ΕΥΗ ΚΑΡΟΥΖΟΥ,** Εθνικές γαίες, εθνικά δάνεια και εθνική κυριαρχία. Βρετανική διπλωματία και γαιοκτησία στο ελληνικό κράτος 1833-1843, Ακαδημία Αθηνών-Κέντρο Ερεύνης της Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού, σελ. 253
Η συγγραφέας μελετά τη «νηπιακή» περίοδο του ελληνικού κράτους (1833-1843) μέσα από «στιγμές» της Επανάστασης, άρρηκτα συνδεδεμένες με τη μετέπειτα πορεία του (δάνεια του Αγώνα, εθνικές γαίες, συντάγματα κ.ά.). Απομυθοποιεί τις δυνατότητες του νεοσύστατου κράτους, καθώς αναδεικνύει το πραγματικό μέγεθος των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, που ξεπερνούσαν την πολιτική βούληση «της στιγμής», αλλά και παρέπεμπαν στις ελληνικές καλένδες τα οράματα-σχεδιάσματα και των πλέον καλόπιστων, Ελλήνων και Βαβαρών, πολιτικών. Επιπλέον, απομυθοποιεί παγιωμένες αντιλήψεις ως προς τη λειτουργία των διεθνών σχέσεων. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα: στο βιβλίο ανατρέπεται η διαδεδομένη, πλην έωλη, πεποίθηση ότι τα δάνεια της Επανάστασης οδήγησαν ή συνέβαλαν στην αναγνώριση του ελληνικού κράτους, πεποίθηση η οποία μάλλον δεν έχει καμία τεκμηρίωση, στον βαθμό που τουλάχιστον εγώ είμαι σε θέση να γνωρίζω (παρέλκει να πω ότι το θέμα δεν είναι του στενού γνωστικού αντικειμένου μου, αλλά η διεθνική του διάσταση διασταυρώνεται ενίοτε με το δικό μου πεδίο, την ιστορική πραγματικότητα της Ιβηρικής και την «τοποθέτηση» της ισπανικής διπλωματίας). Η Καρούζου πάντως καταλήγει στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα, αφού προηγουμένως έχει διερευνήσει τις συνθήκες στις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές και ιδιαίτερα σε αυτή του Λονδίνου, τη σχέση εμπορικού και τραπεζικού κεφαλαίου, την κεφαλαιακή επάρκεια της βρετανικής οικονομίας και τέλος -καθόλου ασήμαντο - τον τρόπο με τον οποίο γινόταν η αναγνώριση των νέων κρατών την εποχή εκείνη.
Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στην καποδιστριακή περίοδο και εστιάζει στη δύσκολη εξίσωση του Κυβερνήτη να καλύψει, αφενός, τα ελλείμματα του δημόσιου ταμείου, να διανείμει την εθνική γη και, αφετέρου, να αντιμετωπίσει τη βρετανική καχυποψία και να αποφύγει την τροχοπέδη της (παρεμπιπτόντως, υποσημειώνω τη μελέτη μου «Καποδίστριας και ισπανικό ζήτημα».)i Στο δεύτερο κεφάλαιο, διαβάζει κανείς, νομίζω για πρώτη φορά τόσο αναλυτικά και εμπεριστατωμένα (εννοείται, μετά τον John Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση του κράτους στο ελληνικό βασίλειο, 1833-1843, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1985), την ιστορία των πρώτων χρόνων του ελληνικού κράτους από τη σκοπιά των δημόσιων οικονομικών και των διεθνών σχέσεων. Ο αναγνώστης μυείται (σ)το δραματικό στοιχείο και μετέχει της αγωνίας που εμπεριείχε η συγκρότηση του νεοσύστατου κράτους, το οποίο κλήθηκε να αντιμετωπίσει ποικίλες απαιτήσεις, που έθεσαν εξαρχής σε κίνδυνο την ίδια του την κυριαρχία. Αρκεί αυτό το κεφάλαιο, λοιπόν, για να κατανοήσει κάποιος πόσο ελλιπής είναι εκείνη η ερμηνεία της περιόδου που διυλίζει τις καταχρήσεις των Βαυαρών ή των γηγενών ελίτ, ενώ καταπίνει την κάμηλο της οδυνηρής διαδικασίας συγκρότησης μιας νέας πολιτικής οντότητας, που τελούσε υπό τη δαμόκλειο σπάθη του άδειου δημόσιου ταμείου, της εδραίωσης της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας, της αδήριτης ανάγκης της να αποκαταστήσει με κάποιον τρόπο τις «στρατιές» των προσφύγων και των ακτημόνων χωρικών και της πίεσης των ηγετικών ομάδων για κάποιο μερίδιο εξουσίας. Επιπλέον, ο αναγνώστης κατανοεί ότι η συγκρότηση κράτους δεν είναι μόνο μια «εσωτερική υπόθεση».
Το τρίτο κεφάλαιο αναλύει τον πρώτο νόμο γενικής διανομής της εθνικής γης, ζήτημα που συνδέεται με τα προαναφερθέντα κρίσιμα προβλήματα των ακτημόνων χωρικών και του δημόσιου χρέους. Εδώ αποδομούνται όλες οι ερμηνείες περί απροθυμίας των Βαυαρών ή του ελληνικού κράτους να διανείμουν την εθνική γη και εκτίθενται προσεκτικά τα στοιχεία εκείνα που αποτυπώνουν το πώς μετατέθηκε η ευθύνη της σχετικής αποτυχίας του Νόμου περί προικοδοτήσεως. Η εν λόγω αποτυχία οφείλεται μάλλον λιγότερο στις κυβερνήσεις και περισσότερο πρέπει να αποδίδεται σε ιστορικούς και πραγματολογικούς παράγοντες που υπερέβαιναν τις ατομικές ή και συλλογικές βουλήσεις (προαπαιτούμενη εγκατάσταση του πληθυσμού σε συγκεκριμένο τόπο διαμονής, ισχυρή προσκόλληση των χωρικών σε προεπαναστατικές χρήσεις της γης, κ.λπ.). Το τέταρτο κεφάλαιο εξετάζει την τελευταία ελπίδα συγκρότησης βιώσιμων δημόσιων οικονομικών και τον εποικισμό της χώρας με καλλιεργητές από άλλες χώρες προκειμένου να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα. Το πέμπτο κεφάλαιο θίγει ζητήματα που, υποψιάζομαι, ότι δεν έχουν τεθεί από την ελληνική ιστοριογραφία για τον 19ο αι., γι’ αυτό και θεωρώ ότι είναι και το πλέον ενδιαφέρον του βιβλίου: τι είναι κυριαρχία, ποια είναι η σχέση της εσωτερικής με την εξωτερική κυριαρχία, ποια η σχέση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους με το διεθνές δίκαιο, ποια η σχέση των Ελλήνων πολιτικών με τις αρχές του φυσικού δικαίου, πώς «συναρμόζονται», αλλά χωρίς να ταυτίζονται πάντοτε, οι ατομικές ελευθερίες και το σύνταγμα, πώς οι Μεγάλες Δυνάμεις χρησιμοποιούσαν το διεθνές δίκαιο για να νομιμοποιήσουν την επεμβατική συμπεριφορά τους... Υπ’ αυτό το πρίσμα, η ερμηνεία της οθωνικής περιόδου λαμβάνει νέες και πιο σύνθετες διαστάσεις.
Κατά τη γνώμη μου, το βιβλίο έχει γερή θεωρητική και τεκμηριωτική συγκρότηση. Η συγγραφέας εναλλάσσει τη γεγονοτολογική με τη διανοητική ιστορία εννοιών και θεσμών, μην αφήνοντάς μας έτσι κανένα περιθώριο να επαναπαυθούμε στη νωχέλεια της γραμμικής αφήγησης. Εξάλλου τη γοητεία της αφήγησης την υποκαθιστά η αδιάκοπη ταλάντωση (συγκρίσεις, παραλληλισμοί, επαγωγές) ανάμεσα στα ελληνικά φαινόμενα και τα αντίστοιχα άλλων χωρών της Ευρώπης και της αμερικανικής ηπείρου (ΗΠΑ, Λατινική Αμερική). Στο σημείο αυτό, μπορώ να τεκμηριώσω την επάρκεια και την ακρίβεια της συγγραφέως: αναλύει με ενάργεια ένα ζήτημα που άπτεται του γνωστικού μου αντικειμένου, καθώς αναδεικνύει, ως ευρωπαϊκό παράδειγμα αγροτικού εποικισμού, αυτό στη Σιέρρα Μορένα στην Ανδαλουσία επί Καρόλου Γ', το 1767 (σ. 148-150), ένα θέμα-πρόταση διδακτορικής διατριβής.
Η μελέτη αντιπαραβάλλει τη βραχεία διάρκεια της συγκυρίας και των γεγονότων με τη μακρά διάρκεια των οικονομικών και των διανοητικών μεταβολών και εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι πολλές βεβαιότητες, όπως η κρατική κυριαρχία, η εθνική ανεξαρτησία, η ατομική ιδιοκτησία, ο κρατικός δανεισμός δεν είναι αναλλοίωτες έννοιες, αλλά ιστορικές, στη διαμόρφωση των οποίων συμμετέχουν τα δρώντα υποκείμενα της Ιστορίας, ατομικά και συλλογικά. Αυτές οι ίδιες οι έννοιες είναι παρελθόν. Εν κατακλείδι: η Καρούζου έκανε μια σπουδαία μελέτη διότι μας βοηθά να κατανοήσουμε βήμα-βήμα τις «δυστοπίες» (οι «κόμποι», κατά την Αναγνωστοπούλου) στη συγκρότηση ενός κράτους, τα διεθνή χρέη του οποίου προηγούνται της επίσημης αναγνώρισής του. Πού βρισκόμαστε για να μην ξεχνιόμαστε: στη μετα-ναπολεόντεια Ευρώπη, που ανασυντάσσεται ενώπιον της αναδυόμενης εποχής του τραπεζικού κεφαλαίου.
* Ο Δημήτρης Φιλιππής είναι επίκουρος καθηγητής στο Προπτυχιακό Πρόγραμμα «Ισπανική Γλώσσα και Πολιτισμός» του ΕΑΠ
Δημήτρης Φιλιππής - ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet
i Dimitris Filippís, «España y Grecia en el siglo XIX: un "estudio documental-ilustrado": Capodistrias y la cuestión española - García de Villalta y la cuestión griega», Estudios y Homenajes Hispanoamericanos II, Ediciones del Orto, Madrid 2013, σ. 63-74 [βλ. και σε περιληπτική μορφή στα ελληνικά, Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ. 551 (2014)]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου