Εκλογές 2020: Η Αμερική παραδομένη στην τρέλα
Φόβος και διχαστικό μίσος μπλέκονται στο προεκλογικό σκηνικό των ΗΠΑ, πιο έντονα από ποτέ. Ο διορισμός, από τον Ντόναλντ Τραμπ, νέας δικαστή στο Ανώτατο Δικαστήριο θα μπορούσε να παίξει αποφασιστικό ρόλο σε περίπτωση αμφισβήτησης των αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών στις 3 Νοεμβρίου. Η πανδημία απλώς επιτείνει την αίσθηση κατάρρευσης και κρίσης της δημοκρατίας –καθώς κανένα από τα δύο στρατόπεδα δεν είναι διατεθειμένο να αποδεχτεί μια ήττα.
Στη διάρκεια αυτής της απαίσιας χρονιάς, μπορούσες να περάσεις ένα υπέροχο καλοκαίρι. Να επιστρέψεις, για παράδειγμα, στο σπίτι σου στο Κάνσας Σίτυ. Σε μια γειτονιά όπου αφθονεί το πράσινο κοντοκουρεμένο γκαζόν και οι επαύλεις που, θα ορκιζόταν κάποιος, έχουν χτιστεί για βαρόνους. Να περάσεις έναν ήρεμο Αύγουστο διαβάζοντας μυθιστορήματα, μαστορεύοντας, κοιτώντας παλιές ταινίες, πίνοντας κρασί από το Μισούρι. Ήταν έτσι εύκολο να ξεχάσεις πως μια θανατηφόρα πανδημία συνέχιζε να εξαπλώνεται και πως μια οικονομική κατάρρευση έζωνε αυτόν τον εύπορο και ήρεμο μικρόκοσμο. Αφού το πρωί ο ουρανός ήταν ακόμη λαμπερός, τα λουλούδια συνέχιζαν να αναδίδουν τα αρώματά τους, η ροή της κυκλοφορίας εξακολουθούσε να είναι κανονική. Τα πάντα σε έκαναν να θες να ανέβεις στο ποδήλατό σου και να τρέξεις στους σιωπηλούς ποδηλατόδρομους μιας από τις πιο όμορφες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, μόλις θα τελείωνε η γυμναστική, αρκούσε να συνδεθείς στο Twitter και να πάρεις την εφημερίδα που ένας διανομέας μόλις είχε πετάξει μπροστά στην είσοδό σου, και τότε…
Μπαμ. Όλα ήταν εκεί, όπως και την προηγούμενη ημέρα: πανικός, σύγχυση, κατηγορίες, καταγγελίες. Βίντεο με άτομα που αλληλοβρίζονταν δημόσια, ξανθούς ανθρώπους με παντελόνια παραλλαγής που κράδαιναν πολεμικά όπλα, οδηγούς που ορμούσαν με το αυτοκίνητό τους σε ομάδες διαδηλωτών, υστερικά άτομα που απήγγελλαν τα ιδρυτικά κείμενα του έθνους προσπαθώντας να διατηρήσουν την ψυχική υγεία τους. Κάθε μέρα φέρει τα δικά της, νέα συμπτώματα εκφυλισμού και, επιπλέον, την αυξανόμενη εντύπωση ότι ουδείς πλέον καταλαβαίνει πραγματικά τι συμβαίνει.
Δύο ειδήσεις επιλεγμένες τυχαία από την εφημερίδα «Kansas City Star» με ημερομηνία 14 Ιουλίου 2020:
–Σε ένα ψητοπωλείο κοντά στο σπίτι μου μπήκε ένας πελάτης φορώντας ένα μεγάλο κόκκινο καπέλο με το όνομα του Τραμπ γραμμένο επάνω του, αλλά χωρίς μάσκα προστασίας.
Όταν ο σερβιτόρος στην υποδοχή (με ωριαίο μισθό 8,50 δολάρια, όπως διευκρίνιζε η εφημερίδα) τον παρακάλεσε να καλύψει το στόμα και τη μύτη του, κατ’ απαίτηση του κανονισμού, ο πελάτης, ως άλλος Κλιντ Ίστγουντ σε ιταλικό γουέστερν, ανασήκωσε το μπλουζάκι του προκειμένου να δείξει στον σερβιτόρο ότι έφερε περίστροφο.
–Ο τίτλος του πρωτοσέλιδου ήταν αφιερωμένος στην «ανεξέλεγκτη διάδοση του κορωνοϊού» στην Πολιτεία του Κάνσας, μια αναγγελία που η εφημερίδα δεν έκανε τον κόπο να επιβεβαιώσει με δικές της επιτόπιες πηγές πληροφοριών, αρκούμενη σε έναν επιδημιολογικό χάρτη που βρέθηκε στο Διαδίκτυο. Προφανώς, η απομακρυσμένη κρατική υπηρεσία που διαχειριζόταν αυτόν τον χάρτη έκανε το Κάνσας να αλλάξει κατηγορία κι από βαθύ κόκκινο (κακό) έγινε πορφυρό (πάρα πολύ κακό). Και, εκτός από κάποιες τοπικές λεπτομέρειες, αυτό ήταν όλο. Ας τα έβγαζαν πέρα μόνοι τους με αυτόν τον ανησυχητικό τίτλο τα δύο εκατομμύρια κατοίκων του Κάνσας Σίτυ επειδή κάποιος, κάπου, είχε ξεθάψει μια ιστοσελίδα που φαινόταν να είναι επίσημη.
Η τροφοδότηση των ειδήσεων από τουίτς ή χάρτες στο Διαδίκτυο οπωσδήποτε είναι αποτέλεσμα οκνηρής δημοσιογραφίας, η οποία ωστόσο είναι σαφώς ενδεικτική της σημερινής Αμερικής. Οι τοπικές εφημερίδες δεν έχουν την πολυτέλεια να συλλέγουν πληροφορίες από κάθε γωνιά των Πολιτειών στις οποίες βρίσκονται, για τον απλό λόγο ότι δεν διαθέτουν πλέον επαρκή αριθμό δημοσιογράφων προκειμένου να γίνει μια τέτοια δουλειά. Όπως οι περισσότεροι συνάδελφοί της, η «Kansas City Star» πουλήθηκε και ξαναπουλήθηκε πολλές φορές κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, επιταχύνοντας την αιμορραγία της συντακτικής ομάδας της. Η εφημερίδα παραχώρησε τις ιστορικές εγκαταστάσεις της το 2017 και ο ιδιοκτήτης της χρεωκόπησε τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους. Τον Ιούλιο, η εφημερίδα εξαγοράστηκε από ένα hedge fund [αντισταθμιστικό αμοιβαίο κεφάλαιο υψηλού κινδύνου]με έδρα το Νιου Τζέρσεϊ.
Ιδού πού βρισκόμαστε στην Αμερική του 2020: κανείς δεν μπορεί πλέον να είναι σίγουρος για τίποτα, και το ψυχορράγημα του Τύπου δεν είναι παρά η αρχή του προβλήματος. Λόγω των πρωτοφανών εγκλεισμών του πληθυσμού που υπέμεινε η χώρα, οι διαπροσωπικές αλληλεπιδράσεις έγιναν προβληματικές. Τα δημόσια κτίρια είτε έκλεισαν τις πόρτες τους είτε περιόρισαν τον αριθμό των εισερχόμενων επισκεπτών, ο αριθμός των αυτοκτονιών αυξάνεται κατακόρυφα, οι άνθρωποι φοβούνται να ταξιδέψουν με αεροπλάνο. Πολλά σχολεία λειτουργούν μόνο με τηλεκπαίδευση, το «Fox News» ποτίζει τους ηλικιωμένους τηλεθεατές με εικόνες βίας και χάους, και ο μόνος που τηλεφωνεί ακόμη στο παλιό κινητό τηλέφωνό τους είναι μια προηχογραφημένη φωνή που τους απειλεί με φυλακή εάν δεν μεταφέρουν αμέσως μερικές χιλιάδες δολάρια στον λογαριασμό κάποιου πιστωτικού ιδρύματος.
Ένας τυφώνας τρόμου
Στο μεταξύ, οι τυφώνες μοιάζουν να παίρνουν σειρά, ο ένας μετά τον άλλον, προτού σπείρουν τον όλεθρο στη Λουϊζιάνα, υπάρχουν τόσες πυρκαγιές στην Καλιφόρνια που ο ουρανός έχει χρώμα πορτοκαλί, όλοι είναι αποκαρδιωμένοι. Ο κόσμος καταρρέει και δεν υπάρχει κανείς να τον ξαναστήσει. Δεν απέχει πολύ ο καιρός όπου, κατά τη διάρκεια περίπλοκων περιόδων σύγχυσης, οι ηγέτες της χώρας χρησιμοποιούσαν τις ικανότητές τους προκειμένου να προσπαθήσουν να καθησυχάσουν την κοινή γνώμη, όμως ο σημερινός ένοικος του Λευκού Οίκου δεν ενδιαφέρεται ούτε γι’ αυτό –το μόνο πράγμα που τον απασχολεί είναι να αποποιηθεί τις ευθύνες του. Εγωκεντρικός, ανίκανος να πει έστω και μία ειλικρινή λέξη, ο Ντόναλντ Τραμπ αντιδρά στον πόνο που βιώνει ο λαός του όπως ένας άνθρωπος μειωμένης πνευματικής διαύγειας που επαναλαμβάνει, ξανά και ξανά, τις ίδιες ασυναρτησίες σχετικά με το τροχαίο του οποίου υπήρξε μάρτυρας. Μία από τις καλύτερες συνόψεις αυτής της επιστημολογικής πανωλεθρίας μάς χάρισε ο δήμαρχος του Κάνσας Σίτυ, όταν η «Kansas City Star»τού ζήτησε να σχολιάσει μια φήμη σύμφωνα με την οποία ένα απόσπασμα ομοσπονδιακών πρακτόρων είχε αποσταλεί στην πόλη του: «Είναι αδύνατο να επαληθευθεί, καθώς τίποτε πλέον δεν μπορεί να επαληθευθεί».
Όταν τίποτε πλέον δεν είναι επαληθεύσιμο, τη σκυτάλη παίρνει η φαντασία. Και δεν χρειάζεται πολλή, εν καιρώ Covid, για να θεριέψουν οι φόβοι μας και να εκτοξευθούν σε δυσθεώρητα ύψη. Οι Αμερικανοί νομίζουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά στο τέλος του κόσμου, ή στο τέλος του τρόπου ζωής μας, ή στο τέλος κάποιου πράγματος μεγάλου και σημαντικού, που δεν καταφέρνουμε να ορίσουμε, αλλά που μας προβληματίζει σε μέγιστο βαθμό.
Να λοιπόν που είμαστε αντιμέτωποι με τουλάχιστον καμιά δεκαριά έντονους φόβους. Φόβος ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα γίνει αδιάλειπτα συντηρητικό. Φόβος για τους ρατσιστές αστυνομικούς που χτυπούν και σκοτώνουν εν πλήρει ατιμωρησία. Φόβος για τις ταραχές. Φόβος ότι ο κόσμος θα χάσει τη δουλειά του. Φόβος για τους γείτονες που αρνούνται να φορέσουν μάσκα. Φόβος για την ίδια τη μάσκα, παρόμοια με φίμωτρο με την οποία κάποια μυστηριώδης εξουσία σκεπάζει την ατομικότητά μας.
Ωστόσο, αυτή τη χρονιά της εκλογικής αναμέτρησης, ο κύριος φόβος που μας κατακλύζει είναι πολιτικής φύσεως: ότι η δημοκρατία είναι ετοιμοθάνατη ή έτοιμη να ανατραπεί από μια δικτατορία. Σίγουρα, ένας τέτοιος φόβος δεν είναι καινούργιος, στην Αριστερά, εδώ και πολλά χρόνια παρουσιάζεται κατά καιρούς ανησυχία γύρω από το θέμα1. Επί πολύ καιρό, αποτελεί πράξη πίστης προς τη δημοκρατία ο Τραμπ να μην θεωρείται κατά βάθος τίποτα περισσότερο από Ρώσο πράκτορα, και καθεμιά από τις γκάφες του να θεωρείται ένδειξη μιας ακόμη σκευωρίας κατά της δημοκρατίας –οι συγκρίσεις με το Γουοτεργκέιτ πλήθυναν από τη στιγμή που ορκίστηκε2. Το 2018, δύο καθηγητές του Χάρβαρντ βρέθηκαν στην λίστα των κορυφαίων πωλήσεων με ένα επιστημονικό βιβλίο με τίτλο How Democracies Die («Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες»). Ο τωρινός πρόεδρος, όπως τονίζει η τρομακτική επικρατούσα αφήγηση, δεν σέβεται ούτε τους κανόνες ούτε τις παραδόσεις, ακόμη δε λιγότερο τα μέσα ενημέρωσης, και δείχνει την ίδια περιφρόνηση για τους υπαλλήλους του υπουργείου Εξωτερικών.
Οι προοδευτικοί δεν αναφέρονται πλέον καθόλου στο σκάνδαλο «Russiagate»3, αλλά πραγματικά δεν χρειάζεται να το κάνουν. Η πολιτιστική κυριαρχία του Covid-19 –που επιβάλλει τα πάντα να προκαλούν πανικό ή να θεωρούνται έκτακτες καταστάσεις– έδωσε στους περιρρέοντες φόβους τη μορφή ενός τυφώνα τρόμου που μεγαλώνει όσο πλησιάζει η ημερομηνία των εκλογών. Ένα δοκίμιο του συρμού τιτλοφορείται: «Δεν ξέρουμε πώς αλλιώς να σας δώσουμε να το καταλάβετε. Η Αμερική πεθαίνει.»4. Παρόμοιες προειδοποιήσεις, που προμηνύουν τον ερχομό σκοτεινών ημερών στην πολιτική, πλημμυρίζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με ρυθμό σχεδόν καθημερινό.
Το πιο εκπληκτικό είναι ότι οι υποστηρικτές του Τραμπ ισχυρίζονται πως αισθάνονται τον ίδιο φόβο για πραξικόπημα, προγραμματισμένο όμως από υψηλόβαθμους αξιωματούχους. Όντως, η συντηρητική εκδοχή του μαζικού εφιάλτη ερμηνεύει τον φόβο των Δημοκρατικών για επίθεση του Τραμπ κατά της δημοκρατίας ως απόδειξη της δικής τους πρόθεσης να ανατρέψουν αυτήν τη δημοκρατία, το μόνο σφάλμα της οποίας ήταν να φέρει τον Τραμπ στην εξουσία. Σύμφωνα με την ιδιαίτερη αυτή θεώρηση του κόσμου, οι Δημοκρατικοί φέρονται να διασπείρουν επίτηδες στοιχεία της συνωμοσίας τους, «ώστε όταν θα έρθει εκείνη η μέρα να μην σκεφθείτε πως επρόκειτο για συνωμοσία»5, ένα ιδιοφυές διανοητικό ακροβατικό που εκτέλεσε χωρίς προστατευτικό δίχτυ ο Μάικλ Άντον, πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος της κυβέρνησης Τραμπ, γνωστός κυρίως για το ότι, το 2016, συνέκρινε την εκλογή του δισεκατομμυριούχου φίλου του με εξέγερση επιβατών σε ένα αεροπλάνο υπό αεροπειρατεία από τρομοκράτες.
«Αρχηγός των δειλών»
Η πανδημία ανάγκασε Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς να καταργήσουν ή να περιορίσουν σημαντικά τον δημόσιο χαρακτήρα των συνεδρίων τους, που κανονικά θα αποτελούσαν το κορυφαίο γεγονός της προεκλογικής χρονιάς, και να τα υποκαταστήσουν με ένα τηλεοπτικό σόου που βλέπεται μετά βίας –τέσσερις βραδιές μονολόγων μέτριας ποιότητας, εκφωνημένων από τις διασημότητες του κάθε πολιτικού σχηματισμού. Τα πάντα έμοιαζαν να είναι αντίθετα στα δύο θεάματα: οι Ρεπουμπλικανοί φώναζαν και βρυχώνταν, ενώ οι Δημοκρατικοί έδιναν έμφαση στην εθνοτική ποικιλομορφία και στις υποτιθέμενες ηθικές αρετές των αρχηγών τους. Ωστόσο, από γενικότερη άποψη, τα δύο διαφημιστικά των καιρών του Covid παρουσίαζαν αρκετές ομοιότητες. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, το θέμα ήταν να ενεργοποιηθεί ένα αντανακλαστικό πανικού, ωθώντας τον τηλεθεατή να σκεφτεί το χειρότερο για το αντίπαλο στρατόπεδο και να ελπίσει ότι θα ήταν δυνατή η επιστροφή μιας κάποιας κανονικότητας αν, και μόνο αν, ο δικός του υποψήφιος κέρδιζε τις εκλογές τον Νοέμβριο.
Για τους Δημοκρατικούς, το στοιχείο του πανικού στο πρόγραμμα ήταν σχεδόν αυτονόητο. Τους αρκούσε να επαναλαμβάνουν εκείνο που τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης –πλην του καναλιού «Fox News»– μας λένε αδιάκοπα επί τέσσερα χρόνια: ότι ο Τραμπ είναι απειλή για τους θεσμούς μας, ότι υποδαυλίζει τον φανατισμό της βάσης του, ότι απέτυχε οικτρά να αντιμετωπίσει την πανδημία, ότι είναι ανεπαρκής σε ελεεινό επίπεδο, ότι καταβάλλει προσπάθειες να υπονομεύσει την αξιοπιστία της εκλογικής διαδικασίας κ.λπ. Τα κατηγορητήρια αυτά απαγγέλθηκαν με ιδιαίτερη άνεση μιας και όλα, λίγο-πολύ, ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.
Η γερουσιαστής του Ιλλινόις Τάμυ Ντάκγουερθ χαρακτήρισε τον Τραμπ «αρχηγό των δειλών» επειδή πρόδωσε τους Αμερικανούς στρατιώτες με τις διευκολύνσεις του προς το Κρεμλίνο. Η ποπ τραγουδίστρια Μπίλι Έιλις ανακοίνωσε ότι ο πρόεδρος «καταστρέφει τη χώρα μας και ό,τι αγαπάμε». Ο κυβερνήτης της Πολιτείας της Νέας Υόρκης Άντριου Κουόμο, στριμωγμένος στο συνηθισμένο του κοστούμι του «ικανού διαχειριστή»6, υπονόησε ότι ο ίδιος ο τραμπισμός είναι ένα είδος ιού. Εντούτοις, ο πιο αποτελεσματικός, και με διαφορά, σε αυτήν την τακτική ήταν αναμφίβολα ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος συνόψισε τους κινδύνους του τραμπισμού με τρόπο ταυτόχρονα νηφάλιο και διδακτικό. Παραδεχόμενος ότι είχε ελπίσει πως ο μεγιστάνας των ακινήτων θα στεκόταν στο ύψος του αξιώματός του με την ανάληψη των καθηκόντων του, διευκρίνισε: «Όμως δεν έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. (…) Δεν επέδειξε κανένα ενδιαφέρον για τη δουλειά του, κανένα ενδιαφέρον να βρεθεί έδαφος συνεννόησης, κανένα ενδιαφέρον να χρησιμοποιήσει την τεράστια δύναμη του επιτελείου του προκειμένου να βοηθήσει οποιονδήποτε άλλον πλην του εαυτού του και των φίλων του, κανένα ενδιαφέρον να αντιμετωπίσει την προεδρία ως κάτι διαφορετικό από ένα ακόμη τηλεοπτικό ριάλιτι, το οποίο εκμεταλλεύεται προκειμένου να προσελκύσει την προσοχή που έχει ανάγκη». Στη συνέχεια, επέρριψε στον διάδοχό του όλη την ευθύνη για τους νεκρούς του Covid-19, καθώς και για την καταστροφή της «περήφανης φήμης μας σε ολόκληρο τον κόσμο», όποια κι αν ήταν αυτή. Αντιδρώντας στους φόβους περί εκλογικής νοθείας που εκφράζουν οι Ρεπουμπλικανοί, ο πρώην πρόεδρος αποτόλμησε ένα διπλό ανάποδο σάλτο δηλώνοντας: «Έτσι φθίνει η δημοκρατία. Μέχρις ότου πάψει να υπάρχει εντελώς».
Έτερο μεγάλο ζήτημα του συνεδρίου των Δημοκρατικών: γιατί ο Τζο Μπάιντεν είναι ο καλύτερος φίλος μας. Είναι «ένας αδελφός», διαβεβαίωσε ο Ομπάμα, ένα ον «προικισμένο με ενσυναίσθηση», «τίμιο» και «αξιοπρεπές», επιβεβαίωσε ο Μπέρνι Σάντερς. Δεν αναλώθηκε χρόνος σε συζητήσεις για την ατέλειωτη πολιτική σταδιοδρομία του Μπάιντεν, εν μέρει επειδή ο απολογισμός της στο θέμα του ελεύθερου εμπορίου και της δικαστικής καταστολής ενδεχομένως θα προκαλούσε πόνο στους ψηφοφόρους του, κι εν μέρει επειδή σε καιρό Covid κάθε διαμάχη οφείλει να καταλήγει σε αντιπαράθεση μεταξύ καλού και κακού –ή, προκειμένου να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Μπάιντεν, σε μια αναζήτηση του φωτός ώστε να «μπει ένα τέλος στην εποχή του σκότους για την Αμερική».
«Όλες οι εκλογές είναι σημαντικές», μας υπενθύμισε ο υποψήφιος των Δημοκρατικών, με το αδέξιο ύφος που τον κάνει γοητευτικό. «Ωστόσο, το ξέρουμε βαθιά μέσα μας ότι οι τωρινές θα έχουν βαρύτερες συνέπειες». Οι εκλογές αυτές«θα καθορίσουν με τι θα μοιάζει η Αμερική για πολύ, πολύ καιρό. Διακυβεύεται η ταυτότητά μας, διακυβεύεται η συμπόνια, η αξιοπρέπεια, η επιστήμη, η δημοκρατία, όλα αυτά διακυβεύονται». Στη συνέχεια, ο πρώην αντιπρόεδρος καταδέχτηκε για λίγο να ασχοληθεί με υποδεέστερα θέματα –ενώπιον της πανδημίας η Αμερική σημείωσε τις «χειρότερες επιδόσεις από όλες τις χώρες του πλανήτη»– προτού αποσυρθεί και πάλι στον κόσμο του πνεύματος, εκεί όπου νοητοί αντίπαλοι έδωσαν τόσες λαμπρές μάχες: «Μακάρι η ιστορία να αποφανθεί ότι το τέλος αυτού του σκοτεινού για την Αμερική κεφαλαίου έχει αρχίσει απόψε, με την αγάπη, την ελπίδα και το φως συμμάχους στον αγώνα για την ψυχή του έθνους».
Επί δεκαετίες, τα συνέδρια των Δημοκρατικών συνήθως συγκαλούνταν έχοντας στο επίκεντρο ένα μεγάλο ενοποιητικό θέμα: είμαστε το κόμμα της μεσαίας τάξης, εκείνο που επαγρυπνεί για τα συμφέροντά σας και έχει διασφαλίσει ότι οι κανόνες που επιβάλλονται στους κοινούς θνητούς ισχύουν και για τους ισχυρούς. Μολονότι το εν λόγω μήνυμα, με το πέρασμα του χρόνου, ανταποκρινόταν ολοένα και λιγότερο στην πραγματικότητα, η ιστορική ταυτότητα του κόμματος επέβαλλε το συνεχές σφυροκόπημα με αυτό.
Όχι τούτη τη φορά. Ασφαλώς υπήρξαν αναφορές στα δεινά από τα οποία υπέφερε ο λαός λόγω της οικονομικής κρίσης που επακολούθησε την «πανδημία του Τραμπ», χωρίς ωστόσο μεγάλη επιμονή. Πού πήγαν οι Δημοκρατικοί που κάποτε κατήγγελλαν με ζέση τις ανισότητες; Πού κρύφτηκε η ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης εν μέσω Covid; Ε! λοιπόν, ένα μέρος της βρέθηκε στο συνέδριο των Ρεπουμπλικανών, που συγκλήθηκε μία εβδομάδα αργότερα. Το προνομιακό θέμα των Δημοκρατικών έκανε μια απρόσμενη εμφάνιση ήδη από το πρώτο βράδυ. Μετά τη ομολογία πίστης των συντηρητικών, στο βήμα κλήθηκε ο νεαρός Τσάρλι Κερκ, ιδρυτής μιας ομάδας φοιτητών που βρίσκεται σε πόλεμο με τους «αριστεριστές» εκπαιδευτικούς, ο οποίος ουσιαστικά κάλεσε το κοινό σε ταξική πάλη. «Για δεκαετίες», εξανέστη, «οι άρχουσες τάξεις των δύο κομμάτων ξεπούλησαν το μέλλον μας. Στην Κίνα. Σε απρόσωπες πολυεθνικές. Σε αχόρταγους λομπίστες. Το έκαναν για να διατηρήσουν την εξουσία τους. Και για να πλουτίσουν. Χειραγωγώντας το σύστημα με τέτοιο τρόπο ώστε να συντρίψουν τους καλούς πατριώτες της μεσαίας τάξης που αγωνίζονται να φτιάξουν οικογένεια και να ζήσουν μια αξιοπρεπή ζωή». Στη συνέχεια, ο ομιλητής στοχοποίησε τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών.
Ο πανικός έχει γίνει το κύριο θέμα του 2020, μια κλαψιάρικη και σέξι μόδα της οποίας και οι δύο παρατάξεις διεκδικούν την αποκλειστικότητα. Εντούτοις, ενώ οι Δημοκρατικοί προειδοποιούν ψύχραιμα για τον συστημικό ρατσισμό και για τον κίνδυνο στον οποίον θέτει ο Τραμπ τους δημοκρατικούς θεσμούς, στο θέμα της τρομοκράτησης έχουν κατά πολύ υποσκελιστεί. Οι Ρεπουμπλικανοί είναι οι δεξιοτέχνες του φόβου, οι μεγάλοι καλλιτέχνες ενός κόσμου που έχει ζωγραφιστεί ξανά και παίρνει με το πινέλο τους τη μορφή εφιάλτη. Και μεταχειρίστηκαν αυτά τα συναισθήματα με δεξιοτεχνία ανάλογη του Βλαντίμιρ Χόροβιτς στο πιάνο του. Φέρτε ξανά τους Δημοκρατικούς στην εξουσία, λένε, και θα δείτε όχι μόνο το τέλος της δημοκρατίας, αλλά τον θάνατο του ίδιου του πολιτισμού. Θα ξεσπάσουν ταραχές παντού, χειρότερες από εκείνες που χαρακτήρισαν τις διαμαρτυρίες ενάντια στην αστυνομική βία κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Θα υπάρξουν εμπρησμοί ιδιωτικών περιουσιών, τα αγάλματα θα γκρεμιστούν από τα βάθρα τους, τα προάστια όπου κατοικούν λευκοί θα αφανιστούν. Όμως, τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης δεν θα αναφέρουν τίποτα από όλα αυτά, καθώς έχουν υπνωτιστεί από τις σειρήνες του αριστερισμού και της αναρχίας…
Τα ίδια είπε και ο Τζέιμς Τζόρνταν, ο εκπρόσωπος του Οχάιο στο Κογκρέσο: «Δείτε τι συμβαίνει στις αμερικανικές πόλεις: έγκλημα, βία, νόμος του πλήθους (…) Οι Δημοκρατικοί δεν θα σας αφήσουν να πάτε στη δουλειά σας, αλλά θα σας αφήσουν να οργανώνετε ταραχές».
Τα ίδια είπαν και ο Μαρκ και η Πατρίσια ΜακΛόσκι, ένα εύπορο ζευγάρι από το Σεν Λούις του Μισούρι, το οποίο έγινε διάσημο επειδή σημάδεψε με πυροβόλα όπλα ειρηνικούς διαδηλωτές του κινήματος Black Lives Matter: «Θέλουν να καταργήσουν διά παντός τα προάστια», «Η οικογένειά σας δεν θα είναι ασφαλής στην Αμερική των ριζοσπαστών Δημοκρατικών», «Το πλήθος, αφιονισμένο από τους συμμάχους του στα μίντια, θα προσπαθήσει να σας καταστρέψει».
Μια ασυνήθιστη ταξική πάλη
Τα ίδια είπε και η Κίμπερλι Γκιλφόιλ, πρώην παρουσιάστρια του «Fox News» που προσελήφθη από τον Οργανισμό Τραμπ, ουρλιάζοντας στην κυριολεξία το κήρυγμά της λες και μιλούσε χωρίς μικρόφωνο σε στάδιο ενώπιον πενήντα χιλιάδων υποστηρικτών, ενώ μιλούσε μέσα σε ένα άδειο δωμάτιο ενός γραφείου στην Ουάσινγκτον: «Αυτές οι εκλογές είναι μια μάχη για την ψυχή της Αμερικής», «Θέλουν να καταστρέψουν αυτή τη χώρα κι όλα αυτά για τα οποία έχουμε πολεμήσει και θεωρούμε πολύτιμα», «Αμερική! Τα πάντα κρέμονται από μια κλωστή».
Τέλος, τα ίδια είπε και ο Ντόναλντ Τραμπ Τζούνιορ, άξιος γιος του πατέρα του στους κόλπους του Οργανισμού Τραμπ: «Στο παρελθόν, τα δύο κόμματα πίστευαν στην καλοσύνη της Αμερικής. (…) Αυτή τη φορά, το άλλο κόμμα επιτίθεται στις ίδιες τις αξίες επάνω στις οποίες θεμελιώθηκε το έθνος μας. Την ελευθερία σκέψης. Την ελευθερία λόγου. Τη θρησκευτική ελευθερία. Το κράτος δικαίου».
Να τονίσουμε πως όλα αυτά αφορούν μόνο την πρώτη ημέρα του συνεδρίου των Ρεπουμπλικανών. Οι τρεις επόμενες αφιερώθηκαν στο κτίσιμο ενός εναλλακτικού οράματος της πραγματικότητας, όπου ο Τραμπ ήταν αθώος σαν νεογέννητο. Έκανε ό,τι μπορούσε ενάντια στην πανδημία, η ευθύνη για την οποία εξάλλου βαρύνει αποκλειστικά την Κίνα, και η οικονομική ανάκαμψη είναι εδώ, ακριβώς μπροστά μας. Η προσπάθεια να εξηγηθεί ότι ο Τραμπ δεν ήταν ρατσιστής παρουσίαζε δυσκολίες, οπότε είχαν την ιδέα να την αναθέσουν σε ένα δείγμα μαύρων αθλητών. Τα λεγόμενά τους δεν είχαν την ίδια επίδραση με τη συναυλία πρόκλησης πανικού που είχε προηγηθεί.
Προκειμένου να καταλάβουμε πραγματικά τις ζωτικής σημασίας εκλογές που έχουμε μπροστά μας, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη τον τρόπο με τον οποίον τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης αυτής της χώρας ξεσπούσαν στον Τραμπ επί τέσσερα χρόνια. Η «Washington Post», για να αναφέρουμε μόνο εκείνη, δημοσιεύει τρία ή τέσσερα άρθρα γνώμης την ημέρα, αφιερωμένα ολοκληρωτικά, ή σχεδόν ολοκληρωτικά, στην απεικόνιση του προέδρου με τα πιο μελανά χρώματα. Ωστόσο οι μόνιμες επιθέσεις, αν και προορίζονταν προφανώς να ρίξουν το ποσοστό δημοτικότητάς του, ωφέλησαν τον Τραμπ, τοποθετώντας τον πήχυ εξαιρετικά χαμηλά για εκείνον. Έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο που παρουσιάζεται νυχθημερόν στους Αμερικανούς ως ένα αποκρουστικό τέρας, ένας άνθρωπος χωρίς αρετές, ένα πλάσμα που έχει ξεπέσει στο χαμηλότερο σκαλοπάτι της ποταπότητας και που ίσως είναι και προδότης. Κι αν οι Ρεπουμπλικανοί κατάφερναν να αποδείξουν ότι στην πραγματικότητα είναι ένας εντάξει τύπος, ο οποίος μάλιστα κάποιες φορές το προσπάθησε;
Το τίναγμα άπειρων βολτ γνωστικής ασυμφωνίας που κάτι τέτοιο θα προκαλούσε στην παρεγκεφαλίδα του έθνους θα πρέπει να φάνηκε ικανοποιητική ανταμοιβή ώστε να αξίζει τον κόπο η προσπάθεια. Κι έτσι εξηγείται η στιγμή ατόφιου θριάμβου στο συνέδριο των Ρεπουμπλικανών: η τελετή λήξης, όταν η ατελείωτη ακολουθία ανιαρών ομιλιών, εκφωνημένων από άψυχους αγορητές μέσα σε ένα άδειο δωμάτιο, έδωσε τη θέση της στην Ιβάνκα Τραμπ, την κόρη του προέδρου, η οποία βγήκε από τον Λευκό Οίκο ανάμεσα σε συστοιχίες από αμερικανικές σημαίες και υπό τις επευφημίες ενός παλλόμενου, ολοζώντανου πλήθους, το οποίο δεν φορούσε μάσκες –μια προκλητική και απολύτως σοκαριστική στάση εν μέσω μιας πανδημίας η οποία έως εκείνη την ημέρα είχε ήδη οδηγήσει στον θάνατο περισσότερα από εκατόν πενήντα χιλιάδες άτομα στη χώρα.
Με τα μαλλιά της να κυματίζουν στο ελαφρό αεράκι, η «Ιβάνκα» προχωρά προς το μικρόφωνο που είναι τοποθετημένο στον κήπο του Λευκού Οίκου και μας μεταφέρει στη χώρα των θαυμάτων όπου ο Τραμπ –ο «πρόεδρος του λαού», ο «υπερασπιστής του Αμερικανού εργαζόμενου», η «φωνή των λησμονημένων ανδρών και γυναικών αυτής της χώρας»– είναι η προσωποποίηση της καλοσύνης, και όπου τα μέσα ενημέρωσης και οι πολιτικοί «της Αριστεράς» είναι εκείνοι που επωμίζονται τον ρόλο των ψευτών και των κακών. Ο πρόεδρος, μας λέει, είναι αγαπητός στα εγγόνια του. Είναι αγαπητός στους «στωικούς μηχανικούς και τους εργάτες του χάλυβα» που αναλύονται σε δάκρυα όταν τον συναντούν. Καθοδηγείται από «μια βαθιά συμπόνοια για εκείνους που είχαν άδικη μεταχείριση», κυρίως τους κρατούμενους. Φανταστείτε πόσο δύσκολο του ήταν να θυσιάσει την «πιο ισχυρή, χωρίς αποκλεισμούς οικονομία που γνώρισε ποτέ ο άνθρωπος, ακινητοποιώντας την προκειμένου να σώσει ζωές Αμερικανών».
Κατόπιν φτάνει η σειρά του ίδιου του Τραμπ να ανέβει, με κάποια προσπάθεια, στο βήμα. Λέει πως αποδέχεται την υποψηφιότητα από το κόμμα του, διαβεβαιώνει το κοινό πως είναι απόλυτα ικανός να νιώσει ανθρώπινα συναισθήματα και κατόπιν αναλαμβάνει να καταρρίψει τη μανιχαϊστική φαντασίωση του Μπάιντεν: «Η Αμερική δεν είναι μια χώρα βυθισμένη στο σκοτάδι, η Αμερική είναι ο πυρσός που φωτίζει τον κόσμο.» Ο Δημοκρατικός αντίπαλός του έχει όλα τα ελαττώματα για τα οποία κατηγορείται ο ίδιος, συνεχίζει, κυρίως εκείνο της εξαπάτησης της εργατικής τάξης. «Πήρε τις δωρεές των εργαζομένων, τους αγκάλιασε, τους φίλησε μάλιστα» (ένας υπαινιγμός για την πολύ γνωστή συνήθεια του πρώην αντιπροέδρου να επιβάλλει στο γυναικείο κοινό του ανεπιθύμητες εκδηλώσεις αγάπης), «τους είπε ότι συμμερίζεται τον πόνο τους και κατόπιν επέστρεψε στην Ουάσινγκτον για να ψηφίσει τη μετεγκατάσταση των θέσεων εργασίας μας στην Κίνα ή σε άλλες μακρινές χώρες». Ό,τι νομίζατε πως ξέρετε είναι λάθος.
Όσο για το πολιτικό προσωπικό της χώρας του, είναι μια συμμορία αχρείων, από τον πρώτο έως τον τελευταίο. «Κάποιοι μυημένοι της Ουάσινγκτον μου ζήτησαν να αφήσω την Κίνα να συνεχίσει να κλέβει τις δουλειές μας και να ληστεύει τη χώρα μας, ωστόσο τήρησα την υπόσχεση που είχα δώσει στον αμερικανικό λαό.» Ω! Πρόκειται για σατανικά και αναιδή πλάσματα, για προδότες που η μόνη σκέψη τους είναι η εξουσία. Εάν τους αφήσετε να κάνουν ό,τι θέλουν, θα εφαρμόσουν ένα παρανοϊκό πρόγραμμα που θα συνίσταται στο γκρέμισμα των συνόρων της χώρας («στο μέσο μιας πλανητικής πανδημίας!»), στην παραχώρηση σε παράνομους μετανάστες των νομικών υπηρεσιών που έχουν πληρώσει οι φορολογούμενοι, στην κατάργηση του προϋπολογισμού της αστυνομίας, στην ενθάρρυνση των ταραχών και στην απελευθέρωση «τετρακοσίων χιλιάδων εγκληματιών στους δρόμους και στις γειτονιές σας». Κατά τον πρόεδρο, τούτοι οι άνθρωποι της Αριστεράς «θέλουν να σας απαγορεύουν να επιλέγετε το σχολείο των παιδιών σας, ενώ θα εγγράφουν τα δικά τους παιδιά στα καλύτερα ιδιωτικά ιδρύματα της χώρας. Θέλουν να ανοίξουν τα σύνορα, ενώ εκείνοι θα ζουν σε φυλασσόμενες περιοχές στις καλύτερες γειτονιές του κόσμου. Θέλουν να καταργήσουν τη χρηματοδότηση της αστυνομίας, ενώ οι ίδιοι θα δικαιούνται να έχουν ένοπλους σωματοφύλακες. Τον Νοέμβριο οφείλουμε αλλάξουμε σελίδα για πάντα σε αυτό το πολιτικό κατεστημένο που από κάθε άποψη έχει αποτύχει».
Οι αλαλαγμοί του Τραμπ δεν μπορούν απλώς να συνοψιστούν σε παραληρηματικά ξεσπάσματα που θα μπορούσαμε να κοροϊδέψουμε ή να υποτιμήσουμε. Πίσω από τα σύννεφα των μυθευμάτων του κρύβεται ένα ψήγμα αλήθειας. Ουδείς αγνοεί ότι ορισμένες προοδευτικές πολιτικές εκτιμώνται κυρίως από τις προνομιούχες τάξεις. Η ριζοσπαστικοποίηση, με το πέρασμα του χρόνου, των έγκυρων μέσων ενημέρωσης, των ακριβών πανεπιστημίων και των πολιτιστικών ιδρυμάτων όπου συχνάζουν οι ελίτ αντικατοπτρίζει την κατάσταση. Άλλο ένα παράδειγμα: στο τέλος του Αυγούστου το NPR, ένας ραδιοφωνικός σταθμός που απευθύνεται σε καλλιεργημένα στελέχη, υποδεχόταν τον συγγραφέα ενός έργου με τίτλο Για την Υπεράσπιση της Λεηλασίας. Ακόμη ένα παράδειγμα: το πανάκριβο φανελάκι (860 δολάρια) παραγωγής Dior, επάνω στο οποίο είναι γραμμένο το σύνθημα «Θα έπρεπε όλοι να είμαστε φεμινιστές».
«Μου επιτίθενται επειδή αγωνίζομαι για εσάς», λέει με ένταση ο πρόεδρος κατά τη διάρκεια της ομιλίας του. Ο Τραμπ δεν αγωνίζεται «για εμάς», ωστόσο είναι φανερό ότι του επιτίθενται. Κι αφού «εκείνοι» τον αντιπαθούν, για πολλούς ψηφοφόρους είναι επαρκής λόγος να τον υποστηρίξουν. Είναι ο εχθρός των εχθρών τους.
Για μια ολόκληρη μερίδα της Αμερικής, η διένεξη αυτή έχει ουσιαστική σημασία. Ούτε το «Russiagate», ούτε η περιφρόνηση του Τραμπ για τους κανόνες, ούτε η καταχρηστική χρήση των δυνάμεων του στρατού, ούτε καν η κολοσσιαία αχρηστία του απέναντι στην πανδημία, οι συνέπειες της οποίας μετρώνται σε δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία όσο τούτη η ασυνήθιστη ταξική πάλη: του Τραμπ εναντίον των καλλιεργημένων αστών της αφ’ υψηλού Αμερικής. Οι τελευταίοι έχουν συμμαχήσει εναντίον του με πρωτοφανή ορμή. Το μίσος που αισθάνονται για εκείνον δεν κάνει τον Τραμπ καλό πρόεδρο –αντικειμενικά είναι άθλιος στη θέση αυτή– του επιτρέπει όμως να έχει την υποστήριξη εκατομμυρίων ανθρώπων οι οποίοι, χωρίς αυτό το μίσος, θα κρατούσαν απόσταση από έναν τέτοιον παλιάτσο.
Διότι η αντιπάθεια που προκαλεί αποτελεί ένα από τα ατού που χρησιμοποιεί ο Τραμπ. Ο πολυδιαφημισμένος οικονομικός απολογισμός του δεν είναι παρά τα συντρίμμια μιας μετωπικής σύγκρουσης που ακόμη βγάζουν καπνούς. Οι άξιοι και φιλόπονοι πολίτες, που αρέσκεται να εκθειάζει, παρακολουθούν τηλεόραση κλεισμένοι στα υπόγειά τους περιμένοντας να εξατμιστεί μια θανατηφόρα ασθένεια την οποία σχεδόν όλες οι άλλες χώρες του πλανήτη έχουν καταφέρει να ελέγξουν καλύτερα. Ωστόσο, η απέχθεια για τους προοδευτικούς ηθικολόγους αποτελεί την τελευταία ευκαιρία του λίγο πριν από τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου.
Γιατί οι Αμερικανοί καταφρονούν τους προοδευτικούς; Η απάντηση είναι συνεχώς μπροστά στα μάτια μας. Οι ηγέτες τους έπαψαν να μιλούν για τις αξίες της μεσαίας τάξης, όχι όμως και να επαίρονται για τις προσωπικές αρετές τους και για την περιφρόνηση που δείχνουν στους κατώτερους και λιγότερο εκλεπτυσμένους από εκείνους. Βρίσκουν εξαιρετική ευχαρίστηση ασκώντας μια πολιτική επιπλήξεων, πανταχού παρούσα τον καιρό του Covid. Τη στιγμή αυτή κυκλοφορεί ένα βίντεο όπου διαδηλωτές του κινήματος Black Lives Matter περικυκλώνουν μια γυναίκα που τρώει στον υπαίθριο χώρο μιας καφετέριας. Το πλήθος τής ζητά επιτακτικά και με φωνές να υψώσει τη γροθιά της σε ένδειξη υποστήριξης στο κίνημά τους7. Παρόμοια επεισόδια, στα οποία κατηγορίες και καταγγελίες φτάνουν στα άκρα, πλημμυρίζουν κάθε μέρα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η αίσθηση ότι ο προοδευτισμός έχει γίνει μια ελιτίστικη πολιτική εκφοβισμού και δυσφήμισης κερδίζει έδαφος. Το να πούμε ότι ο κόσμος παρακολουθεί αυτή τη μορφή πολιτικής με ένα μείγμα φόβου και μίσους δεν λέει τίποτα. Πανικός, σύγχυση, διασυρμός, άγριο κατηγορητήριο: αυτός είναι ο κόσμος μέσα στον οποίο κατρακυλάμε –και πολλοί Αμερικανοί δεν κατηγορούν τον Τραμπ για αυτήν την πτώση.
- Βλ. π.χ. Bob Fitrakis και Harvey Wasserman, «Will Bush cancel the 2008 election?», 31 Ιουλίου 2007.
- Elizabeth Drew, «Is this Watergate?», 6 Φεβρουαρίου 2017.
- Βλ. «Russiagate”, la débâcle», La valise diplomatique, 26 Μαρτίου 2020.
- Umair Haque, «We don’t know how to warn you any harder. America is dying», «Eudaimonia», 30 Αυγούστου 2020.
- Michael Anton, «The coming coup?», «American Mind», 4 Σεπτεμβρίου 2020.
- Ένα κοστούμι «ικανού διαχειριστή» που επιπλέον είναι και κακοραμμένο, δεδομένου ότι ο ιδιοκτήτης του έκανε «θαύματα» ενάντια στην πανδημία. Τον Μάρτιο έδωσε εντολή στους οίκους ευγηρίας της Πολιτείας της Νέας Υόρκης να φιλοξενήσουν ασθενείς του Covid-19 χωρίς να σκεφτεί ότι θα πρέπει προηγουμένως να εξεταστούν ώστε να διαπιστωθεί εάν ήταν ακόμη μολυσματικοί…
- Πρβλ. Lauren Victor, «I was the woman surrounded by BLM protesters at DC restaurant. Here’s why I didn’t raise my fist», «The Washington Post», 4 Σεπτεμβρίου 2020.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου