Η made in USA αντιμετώπιση της πολιτιστικής κληρονομιάς
Η πολιτιστική κληρονομιά δεν μπορεί να τίθεται προς πώληση, ούτε να γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Ούτε όμως μπορεί να απολύεται απαραίτητο προσωπικό για να ικανοποιηθεί η αστική ηθική των «η τέχνη για την τέχνη». Το δίλημμα δεν μπορεί να είναι «θέσεις εργασίας ή πολιτισμός», όπως δεν μπορεί να είναι ούτε «μετρό ή αρχαιότητες».
Καθώς η κρίση, υγειονομική και οικονομική, μαστίζει τις ΗΠΑ, λαμβάνει χώρα ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο: τα αμερικανικά μουσεία τέχνης ξεπουλάνε έργα από τις συλλογές τους για να επιβιώσουν. Τον Απρίλιο του 2020 o αμερικανικός Σύνδεσμος Διευθυντών Μουσείων Τέχνης (Association of Art Museum Directors), διαβλέποντας τη δύσκολη κατάσταση στην οποία εισερχόταν ο χώρος των τεχνών και του πολιτισμού, πήρε μια πρωτοφανή απόφαση. Μέχρι και τον Απρίλιο, τμήματα των μουσειακών συλλογών μπορούσαν να διατεθούν προς πώληση, μόνον εφόσον πληρούνταν εξαιρετικά αυστηρές προδιαγραφές.
Μάλιστα τα έσοδα από τυχόν τέτοιες πωλήσεις πριν από τον Απρίλιο 2020 μπορούσαν να διατεθούν αποκλειστικά προς επέκταση των συλλογών ενός μουσείου. Μετά τον Απρίλιο όμως, τα αμερικανικά μουσεία απέκτησαν τη δυνατότητα να διαθέτουν προς πώληση τμήματα των συλλογών τους εφόσον τα έσοδα θα διετίθεντο για την «άμεση φροντίδα» («direct care») των συλλογών τους. Εδώ κάποιος εύλογα διερωτάται: «Και τι ακριβώς σημαίνει η άμεση φροντίδα των συλλογών;» Φυσικά τον ορισμό της άμεσης φροντίδας ο AAMD τον άφησε στη διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε μουσείου.
Το μεγάλο ξεπούλημα
Πέντε μήνες και πολλά λοκντάουν αργότερα, τα οικονομικά εξαθλιωμένα αμερικανικά μουσεία επιδίδονται σε διαγωνισμούς εκποίησης της περιουσίας τους. Από Μονέ και Ματίς μέχρι Κρανάχ, Γουόρχολ και Πόλοκ, το ξεπούλημα δεν έχει τελειωμό. Τα μουσεία που συμμετέχουν σε αυτές τις διαδικασίες δηλώνουν ικανοποιημένα. Με τα εκατομμύρια που εξασφαλίζουν από τις πωλήσεις μπορούν να πληρωθούν μισθοί, να αγοραστούν νέα έργα τέχνης και να θεσπιστεί η ελεύθερη είσοδος στο μουσείο για όλους. Οπως συνέβη με το Μουσείο Τέχνης Εβερσον (Everson Museum of Art) στη Νέα Υόρκη, συχνά η πώληση ενός και μόνο πίνακα μπορεί να αρκεί ώστε ένα ίδρυμα να αποφύγει την απόλυση δεκάδων εργαζομένων.
Μια σειρά από παράδοξα προκύπτουν μέσα από αυτή τη διαδικασία. Πρώτο και σημαντικότερο είναι πως οι ίδιοι οι εργαζόμενοι που αποφαίνονται αν ένα μουσειακό έκθεμα μπορεί να διατεθεί προς πώληση είναι εκείνοι που θα λάβουν και αυξήσεις στους μισθούς τους αν η πώληση πραγματοποιηθεί. Επίσης είναι οι ίδιοι που, αν δεν πωληθεί το έργο τέχνης, πιθανόν να βρεθούν δίχως δουλειά σε λίγους μήνες.
Το δίλημμα που τίθεται είναι τουλάχιστον αστείο: Μείωση μισθού και πιθανή απόλυση ή μπόνους, αυξήσεις και σταθερή εργασία;
Η συζήτηση στην Αμερική γίνεται εξ αρχής πάνω σε μια αρκετά εύθραυστη βάση. Αρκετοί υποστηρίζουν το ξεπούλημα, βρίσκοντας πως η πώληση άψυχων αντικειμένων, που πιάνουν σκόνη σε μουσειακές αποθήκες, οφείλει να τεθεί σε χαμηλότερη βαθμίδα από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ζωή. Με τις πωλήσεις, ισχυρίζονται, τα ιδρύματα θα προσφέρουν έργο στις κοινότητές τους για χρόνια, καθώς και αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας. Αρκετοί πάλι διαφωνούν, αντιτείνοντας πως τα μουσεία υπάρχουν για να προστατεύουν και να υπηρετούν τις συλλογές και την κοινότητα, όχι το αντίθετο.
Εδώ εμφανίζονται ηθικισμοί της λογικής «η τέχνη οφείλει να έρχεται πρώτη». Δεν μπορούν έργα υψηλού κάλλους να χάνονται σε σαλόνια ζάμπλουτων συλλεκτών για να μη γίνουν μερικές περικοπές. Στο κάτω κάτω ας ψάξουν και αλλού τα μουσεία να βρουν λεφτά. Ας βρουν χορηγούς, ας κάνουν εράνους… ας παρακαλέσουν.
Ο κίνδυνος
Μπορεί εκ πρώτης όψεως τα τεκταινόμενα της αμερικανικής πολιτιστικής σφαίρας να φαίνονται μακρινά και αδιάφορα, όμως η επιρροή της Αμερικής στον χώρο της τέχνης δεν είναι αμελητέα. Εάν το νέο μοντέλο διαχείρισης περάσει, δεν αποκλείεται να δούμε αντίστοιχες πρακτικές και στην Ευρώπη δεδομένης της βάθυνσης της οικονομικής κρίσης τα επόμενα χρόνια. Ηδη τον Σεπτέμβριο, η Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Λονδίνου εξέτασε την πώληση ενός έργου του Μικελάντζελο προκειμένου να αποφύγει την απόλυση 150 εργαζομένων. Αν και η Ακαδημία δεν προχώρησε στην πώληση του έργου, η πραγματικότητα ίσως να ήταν διαφορετική σ’ ένα κλίμα όπου η εκποίηση συλλογών θα ήταν ηθικά αποδεκτή και νομικά ευκολότερη.
Το θέμα αφορά και τη χώρα μας καθώς, μολονότι το πλαίσιο είναι διαφορετικό, η κατεύθυνση είναι κοινή. Η τέχνη και ο πολιτισμός από ανάγκες και αγαθά μετατρέπονται σε προϊόντα. Για πολλούς λόγους είναι δύσκολο να φανταστούμε ελληνικά μουσεία να ακολουθούν το παράδειγμα των αμερικανικών. Ωστόσο, τα διλήμματα που τίθενται στην Αμερική εμφανίζονται πλέον έντονα στον ευρύτερο χώρο της πολιτισμικής κληρονομιάς και στην Ελλάδα. Πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευτεί το κυβερνητικό δίλημμα «μετρό ή αρχαιότητες» στον σταθμό Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη;
Εδώ λοιπόν διαφαίνεται το μεγάλο πρόβλημα ενός χώρου που είναι εκ φύσεως αλλεργικός στα διλήμματα.
Τα μουσεία δεν μπορούν να μεταμορφωθούν σε οίκους δημοπρασιών, ούτε οι επιμελητές σε εκτιμητές έργων τέχνης και μάνατζερ.
Η πολιτιστική κληρονομιά δεν μπορεί να τίθεται προς πώληση, ούτε να γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Ούτε όμως μπορεί να απολύεται απαραίτητο προσωπικό για να ικανοποιηθεί η αστική ηθική των «η τέχνη για την τέχνη». Το δίλημμα δεν μπορεί να είναι «θέσεις εργασίας ή πολιτισμός», όπως δεν μπορεί να είναι ούτε «μετρό ή αρχαιότητες», ούτε «ΜΕΘ ή συντάξεις».
Το δίλημμα οφείλει να τεθεί σε άλλη βάση και η απάντησή του σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι η βαρβαρότητα.
*Αρχαιολόγος-μουσειολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου