Παλιά Θεσσαλονίκη: Εκεί που διασκέδαζε κάποτε η πόλη
Η πόλη που αρνείται να πέσει για ύπνο. Έτσι θυμούνται οι επισκέπτες της την Θεσσαλονίκη. Όλα εκείνα που έγραψαν την ιστορία της είναι σίγουρα χαραγμένα στα στέκια και στις συνήθειες όλων εμάς που διαμένουμε εδώ.
Και άλλων που πέρασαν και έχτισαν την νυχτερινή αλλά και κοινωνική ζωή της στις παλιότερες εποχές της. Εποχές, που η Θεσσαλονίκη αποδέχτηκε πρόσφυγες και διαμόρφωσε έναν μοναδικό πολυπολιτισμικό χαρακτήρα τον οποίο κρατά μέχρι και σήμερα. Κάπου εκεί ανάμεσα στους αιώνες, τα πρόσωπα, τις κουζίνες, την μουσική και τις δεκαετίας ενσωματώθηκαν τα νυχτερινά μαγαζιά που διατηρούν ιστορίες αιώνων, την αύρα εποχών αλλοτινών που σε καλούν να τις ανακαλύψεις, μαζί με τα πρόσωπα και τις ταυτότητες δαύτων.
Μερικά από αυτά αλλάξανε την χρήση τους στο πέρασμα των χρόνων, άλλα τη διατήρησαν και κάποια δεν υπάρχουν πια.
Το 1918, πλησιάζοντας κανείς στην αποβάθρα, παρατηρούσε ξενοδοχεία και τα πιο γνωστά ξενοδοχεία της πόλης. Οι περισσότεροι χώροι αναψυχής βρισκόταν τότε στην πλατεία Ελευθερίας και τη γύρω περιοχή. Εκεί και τα φημισμένα καφέ της πλατείας Ελευθερίας, το Olympos Palace, το cafe Floca και το Crystal. Aυτά τα καφέ ήταν γεμάτα από Άγγλους και Αγγλίδες που έπαιρναν το τσάι τους και που εκεί αποτελούσαν λεγεώνα. Στους εξώστες τους, οι Γάλλοι έπιναν τα απεριτίφ τους, εθνική παράδοση
Το Floca, ήταν μία από τις πιο γραφικές και ζωντανές γωνιές του
κόσμου. Προσφέρονταν πρωινά ροφήματα, φυσικοί χύμοι, γλυκά και τσιγάρα.
Είχε φτιαχτεί για 50 άτομα, αλλά οι πελάτες ορμούσαν κατά εκατοντάδες
στα τραπέζια, στις καρέκλες, στα γκαρσόνια. Σύμφωνα με τον J.J. Frappa
”Πραγματικά, πνίγεται κανείς στους καπνούς και στον ήχο όλων των
γλωσσικών ιδιωμάτων της γης. Υπάρχουν αντιπρόσωποι του κάθε συμμαχικού
στρατού, αγγλίδες νοσοκόμες, έλληνες αξιωματικοί, ναύτες όλων των χωρών,
δημοσιογράφοι, αμερικανοί ρεπορτες, Τούρκοι με φέσι, έμποροι κι
απατεώνες κάθε λογής.”
Κοντά στο 1900 οι άντρες ήταν εκείνοι που καθιέρωσαν την συνήθεια των καφενείων. Μαζεύονταν παρέες-παρέες καθόντουσαν σε τραπέζια και συζητούσαν περί επικαιρότητας με τσίπουρο και μεζέδες. Οι γυναίκες συνήθως μένανε στο σπίτι και πέρναν το τσάϊ τους στις αυλές των μονοκατοικιών, γειτονιές-γειτονιές.
Την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1915-1918) δεν υπήρχαν πολλά μπαρ. Με την άφιξη των συμμάχων άρχισαν να φυτρώνουν σαν μανιτάρια γύρω από την ζωντανή πλατεία Ελευθερίας , στην προκυμαία, στην Εγνατία, όλα με ονόματα παρμένα από γνωστά μπαρ του εξωτερικού, του Παρισιού κυρίως, οπωσδήποτε όμως ξενόγλωσσα.
Υπήρχε Maxim’s Gaite στη Λεωφόρο Νίκης, Bar Francais κάτω απ’ το ξενοδοχείo Splendid Palace, μοναδικό για πρωινό ρόφημα, τσάι και κυρίως γαλλικό καφέ. Υπήρχαν επίσης Μιούζικ-Χολ και καμπαρέ. Τα πιο ”σικ” ήταν το Odeon, ο Λευκός Πύργος και το Skating Rink.
Κάποια χρόνια χρόνια μετά φτάσανε οι πρώτοι πρόσφυγες στην Καλαμαριά εκεί δημιουργήθηκαν και τα πρώτα συνοικιακά καφενεία. Η ανάγκη για επιβίωση και η διαμόρφωση μιας νέας πατρίδας που θα έμοιαζε με εκείνη που άφησαν πίσω ”έχτισε” τα στέκια της Καλαμαριάς.
Σύμφωνα με μαρτυρία του βιβλίου Η Καλαμαριά στο Μεσοπόλεμο: ”Στην δεκαετία του ’30 βάζαμε ρεφενέ από 10-20 δραχμές παίρναμε μια μπύρα, κανένα γλυκό, άλλος έφερνε την αδερφή του, άλλος την εξαδέλφη του, έτσι γλεντούσαμε. Αθώα πράγματα. Και κάναμε και ένα άλλο: χορεύαμε, στο χορό απάνω, αλλάζαμε ντάμες. Ένας καβαλιέρος, χόρευε με τη σκούπα ή με τη καρέκλα. Κάναμε τέτοια κόλπα. Έτσι γλεντούσαμε, αυτά ήταν τα γλέντια. Περνούσαμε καλά, ευχάριστα. Μπορεί να είχαμε φτώχιες αλλά περνούσαμε καλά.”
Το καφενείο του Ζαμπέτογλου στην Καλαμριά ήταν από τα πιο γνωστά. Εκεί μαζευόταν κυρίως οι νέοι πίνανε ρετσίνα, τραγουδούσαν και συχνά κάνανε καντάδες. Στην Καλαμαριά επίσης υπήρχε το ιστορικό καφενείο του Τορούκογλου. ”Ο άντρας μου εδώ που ήταν η παράγκα μας είχε καφενείο, του Τορούκογλου το καφενείο. Εκείνη την εποχή ήταν το Τμήμα Των Ηθών αντί για την αγορανομία που είναι σήμερα. Ερχόταν λοιπόν το Τμήμα Των Ηθών (περίπου το 1936) και λέγανε, ”θα πάμε στου Τορούκογλου το καφενείο να φάμε και να πιούμε”. Κι όταν ερχόταν στο τσακίρ κέφι φώναζαν το Σάββα τον κενετζέτζη κι έπαιζε λύρα. Οι περισσσότεροι χωροφύλακες τότε, ήταν από την Παλιά Ελλάδα και από την Κρήτη. Κι έπαιζε τόσο ωραία που χορεύανε και αρχινούσαν και πυροβολούσαν στο ταβάνι.”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου