**** Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς
Ελλάδα, 2019. Σκηνοθεσία: Γιάννης Οικονομίδης. Σενάριο: Γιάννης Οικονομίδης, Χάρης Λαγκούσης, Δημοσθένης Παπαμάρκος. Ηθοποιοί: Βίκυ Παπαδοπούλου, Βασίλης Μπισμπίκης, Γιάννης Τσορτέκης, Στάθης Σταμουλακιάτος, Αντώνης Κοτζιάς, Βασιλική Καλλιμάνη, Φωκίων Μπόγρης, Βαγγέλης Μουρίκης, Θεόδωρος Κανδηλιώτης. 137΄
Στο φιλμ νουάρ στρέφεται για μια ακόμη φορά ο σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης («Μαχαιροβγάλτης», «Το μικρό ψάρι») για να μας δώσει τη δική του, διανθισμένη, τη φορά αυτή, με μπόλικο χιούμορ και αρκετές ωραίες ανατροπές, στο εξαιρετικό νέο-νουάρ του, «Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς».
Η ιστορία είναι βασικά η συνηθισμένη που συναντάμε στα νουάρ: ο ήρωας τα φτιάχνει με μια παντρεμένη γυναίκα, η οποία φεύγει μαζί του, παίρνοντας και το ένα εκατομμύριο ευρώ που φύλαγε ο επιχειρηματίας σύζυγος, με τον αποφασισμένο να εκδικηθεί σύζυγο να αναθέτει σε δυο επαγγελματίες δολοφόνους την εξόντωση του εραστή και την επανάκτηση του εκατομμυρίου.
«Τι σου επιφυλάσσει το μέλλον;» διερωτάται μια μέντιουμ στην τηλεόραση, στα πρώτα πλάνα της ταινίας. Το μέλλον όμως των πρωταγωνιστών, σε μια Ελλάδα της κρίσης που οι εικόνες συχνά μας το υπενθυμίζουν, παραμένει σκοτεινό αν και ξέρουμε πως οι αποφάσεις τους και οι καταστάσεις που ακολουθούν δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν στην καταστροφή. Προδομένος και εξευτελισμένος, κάποια στιγμή ο σύζυγος, υπό την πίεση της μητέρας του, αποφασίζει να προσλάβει τους δυο εκτελεστές για να βάλει σε εφαρμογή την εκδίκησή του.
Μόνο που όσα ακολουθούν δεν περιορίζονται μόνο στους δυο εκτελεστές. Και άλλοι υποψήφιοι δολοφόνοι ή μη, αναμιγνύονται, με τα πράγματα συνεχώς να ανατρέπονται, ανατροπές που αλλάζουν την πορεία της πλοκής και τη ματιά μας πάνω στα διάφορα πρόσωπα. (για να αποφύγουμε όμως το σπόιλερ δεν θα σας αποκαλύψω όσα ακολουθούν). Είναι όμως μέσα από αυτά που διεισδύει η προσωπική πάντα ματιά του Οικονομίδη, προσθέτοντας και τη ξεχωριστή, απολαυστική γεύση που αποκτά εν τέλει η ταινία.
Οι «ήρωές» του είναι, στην πραγματικότητα, κακόμοιροι τύποι: ο Μάνος (Βασίλης Μπισμπίκης), ο εραστής, ένας τραγουδιστής που αντιμετωπίζει επαγγελματικά προβλήματα (ένα μαγαζί χωρίς πολλούς πελάτες και με χρέη), που ενδιαφέρεται περισσότερο για τις γυναίκες, που θεωρεί τον εαυτό του τσαμπουκά αν και έχει μετατραπεί σε «σκυλάκι» της επικίνδυνης γκόμενας, όπως τον περιγράφει η μητέρα του, ο Σκυλογιάννης (Γιάννης Τσορτέκης), ο σύζυγος, ένας κακόμοιρος, απελπισμένος κλαψιάρης επιχειρηματίας, που κοιμάται με το κεφάλι στο γραφείο του, και που όλο απειλεί, «Θα τον γ…σω», φωνάζει κάθε τόσο, οργισμένος ενάντια στον Μάνο που του πήρε τη γυναίκα και, όπως πιστεύει, και το ένα εκατομμύριο, αλλά όταν πηγαίνει στο μαγαζί του Μάνου και αντιμετωπίζει τη μητέρα του εραστή, εκείνη και τα τσιράκια της τον ξυλοκοπάνε, ενώ, στη συνέχεια, αν και τραυματισμένος άσκημα, με αίματα και με επιδέσμους στο κεφάλι, είναι έτοιμος, πάντα φραστικά, με λόγια και απειλές (χωρίς έχει κάποιον απέναντί του – αυτό που ακριβώς κάνει και ο Μάνος) («το σκατό, η κουράδα, ο κάφρος» θα αρχίσει να φωνάζει αργότερα εξαγριωμένος, όταν η κόρη του του αποκαλύπτει πως θέλει να περάσει το Σαββατοκύριακό της στο σπίτι τους με έναν, όπως φαίνεται αχαΐρευτο, γκόμενο).
Ανάμεσα στα πιο ενδιαφέροντα πρόσωπα της ταινίας είναι και η Όλγα (Βίκυ Παπαδοπούλου), μια αρκετά μυστηριώδης, «μοιραία (αν και, ποτέ δεν είσαι σίγουρος) γυναίκα», ίσως να είναι αυτή με την τρύπια καρδιά (εδώ είναι και ένα από τα μυστήρια στα οποία αφήνεται στο θεατή ν’ αποφασίσει) που προσπαθεί να συγκρατήσει τον εξιταρισμένο με όσα συμβαίνουν γύρω του Μάνο και να τον κρατήσει κοντά της, όσο μπορεί. Όλα πρόσωπα που κινούνται σε μια γκρίζα ζώνη, χωρίς να τον σκηνοθέτη να παίρνει το μέρος κανενός, αν και, για κάποιο σύντομο διάστημα, η συμπάθεια του θεατή μπορεί να στραφεί σε κάποιο από αυτά.
Πάντα με σασπένς, με ένα στιλιζάρισμα στο ρυθμό, με τη βοήθεια της εξαιρετικής μουσικής του Ζαν-Μισέλ Μπερνάρ (που άλλοτε τονίζει την ατμόσφαιρα κι άλλοτε σε αντίστιξη με τα δρώμενα), την ωραία ατμοσφαιρική φωτογραφία του Δημήτρη Κατσαϊτη, και με ένα συνεχές, ευπρόσδεκτο χιούμορ (από τις πιο απολαυστικές σκηνές, που μου θύμισαν τον Ταραντίνο του Pulp Fiction, αναφέρω εκείνη με τον ένα από τους δυο εκτελεστές να επαναλαμβάνει συνέχεια «εγώ θέλω να ξέρω» και τον άλλο να λέει «εγώ δεν θέλω»), ο Οικονομίδης έφτιαξε μια συναρπαστική, με ωραίες εκπλήξεις, και εξαιρετικές ερμηνείες (σ’ αυτές πρέπει να τονίσω και τα δευτερεύοντα πρόσωπα που είναι σοφά επιλεγμένα) ταινία, αναμφισβήτητα την καλύτερη που μας έδωσε μέχρι σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου