Υποφωτισμένα δίκτυα διάδοσης του χριστιανισμού
Δημήτρης Ι. Κυρτάτας «Η Οδός και τα βήματα των πρώτων χριστιανών», εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα, 2020
Ο Δημήτρης Ι. Κυρτάτας με τα βιβλία του θέτει σε αμφισβήτηση τις κυρίαρχες σφαλερές απλουστεύσεις, τις προκαταλήψεις και τα κοινώς παραδεκτά και συνεχώς χαράσσει νέες ιστοριογραφικές διαδρομές, αλλάζοντας την πορεία των αρχαιογνωστικών σπουδών και επιτρέποντας μια πληρέστερη κατανόηση της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας. «Με ενδιαφέρουν οι ατραποί, τα σοκάκια, τα αφανή μονοπάτια, τα αδιέξοδα και οι οπισθοδρομήσεις», γράφει στο νέο του βιβλίο «Η Οδός και τα βήματα των πρώτων χριστιανών», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.
Η Οδός είναι σπουδαία γιατί εγκαινιάζει μια νέα και διαφορετική πορεία στην έρευνα, ανασυγκροτώντας διάχυτες νοοτροπίες, δίνοντας σημασία σε υπαινιγμούς, ασήμαντες λεπτομέρειες και τυχαίες πληροφορίες, αξιοποιώντας μύθους και διαδόσεις, κάνοντας τολμηρές υποθέσεις, σχολιάζοντας σιωπές. Η Οδός είναι συναρπαστική γιατί αναδεικνύει ό,τι δεν είναι ευρέως γνωστό, όσα έχουν διαφύγει της προσοχής των ιστορικών και δεν έχουν αξιωθεί να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης, ενώ φωτίζουν βασικά χαρακτηριστικά της θρησκευτικότητας και της κοινωνικής ζωής στην ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Επικεντρώνει την προσοχή μας σε πολλά και ενδιαφέροντα που είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα άφησαν στη σκιά οι βασικοί μας πληροφοριοδότες ή τα προσπέρασαν χωρίς ιδιαίτερο σχολιασμό. Περισσότερο από τις ηρωικές μορφές απασχολούν τον Κυρτάτα οι απλοί πιστοί που παρέμειναν ανώνυμοι. Περισσότερο από τα ασφαλή δόγματα των συνόδων τον προβληματίζουν οι δισταγμοί, οι αμφιβολίες και οι αμφιταλαντεύσεις. Πρόκειται για μια ιδιοφυής αντιστροφή οπτικής.
Προκειμένου να κατανοήσει το μεγάλο και σύνθετο φαινόμενο που λέγεται διάδοση και επικράτηση του χριστιανισμού, ο Κυρτάτας αναζήτησε τα δίκτυα διάδοσης του χριστιανισμού μέσα στον αυτοκρατορικό οίκο υπενθυμίζοντας μας ότι καθίσταται φτωχότερη και παραπλανητική η ιστορική έρευνα των πρώτων χριστιανικών χρόνων όταν ανάγεται σε μια αδιάλειπτη αντιπαλότητα μεταξύ της αυτοκρατορικής εξουσίας και των χριστιανών. Οι χριστιανοί αυτοκρατορικοί δούλοι και απελεύθεροι, οι γυναίκες των αξιωματούχων και οι στρατιώτες συνέβαλαν αποφασιστικά στην προώθηση της υπόθεσης του χριστιανισμού. Αυτό δεν είχε μέχρι στιγμής επισημανθεί επαρκώς, όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στη διεθνή βιβλιογραφία. Όπως παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι στις καθημερινές τους συναναστροφές οι Χριστιανοί διαφορετικών αποκλίσεων συνομιλούσαν μεταξύ τους με πολύ μεγαλύτερη άνεση από αυτή που επιθυμούσαν οι ηγέτες τους. Μερικά άλλα ζητήματα που απασχολούν το συγγραφέα και δεν έχουν τύχει από την παραδοσιακή έρευνα της προσοχής που αξίζουν είναι η θρησκευτικότητα των έκνομων και των εξεγερμένων, οι περιπτώσεις των χριστιανών που στην περίοδο των διωγμών επέλεξαν να μην μαρτυρήσουν για την πίστη, οι αιρετικοί, οι ήπιοι και ανεκτικοί απέναντι στο χριστιανισμό εθνικοί αυτοκράτορες, οι έγκλειστοι σε μνήματα, και οι ακραίοι ασκητές.
Τα μαρτυρολόγια ως πολύτιμη πηγή
Ο Κυρτάτας υπέδειξε πολύ νωρίς τα μαρτυρολόγια ως πολύτιμη πηγή για την άντληση πληροφοριών για την καθημερινή ζωή των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Η Οδός μου γέννησε, μεταξύ άλλων, τη σκέψη ότι ακόμη δεν έχουμε αναγνωρίσει τις ρωμαϊκές φυλακές ως έναν από τους κύριους χώρους διάδοσης του χριστιανισμού, κάτι το οποίο διαφαίνεται από τα μαρτυρολόγια. Οι χριστιανοί ομολογητές της πίστης τόσο στη φυλακή εν αναμονή του μαρτυρικού τους θανάτου όσο και στην αρένα ενέπνεαν και έφερναν μαζικές μεταστροφές. Ταυτόχρονα, το ζήτημα της συμπαράστασης των έγκλειστων χριστιανών ήταν μια ιδιαίτερα σπουδαία προτεραιότητα στις πρωτοχριστιανικές κοινότητες που λειτουργούσε ευεργετικά και καθοριστικά. Από πολύ νωρίς η χριστιανική διδασκαλία τόνισε τη σημασία συμπαράστασης σε έγκλειστους, συνεχίζοντας με θέρμη την ιουδαϊκή παράδοση. Μιμνήσκεσθε τῶν δεσμίων ὡς συνδεδεμένοι, τῶν κακουχουμένων ὡς καὶ αὐτοὶ ὄντες ἐν σώματι, προέτρεπε η Καινή Διαθήκη, και οι χριστιανικές κοινότητες μάζευαν συστηματικά χρήματα που κατέληγαν στους έγκλειστους ομολογητές. Οι έγκλειστοι ομολογητές εμφανίζονται στα μαρτυρολόγια να ανακουφίζονται σημαντικά εξαιτίας της χριστιανικής θεραπείας που ελάμβαναν. Οι εθνικοί κρατούμενοι δεν διέθεταν το ίδιο δίκτυο υποστήριξης.
Ένας εθνικός οξυδερκής παρατηρητής της εποχής ο Λουκιανός κατέγραψε στο Τέλος του Περεγρίνου την περίπτωση ενός χριστιανού έγκλειστου ομολογητή, του Περεγρίνου, τον οποίο οι θαυμαστές του αποκαλούσαν νέο Σωκράτη, και τού έφερναν υπέροχα φαγητά και ιερά βιβλία που διάβαζαν όλοι μαζί δυνατά. Ο Λουκιανός εντυπωσιάστηκε που από το χάραμα χριστιανοί, κυρίως ηλικιωμένες χήρες και ορφανά, συναθροίζονταν έξω από την εκκλησία τους και συγκέντρωναν χρήματα με τα οποία δωροδοκούσαν τους δεσμοφύλακες ώστε να τους επιτρέψουν να περάσουν τη νύκτα μέσα στη φυλακή συντροφιά με τον ομολογητή.
Χριστιανική φιλανθρωπική δράση
Η χριστιανική φιλανθρωπική δράση μοιάζει να ήταν εξαιρετικά οργανωμένη. Χωρίς να χρονοτριβούν όλοι συνεισέφεραν και μαζευόταν το απαιτούμενο ποσό προκειμένου να καλυφθούν τα έξοδα μετακίνησης ακόμη και θαυμαστών που χρειαζόταν να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις προκειμένου να συναντήσουν το ίνδαλμά τους μέσα στη φυλακή. Οι χριστιανοί έδιναν και χρήματα στον Πελεγρίνο (που προφανώς προορίζονταν για το χρηματισμό δεσμοφυλάκων στην περίπτωση που χρειαζόταν κάτι όταν οι υποστηρικτές του απουσίαζαν), με αποτέλεσμα αυτός να συγκεντρώσει τελικά ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό.
Ο λατίνος θεολόγος Τερτυλλιανός στο De ieiunio adversus psychicos 12 διαμαρτυρόταν για την περίπτωση ακραίας συμπαράστασης χριστιανών στον έγκλειστο ομολογητή Πρίστινο, που δεχόταν τόσες περιποιήσεις από τους χριστιανούς υποστηρικτές του ώσπου στο τέλος δεν είχε καμιά απολύτως διάθεση να αποχωριστεί την παρούσα ζωή και να μαρτυρήσει. Αναγκάστηκαν να τον μεθύσουν και να τον σύρουν στο μαρτύριο, για να μην εκτεθούν. «Φοβάμαι μήπως η αφοσίωσή σας μου κάνει κακό», έγραφε με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο δέσμιος Ιγνάτιος καθοδόν προς το μαρτυρικό του θάνατο και διαχώριζε τη θέση του: «ως δέσμιος δεν επιθυμώ τίποτα μάταιο και κοσμικό», (Προς Ρωμαίους 1 και 4). Ο απόστολος Παύλος (Προς Φιλιππησίους δ΄ 17-18) και ο μάρτυρας Πιόνιος (Μαρτύριο Πιονίου 11.7) αρνήθηκαν όσα τους έφεραν στη φυλακή οι πιστοί. Προφανώς ο Παύλος, ο Ιγνάτιος, ο Πιόνιος και ο Τερτυλλιανός γνώριζαν πολύ καλά τους κινδύνους που ενείχε η τάση των πρώτων χριστιανών για υπερβολική αφοσίωση και φροντίδα των έγκλειστων ομολογητών. Σύμφωνα με τον εθνικό ρήτορα Λιβάνιο (Λόγος 45.9) η παροχή θαλπωρής και η παροχή φαγητού σε έγκλειστους αποτελούσε κυρίως γυναικεία αρμοδιότητα. Από ό,τι φαίνεται από τα μαρτυρολόγια κυρίως χριστιανική γυναικεία αρμοδιότητα.
Η φυλάκιση δεν αποτελούσε ποινή
Τα μαρτυρολόγια φανερώνουν ότι οι έγκλειστοι στις ρωμαϊκές φυλακές δεν ήταν απομονωμένοι από τον κόσμο. Άλλωστε τη ρωμαϊκή εποχή η φυλάκιση δεν αποτελούσε ποινή. Η φυλακή ήταν ένα χώρος αναμονής μέχρι τη διεξαγωγή της δίκης και τον καθορισμό της ποινής. Η πρόσβαση επισκεπτών στις ρωμαϊκές φυλακές ήταν ελεύθερη με την προϋπόθεση να δινόταν ένα μικρό ποσό στους δεσμοφύλακες. Οι χριστιανοί συνέρρεαν συχνά σωρηδόν στις ρωμαϊκές φυλακές προκειμένου να δουν από κοντά τα ινδάλματά τους, να συζητήσουν μαζί τους, να διαβάσουν μια επιστολή ή ένα βιβλίο μαζί τους, να βαπτιστούν, να ακούσουν ένα κήρυγμα, να ζητήσουν ευλογία, να ζητήσουν ίαση ή θαύμα, να ζητήσουν να τους θυμηθούν στην επόμενη ζωή. Παράλληλα, οι έγκλειστοι είχαν τη δυνατότητα να εγκαταλείψουν για μερικές ώρες τη φυλακή. Στα μαρτυρολόγια διαβάζουμε για έγκλειστους χριστιανούς ομολογητές που εγκατέλειπαν προσωρινά τη φυλακή για να ανακουφιστούν (π.χ. με μια επίσκεψη σε ένα γειτονικό λουτρό) ή για έναν πιο σοβαρό λόγο (π.χ. την τέλεση μιας βάπτισης).
Ένα επιτυχημένο βιβλίο εμπνέει και διεγείρει την επιθυμία για περαιτέρω έρευνα. Αυτό ακριβώς πετυχαίνει αβίαστα η Οδός, και για άλλες αποσιωπημένες και παραμελημένες πτυχές της πρωτοχριστιανικής ιστορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου