Ο Γκούνναρ Χέρινγκ* ( από το αρχείο της συζύγου του Όλγας Κατσιαρδή-Hering).
Γκούναρ Χέρινγκ: ο γερμανός ιστορικός που πολέμησε τη Χούντα και τα έβαλε με τον Μπαμπινιώτη για τις θεωρίες του πάνω στο γλωσσικό ζήτημα
1. Γκούναρ Χέρινγκ, ιστορικός και πολίτης
του Βαγγέλη Καραμανωλάκη*
Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, 28 Νοεμβρίου 1969. Ο τριανταπεντάχρονος επιστημονικός βοηθός στην Ιστορία της Ανατολικής Ευρώπης, Γκούναρ Χέρινγκ, με δήλωσή του στα μέσα ενημέρωσης ανακοίνωνε ότι ξεκινάει απεργία πείνας. Στόχος του ήταν να πιέσει την κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Γερμανίας να ψηφίσει υπέρ της προσφυγής που είχαν καταθέσει τέσσερις χώρες (Δανία, Νορβηγία, Σουηδία, Ολλανδία), εναντίον της ελληνικής χούντας στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Οι τέσσερις κυβερνήσεις ζητούσαν την καταδίκη της Ελλάδας και την αποπομπή της από το Συμβούλιο για τους βασανισμούς κρατουμένων και την κατάφωρη παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Η κίνηση του Χέρινγκ ήταν μια ιδιαίτερα σημαντική ενέργεια, με έντονο πραγματικό και συμβολικό βάρος, η οποία συμπύκνωνε, τρόπον τινά, τον αγώνα χιλιάδων ανθρώπων, εντός και εκτός Ελλάδας, εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος.
Στη σχετική δήλωσή του, ο Χέρινγκ κατηγορούσε τη γερμανική κυβέρνηση ότι σιωπούσε και έμενε άπραγη απέναντι σε ένα καθεστώς βίας, αδικίας και καταπίεσης – ενώ, με δεδομένα τα εγκλήματα και τις καταστροφές, που είχαν διαπραχθεί κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα, η αλληλεγγύη προς τον ελληνικό λαό και η αποφασιστική υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελούσε ηθικό χρέος και ιδιαίτερο καθήκον της. Σύμφωνα με τις γερμανικές εφημερίδες, ο Χέρινγκ θα παρέμενε καθ' όλη τη διάρκεια της απεργίας στον χώρο του σεμιναρίου Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο, πίνοντας μόνο νερό και τσάι, έως ότου η γερμανική κυβέρνηση άλλαζε στάση.
Η απεργία πείνας αποτελούσε την κορωνίδα μιας σειράς δράσεων και επαφών που είχε αναλάβει με πείσμα ο Γερμανός ιστορικός εναντίον της χούντας στην Ελλάδα, μιας χώρας με την οποία είχε αναπτύξει στενούς επιστημονικούς και προσωπικούς δεσμούς. Άλλωστε, η 21η Απριλίου 1967 τον είχε βρει στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο ενός πολύμηνου ταξιδιού του με σκοπό την έρευνα για τη συγγραφή της μεταδιδακτορικής του εργασίας. Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία, ο Χέρινγκ έκανε βασικό του στόχο (με δηλώσεις, παρεμβάσεις, άρθρα στον Τύπο, επιστολές σε προσωπικότητες, διαλέξεις σε διάφορες πόλεις) να ενημερώσει τη γερμανική κοινή γνώμη για τα όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα. Επιχείρησε, ακόμη, να συγκροτήσει δίκτυα υποστήριξης για τον αντιδικτατορικό αγώνα στην Ελλάδα, εμπλέκοντας συναδέλφους και φοιτητές του, όπως αποτυπώνεται και στην αλληλογραφία που έχει διασωθεί στο προσωπικό του αρχείο, το οποίο φιλοξενείται σήμερα στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ). Παράλληλα, ο Γερμανός βοηθός επιχείρησε από την πρώτη κιόλας στιγμή να συγκεντρώσει πληροφορίες για το καθεστώς, κυρίως σχετικά με τις συλλήψεις και τους βασανισμούς, ώστε στη συνέχεια να τις δημοσιοποιήσει στον γερμανικό Τύπο με τον οποίο βρισκόταν σε συνεχή επικοινωνία. Σημειώνω, έτσι, τις επιστολές του σε γερμανικά μέσα για τις συλλήψεις του κλιμακίου της Δημοκρατικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη (Παύλος Ζάννας, Στέλιος Νέστωρ κ.ά.) ή για τη σύλληψη και τον σκληρό βασανισμό του Γεράσιμου Νοταρά. Καμπάνιες όπως αυτή του Χέρινγκ δεν είχαν διάσταση μόνο συμβολική. Ιδίως τα τρία ιδιαίτερα πρώτα χρόνια της Χούντας, όταν στην Ελλάδα βασίλευε η λογοκρισία και η σιωπή, κινήσεις όπως αυτές εξασφάλιζαν ότι οι συλληφθέντες δεν θα εξαφανίζονταν στα κρατητήρια της Ασφάλειας.
Εκτός όμως από τη νόμιμη διαμαρτυρία ο Χέρινγκ προχώρησε και σε άλλες ενέργειες ασυνήθιστες για έναν ακαδημαϊκό. Επέστρεψε παράνομα στην Ελλάδα, αμέσως μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, προκειμένου να διεξάγει έρευνα και να συντάξει εκθέσεις αναφορικά με τις συνθήκες κράτησης των πολιτικών κρατουμένων για λογαριασμό της Διεθνούς Αμνηστίας. Στο ταξίδι του αυτό, σύμφωνα με τις πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν στις γερμανικές εφημερίδες, γύρισε δυο μικρά φιλμ, σε συνεργασία με έναν ρεπόρτερ, στα οποία περιλαμβάνονταν μαρτυρίες πολιτικών κρατουμένων που είχαν απελευθερωθεί ή βρίσκονταν στις φυλακές.
H απεργία πείνας προκάλεσε ένα μεγάλο κύμα συμπαράστασης, όπως αποτυπώνεται στα δημοσιεύματα του Τύπου, σε δεκάδες τηλεγραφήματα και επιστολές που σώζονται στο Αρχείο Χέρινγκ. Οι αποστολείς τους ήταν πολίτες, Έλληνες και Γερμανοί, ενώσεις Ελλήνων μεταναστών, εργατικά σωματεία κ.ά., ενώ υπάρχει και αλληλογραφία με πολιτικούς, ιδιαίτερα με στελέχη του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος που βρισκόταν την περίοδο αυτή στην εξουσία. Σημειώνω, λ.χ., τις συλλογές υπογραφών συμπαράστασης των φοιτητών της Παιδαγωγικής Σχολής του Βούρτσμπουργκ ή μαθητών από γερμανικά λύκεια. Τελικά, και μετά από αρκετές ημέρες --εντοπίζουμε σχετικά δημοσιεύματα για συνέχιση της απεργίας έως τουλάχιστον τις 6 Δεκεμβρίου-- ο Χέρινγκ τη διέκοψε, μετά την απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης να ψηφίσει υπέρ της πρότασης αποπομπής. Στις 12 Δεκεμβρίου ο υπουργός Εξωτερικών της χούντας Παναγιώτης Πιπινέλης ανακοίνωσε στους δημοσιογράφους την αποχώρηση της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης, ώστε να αποφύγει τη βέβαιη πλέον αποπομπή της. Έως την πτώση της δικτατορίας ο Χέρινγκ συνέχισε τη δράση του εναντίον του καθεστώτος, ενημερώνοντας τη γερμανική κοινή γνώμη και συντρέχοντας τον αντιδικτατορικό αγώνα στην Ελλάδα.
Αν αναφέρθηκα σε αυτή τη μικρή ιστορία, για την οποία ξέρουμε πολύ λιγότερα από όσα αγνοούμε, δεν το έκανα μόνο για να αναδείξω την ηρωική πραγματικά δράση του ιστορικού -- μια δράση για την οποία ο ίδιος σπάνια μίλαγε και την οποία όλο και λιγότερο θυμόμαστε πια. Τη δράση ενός Γερμανού που παιδί είχε ζήσει τον βομβαρδισμό της Δρέσδης από τους Συμμάχους, την ισοπέδωση της πόλης, την καταστροφή, τον θάνατο και, παρ' όλα αυτά, θύμιζε μέχρι το τέλος της ζωής του τις ευθύνες των συμπατριωτών του για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τι είναι, άραγε, αυτό που μετατρέπει την προσωπική οδύνη και την αίσθηση της αδικίας σε οργή και μίσος για κάποιους, και για κάποιους άλλους στην ανάγκη της κατανόησης και της κριτικής στάσης; Ο Χέρινγκ σίγουρα ανήκε στους δεύτερους.
Αν αναφέρθηκα σε αυτή την ιστορία δεν το έκανα, επίσης, μόνο για να εντάξω το ατομικό στο γενικό, για να επισημάνω την αλληλεγγύη ενός σημαντικού μέρους του γερμανικού λαού αλλά και γενικότερα των Ευρωπαίων στον ελληνικό λαό. Περισσότερο από όλα αυτά, το έκανα γιατί ήθελα να αναφερθώ στην απαρέγκλιτη πίστη του ιστορικού Γκούναρ Χέρινγκ σε ένα δίπολο που καθόρισε και τη ζωή του. Κι αυτό είναι το ο δίπολο ιστορικός - πολίτης τη ιδέα, το πρόταγμα --ένα πρόταγμα βαθιά ανθρωπιστικό-- ότι ο ιστορικός δεν μπορεί παρά να είναι ενεργός πολίτης, εκείνος που οφείλει όχι μόνο να ερμηνεύει αλλά και να υπερασπίζεται με πάθος έννοιες όπως δημοκρατία, ελευθερία, αξιοπρέπεια.
Είκοσι χρόνια μετά την αποδημία του σκέφτομαι συχνά με συγκίνηση τον Γκούναρ Χέρινγκ και τη μικρή μου μαθητεία κοντά του. Όχι νομίζω εξιδανικευτικά, παρόλο που ο χρόνος, όπως περνά, σκεπάζει με τη δική του δικαιοσύνη τις πράξεις και τις παραλείψεις, τα μεγαλόπνοα σχέδια και τις μικρότητες σε συμφιλιώνει με πλευρές των ανθρώπων που δεν κατανόησες ή αμφισβήτησες. Ούτε πάλι γιατί καθώς περνούν τα χρόνια και πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν, όπως θα έλεγε ο ποιητής, αναζητάς όλο και πιο πολύ τις φωνές που συντρόφεψαν τη δική σου μαθητεία, την ενηλικίωση της γνώσης. Αλλά γιατί σκέφτομαι τον Γκούναρ Χέρινγκ ως κρίκο μιας αλυσίδας. Μιας αλυσίδας που ξεκινάει από πολύ παλιά για να μας φέρει εδώ απόψε, μιας αλυσίδας της οποίας όλοι αποτελέσαμε και αποτελούμε κρίκους της, και που θα τη λέγαμε επιστήμη, επάγγελμα, μαστοριά. Αυτή την αλυσίδα σκέφτομαι και αναρωτιέμαι για τη δική μας ευθύνη: Τι είναι αυτό το οποίο, τελικά, σε αυτούς τους δυσοίωνους καιρούς, οφείλουμε να δώσουμε σε όσους ακολουθούν; Μήπως δεν είναι μόνο η γνώση και η μέθοδος, μα και η πίστη σε έναν καλύτερο και πιο ανθρώπινο κόσμο, η πίστη ότι η προσπάθεια να κατανοήσεις το παρελθόν δεν μπορεί παρά να συνδέεται με την αγάπη για τον άνθρωπο και τα δικαιώματά του; Αν αυτό είναι κάτι που πρέπει να σκεφτούμε, τότε ο δάσκαλος που τιμούμε σήμερα αποτελούσε ένα έξοχο παράδειγμα, όχι μόνο για όσους ευεργετηθήκαμε από τη φυσική του παρουσία, αλλά και για όσους έρχονται και θα έλθουν μετά από εμάς.
*Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης είναι ιστορικός (Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΑΣΚΙ).
Το άρθρο βασίζεται στο κείμενο που εκφώνησε στην τελετή απονομής του βραβείου για μεταπτυχιακή εργασία που θέσπισε το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη μνήμη του Gunnar Hering (22.5.2015).
*************************************
2. Γκούνναρ Χέρινγκ (Gunnar Hering): «Η διαμάχη για τη γραπτή νεοελληνική γλώσσα»
Οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου . Μια σκληρή κριτική στις απόψεις του καθηγητή Γ. Μπαμπινιώτη
Το βιβλίο του Γκούνναρ Χέρινγκ κλείνει με σκληρή κριτική στις αυθαιρεσίες Μπαμπινιώτη. Το παρακάτω κείμενο είναι οι τελευταίες δέκα σελίδες του.
«Κλείνοντας, θέλουμε να αναφερθούμε με συντομία στην προσπάθεια του Γεώργιου Μπαμπινιώτη, καθηγητή Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, να περιγράψει τη σύγχρονη νεοελληνική γλώσσα ως «νεοελληνική κοινή πέρα της καθαρευούσης και της δημοτικής»,[1] ως μια «τρίτη» γλωσσική μορφή, καινούργια και στο σύνολό της διαφορετική από τα στοιχεία που τη συναποτελούν.[2] Σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη, ο νέος αυτός γλωσσικός τύπος δεν αποτέλεσε προϊόν «ανάμειξης» αλλά «σύνθεσης»[3] και δημιουργήθηκε επειδή στην ελληνική γλώσσα δεν υπήρξε ποτέ μια αναπόφευκτη «διγλωσσία» (ο όρος με ελληνικά γράμματα), παρά μόνο «δι-μορφία» ή «δι-υφία».[4] Ωστόσο ο Μπαμπινιώτης δεν είναι τελείως σίγουρος για τις θέσεις του, αφού σε άλλο σημείο σχετικοποιεί τις εννοιολογικές διαφορές γράφοντας ότι, αν κάποιοι θέλουν να ονομάζουν τη νέα αυτή γλωσσική μορφή δημοτική, μπορούν φυσικά να το κάνουν, εφόσον όμως διευκρινίζουν ότι χρησιμοποιούν έναν παλιότερο όρο με νέο περιεχόμενο.[5] Στη συνέχεια ο Μπαμπινιώτης παραθέτει μία σειρά από δομικά χαρακτηριστικά της νεοελληνικής κοινής θέτοντας στον δημοτικιστή Ε. Κριαρά το ερώτημα γιατί κάνει λόγο για «δημοτική» [Σ.τ.Ε.: κι όχι για κοινή], ενώ δέχεται τα συγκεκριμένα γλωσσικά χαρακτηριστικά ως γνωρίσματα της ζωντανής γλώσσας.[6] Σ’ αυτό αλλά και σε άλλα σημεία ο Μπαμπινιώτης υπονοεί ότι οι δημοτικιστές γλωσσολόγοι, και κυρίως ο Τριανταφυλλίδης, είχαν απορρίψει αυτά τα χαρακτηριστικά.
Εξετάζοντας πάντως τα συγκεκριμένα επιχειρήματα λεπτομερέστερα, κάποιες φορές ο αναγνώστης μένει με την εντύπωση ότι ο Μπαμπινιώτης διάβασε κάποιο άλλο βιβλίο κι όχι τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη, αλλά και ότι γενικότερα αγνοεί τις σχετικές θέσεις των γλωσσολόγων δημοτικιστών. Ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα αρκούν για του λόγου το αληθές. Από τα στοιχεία που υποτίθεται ότι διαφοροποιούν την τυποποιημένη δημοτική από τη νεοελληνική «κοινή» ο Μπαμπινιώτης παραθέτει μεταξύ άλλων τα εξής (συνήθως υπό μορφή ρητορικής ερώτησης, αν όχι αγανάκτησης, για το αν θα έπρεπε τα εν λόγω στοιχεία να απορριφθούν [Σ.τ.Ε.: εφόσον εμμένει κανείς στον παλαιότερο / παραδοσιακότερο όρο δημοτική, η οποία υποτίθεται ότι τα απορρίπτει]):[7]
(α) Θηλυκά σε -ος: π.χ. μέθοδος. Αυτά τα δέχεται όμως ήδη η Μικρή Νεοελληνική Γραμματική του Τριανταφυλλίδη, βλ. επίσης ΤΣΟΠΑΝΑΚΗΣ 1982.[8] Ο μαθητής του Ψυχάρη Αλέξανδρος Πάλλης χρησιμοποιούσε κανονικά τους τύπους της μεθόδου, της λεωφόρου. Βλ. επίσης τα πολυάριθμα παραδείγματα στο αναγνωστικό Τα ψηλά βουνά, το οποίο το 1921 η Επιτροπεία αποφάνθηκε ότι έπρεπε να καεί:[9] η σαρκοφάγος, η είσοδος, η ήπειρος, η έρημος, η περίμετρος.
(β) Η εσωτερική αύξηση: π.χ. απέφυγε. Ήδη στον Τριανταφυλλίδη (ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ 1949: § 655 κ.ε.). Για τους τύπους έκδωσε, έκθεσε κ.τ.ό. ο Κριαράς γράφει χαρακτηριστικά ότι αποτελούν βαρβαρισμό και ότι οι δημοτικιστές κανονικά δεν τα χρησιμοποιούν.[10] Ο τύπος υπήρξε, τον οποίο αναφέρει ο Μπαμπινιώτης, υπάρχει ήδη στον Τριανταφυλλίδη (ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ 1949: § 656).
(γ) Ο τύπος ασχολούμαι, δικαιούμαι (-ούμαι αντί -ιέμαι). Βλέπε όμως σχετικά ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ 1949: § 683–686. Τον τύπο θυμούμαι χρησιμοποιεί και ο ΨΥΧΑΡΗΣ 1888: 145. Το κοιμούμαι επίσης, βλ. ΨΥΧΑΡΗΣ 1888: 203 και passim.
(δ) Η μετοχή παρακειμένου: π.χ. απεσταλμένος, συγκεκριμένος. Τη βρίσκουμε ήδη στο ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ 1949: § 725–728, στην § 726 μάλιστα με τα παραδείγματα που αναφέρει ο Μπαμπινιώτης!
(ε) Επίθετα σε -υς. Το κλιτικό αυτό παράδειγμα υπάρχει ήδη στο ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ 1949: § 466 (πρβλ. και § 475), και μάλιστα χωρίς την προσθήκη «αρχαϊκό», την οποία σε άλλα σημεία δικαίως επικρίνει ο Μπαμπινιώτης. Βλ. επίσης ΤΣΟΠΑΝΑΚΗΣ 1982: 180.
(στ) Η μετοχή παθητικού ενεστώτα, η οποία πράγματι αποφεύγεται στη δημοτική. Ο Μπαμπινιώτης παραθέτει έναν κατάλογο (σ. 204) με παραδείγματα από κείμενα γνωστών δημοτικιστών, ακόμα και του ΚΚΕ Εσωτερικού, για να αποφύγει ενδεχόμενη κριτική. Θα μπορούσε απλά να παραπέμψει στο ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ 1949: § 739 (και σε άλλες μελέτες του ίδιου συγγραφέα).[11]
(ζ) Επιρρήματα σε -ως: π.χ. δυστυχώς, βεβαίως. Βλ. σχετικά ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ 1949: § 747 κ.ε. (μάλιστα με το παράδειγμα βεβαίως). Επιρρήματα σε -ως απαντούν ήδη στον Πάλλη: π.χ. συνήθως. Όσον αφορά λ.χ. τη λανθασμένη χρήση του απλά αντί του απλώς, βλ. ΤΣΟΠΑΝΑΚΗΣ 1982, ο οποίος επέστησε την προσοχή στη σημασιολογική τους διαφορά![12]
Εν προκειμένω λοιπόν μου φαίνεται πως η διαμάχη γίνεται περί όνου σκιάς.
Σε ό,τι αφορά τώρα τη διαμάχη γύρω από τον όρο κοινωνική διγλωσσία (αγγλικά: diglossia), ο Μπαμπινιώτης θεωρεί ως διγλωσσία (γραμμένο με ελληνικούς χαρακτήρες) προφανώς την ύπαρξη δύο διαφορετικών, εθνικών γλωσσών, όπως π.χ. ελληνικά : ιταλικά.[13] Για τον λόγο αυτό προτείνει για την περίπτωση της ελληνικής τους όρους διμορφία ή διυφία, δηλαδή diglossia (γραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες).[14] Εφόσον όλοι οι επιστημονικοί όροι είναι συμβατικοί, δεν υπάρχει αντίρρηση να χρησιμοποιήσει κανείς στην πορεία της έρευνάς του όρους που κρίνονται καταλληλότεροι. Τι προσφέρει όμως η συγκεκριμένη μετονομασία στη μεθοδολογία; Ποια εμπειρικά παραδείγματα μπορούν να περιγραφούν ή να εξηγηθούν καλύτερα μέσα από αυτήν τη μετονομασία; Αν ο Μπαμπινιώτης υπονοεί ότι η διαφορά μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής είναι μικρότερη από τη διαφορά μεταξύ δύο εθνικών γλωσσών,[15] τότε εύκολα αποδεικνύεται το αυθαίρετο αυτής της θέσης. Στη γλωσσολογία η διαφοροποίηση μεταξύ γλώσσας, διαλέκτου, ποικιλίας / παραλλαγής κ.τ.ο. δημιουργεί σοβαρά προβλήματα, καθώς τέτοιου είδους έννοιες καθορίζονται πολύ συχνά όχι με γλωσσικά αλλά με πολιτικά, κοινωνικά ή ιδεολογικά κριτήρια. Διαφορετικά πρέπει να είμαστε σε θέση να μετρήσουμε τις ποσοτικές διαφορές, ώστε να μπορούμε να ορίσουμε με ακρίβεια πού σταματούν οι διάλεκτοι, οι ποικιλίες, τα ύφη, οι μορφές κ.τ.ό. και πού ξεκινούν οι γλώσσες. Η κροατική και η σερβική ως τυποποιημένες γλώσσες διαφέρουν λιγότερο απ’ ό,τι η δημοτική και η καθαρεύουσα, κι όμως πολλοί από τους ομιλητές τους, ανάμεσά τους ποιητές και γλωσσολόγοι, θεωρούν την κροατική και τη σερβική ως δύο ξεχωριστές γλώσσες, ενώ άλλοι εκλαμβάνουν τις διαφορές τους ως διμορφία μιας υπερκείμενης τυποποιημένης γλώσσας, της σερβοκροατικής. Ο Αντρέ Μαρτινέ αναφέρει ένα παράδειγμα[16] που θυμίζει τη γλωσσική κατάσταση στην Ελλάδα: Πρέπει να θεωρήσουμε τα λατινικά (και τι λατινικά!) που έγραφαν οι κληρικοί του 8ου αιώνα (ως φυσικοί ομιλητές ρομανικών ποικιλιών) ως αρχαϊκό ύφος της τοπικής ρομανικής ποικιλίας ή ως λατινικά, δηλ. ως διαφορετική γλώσσα;
Κατά συνέπεια, εκείνο που ο Μπαμπινιώτης εκλαμβάνει ως δεδομένο, ότι δηλαδή οι «γλώσσες» και τα λεγόμενα «ύφη» κατά κάποιον τρόπο αυτοδιαφοροποιούνται, δεν ισχύει. Παρομοίως δεν ισχύει και η άποψή του ότι ο όρος (κοινωνική) διγλωσσία (diglossia) χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη χρήση δύο εντελώς διαφορετικών γλωσσικών συστημάτων.[17] Μπορεί μεν να υπάρχουν ερευνητές που χρησιμοποιούν τον όρο μ’ αυτήν την σημασία, εν προκειμένω όμως ο Μπαμπινιώτης έπρεπε να εμβαθύνει περισσότερο στον ορισμό του Ferguson, τον οποίο παραθέτει ο ίδιος και στον οποίο δεν γίνεται λόγος για μια τόσο μεγάλη διαφοροποίηση.[18] Ακόμη και αν αποφασίσει κανείς να αποφύγει τον όρο κοινωνική διγλωσσία (diglossia), η υιοθέτηση του όρου ύφος επιφέρει τα ίδια μεθοδολογικά προβλήματα ως προς τα κριτήρια με τα οποία γίνεται η διαφοροποίηση ανάμεσα σε ποικιλίες, παραλλαγές κ.τ.ό. Πάντως ο ίδιος ο Μπαμπινιώτης τονίζει επανειλημμένα το γεγονός ότι τα δύο ύφη ανήκουν σε διαφορετικά γλωσσικά συστήματα – γιατί πού αλλού θα μπορούσαν να αποδοθούν οι διαφορές, αν αφήσουμε εκτός συζήτησης (και απόλυτα δικαιολογημένα) τα καθαρά αισθητικά κριτήρια;
Η όλη επιχειρηματολογία του Μπαμπινιώτη πάσχει κι από μία ακόμη μεθοδολογική αδυναμία. Ο συγγραφέας κάνει λόγο για καθαρεύουσα χωρίς περαιτέρω διαφοροποιήσεις. Ειδικά ο Μπαμπινιώτης, ο οποίος στο βιβλίο του αντιδρά έντονα στην ανάμειξη αναρμοδίων, ο οποίος προσπαθεί να κατοχυρώσει τις απόψεις του ενάντια σε ενδεχόμενη κριτική με το επιχείρημα ότι σε αντίθεση με άλλους εξετάζει τα γλωσσικά φαινόμενα με επίκαιρη γλωσσολογική μεθοδολογία, και ο οποίος ζητάει απερίφραστα από τους δημοτικιστές επιτέλους κάποια στιγμή να πάψουν,[19] θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη του ότι η καθαρεύουσα στοιχειοθετεί ένα σύνολο επιμέρους υποποικιλιών με εν μέρει σημαντικές δομικές διαφορές μεταξύ τους. Έχει μεγάλη διαφορά αν εννοούμε μια καθαρεύουσα με ή χωρίς απαρέμφατο, με ή χωρίς δοτική, με ή χωρίς γενική απόλυτη, με ή χωρίς μετοχή αορίστου. Ο Μπαμπινιώτης προσπαθεί να αποφύγει το ακανθώδες αυτό ζήτημα παραπέμποντας σε μια μελέτη (με βάση τη γενετική-μετασχηματιστική γραμματική) για το όνομα της νέας ελληνικής, στην οποία μελέτη θεωρεί ότι αποδεικνύεται πως η δημοτική και η καθαρεύουσα έχουν την ίδια βάση συνιστώντας έτσι διαφορετικά ύφη κι όχι διαφορετικές γλώσσες.[20] Σε ό,τι αφορά πάντως το ονοματικό σύστημα, οι διαφορές ανάμεσα σε κάποιες γλώσσες είναι λιγότερο έντονες, οπότε η συγκεκριμένη μελέτη δεν μπορεί να στηρίξει επαρκώς αυτήν την υπόθεση. Αντίθετα, το ρηματικό σύστημα παρουσιάζει βαθύτερες διαφοροποιήσεις· το πεδίο στο οποίο εντοπίζονται τα σημαντικότερα προβλήματα είναι συνήθως εκείνο του ρήματος κι όχι του ονόματος. Παρεμπιπτόντως, την εποχή που πρωτοδημοσιεύτηκαν τα σχετικά κεφάλαια στο βιβλίο του Μπαμπινιώτη ως ξεχωριστά άρθρα η βάση της επιχειρηματολογίας του ήταν στην επιστημονική κοινότητα ήδη υπό αμφισβήτηση, δηλαδή η υπόθεση ότι υφίστανται καθαρά συντακτικές σχέσεις βαθιάς δομής, όπως πρότεινε ο Τσόμσκυ, κι ότι η σημασιολογική παράμετρος κατέχει μόνο ερμηνευτικό ρόλο. Θα έπρεπε επίσης να συζητηθεί αν η μεθοδολογία που εφαρμόζει ο Μπαμπινιώτης επιδιώκει να αναδείξει δομές γενικότερου χαρακτήρα (έτσι ώστε να είναι επαληθεύσιμη η σχέση αυτών των δομών προς ένα σύστημα λογικής) –σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να υποθέσουμε ότι διαφορετικές γλώσσες ανάγονται σε κοινές συντακτικές δομές– ή αν η μεθοδολογία του στοχεύει στην περιγραφή και την ταξινόμηση διαφοροποιήσεων.
Μετά την κατάργηση της καθαρεύουσας ως επίσημης γλώσσας ξεκίνησε μια έντονη συζήτηση για θέματα που αφορούσαν την τυποποίηση της δημοτικής και την εφαρμοσιμότητά της σε πεδία όπως η ειδική ορολογία, τα κείμενα των δημόσιων υπηρεσιών και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, συζήτηση που βρήκε ανταπόκριση και έξω από τους καθαρά γλωσσολογικούς κύκλους προκαλώντας παθιασμένες, αν και όχι πάντα εμπεριστατωμένες και αντικειμενικές, παρεμβάσεις. Δεν υπάρχει σχεδόν καμία καθημερινή εφημερίδα που να μην δημοσιεύει σε τακτά χρονικά διαστήματα άρθρα, σχόλια ή επιστολές αναγνωστών με ενστάσεις ή προτάσεις ρυθμιστικού χαρακτήρα. Επ’ αυτού δεν είναι εφικτό να γίνει κάποια εκτενέστερη αναφορά. Όποια άποψη κι αν έχει κανείς για το συγκεκριμένο θέμα, σε βάθος χρόνου δημιουργείται η εντύπωση πως πρόκειται για μια διαμάχη που συμβαίνει σε έναν παρακείμενο μικρό βοηθητικό χώρο, από όπου ακούγονται πού και πού διαπεραστικές φωνές, τις οποίες αναγκαστικά ακούν οι διερχόμενοι. Αλλά στη μεγαλεπήβολη εκείνη αίθουσα όπου καλλιεργείται η ελληνική γλώσσα, τον λόγο έχουν οι ποιητές. Πρόσφατα γράφτηκε ότι αφενός η παλαιότερη άποψη (της Σχολής του Ψυχάρη) που ήθελε την ομιλούμενη γλώσσα να είναι έκφραση της ψυχής του έθνους και αφετέρου η συνακόλουθη δογματική σύλληψη της ομιλούμενης γλώσσας ως «κριτήριο γνησιότητας» της «εθνικής λογοτεχνίας» «could not lead the demoticists to perceive literature as a construction of language and as an autonomous discourse, but as an extension of surrounding reality»[21] [δεν κατάφεραν να οδηγήσουν τους δημοτικιστές στο να εκλάβουν τη λογοτεχνία ως κατασκευή γλωσσικών προτύπων και ως αυτόνομο λόγο αλλά μόνο ως προέκταση της περιβάλλουσας πραγματικότητας]. Αυτή η διαπίστωση αφορά όμως περισσότερο κριτικούς, δάσκαλους / καθηγητές που εστιάζουν στη γλωσσική διδασκαλία (καθώς και μέτριους ριμαδόρους) της επαρχίας παρά την ίδια τη λογοτεχνία, η οποία από τα τέλη του 19ου αιώνα και ύστερα προσέλαβε και ενσωμάτωσε εκείνα ακριβώς τα ρεύματα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας τα οποία άφηναν χώρο στην αυτονομία της γλωσσικής έκφρασης, έτσι ώστε οι δημαγωγικές παρανοήσεις και το θράσος να μη λαμβάνονται σοβαρά υπόψη στη λογοτεχνική κριτική.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εμμ. Κριαράς, Η σημερινή μας γλώσσα. Μελετήματα και άρθρα, [Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη] 1984
Γ. Μπαμπινιώτης, Νεοελληνική Κοινή. Πέρα της καθαρευούσης και της δημοτικής, [εκδόσεις Γρηγόρη], Αθήνα 1979
Μ. Τριανταφυλλίδης, Μικρή Νεοελληνική Γραμματική, Αθήνα 1949
Μ. Τριανταφυλλίδης, Γλωσσικό ζήτημα και γλωσσοεκπαιδευτικά Β΄, Άπαντα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, τόμ. 5, Θεσσαλονίκη 1963/5, 22002
Α. Τσοπανάκης, Ο δρόμος προς την Δημοτική. Μελέτες και άρθρα, Θεσσαλονίκη 1982
Γ. Ψυχάρης, Το ταξίδι μου (1888), επιμ. Άλκης Αγγέλου (Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, ΣΠ 11), Αθήνα 31983
G. N. Hatzidakis, La Question de la langue écrite néo-grecque, Αθήνα 1907
A. Martinet, Grundzüge der Allgemeinen Sprachwissenschaft, Στουτγάρδη 1963 [= Στοιχεία γενικής γλωσσολογίας, μτφρ. Α. Χαραλαμπόπουλος, Θεσσαλονίκη 1976]
D. Tziovas, The Nationism of the Demoticists and Its Impact on Their Literary Theory (1888-1930), Άμστερνταμ 1986»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου