Πέμπτη, Φεβρουαρίου 18, 2021

Υπάρχει ζωή μετά την απώλεια του αγαπημένου προσώπου;

«Η γυναίκα που γνώρισα»: Ένα μυθιστόρημα στο κέντρο της ανθρώπινης αγωνίας για ζωή

Ο Οζ, στο βιβλίο του «Η γυναίκα που γνώρισα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη, τοποθετεί την ιστορία του στην αναδόμηση της ανθρώπινης ζωής μετά την απώλεια και στοχάζεται πάνω στην ανθρώπινη φύση. Twitter 

Αποτέλεσμα εικόνας για «Η γυναίκα που γνώρισα»

Δεν έχει τυχαία την θέση του στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα ο σπουδαίος Άμος Οζ που έφυγε πριν από τρία χρόνια αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό, γιατί εδώ δεν ισχύει η λέξη ουδείς αναντικατάστατος. Η γραφή του Οζ ενέχει την ωριμότητα και την ζωντάνια, την σοφία και την σπιρτάδα και για αυτό όλα του τα βιβλία είναι μοναδικά αριστουργήματα και αιχμαλωτίζουν την προσοχή του αναγνώστη ενώ τον ταρακουνούν σε σχέση με κοινωνικά, πολιτικά και άλλα προβλήματα, τα οποία ο συγγραφέας πραγματεύεται. Έτσι γίνεται και σε αυτό το βιβλίο, όπου ο συγγραφέας μιλάει για έναν πρώην κατάσκοπο και νυν απόμαχο της ζωής, ο οποίος μετά την απώλεια της γυναίκας του πασχίζει να ξαναβρεί τα πατήματά του και να ορθοποδήσει σε μία νέα ζωή. Άραγε θα στεφθεί και αυτή η αποστολή με επιτυχία, θα κατορθώσει να σταθεί στα πόδια του, θα γίνει και πάλι ο γενναίος και ισχυρός που όλοι γνώριζαν;

Ο αγώνας για μια νέα ζωή είναι φάρος ελπίδας

Πρόκειται για ένα εσωτερικής φύσεως βιβλίο, μια ευαίσθητη ιστορία και ένα ψυχογράφημα ενός πονεμένου ανθρώπου, μία αφήγηση με πολλά ανθρώπινα χαρακτηριστικά, μία καταβύθιση στα άδυτα και στα έγκατα της ανθρώπινης φύσης που παλεύει με τον ίδιο της τον εαυτό. Ο πρωταγωνιστής είναι μπερδεμένος, συγκλονισμένος, εσωστρεφής και κλεισμένος στον εαυτό του ύστερα από τον πρόωρο και τόσο άδικο θάνατο της γυναίκας του. “Αν ένας άνθρωπος στην καρδιά του δάσους θέλει μια για πάντα να ξεκαθαρίσει τι υπάρχει και τι υπήρξε και τι θα μπορούσε να υπάρξει και τι δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση, πρέπει να σταθεί και ν’ ακούσει προσεκτικά. Τι, για παράδειγμα, κάνει την κιθάρα ενός νεκρού να παράγει πίσω από τον τοίχο απαλές νότες τσέλου; Ποιο είναι το όριο μεταξύ νοσταλγίας και σεληνιακής-αστρικής νόσου;”

Τα ερωτήματα στο άστατο από τα γεγονότα μυαλό του πρωταγωνιστή Γιοέλ είναι πολλά, ο κόσμος του μοιάζει να έχει κατακρημνιστεί από τον θάνατο της γυναίκας του και από την συμβίωση με την μητέρα του, την πεθερά του και την κόρη του. Βρίσκεται λοιπόν σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι της ζωής του, σε ένα μεταίχμιο όπου καλείται να πάρει αποφάσεις για τη ζωή του γιατί η δική του ζωή συνεχίζεται ακόμα, έστω και υπό αυτές τις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί. Τι θα μπορούσε άραγε να είναι αυτό με το οποίο θα καταπιαστεί και θα τον βοηθήσει να ξαναβρεί τον χαμένο του εαυτό; Αδιαμφισβήτητα, η επιστροφή στο παρελθόν του, στις στιγμές με την γυναίκα του, στις αναμνήσεις και την νοσταλγία της είναι ένα έργο που θα παιχτεί για εκείνον ξανά και ξανά γιατί δεν έχει κλείσει και δεν πρόκειται να κλείσει τόσο εύκολα αυτή η πόρτα. Κάθε θύμηση τον βάζει σε σκέψεις και τον αναστατώνει, αρώματα, γεύσεις, εικόνες, όλα αυτά είναι στα συρτάρια της μνήμης του και όσο και αν θέλει να διακόψει τον ρου τους αυτό δεν γίνεται.

Ένας θαυμαστός αφηγηματικός κόσμος

Οι σχέσεις του με τους ανθρώπους γύρω του είναι ασταθείς, δεν ανοίγεται στους γύρω του, δυσκολεύεται να επικοινωνήσει και δεν έχει τρόπο να κάνει φιλίες ή τουλάχιστον όχι με άνεση. Όταν ο μεσίτης τον πλησιάζει για να κάνουν παρέα εκείνος οπισθοχωρεί σαν να πρόκειται για κάποιον εχθρό που θέλει το κακό του και εκείνος καιροφυλακτεί. Δυστυχώς, έτσι συμπεριφέρεται και στην κόρη του, την οποία θέλει συνεχώς να ελέγχει, να επιθεωρεί και να νουθετεί. Το παρελθόν του ως κατάσκοπος δεν τον βοηθά να απελευθερωθεί από τα δεσμά της μυστικοπάθειας και της καχυποψίας ούτε καν με τα ίδια τα μέλη της οικογένειάς του και εκεί προκύπτουν τριβές και συγκρούσεις.

“Εκείνες τις φθινοπωρινές νύχτες, η μυρωδιά της κρύας θάλασσας που διείσδυε από τα κλείστε παράθυρα, ο θόρυβο της βροχής πάνω στη στέγη της αποθήκης στον κήπο, που ήταν πίσω από το σπίτι, ο ψίθυρος του ανέμου μέσα στο σκοτάδι, τύχαινε ν’ ανάψουν μέσα του ξαφνικά μια χαρά ήσυχη και δυνατή που δεν φανταζόταν πως ήταν ακόμα ικανός να νιώσει”. Τελικά, ο Άμος Οζ δίνει την ελπίδα σε αυτό τον άνθρωπο στο τέλος και τον γεμίζει με φως και αισιοδοξία για το μέλλον, όταν δηλαδή ο Γιοέλ θα βρει στον εθελοντισμό την λύση για την μοναχικότητά του αλλά και ένα απάγκιο για το αύριο που ξημερώνει. Εκεί μέσα από την νέα του αποστολή και μακριά από συνωμοσίες και άλλες επίπονες θεωρίες θα μπορέσει να γίνει και πάλι ο εαυτός του.

Ο Άμος Οζ ξεδιπλώνει έναν ολόκληρο κόσμο σκέψης με την ωριμότητα ενός συγγραφέα που ενώ είχε όλα τα εχέγγυα να διεκδικήσει με αξιώσεις το Νόμπελ λογοτεχνίας σαν ένα τρόπαιο ειρήνης για αυτά που πρεσβεύει και εκπροσωπεί, μία ήρεμη πνευματική δύναμη σε μία περιοχή που μαστίζεται από αστάθεια και μισαλλοδοξία, δυστυχώς δεν τα κατάφερε. Έφυγε με αυτό το παράπονο γιατί το βραβείο αυτό το άξιζε και θα ήταν το επιστέγασμα σε μία πορεία μοναδική. Απέναντι σε αυτή την βαρβαρότητα που συντελείται σε αυτή την γωνιά του πλανήτη εκείνος επιστρατεύει τον λόγο ως το μόνο όπλο που μπορεί να κομίσει νέο αέρα για όποιον μπορεί να τον αισθανθεί και να μυρίσει λίγο την ειρήνη μετά από τόσο πόλεμο. Αιρετικός για πολλούς και βλάσφημος για άλλους, σίγουρα όμως θαρραλέος και γενναίος, ο συγγραφέας του “Μαύρου κουτιού” τολμάει να γράψει για αυτά που τον στιγματίζουν χωρίς φόβο και πάθος, όπως αξίζει στους “μεγάλους” άνδρες. Οι λέξεις είναι το δισάκι του με το οποίο πορεύεται και για αυτό αξίζει να μνημονευτεί, όχι μόνο δεν διστάζει αλλά μεγαλουργεί.

Αποσπάσματα του βιβλίου

Ήξερε να δημιουργεί από μόνος του ένα ακριβές μείγμα συμπόνιας και επιβολής. Συμπάθειας και λύπης και κυριαρχίας. Ο τρόπος με το οποίο έβγαιναν από τα χείλη του οι λέξεις “δυστυχώς δεν γνωρίζω”, περιέκλειε ένα υπονοούμενο επίγνωσης, θολής βέβαια και καλυμμένης κάτω από στρώματα υπευθυνότητας και συγκράτησης, έτσι ώστε οι απελπισμένοι συγγενείς γέμιζαν μετά από λίγα λεπτά από μια μυστηριώδη αίσθηση πως είχαν έναν σύμμαχο που πάλευε για κείνους και εξ ονόματός τους ενάντια στη συμφορά, πάλευε με πονηριά και δύναμη, και χωρίς συναισθηματική φόρτιση

…αποκαλύφθηκε η απροσδόκητη δύναμή του να παρηγορεί και να καλμάρει. Ήταν ικανός να πλησιάζει το κρεβάτι ενός τραυματία που είχε αρχίσει να φωνάζει ξαφνικά και να ακουμπάει την παλάμη του χεριού του στο μέτωπό του και τη δεύτερη παλάμη στον ώμο του και να κατευνάζει τις φωνές, όχι επειδή τα δάχτυλά του αντλούσαν τον πόνο αλλά επειδή διέκρινε από μακριά πως επρόκειτο κυρίως για κραυγή φόβου και όχι πόνου

 Αποτέλεσμα εικόνας για «Η γυναίκα που γνώρισα»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Armand Guillaumin (1841-1927) - Της μεγάλης των Γάλλων ιμπρεσιονιστών σχολής

Αρμάν Γκιγιομέν(1841-1927) ****************************************   Μορέ – Αρμάν Γκιγιομέν Κατερίνα Βασιλείου ...