την πρωτοποριακή γραφή (Yusuf Atilgan, Ferit Edgü, Οğuz Atay, Sevim Burak κ.ο.κ.). Επικεντρωμένη σε συγγραφείς ευπώλητους και θέματα που αφορούν το κοινό παρελθόν, συχνά αποπροσανατολίζει με μια εμπορική μετάφραση των τίτλων τον πιο απαιτητικό αναγνώστη από σημαντικούς συγγραφείς και προβάλλει την τουρκική λογοτεχνία παραμορφωμένη στα μάτια του ελληνικού κοινού.

ΒΙΒΛΙΟ

Πόσο χαρακτηρίζουν μια λογοτεχνία τα ευπώλητα έργα της;

Εδώ έρχονται στο φως διάφορα κοινωνικά ζητήματα, που αποτελούν πηγή δημιουργίας για τους λογοτέχνες, όπως η δημιουργία κοινής σε όλους εθνικής γλώσσας, η διάκριση μεταξύ χωρικού και κατοίκου της πόλης τα χρόνια που φουντώνει το κύμα της αστυφιλίας, όσες διεκδικήσεις στοχεύουν στην αναθεώρηση της εθνικής αφήγησης ή η αναμέτρηση με κρατούντα θρησκευτικά πιστεύω. Πολλά από αυτά παραμένουν και στις δύο χώρες ανεπίλυτα, δεν ανέκυψαν όμως τα περισσότερα από αυτά ταυτόχρονα στις δύο χώρες. Ο δε κέρσορας προς την ελευθερία θα παραμένει εσαεί διαφορετικός για κάθε συγγραφέα. Αν είναι σήμερα ευπώλητοι ορισμένοι «εθνικοί συγγραφείς», δεν είναι γιατί επένδυσαν, όπως οι συγγραφείς των μπεστ σέλερ, σε κάποια κοινωνικά στερεότυπα προσδοκώντας εμπορική επιτυχία, αλλά γιατί συνέβαλαν με το περιεχόμενο και το ύφος της γραφής τους στην ανάδυση ενός κοινά αποδεκτού συμβολικού κόσμου.

Ο Αβραάμ Παπάζογλου παρουσίαζε τον Μεσοπόλεμο Τούρκους λογοτέχνες χρησιμοποιώντας εκφράσεις όπως «ο Παλαμάς της Τουρκίας», ο «Τούρκος Ξενόπουλος», «ο Χατζόπουλος της Τουρκίας» κ.ο.κ. Κανείς τους φυσικά δεν κρίθηκε ως «σημαντικό πρότυπο» από τους Έλληνες εκδότες για να μεταφραστεί. Παρουσιάζοντας αντίστοιχα το 1998 ο Ορχάν Παμούκ τον Μένη Κουμανταρέα, είπε πως του έφερε στο μυαλό τον Σαΐτ Φαΐκ, τον πατέρα δηλαδή του τουρκικού διηγήματος. Έναν συγγραφέα που είχε όμως γράψει τη δεκαετία του 1940 και πεθάνει το 1954! Το νήμα που οδηγούσε στη διεθνή αναγνώριση μια εθνική λογοτεχνία που κρινόταν πατερναλιστικά τη δεκαετία του ’30 δεν έγινε ποτέ στην ελληνική γλώσσα εμφανές.

Τι κάνει όμως έναν συγγραφέα «σημαντικό»;

Το ζήτημα του ύφους ενός συγγραφέα τίθεται για πρώτη φορά τον 19ο αιώνα, όταν η έννοια του «δημιουργού», που αποκτά τότε νομικό και οικονομικό καθεστώς, συναντά τη ρομαντική μορφή του «καλλιτέχνη», το πρωτότυπο έργο του οποίου αποτελεί πηγή αξίας. Μεταφέροντας στη λογοτεχνία έναν όρο εν χρήσει έως τότε στην ιστορία της τέχνης, αποδιδόταν στον δημιουργό η πατρότητα ενός έργου. Αξιολογώντας έναν σύγχρονό του ξένο συγγραφέα αναφερόμενος σε έναν νεκρό εθνικό του λογοτέχνη ο Ορχάν Παμούκ δακτυλοδεικτεί τον μεταφραστή και το ύφος στο οποίο απέδωσε το έργο.

1 Bλ. Καζανοβά Π. "Η παγκόσμια πολιτεία των γραμμάτων", εκδ. Πατάκης, Αθήνα, 2012.

2 Αναφέρω ως ενδεικτικά: Γρηγόριος Ξενόπουλος, Ηλίας Βενέζης, Στρατής Μυριβήλης, Στρατής Δούκας, Γιώργος Θεοτοκάς, Κοσμάς Πολίτης, Παντελής Πρεβελάκης, Νίκος Καζαντζάκης, Ανδρέας Νενεδάκης, Στρατής Τσίρκας, Δημήτρης Χατζής, Κώστας Ταχτσής, Γιώργος Ιωάννου, Αντώνης Σαμαράκης, Άλκη Ζέη, Ιάκωβος Καμπανέλης, Θέμος Κορνάρος, Μένης Κουμανταρέας, Βασίλης Βασιλικός, Μαρία Ιορδανίδου, Μάρω Δούκα, Νίκος Θέμελης, Ρέα Γαλανάκη, Χρόνης Μίσσιος, Κώστας Μουρσελάς, Γιάννης Ξανθούλης, Ρέα Σταθοπούλου, Κώστας Μουρσελάς, Πέτρος Μάρκαρης, Θανάσης Βαλτινός, Γιάννης Μαγκλής, Μάρα Μεϊμαρίδη, Ανδρέας Στάικος, Πέτρος Τατσόπουλος, Δέσποινα Τομαζάνη, Αγάπη Μολυβιάτη, Δέσποινα Πανταζή, Λένα Διβάνη, Έλσα Χίου, Δημήτρης Ψαθάς, Γιάννης Γιανέλλης - Θεοδοσιάδης, Γιώργος Λεονάρδος, Αντώνης Σουρούνης, Στέλιος Στελιανού.

3 Ο κατ’ εξοχήν εθνικός συγγραφέας Γιακόμπ Καντρί Καραοσμάνογλου (1879-1914) έγινε, για παράδειγμα, μόνο πρόσφατα γνωστός ως ο συγγραφέας του «Τεκκέ του Νουρ Μπαμπά» και όχι του «Ξένου» (Yaban) - που περιέχεται στις εκδόσεις της UNESCO, της «Άγκυρας» ή των «Σοδόμων και Γομόρρων», που τον καθιέρωσαν και διεθνώς ως συγγραφέα.

4 Αναφέρομαι εδώ στο βιβλίο του Παύλου Χιδίρογλου "Η ελληνική προσέγγιση της Τουρκίας", εκδ. Βάνιας, Θεσ/νίκη, 1997.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ένας συνωμοσιολόγος στο τιμόνι του Υπουργείου Υγείας των ΗΠΑ!

  Αρνητής εμβολίων και διακινητής αδιανόητων θεωριών - Ποιος είναι ο Ρόμπερτ Φ. Κένεντι Τζούνιορ. ieid...