Το μπάχαλο έχει όνομα: Η ευθύνη της κυβέρνησης για τη σφοδρότητα του δεύτερου πανδημικού κύματος
Το σύστημα Υγείας βρίσκεται ένα βήμα πριν από την κατάρρευση κι ο λόγος δεν είναι άλλος απ’ αυτόν που καταγράψαμε την περασμένη εβδομάδα: το στοίχημα της πρόληψης έχει σχεδόν χαθεί. Πλέον τρέχουμε πίσω από το πρόβλημα.
Το θέμα της ευθύνης αποτελεί ζήτημα πολιτικών συγκρούσεων, όπως φάνηκε και στην πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων, αλλά η σκληρή πραγματικότητα είναι πως η τελική ευθύνη ανήκει πάντα στην κυβέρνηση. Άλλωστε δικές της είναι οι αποφάσεις.
Η πρωθυπουργική παραδοχή ότι η κυβέρνηση άργησε να επιβάλει το ολικό lockdown στη Θεσσαλονίκη και η παραδοχή του υπουργού Ανάπτυξης Άδωνι Γεωργιάδη ότι, ως προς το άνοιγμα του τουρισμού το περασμένο καλοκαίρι, «δεν καταλάβαμε» τον κίνδυνο δεν ήταν, δυστυχώς, τα μόνα προβλήματα που εμφανίστηκαν από το lockdown της άνοιξης έως σήμερα.
Πριν όμως τα δούμε αναλυτικά, καλό είναι να σημειώσουμε κάτι σημαντικό. Λέγεται και γράφεται, ως ελαφρυντικό για την κυβέρνηση, ότι, αφού το δεύτερο κύμα της πανδημίας ήταν σίγουρο πως θα έρθει και αφού ολόκληρη η Ευρώπη χτυπιέται αλύπητα, τα πράγματα ως προς την Ελλάδα ήταν προδιαγεγραμμένα.
Εν μέρει αλήθεια, αλλά μόνο εν μέρει. Διότι, απλούστατα, κάθε χώρα και κάθε οικονομία λειτουργεί με τον δικό της τρόπο, άρα οι κερκόπορτες είναι διαφορετικές και οι δυνατότητες πρόληψης επίσης. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, τι συνέβη στη δική μας χώρα, τι μπορούσε να γίνει και τι όχι.
Το σύστημα Υγείας
Σε ό,τι αφορά το Εθνικό Σύστημα Υγείας η μεγαλύτερη φασαρία γινόταν και γίνεται για την επάρκεια των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ). Μπορούσε η κυβέρνηση να κάνει κάτι θεαματικό ώστε να αυξήσει σοβαρά τον αριθμό τους; Η απάντηση είναι όχι, παρότι και ιδιωτικοί φορείς δώρισαν εξοπλισμό και η εκμετάλλευση των διαθέσιμων ΜΕΘ έχει υπάρξει σχεδόν πλήρης.
Το πρώτο πρόβλημα βρίσκεται στη διαθεσιμότητα εντατικολόγων, δηλαδή γιατρών εκπαιδευμένων και ικανών να δουλέψουν σε ΜΕΘ, η οποία ήταν εξαρχής μικρή. Το δεύτερο έγκειται στον χρόνο εκπαίδευσης ενός εντατικολόγου, ο οποίος κυμαίνεται περί τα δύο χρόνια. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, ακόμη και αν υπήρχε η πρόθεση, δεν επαρκούσε ο χρόνος. Επομένως η Ελλάδα θα πορευόταν με όλες τις πληγές που της άφησαν τα μνημόνια, για τις οποίες η ίδια η Ε.Ε. αναγνωρίζει ότι είναι βαθιές.
Συνεπώς η κυβέρνηση είχε ως κύρια ευθύνη να κρατήσει μακριά από το σύστημα Υγείας την πανδημία – στο μέτρο του δυνατού. Όχι μόνο επειδή δεν μπορούσε να αυξήσει θεαματικά τις ΜΕΘ, αλλά και διότι, ακόμη κι αν το κατάφερνε, αυτό δεν θα εξασφάλιζε την αντοχή του συστήματος σε ένα σφοδρό επιδημικό κύμα. Απαιτούνταν λοιπόν τα εξής:
● Η αξιοποίηση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, η οποία όμως εγκαταλείφθηκε, με αποτέλεσμα κρούσματα και υποψήφια κρούσματα να συγχρωτίζονται στα δημόσια νοσοκομεία αντί να υπάρχει διαχείρισή τους σε προγενέστερο στάδιο.
● Η προετοιμασία για ένταξη των ιδιωτικών μονάδων και προσωπικού υγείας σε έναν εθνικό σχεδιασμό, η οποία εξαντλείται στον διπλασιασμό των νοσηλίων που θα τους πληρώνει το κράτος και στην πρόσκληση ιδιωτών γιατρών για υπηρεσία στο ΕΣΥ με όρους σκανδαλώδεις και, επιπλέον, προσβλητικούς και άδικους για τους γιατρούς του δημόσιου συστήματος.
● Εκτεταμένα και στοχευμένα τεστ, τα οποία θα επέτρεπαν τον εντοπισμό και την απομόνωση κρουσμάτων, ώστε και η ταχύτητα μετάδοσης του ιού να περιοριστεί στην κοινωνία και το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό να μην βρίσκεται στην τραγική κατάσταση με τα 1.000 κρούσματα μελών του τη χειρότερη δυνατή στιγμή.
Παραλείψεις και ανικανότητα
Ως προς το θέμα του τουρισμού, στο οποίο υπήρξε η παραδοχή του Γεωργιάδη ότι «δεν κατάλαβαν», το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο ελαφρότητας ήταν ότι η χώρα άνοιξε άναρχα, χωρίς ενιαίους κανόνες, για να γίνει ένας τζίρος που αντιστοιχεί στο κόστος ενός μήνα lockdown.
Η αδιαφορία επί μήνες για τις συγκοινωνίες, το «πάστωμα» των ανθρώπων, τα συνεχή μπρος - πίσω στο θέμα των σχολείων και των μασκών, το ρεζιλίκι με τη διανομή μασκών, η ανοχή στον τσαμπουκά σοβαρής μερίδας ιεραρχών και η αποποίηση κάθε ευθύνης εκ μέρους της κυβέρνησης για την επιτάχυνση της πανδημίας αποτελούν ένα περίγραμμα της κυβερνητικής ανικανότητας να δομήσει ένα – έστω στοιχειώδες – σχέδιο προληπτικής δράσης.
Το χειρότερο ίσως είναι ότι αυτό ακριβώς το πλαίσιο αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες – αν και όχι τη μοναδική – αιτίες για την κοινωνική «χαλάρωση», την οποία η κυβέρνηση στηλιτεύει ως μόνη υπαίτια για τη δριμύτητα του δεύτερου επιδημικού «κύματος». Πώς όμως μπορείς να είσαι πειστικός και να απαιτείς κοινωνική συμμόρφωση όταν:
● Αφήνεις ανεξέλεγκτη την είσοδο τουριστών και αυταπόδεικτα υποκύπτεις στις απαιτήσεις των τουριστικών πρακτόρων.
● Ξέρεις ότι ιερείς στις γειτονιές μπάζουν κόσμο από την πίσω πόρτα στις εκκλησίες για να κοινωνήσει και δεν επεμβαίνεις.
● Εγκαταλείπεις στη μοίρα του το κέντρο της Αθήνας, όπου μετανάστες ζουν σε άθλιες συνθήκες, πολλοί μαζί σε ελάχιστα τετραγωνικά και άλλοι κάτω από τα ραντάρ της νομιμότητας, οι οποίοι περιφέρονται αφανείς και ανέλεγκτοι.
● Αδιαφορείς για τις δυτικές συνοικίες και δήμους, όπου ανάλογες – λόγω ανέχειας – συνθήκες επικρατούν σε λαϊκά νοικοκυριά (διόλου τυχαίο το ότι στο κέντρο και προς τα δυτικά εμφανίζεται το μεγαλύτερο πρόβλημα).
● Δεν αναδιατάσσεις εγκαίρως δυνάμεις στο σύστημα Υγείας.
Όταν όλα αυτά συμβαίνουν είτε από επιλογή είτε από παράλειψη είτε από ανικανότητα, όταν διαρκώς εκπέμπονται διπλά μηνύματα, από τη μια ένας ανόητος αυτοθαυμασμός και από την άλλη ένα διαρκώς υψωμένο δάκτυλο, η κοινωνία δεν προσλαμβάνει την αίσθηση του επείγοντος από την κυβερνητική λειτουργία. Και δυστυχώς η ατομική ευθύνη, χωρίς την οποία απολύτως τίποτε δεν μπορεί να επιτευχθεί, καταντάει ένα ανυπόληπτο πρόσχημα απέκδυσης ευθυνών.
Δυστυχώς βρισκόμαστε στο σημείο όπου η κυβέρνηση υπολείπεται των αναγκών και η κοινωνία οφείλει – στον εαυτό της πρωτίστως – να καλύψει, με την αυστηρή τήρηση των μέτρων, το κενό πολιτικής ικανότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου