1821-2021 / Το βιβλίο και οι αντινομίες των επαναστατικών καιρών
Φυλλάδια που διακινούνται παράνομα και προπαγανδίζουν την εξέγερση -εικόνα οικεία που έχει φιλοτεχνηθεί με μακρινούς απόηχους της Γαλλικής Επανάστασης, με ψηφίδες από τη Ρώσικη ή, στα καθ’ ημάς, με πιο γνώριμες μνήμες από την Αντίσταση στη διάρκεια της Κατοχής ή της χούντας- δεν θα συναντήσουμε στις απαρχές της Ελληνικής Επανάστασης.
Όχι γιατί δεν υπήρχε η αντίστοιχη «τεχνογνωσία». Ο Ρήγας έντυπα έστελνε στις υπόδουλες περιοχές, με τις γνωστές συνέπειες, και ο Υψηλάντης προκηρύξεις τύπωνε μπαίνοντας στη Μολδοβλαχία, που βέβαια έμειναν κι αυτές χωρίς απτό αντίκρισμα. Απλούστατα, στους χώρους όπου, καθόλου τυχαία, διαδραματίστηκε η Επανάσταση, τυπογραφεία ουδέποτε προϋπήρξαν, ο αναλφαβητισμός κυριαρχούσε και η κουλτούρα του βιβλίου, άμεσα συναρτημένη με την αποδέσμευση του νου από πέδες κάθε λογής, ήταν αμελητέα αν όχι ανύπαρκτη.
Κοινωνίες παραδοσιακές, της προφορικότητας και της λαϊκής φυλλάδας, με τα «κοινά» και διόλου «κρυφά» σχολεία να εμμένουν στην «Παιδαγωγία», το Οκτωήχι και το Ψαλτήρι, τα βιβλιοπωλεία να είναι αδιανόητα, τη διείσδυση του βιβλίου και των νεωτερικών μηνυμάτων που αυτό κομίζει μηδαμινή και τις βιβλιοθήκες να περιορίζονται στα μοναστήρια. Αρκεί να θυμίσουμε ότι από τον εξαίρετο δείκτη των συνδρομητών για το δυνάμει αναγνωστικό κοινό του λόγιου βιβλίου με τον οποίο προίκισε την έρευνα ο Φίλιππος Ηλιού -και δυστυχώς αναμένει ακόμη τη θεσμική του αξιοποίηση- προκύπτει ότι στις περιοχές οι οποίες θα απάρτιζαν το ελληνικό κράτος την εικοσαετία πριν την Επανάσταση διέμενε μόνο το 6,4% των συνδρομητών που συναντούμε στους αντίστοιχους καταλόγους κι αυτοί κατά κύριο λόγο προεγγράφονταν για θρησκευτικές εκδόσεις.
Πού εκδίδονταν και πού διαβάζονταν βιβλία;
Το ελληνικό βιβλίο του Διαφωτισμού, η παραγωγή και η κατανάλωσή του καθώς και η αντίστοιχη διακίνηση ιδεών, που συνδυάζονται με την άνθηση των νέου τύπου σχολείων, από άλλα γεωγραφικά και κοινωνικά περιβάλλοντα αντλούσαν τη δύναμη και τη δυναμική τους: από τους Φαναριώτες και τα εμπορικά στρώματα στην Κωνσταντινούπολη, σε θύλακες στην Ηπειροθεσσαλία, τη Χίο, τη Σμύρνη, στο Αϊβαλί, στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και ιδίως στις παροικίες της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης. Τη διασπορά δηλαδή η οποία, κατά τη διατύπωση του Βασίλη Παναγιωτόπουλου, λειτούργησε ως «συλλογικός διανοούμενος» ως προς τις συνειδητοποιήσεις που συνέκλιναν στη δημιουργία του μοντέρνου εθνικού κράτους.
Συνειδητοποιήσεις και μεθοδεύσεις οι οποίες κάθε άλλο παρά απρόσκοπτες στάθηκαν: αρκεί και πάλι να θυμίσουμε ότι, στην κατεύθυνση της επιδιωκόμενης ανάσχεσης του Διαφωτισμού, το Πατριαρχείο είχε επιτύχει στις παραμονές της Επανάστασης να κλείσουν το ένα μετά το άλλο τα σχολεία - προπύργια των νέων ιδεών, οι δάσκαλοί τους τελούσαν υπό διωγμό και ο Γρηγόριος Ε΄ συγκαλούσε σύνοδο «περί καθαιρέσεως των φιλοσοφικών μαθημάτων» την ώρα που ο Υψηλάντης είχε διαβεί τον Προύθο.
Αντινομίες ή ετερογονία των σκοπών λοιπόν. Σε μια στιγμή αναδίπλωσης του κινήματος των Φώτων και σε έναν γεωγραφικό χώρο με οικονομικοκοινωνικές δομές καθυστερημένες, όπου οι αδράνειες κυριαρχούσαν και όπου το βασικό εργαλείο της ρήξης που συνιστά το βιβλίο είχε περιορισμένη διείσδυση, συνέβη το μείζον «γεγονός». Ό,τι προηγήθηκε, βεβαίως, είχε συντελέσει να εγγραφούν στους ορίζοντες των προσδοκιών τα αιτήματα για εθνική και κοινωνική απελευθέρωση, να διαμορφωθούν οι απαραίτητες εννοιολογήσεις, ή αλλιώς το αλφαβητάρι του πολίτη, και να συγκροτηθούν οι μηχανισμοί της ανατροπής.
Η συνάντηση των διαφορετικών κόσμων
Η συνάντηση των ασύμπτωτων κόσμων έγινε τελικά στα πεδία των μαχών και στις αντιπαραθέσεις των εθνοσυνελεύσεων. Εκεί διασταυρώθηκαν αυτόχθονες και ετερόχθονες, Πελοποννήσιοι, Ρουμελιώτες και νησιώτες, κλέφτες και πρόκριτοι, «πρίγκιπες», αστοί και πληβείοι, κληρικοί και κοσμικοί, αναλφάβητοι - ολιγογράμματοι και δυτικοτραφείς λόγιοι, αλβανόφωνοι και αρχαϊστές, όλη αυτή η «Βαβυλωνία» που αναπαρέστησε το 1836 ο Βυζάντιος.
Αν στις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες οι συμπεριφορές ποικίλλουν, για τους ανθρώπους των όπλων η μόρφωση και το βιβλίο αποτελούν μάλλον απαξία και αχρείαστη ενασχόληση. Παρ’ όλο που ο Κολοκοτρώνης είχε διαβάσει δυο-τρία βιβλία, είναι περισσότερο γνωστό το επεισόδιο στη Ζάκυνθο λίγο πριν την Επανάσταση, το 1820, όταν, περιγελώντας τη διδασκαλία του δάσκαλου Νικόλαου Καλύβα, σπεύδει να σκίσει ένα βιβλίο του «Βολφίου» (Wolff) για να δείξει στα παιδιά πώς φτιάχνουν τα φυσέκια. Κι αν κάτι αναγνωρίζει ο ίδιος ως «εφημερίδες στρατιωτικές», αυτό είναι τα δημοτικά τραγούδια. Αλλά και ο Καραϊσκάκης, θέλοντας να θίξει τον Κασομούλη, το 1823, κατέκρινε και έβριζε όσους γνωρίζουν γράμματα ως δειλούς και άχρηστους. Αγράμματος είναι και ο Γκούρας, ο δε αμαθής στρατηγός Τζιόγκας κουβαλάει στον κόλπο του τον Αγαθάγγελο, ενώ ο Μακρυγιάννης, αμόρφωτος στα νιάτα του, θα βαλθεί μετά την Επανάσταση να μάθει γραφή για να καταγράψει τις μνήμες του πολέμου.
Οπωσδήποτε το έντυπο υφίσταται τις συνέπειες των καιρών. Η προγενέστερη εκδοτική έκρηξη ανακόπτεται και μόλις το 1830 η συνολική ετήσια παραγωγή ελληνικού βιβλίου φτάνει στο επίπεδο των δύο τελευταίων προεπαναστατικών χρόνων (γύρω στους 150 τόμους). Ούτως ή άλλως, η Επανάσταση σηματοδοτεί τη μεγάλη ανατροπή στον χάρτη των εκδόσεων που απευθύνονται στους ελληνόγλωσσους πληθυσμούς της Βαλκανικής και της διασποράς. Αλλάζουν τα εκδοτικά κέντρα, τα δίκτυα στήριξης των εντύπων, το δυνάμει αναγνωστικό κοινό και ασφαλώς το περιεχόμενο των βιβλίων. Πάντως, από τις πρώτες φροντίδες των επαναστατημένων Ελλήνων και των φιλελλήνων που τους στήριζαν ήταν η δημιουργία, στοιχειωδών έστω, τυπογραφείων σε Καλαμάτα, Κόρινθο, Μεσολόγγι, Ύδρα, Ναύπλιο, Αθήνα και Αίγινα (ορισμένα από αυτά θα καταστραφούν στη δίνη των συγκρούσεων). Τυπογραφεία κυρίως για τις ανάγκες της διοίκησης, η έδρα της οποίας μετακινήθηκε επανειλημμένα.
Η βιβλιογραφική υποδομή, που υπάρχει πλέον χάρη στο ερευνητικό και εκδοτικό έργο του Βιβλιολογικού Εργαστηριού «Φίλιππος Ηλιού», μας επιτρέπει να σταθμίσουμε ότι το ένα πέμπτο της συνολικής παραγωγής αυτοτελών ελληνικών βιβλίων μεταξύ 1824 και 1832 προέρχεται από τα τυπογραφεία αυτά, όπου προστέθηκε και η Ερμούπολη στα χρόνια του Καποδίστρια. Πρόκειται για 205 τόμους, μεταξύ των οποίων το τρισδιάστατο, πολυσέλιδο βιβλίο είναι, στην αρχή τουλάχιστον, περιθωριακό. Είχαν προηγηθεί και εξακολουθούν να εκδίδονται από τις ίδιες τυπογραφίες μονόφυλλα και προπάντων οι εφημερίδες, που αποκτούν ολοένα αυξανόμενο ειδικό βάρος, ιδίως στην ενημέρωση. Και αυτά φυσικά δεν σημαίνουν ότι παύουν να κυκλοφορούν στον ίδιο χώρο οι παραδοσιακές θρησκευτικές εκδόσεις και οι φυλλάδες της Βενετίας, ότι δεν διακινούνται τα μισσιοναριακά έντυπα των αγγλοαμερικανικών τυπογραφείων της Μάλτας ή ότι δεν καταφέρνουν να φτάσουν, έστω για να στοιβαχτούν στις αποθήκες, οι παρισινές εκδόσεις του Κοραή, ενώ και η χειρόγραφη αναπαραγωγή καλά κρατεί.
Η «Επιστήμη της ελευθερίας»
Στην περιορισμένη εκδοτική παραγωγή των απελευθερωμένων περιοχών, με την οποία ανταποκρίθηκε στις νέες ζητήσεις μια ανανεωμένη εν πολλοίς λογιοσύνη -δεν λείπουν και οι, λίγες, γυναίκες-, αρχίζουν εύλογα να πυκνώνουν, πλάι στα διοικητικά έντυπα, τα σχολικά εγχειρίδια, ενώ ο έμμετρος λόγος, λυρικός είτε σατιρικός, υπερισχύει κάθε άλλης λογοτεχνικής έκφρασης. Η ώρα της πεζογραφίας και του απομνημονεύματος δεν έχει έρθει ακόμη. Μαζί με τους θούριους, που κυκλοφορούν προφορικά ή χειρόγραφα, είναι ασφαλώς η στιγμή του Σολωμού και του Κάλβου, αλλά και των Σούτσων. Εδώ, όπως και στους επικήδειους ή πανηγυρικούς λόγους, ένα εκτόπισμα έχουν οι πεσόντες ήρωες και τα περιφανή γεγονότα: Μπότσαρης και Καραϊσκάκης, Μεσολόγγι, πολιορκία της Αθήνας και νίκη στο Ναυαρίνο όταν όλα έμοιαζαν να έχουν χαθεί (άλλη αντινομία αυτή).
Εκείνο όμως που φέρει το στίγμα της συγκυρίας και ανανεώνει το τιτλολόγιο μαζί με τα συνταγματικά κείμενα και τα φυλλάδια που απηχούν τις έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις είναι τα μεταφράσματα και τα ερανίσματα όπου πρυτανεύουν πατρίδα, πατριωτισμός, πολιτεία, νόμος, κοινοβουλευτικό πολίτευμα, ηθική εφαρμοσθείσα στην πολιτική, δίκαιο των εθνών, πολιτική οικονομία, κοινωνικά καθήκοντα: ό,τι ο Κοραής ονόμασε «Επιστήμη της ελευθερίας» και σηματοδοτεί την ανάδειξη της δημόσιας σφαίρας και τη συμμετοχή στη δημόσια ζωή. Όσο για το συνδρομητικό φαινόμενο που συνεχίζει εξαιτίας της υστέρησης των δικτύων διανομής, αφήνει να διαφανεί πώς συγκροτείται σταδιακά το νέο αναγνωστικό κοινό στην υπό διαμόρφωση επικράτεια (εκεί διαμένει τώρα, μεταξύ 1822 και 1832, το 36,8% των συνδρομητών). Ένα κοινό που βαθμιαία διαμορφώνει γούστα και συμπεριφορές αστικές: χρειάζεται, λόγου χάρη, έναν οδηγό μαγειρικής στην Ερμούπολη (1828) ή αρχές μουσικής μετά προσαρμογής εις κιθάραν στην Αίγινα (1830).
Βιβλιοθήκες και φιλαναγνωσία
Βεβαίως η Επανάσταση κατέληξε να διεμβολίσει τους κόσμους από τους οποίους προέκυψε, των αγωνιστών αλλά και των διανοούμενων που είχαν σπεύσει να προσφέρουν τον οβολό τους στην οικοδόμηση του νεωτερικού εθνικού κράτους, και το αμάλγαμα που προέκυψε, τους τελεσφόρους συγκερασμούς, δύσκολα θα μπορούσαν να τα φανταστούν οι πρωτεργάτες της. Στο πεδίο που μας ενδιαφέρει εδώ μπορεί πράγματι να στήθηκαν, προϊόντος του χρόνου, τυπογραφεία και βιβλιοπωλεία σε πόλεις και κωμοπόλεις, χιλιάδες τίτλοι εφημερίδων και περιοδικών όντως να διακινήθηκαν και εκατοντάδες χιλιάδες τίτλοι βιβλίων να κυκλοφόρησαν, αλλά η πλειονότητα της κοινωνίας έμεινε αδιάβροχη από την κουλτούρα του βιβλίου και η δεισιδαιμονία καθώς και οι κάθε λογής αυθεντίες εξακολούθησαν να δίνουν τον τόνο σε βάρος της «αγωγής του πολίτη». Η σπασμωδικότητα και η ασυνέχεια στάθηκαν και στην περίπτωση αυτή ο κανόνας. Αίτημα, εξάλλου, κοινωνικό για να μετατραπούν σε φυτώρια φιλαναγνωσίας και κύτταρα πολιτισμού δεν υπήρξε ούτε για τις σχολικές βιβλιοθήκες ούτε για τις μεγάλες και μικρές βιβλιοθήκες ανά την επικράτεια, που συχνά έχουν στον πυρήνα τους συλλογές λογίων του Διαφωτισμού (με εκπρεπέστερο παράδειγμα τη Βιβλιοθήκη Κοραή στη Χίο), ενώ η Εθνική μας Βιβλιοθήκη, παρότι έγκαιρα θεσμοθετημένη (1832), βρίσκει δύσκολα τον βηματισμό της. Ομολογουμένως η ετερογονία των σκοπών, οι αντινομίες και οι αντιφάσεις της Ιστορίας έχουν τις παράπλευρες απώλειες.
* Το κείμενο γράφηκε με τη συνεργασία της Άννας Ματθαίου, καθηγήτριας Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
* Η Πόπη Πολέμη είναι ιστορικός, υπεύθυνη του Βιβλιολογικού Εργαστηριού «Φίλιππος Ηλιού» (ΕΒΕ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου