Πέμπτη, Φεβρουαρίου 25, 2021

Το «Σναφ: ένα "προφητικό" βιβλίο για το σημερινό ελληνικό #meetoo...

 Ένα παιδί μεγαλώνει στη σημερινή Ελλάδα, στη χώρα της "ζωντανής" τηλεοπτικής δημοκρατίας, του εύκολου κέρδους, των λαθρομεταναστών και της απενοχοποιημένης εκπλήρωσης κάθε επιθυμίας. Ο δεκατετράχρονος Μανούσος, μοναχοπαίδι εύπορης κι εγγράμματης οικογένειας, βιώνει την εφηβεία και την ενηλικίωση ως μυητική πρόσβαση στις πιο σκοτεινές και δύσοσμες πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Ποιο θα είναι το μέλλον, λοιπόν, για τον χαρισματικό και ευφάνταστο Μανούσο; Και ποιο μέλλον προβλέπεται γι' αυτήν, τη σημερινή Ελλάδα; Ποιο θα είναι το πρόσωπο του τέρατος που όλοι μας, στοργικά κι ανίδεα, ζεσταίνουμε στον κόρφο μας;


https://www.politeianet.gr/components/com_virtuemart/shop_image/product/fe733596-d648-42f2-98ad-4ebb5d26b102.jpgΤο «Σναφ» είχε χτυπήσει συναγερμό

Μικέλα Χαρτουλάρη

Το «Σναφ» είχε χτυπήσει συναγερμό

Το «Σναφ» είχε χτυπήσει συναγερμό

«Η λογοτεχνία έχει ρόλο σεισμογράφου» σχολιάζει η Ελένη Γιαννακάκη*, που την δίδαξε στα πανεπιστήμια Κρήτης (1991-93) και Οξφόρδης (1997-2011). Αυτό πέτυχε με το μυθιστόρημά της «Σναφ», που είναι πιο επίκαιρο παρά ποτέ κι ας εκδόθηκε το 2010 (Εστία). Παρακο­λουθεί την αποχαλί­νωση των εξουσιαστικών συμπεριφορών που βασίζονται στο σεξ και ιχνηλατεί τα κοινωνικο-πολιτισμικά τους αίτια και τις νοοτροπίες που τις υποδαυλίζουν. Eνα πρόβλημα με βαθιές ρίζες, ένα βιβλίο για γερά στομάχια.

«Τα πρόσωπα και τα γεγονότα στο βιβλίο είναι προϊόντα μυθοπλασίας» σημείωνε η Ελένη Γιαννακάκη πριν από 11 χρόνια στις σελίδες τίτλου τού Σναφ (εκδ. Εστίας) που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Όμως η συγγραφέας, που δίδασκε ακόμα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Νεοελληνική Λογοτεχνία, είχε συλλάβει σ’ αυτό το τρίτο της μυθιστόρημα, είχε περιγράψει, είχε αποδομήσει και είχε αναστοχαστεί όλα όσα μαθαίνουμε σήμερα μέσα από το ελληνικό #MeToo και την «υπόθεση Λιγνάδη». Όλα όσα έφεραν τα πράγματα εκεί που είναι, όσα κρύβονται από πίσω και όσα θα μας εκθέτουν ως κοινωνία αν δεν τολμήσουμε να βάλουμε το μαχαίρι στο κόκαλο.

Είναι ένα μυθιστόρημα-γροθιά στο στομάχι για τη σεξουαλική βία και κακοποίηση που πάνε χέρι χέρι με το κυνικό πρόταγμα anything goes και το laissez faire της νεοφιλελεύθερης συνείδησης. Είναι γραμμένο σε γλώσσα προφορική, τολμηρή, ωμή ή υπαινικτική, αιχμηρή και με εξαιρετικές τεχνικές για να ενσωματώνει μια ματιά από μέσα και μια απέξω το ψυχογράφημα, το γεγονός και την αποτίμησή τους. Χωρίς ηθικολογική προσέγγιση. Ήδη ο τίτλος δίνει το παράδειγμα ενός ακριβού και επικίνδυνου βίτσιου. «Snuff» είναι οι ιδιωτικές ταινίες που καταγράφουν σκηνές βασανισμού, συχνά σαζομαζοχιστικές ερωτικές, οι οποίες είναι ενδεχόμενο να προκαλέσουν και θάνατο κάποιου πρωταγωνιστή …για να προκαλέσουν την ύψιστη αισθητική απόλαυση στον υποκινητή-εμπνευστή τους. Αλλά η συγγραφέας δεν στέκεται μόνο εκεί.

Την ενδιαφέρουν οι εξουσιαστικές σχέσεις στο σεξ και κυρίως στη σχέση ενηλίκων-ανηλίκων και η συνθήκη, η κουλτούρα, το πολιτικοκοινωνικό υπόβαθρο, η νοοτροπία που τις καλλιεργεί. Οταν πρωτοκυκλοφόρησε το 2010, το βιβλίο, παρότι εκτιμήθηκε από την κριτική, «διαβάστηκε μάλλον ως διαστροφικό τερατούργημα που (κυρίως!) δεν αφορούσε την ελληνική κοινωνία» θυμάται η συγγραφέας. Έναν χρόνο αργότερα έσκασε στη γενέτειρά της, το Ρέθυμνο, η υπόθεση του προπονητή μπάσκετ Ν. Σειραγάκη που τελικά καταδικάστηκε για ασέλγεια σε βάρος 36 ανηλίκων…

Το Σναφ παρακολουθεί τον κεντρικό χαρακτήρα με τα σκοτάδια του το 2008, το 2014 και το 2028: έφηβος θανατολάγνος στην Κρήτη, γιος παιδόφιλου μεγαλοδικηγόρου, φοιτητής-σκηνοθέτης Snuff ταινιών στην Αθήνα, αμετανόητος μεταπτυχιακός στην Οξφόρδη, όπου κατόπιν θα διδάξει Νεοελληνικό Πολιτισμό (!), θα καταξιωθεί το 2032, στα 40 του, ως πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Κινηματογράφου! Με αυτό το εύρημα η συγγραφέας υπογράμμιζε ειρωνικά ένα κοινωνικό πρόβλημα με ρίζες στο παρελθόν, που θα διαιωνιζόταν στο μέλλον ατιμώρητο. Από το 2010, με τη γλώσσα της λογοτεχνίας, είχε σημάνει συναγερμό. Και «στοιχειοθετούσε» φαινόμενα όπως: η απενοχοποιημένη σεξουαλική βαρβαρότητα, η κατά συρροή παιδεραστία, οι εξαφανίσεις ανήλικων μεταναστών και η συγκάλυψή τους από την «προχωρημένη» ελίτ και κατόπιν από το λάιφ στάιλ· επίσης ο εξορθολογισμός του βιασμού και η άφεση αμαρτιών που δίνουν στους εαυτούς τους οι αυτουργοί, με αρωγούς την πρεσβυωπία της Δικαιοσύνης και την κουλτούρα της κλειδαρότρυπας.

Η Γιαννακάκη το παραδέχεται: «Στα βιβλία μου σχολιάζω τις πλευρές της κοινωνίας που με ενοχλούν, με θυμώνουν ή και με αηδιάζουν».

Τι επιδίωκες όταν έγραφες το «Σναφ»;

Προσπάθησα να κάνω τους αναγνώστες να αναγνωρίσουν το τέρας στον καθρέφτη τους ή μια τερατώδη πλευρά τους ή το τέρας στο πρόσωπο του κολλητού, του γείτονα ή όποιου άλλου, με τον οποίο συγχρωτίζονται καθημερινά και γι’ αυτό έχουν πια πάψει να το διακρίνουν επάνω του. Ο σκοπός εδώ είναι η ανοικείωση των αναγνωστών/στριών με το θηρίο που κατοικεί στα κατάβαθα της ανθρώπινης φύσης και που μόνο ο πολιτισμός μπορεί να τιθασεύσει. Διότι η συνήθεια τυφλώνει, κάνει τα προβλήματα μη ορατά ακόμη και για σκεπτόμενους και συνειδητοποιημένους πολίτες. Κι αυτό είναι ένα σοβαρό ζήτημα!

Ποια κουλτούρα προκάλεσε στην Ελλάδα την αποχαλίνωση των εξουσιαστικών συμπεριφορών που χρησιμοποιούν ως μοχλό το σεξ;

Η κουλτούρα της αγοράς, της ακραίας και ωμής συνδιαλλαγής: Από το «θα σου δώσω την ψήφο μου» και «θα μου διορίσεις τον γιο στο Δημόσιο», φτάνουμε στο «θα έρθω στο κρεβάτι σου για να μου δώσεις τον ρόλο», «την υποτροφία», «την προαγωγή» ή ακόμη και «για να μη με απολύσεις». Όταν «νομιμοποιούνται» αυτού του είδους οι συναλλαγές, όταν απουσιάζει η αξιακή κουλτούρα που λειτουργεί ανασταλτικά, όταν η παιδεία συντηρεί τα ταμπού, όταν η Δικαιοσύνη ολιγωρεί ή κάνει τα στραβά μάτια και η νομοθεσία χωλαίνει, ε, τότε τα υπόλοιπα είναι πια Ιστορία.

Και το πρόβλημα κατ’ εμέ δεν υπάρχει μόνο μ’ αυτούς που προσπαθούν να αγοράσουν την ψήφο σου και οτιδήποτε άλλο. Υπάρχει και μ’ εκείνους που δέχονται να την πουλήσουν! Γιατί μετά αυτοί οι πρώτοι, καλομαθημένοι όντες, θα απαιτήσουν να την πουλήσεις θέλεις δεν θέλεις! Κι εκεί είναι που εσύ θα κληθείς να αποφασίσεις τι μετράει περισσότερο για σένα: η ψήφος και η δυνατότητα αυτοδιάθεσης ή το αντάλλαγμα που θα αποκομίσεις εκποιώντας τις.

Απ’ την άλλη ας μην ξεχνάμε ότι η εξουσία είναι γερό αφροδισιακό. Κάποιο άτομο μπορεί πραγματικά να νιώθει έλξη για ένα άλλο, για την κοινωνική/οικονομική θέση που μπορεί να κατέχει. Όμως το άλλο άτομο, έχοντας επίγνωση της εξουσιαστικής του θέσης, μπορεί να θεωρήσει την έλξη ως δεδομένη ή ακόμη και να θελήσει να τη διεκδικήσει διά της βίας ή προσφέροντας άλλου είδους ανταλλάγματα, όταν η έλξη δεν παρέχεται απλόχερα και αυτοβούλως.

Υπάρχει πάντως στην Ελλάδα και ένα σοβαρό πρόβλημα συγκάλυψης της παιδεραστίας και της σεξουαλικής βίας.

…Διότι η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να είναι πατριαρχική και διότι η ελληνική οικογένεια είναι ακόμη ερμητικά κλειστή. Τέτοια φαινόμενα υπήρχαν άφθονα και στο παρελθόν, αλλά δεν έβγαιναν στην επιφάνεια γιατί ήταν ταμπού πιο πολύ για το θύμα. Αλλά κι αν ακόμη έβγαιναν (σε μεμονωμένες περιπτώσεις), θα «σβήνονταν» με την παρέμβαση κάποιου υψηλότερα ιστάμενου προσώπου. Εκτός εάν κάποιος επώνυμος έκανε την καταγγελία, όπως συνέβη πρόσφατα, και είχε συμβεί με την καταγγελία εναντίον του προπονητή Σειραγάκη.

Μήπως λοιπόν με αυτά τα δεδομένα το μόνο που κινδυνεύει να μείνει στη συλλογική συνείδηση από την παρέμβαση της Δικαιοσύνης στην υπόθεση του «γνωστού σκηνοθέτη και ηθοποιού» δεν θα είναι παρά η δαιμονοποίηση της ομοφυλοφιλίας;

Η σεξουαλική βία και η πορνεία δεν συνδέονται με συγκεκριμένο σεξουαλικό προσανατολισμό: συμβαίνει μεταξύ ετεροφυλόφιλων, ομοφυλόφιλων και με οποιασδήποτε σεξουαλικής απόχρωσης άτομα ανάμεσα σ’ αυτό το δίπολο. Όταν ο Δημήτρης Λιγνάδης είχε κάποτε δηλώσει (αν ισχύει) ότι έχει εμμονή με το σεξ, αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό των ομοφυλόφιλων μόνο. Υπάρχουν παγκοσμίως κλινικές αποτοξίνωσης από το σεξ και οι περισσότεροι πελάτες είναι ετεροφυλόφιλοι.

Το θλιβερό είναι ότι η ελληνική κοινωνία δείχνει να σοκάρεται περισσότερο όταν ένας άντρας βιάζει ένα αγοράκι παρά όταν βιάζει ένα κοριτσάκι. Ο λόγος είναι ότι μέχρι πρόσφατα στην Ελλάδα (και σε άλλες δυτικές κοινωνίες) η ομοφυλοφιλία θεωρούνταν αρρώστια, διαστροφή. Για μένα αυτό που συνιστά διαστροφή είναι να κοιμάσαι με παιδιά οποιουδήποτε φύλου και αυτό θα πρέπει να είναι το μήνυμα.

Παράλληλα είναι αναγκαίος πιστεύω και ένας αναπροσανατολισμός της σχολικής εκπαίδευσης: να μαθαίνει στα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία ότι θα πρέπει να κοιτάζουν τους πάντες και τα πάντα γύρω τους κριτικά, να αξιολογούν μόνα τους τα παραδεδομένα, να διασταυρώνουν τις διαθέσιμες πληροφορίες και να διαμορφώνουν έτσι τις προσωπικές τους απόψεις. Αυτή η πρακτική έχει εφαρμοστεί στα φιλανδικά σχολεία από το ’70 και από την τρυφερή ηλικία των έξι.

Στο «Σναφ» η φιλενάδα του πρωταγωνιστή, θύμα του πατέρα του και θύτης μαζί με τον γιο στις θανατολαγνικές ταινίες του, κάνει κρίσιμες αποκαλύψεις σε μια τηλε-εκπομπή με «αληθινές ιστορίες». Είναι θετική ή αρνητική η παρέμβαση των ΜΜΕ σε υποθέσεις όπως αυτές που αποκαλύφθηκαν μετά τις καταγγελίες της Σοφίας Μπεκατώρου;

Αν μια κοινωνία χρειάζεται ένα πρωινάδικο, μεσημεριανάδικο ή όποιο άλλο μήπως και κινητοποιηθεί η Δικαιοσύνη, τότε το πρόβλημα βρίσκεται στην κοινωνία την ίδια! Ούτως εχόντων των πραγμάτων δυστυχώς το πώς θα επεξεργαστεί τις καταγγελίες η ελληνική κοινωνία είναι σε μεγάλο βαθμό συνάρτηση του πώς θα τις χρωματίσουν τα κυρίαρχα ΜΜΕ – γιατί δυστυχώς αυτό είναι το μεγάλο «σχολείο», το κατ’ εξοχήν «δικαστήριο» των νεοελλήνων εδώ και κάποια χρόνια. Αν αναδείξουν το «θέμα Λιγνάδη» ως το μείζον πρόβλημα «παραγράφοντας» όλες τις υπόλοιπες (σοβαρές) καταγγελίες εναντίον ετεροφυλόφιλων και αποσιωπώντας τις χρόνιες κοινωνικές πτυχές του προβλήματος, τότε μπορεί να οδηγηθούμε σε έναν καινούργιο πουριτανισμό.

 Το πρόβλημα είναι ότι τα ΜΜΕ, για τη δική τους επιβίωση, θα δώσουν αυτό που ζητάει το κοινό: και το κοινό ζητάει αίμα! Ζητάει ό,τι θεωρεί ως την έσχατη μορφή διαστροφής («ε, το δεκατετράχρονο κοριτσάκι είναι μια μικρή γυναίκα πια, έχει περίοδο, μπορεί να γούσταρε κιόλας σε τελευταία ανάλυση. Άσε που σε παλιότερες εποχές μπορεί να ήταν ήδη παντρεμένο!» θα πούνε).

Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία σε ένα τέτοιο τοπίο;

Η δουλειά της λογοτεχνίας είναι να στήνει αυτί στις υπόγειες δονήσεις και να προειδοποιεί πριν ξεσπάσει το τσουνάμι. Έχει ρόλο σεισμογράφου τρόπον τινά – το θέμα είναι κατά πόσο θα εισακουστεί και πόσοι θα εμπιστευτούν τις ακουστικές της ικανότητες. Πόσοι είναι διατεθειμένοι να ξεφύγουν κάπως από τη βαβούρα της τακτοποιημένης καθημερινότητάς τους και να τις αφουγκραστούν μαζί της;

*Ελένη Γιαννακάκη – Βιβλιοnet

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ

ΣΥΝΘΕΣΗ EIKONAΣ: Gerontakos ΔΙΑΒΑΣΤΕ Νέα Αριστερά για Νετανιάχου / Με το «κανένα σχόλιο» στο Tvxs η κυβέρνηση Μητσοτά...