Μετά από το εμβληματικό έργο "Τα παιδιά της πιάτσας" ο Νίκος Τσιφόρος, ο χαρισματικός συγγραφέας που το σπινθηροβόλο χιούμορ του εξακολουθεί να ψυχαγωγεί και να γλυκαίνει τις δύσκολες ώρες μας, κυκλοφόρησε το έργο "Τα παλιόπαιδα τ' ατίθασα" (Ερμής, 1980).
Από αυτό το βιβλίο κορφολογήσαμε μερικά αποσπάσματα , για να αναπολήσουν οι παλαιότεροι μια εποχή που ήταν πιο καθαρή ως προς τις αξίες και να αντιληφθούν οι νεότεροι πόσο επίκαιρος είναι ο στοχασμός και πόσο ζωντανή η γραφή ενός συγγραφέα που πέθανε πριν από μισό αιώνα.
Μπέη... Κολοκύθια μπέης και κολοκύθια Τεράχ, Παναγιώτη τον
λέγανε, αλλά έπεσε στον Ινδό και φόραγε και σαρίκι και είχε
και μούσι. ΄Ελεγε το μέλλον, να πούμε, έφτιαχνε φυλαχτά, τέτοια.
Μέχρι που τον ανθιστήκανε.
- Το δικό σου το μέλλον το ξέρεις; είπε ο κύριος Πρόεδρος.
- Όχι.
- Για πέντε χρόνια το ξέρω γω. Θα πας μέσα να τηράς όξω.
Του ξουρίσανε το μούσι, του βγάλανε το σαρίκι και τον στέλναν
στην αγγαρεία. Μήτε τσιγάρο. Κι εδώ απάνω έπεσε ο Τάσος.
Είχε και μία γκομενίτσα, τη Φούλα, που του 'φερνε πακέτα
και χαρτζιλίκι, του έδινε του Ινδού. Πιάσανε λοιπόν το γκεζί (= κάνανε παρέα).
Τα βράδια φύσαγε ο αγέρας, παγώνανε οι πλάκες, τουρτουρίζανε
κάτου από τη μονή κουβέρτα οι κρατούμενοι και στη
γωνιά ο Τεράχ μπέης δώσ' του το λακρεντί με τον Τάσο... Τα λέγανε,
του μάθαινε και τα μυστικά, " ο άνθρωπος , αδερφέ μου,
είναι βλάκας, όσο και να τον μορφώσεις πιστεέυει στα ξωτικά και
στα δαιμόνια, κι άμα του βρεις το κουμπί τον ξηλώνεις μέχρι
τάλαρο.". Και μετά τον συμβούλευε και του 'λεγε πώς βλέπεις
το μέλλον, μπούρδες, και πώς φυλάγεσαι από το κακό, κοτσάνες,
όλα τα μυστικά, όσα έξερε το σαρίκι του, πονηριές ατελείωτες
και μέγκλες ασταμάτητες."[..... ]
"Ο μαγικός άνθρωπος"
"Καταπράσινα δολάρια"
" Το λοιπόν, η κυρία του κυρίου Δήμου, Σόνια τ' όνομα, Σοφία τη βγάλανε από την κολυμπήθρα. μπήκε λαχανιασμένη, θα 'χε κονομημένη και την πίεσή της και το δήλωσε με το χαρτί της προπλερωμής στο χέρι:
- Ο κύριός μου θα κάνει κετσάπ.
- Τσεκ απ, τη διόρθωσε ένας μικρούλης που πάγαινε για γιατρός και έμεινε νοσοκόμα.
Η κυρία Σόνια, Δήμος ο σύζυγος, τον κοίταξε περιφρονητικά, αυτηνής τώρα θα της λέγανε για ντομάτες, που μαγειρεύει χρόνια και χρόνια; Δεν του 'πε όμως " α να χαθείς" καθόσον πολύ ευγενής κυρία , κι άνοιξε το κορκόδειλο που ξεκίνησε βασιλιάς στα νερά και κατάντησε τσάντα, και του πασάρησε κατοστάρικο ένα από τα φρέσκα , νέας εκδόσεως, και ξανάπε με πείσμα "κετσάπ" κι ο κορκόδειλος έκλεισε μόνος του το στόμα του. Άλλο κατοστάρικο, δηλαδή, δεν υπάρχει.
Τι είχε ο κ. Δήμος; Κοιλιά είχε, αυτοκίνητο είχε, δια μέρισμα μερακλαντάν είχε , τον κακό του τον καιρό, όλα τα είχε. Αλλά τρώγων υπεράνω του δέοντος σάμπως αισθανότανε φούσκωση και σάμπως να μην ήτο καλά, "δεν με νιώθω, ρε Σόνια, τώρα τελευταίως". Πολύ αέριον έβγαινε από όλας τας κατευθύνσεις και είπε " ας πα να με δούνε, διότι αν δε με δούνε μπορεί να μη με ξαναδούνε, και μένων χήρα η Σόνια θα παρατήσει τον κορκόδειλο και θα μαγκώσει τις σαύρες".
Συμφωνών ο θεράπων ιατρός "Βοηθός του Καθηγητού Μπουρδαμπάχερ εν Λειψία"- και αν την είχε δει την Λειψία εμένα να μου τρυπήσετε τη μύτη- λέγων "εγώ συμφωνώ καθ΄όλα, αγαπητέ, και να κάμετε αναλύσεις περί αίματα, περί ούρατα, περί καρδιογραφήματα, περί όλα σας, να ιδούμε από τι θα πεθάνετε!".
" Η Δεσποινίς "αδελφή" , μυτερός κότσος πίσω, σουβλερή μύτη μπροστά και μια κονκάρδα χριστιανικότητας στο αριστερό μέρος, της καρδιάς, έδωσε εντολές:
- Να ετοιμαστεί το 1076.
Το οποίον , μπήκανε οι καθαρίστριες, δέκα το πάτωμα, να με τις σούβλες τους, να με τις σκούπες τους, κάνανε το πάτωμα λαμπίκο και απάνω στο ταβάνι, έξω δεξιά, αφήσανε να κρέμεται μια αράχνη, αναιδέστατο μαυριδερό υποκείμενο, που την είχε στήσει για μύγες, αλλά μύγες δεν έβρισκε και βολευότανε με μικρόβια. Και με ουρικό οξύ.
Απ' όξω τρέχανε τα σύννεφα, πάνω στα στα σύννεφα τρέχανε τα αεροπλάνα, κι ήτανε καμπόσοι αγγέλοι της τροχαίας να ρυθμίζουνε την κυκλοφορία, στο βάθος έκανε βιολετιά κόλπα ο Υμηττός, και τα στρώματα αφρολέξ, άμα πέθαινε κανένας, δεν τα απολυμαίνανε, τα γυρίζανε ανάποδα. Κι άμα πέθαινε κι από την ανάποδη, λέγανε τα γιατρουδάκια της βάρδιας : " Έτσι ηθέλησεν ο Κύριος!" και τα 'χανε για γρουσούζικα, αλλά έτσι και καλούσες γιατρό της βάρδιας, καλύτερα να 'φερνες από το σπίτι σου, πολλοί δύσκολοι ήτανε και πολλοί απασχολημένοι να ξεκάνουν άλλον σε άλλο πάτωμα.
Κι όλο το νοσοκομείο μύριζε καθαριότητα, φορμόλη, ευσέβεια, σιωπή και ελπίδες. Άλλοι λέγανε "βγαίνω σε δέκα μέρες" και βγαίνανε τέζα με τα πόδια οριζόντια, άλλοι λέγανε "δεν ξέρουμε τι θα γίνει" και βγαίνανε σε τρεις μέρες, και το ασανσέρ ανέβαζε κοσμάκη με λουλούδια για όσους ήτανε πρώτη θέση και λέγανε απαγορεύεται η είσοδος για όσους παγαίνανε ΒΒ.".
" Κάτω στον σπαρμένο βυθό τρώει η αμοιβάδα το πλαγκτόν, τρώει η αχιβάδα την αμοιβάδα, τρώει το μαλάκιον την αχιβάδα, τρώει το μεγάλο ψάρι το μικρό, έτσι το ίδιο όπως γίνεται και στη στεριά, το πιο δυνατό τρώει το πιο αδύνατο, εχτός από τον άνθρωπο, που τα τρώει, δυνατά και αδύνατα, όλα μαζί και μετά τρώγεται με τους ομοίους του."
"Γιατί έκανε ο Θεός τη θάλασσα;
Γιατί αλλιώς πού θα πηγαίνανε τα χταπόδια; Και τα άλλα ένα σωρό όντα; Είπε, το λοιπόν, "δεν φτιάχνω μια θαλασσίτσα, να τα ρίξω όλα μέσα, να ταξιδεύουνε και τα πετρελαιοφόρα, να κονομάνε οι μεγάλοι κι ας βάλουνε και μια σημαία της Λιβερίας να γλιτώνουνε τον φόρο, εφοπλισταί είναι, δεν είναι τίποτα φτωχαδάκια, να τα ξεζουπήξουμε".
Και φώναξε τους αρχαγγέλους του.
- Πάρτε τα παιδιά και ρίχτε νερό, ρίχτε και λουλάκι μπλου, να νοστιμήσει και μην ξεχάσετε και τ' αλάτι, καθόσον τ' ανάλατα είναι άνοστα, κι όποιος δεν πιστεύει ας ρωτήσει τους διαβητικούς, που το τρώνε κρυφά."
Από αυτό το βιβλίο κορφολογήσαμε μερικά αποσπάσματα , για να αναπολήσουν οι παλαιότεροι μια εποχή που ήταν πιο καθαρή ως προς τις αξίες και να αντιληφθούν οι νεότεροι πόσο επίκαιρος είναι ο στοχασμός και πόσο ζωντανή η γραφή ενός συγγραφέα που πέθανε πριν από μισό αιώνα.
Τσιφόρειες ατάκες
*Νίκος Τσιφόρος (1911-1970) - Βικιπαίδεια*
" [.....] Τη δεύτερη δόση γνώρισε μέσα (στη φυλακή) τον μακαρίτη τον ΤεράχΜπέη... Κολοκύθια μπέης και κολοκύθια Τεράχ, Παναγιώτη τον
λέγανε, αλλά έπεσε στον Ινδό και φόραγε και σαρίκι και είχε
και μούσι. ΄Ελεγε το μέλλον, να πούμε, έφτιαχνε φυλαχτά, τέτοια.
Μέχρι που τον ανθιστήκανε.
- Το δικό σου το μέλλον το ξέρεις; είπε ο κύριος Πρόεδρος.
- Όχι.
- Για πέντε χρόνια το ξέρω γω. Θα πας μέσα να τηράς όξω.
Του ξουρίσανε το μούσι, του βγάλανε το σαρίκι και τον στέλναν
στην αγγαρεία. Μήτε τσιγάρο. Κι εδώ απάνω έπεσε ο Τάσος.
Είχε και μία γκομενίτσα, τη Φούλα, που του 'φερνε πακέτα
και χαρτζιλίκι, του έδινε του Ινδού. Πιάσανε λοιπόν το γκεζί (= κάνανε παρέα).
Τα βράδια φύσαγε ο αγέρας, παγώνανε οι πλάκες, τουρτουρίζανε
κάτου από τη μονή κουβέρτα οι κρατούμενοι και στη
γωνιά ο Τεράχ μπέης δώσ' του το λακρεντί με τον Τάσο... Τα λέγανε,
του μάθαινε και τα μυστικά, " ο άνθρωπος , αδερφέ μου,
είναι βλάκας, όσο και να τον μορφώσεις πιστεέυει στα ξωτικά και
στα δαιμόνια, κι άμα του βρεις το κουμπί τον ξηλώνεις μέχρι
τάλαρο.". Και μετά τον συμβούλευε και του 'λεγε πώς βλέπεις
το μέλλον, μπούρδες, και πώς φυλάγεσαι από το κακό, κοτσάνες,
όλα τα μυστικά, όσα έξερε το σαρίκι του, πονηριές ατελείωτες
και μέγκλες ασταμάτητες."[..... ]
"Ο μαγικός άνθρωπος"
Και γυαλί χρυσό. Και ύφος. Και βαρύς , μολυβάτος.
-Δύνασθε να τρώτε, αλλά ν' αποφεύγετε τα ζυμαρικά και
τα γλυκίσματα.
Ελόγου του, στη ζούλα, κατέβαζε κάτι μιλφέιγ ντουμπλέ
και τη μακαρονάδα την ήθελε με τη γαβάθα.
Η δεσποινίς Τούλα κούνησε τους χαλκάδες στ' αυτιά της
και την έπιασαν, να πούμε , σα θέρμες...
- Ίιιιι ντιπ καταντίπ γλυκά, κύριε ιατρέ μου;
Όχι , δε δεχότανε ντιπ καταντίπ ο ιατρός κύριος Ορέστης
και "να μετριάσετε το κάπνισμα, περικαλώ". Και μετά χαμογέλασε,
ήταν η στιγμή να του σκάσουνε το διακοσάρι και μέλωσε
σα μελομακάρονο.
- Τι οφείλομεν;
-Συνήθως διακοσίας η επίσκεψις.
Η δεσποινίς Τούλα έβγαλε δύο κατοστάρικα, τ' άφησε πάνω
στο γραφείο, είπε "χαίρετε" και μέσα της "κοκοχρονονάχετε πια",
και μετά έφυγε ευγενεστάτη."
-Δύνασθε να τρώτε, αλλά ν' αποφεύγετε τα ζυμαρικά και
τα γλυκίσματα.
Ελόγου του, στη ζούλα, κατέβαζε κάτι μιλφέιγ ντουμπλέ
και τη μακαρονάδα την ήθελε με τη γαβάθα.
Η δεσποινίς Τούλα κούνησε τους χαλκάδες στ' αυτιά της
και την έπιασαν, να πούμε , σα θέρμες...
- Ίιιιι ντιπ καταντίπ γλυκά, κύριε ιατρέ μου;
Όχι , δε δεχότανε ντιπ καταντίπ ο ιατρός κύριος Ορέστης
και "να μετριάσετε το κάπνισμα, περικαλώ". Και μετά χαμογέλασε,
ήταν η στιγμή να του σκάσουνε το διακοσάρι και μέλωσε
σα μελομακάρονο.
- Τι οφείλομεν;
-Συνήθως διακοσίας η επίσκεψις.
Η δεσποινίς Τούλα έβγαλε δύο κατοστάρικα, τ' άφησε πάνω
στο γραφείο, είπε "χαίρετε" και μέσα της "κοκοχρονονάχετε πια",
και μετά έφυγε ευγενεστάτη."
"Καταπράσινα δολάρια"
" Πολύ εν τάξει κυρία η Μαγδαληνή.
Δεν λέμε, είχε και τα πάχητά της, είχε και τα μεταξωτά
της, μύριζε και κομμάτι ιδρώτα η αμασχάλη της, είχε ρίξει και
πέντε χρυσά δόντια στην πρόσοψη, να τα βλέπει ο άλλος ότι δεν
είμαστε τίποτα τσουροφτώχαδα, είχε και τα πληθωρικά της κι
άμα έβλεπε αρσενικό τον κοίταζε καλά, λίγωνε τα ματάκια της
και μίλαγε ευγενέστατα, "καλέ τι παίδαρος είστε πια εσείς, κύ-
ριε Γιάννη μου", αλλά η αμαρτία της μέχρι εκεί έφτανε την ημέ-
ρα, διότι τη νύχτα ήτανε σκοτάδι και δεν έβλεπε ο άνθρωπος πού
έφτανε.[......]"
Δεν λέμε, είχε και τα πάχητά της, είχε και τα μεταξωτά
της, μύριζε και κομμάτι ιδρώτα η αμασχάλη της, είχε ρίξει και
πέντε χρυσά δόντια στην πρόσοψη, να τα βλέπει ο άλλος ότι δεν
είμαστε τίποτα τσουροφτώχαδα, είχε και τα πληθωρικά της κι
άμα έβλεπε αρσενικό τον κοίταζε καλά, λίγωνε τα ματάκια της
και μίλαγε ευγενέστατα, "καλέ τι παίδαρος είστε πια εσείς, κύ-
ριε Γιάννη μου", αλλά η αμαρτία της μέχρι εκεί έφτανε την ημέ-
ρα, διότι τη νύχτα ήτανε σκοτάδι και δεν έβλεπε ο άνθρωπος πού
έφτανε.[......]"
"Ελεείτε τους πτωχούς"
Δανού υπηκόου και ...αμφιβόλου φύλου, ένα μουντό
παραμύθι, γεμάτο συννεφιά, λάσπη, ψιλοβρόχι,
μισοσκόταδο και κρύο, ξεπεταχτήκανε
κείνες οι αγριόχηνες που ξέρουμε, η Ίξη,
η Κάξη και η μεγάλη, η Άκκα Κεμπνεκάις.
Είδανε λοιπόν κάτου, ξερά τα χωράφια,
στους σταύλους να τρώνε το χόρτο τους οι αγελάδες
και γερά τα γουρούνια.
- Τα γουρούνια είναι ο πρόλογος από τα χοιρομέρια,
είπε μελαγχολικά η Άκκα Κεμπνεκάις.
Οι άνθρωποι τα τρέφουνε με βαλανίδια και με αποφάγια,
και μετά περιμένουνε να τα σφάξουνε για να τους
θρέψουνε τα γουρούνια με τη σειρά τους.
- Γενικά , μελαγχόλησε η Κάξη, που ήταν μάλλον πεσιμίστρια,
- Γενικά , μελαγχόλησε η Κάξη, που ήταν μάλλον πεσιμίστρια,
οι άνθρωποι τίποτα δεν κάνουν από καλοσύνη.
Ό,τι σου δίνουν , περιμένουν να σου το πάρουν πίσω
με τόκο μεγάλο. [......]"
"Οι αγριόχηνες"
" Το λοιπόν, η κυρία του κυρίου Δήμου, Σόνια τ' όνομα, Σοφία τη βγάλανε από την κολυμπήθρα. μπήκε λαχανιασμένη, θα 'χε κονομημένη και την πίεσή της και το δήλωσε με το χαρτί της προπλερωμής στο χέρι:
- Ο κύριός μου θα κάνει κετσάπ.
- Τσεκ απ, τη διόρθωσε ένας μικρούλης που πάγαινε για γιατρός και έμεινε νοσοκόμα.
Η κυρία Σόνια, Δήμος ο σύζυγος, τον κοίταξε περιφρονητικά, αυτηνής τώρα θα της λέγανε για ντομάτες, που μαγειρεύει χρόνια και χρόνια; Δεν του 'πε όμως " α να χαθείς" καθόσον πολύ ευγενής κυρία , κι άνοιξε το κορκόδειλο που ξεκίνησε βασιλιάς στα νερά και κατάντησε τσάντα, και του πασάρησε κατοστάρικο ένα από τα φρέσκα , νέας εκδόσεως, και ξανάπε με πείσμα "κετσάπ" κι ο κορκόδειλος έκλεισε μόνος του το στόμα του. Άλλο κατοστάρικο, δηλαδή, δεν υπάρχει.
Τι είχε ο κ. Δήμος; Κοιλιά είχε, αυτοκίνητο είχε, δια μέρισμα μερακλαντάν είχε , τον κακό του τον καιρό, όλα τα είχε. Αλλά τρώγων υπεράνω του δέοντος σάμπως αισθανότανε φούσκωση και σάμπως να μην ήτο καλά, "δεν με νιώθω, ρε Σόνια, τώρα τελευταίως". Πολύ αέριον έβγαινε από όλας τας κατευθύνσεις και είπε " ας πα να με δούνε, διότι αν δε με δούνε μπορεί να μη με ξαναδούνε, και μένων χήρα η Σόνια θα παρατήσει τον κορκόδειλο και θα μαγκώσει τις σαύρες".
Συμφωνών ο θεράπων ιατρός "Βοηθός του Καθηγητού Μπουρδαμπάχερ εν Λειψία"- και αν την είχε δει την Λειψία εμένα να μου τρυπήσετε τη μύτη- λέγων "εγώ συμφωνώ καθ΄όλα, αγαπητέ, και να κάμετε αναλύσεις περί αίματα, περί ούρατα, περί καρδιογραφήματα, περί όλα σας, να ιδούμε από τι θα πεθάνετε!".
"Το κρεβάτι του πόνου"
" Η Δεσποινίς "αδελφή" , μυτερός κότσος πίσω, σουβλερή μύτη μπροστά και μια κονκάρδα χριστιανικότητας στο αριστερό μέρος, της καρδιάς, έδωσε εντολές:
- Να ετοιμαστεί το 1076.
Το οποίον , μπήκανε οι καθαρίστριες, δέκα το πάτωμα, να με τις σούβλες τους, να με τις σκούπες τους, κάνανε το πάτωμα λαμπίκο και απάνω στο ταβάνι, έξω δεξιά, αφήσανε να κρέμεται μια αράχνη, αναιδέστατο μαυριδερό υποκείμενο, που την είχε στήσει για μύγες, αλλά μύγες δεν έβρισκε και βολευότανε με μικρόβια. Και με ουρικό οξύ.
Απ' όξω τρέχανε τα σύννεφα, πάνω στα στα σύννεφα τρέχανε τα αεροπλάνα, κι ήτανε καμπόσοι αγγέλοι της τροχαίας να ρυθμίζουνε την κυκλοφορία, στο βάθος έκανε βιολετιά κόλπα ο Υμηττός, και τα στρώματα αφρολέξ, άμα πέθαινε κανένας, δεν τα απολυμαίνανε, τα γυρίζανε ανάποδα. Κι άμα πέθαινε κι από την ανάποδη, λέγανε τα γιατρουδάκια της βάρδιας : " Έτσι ηθέλησεν ο Κύριος!" και τα 'χανε για γρουσούζικα, αλλά έτσι και καλούσες γιατρό της βάρδιας, καλύτερα να 'φερνες από το σπίτι σου, πολλοί δύσκολοι ήτανε και πολλοί απασχολημένοι να ξεκάνουν άλλον σε άλλο πάτωμα.
Κι όλο το νοσοκομείο μύριζε καθαριότητα, φορμόλη, ευσέβεια, σιωπή και ελπίδες. Άλλοι λέγανε "βγαίνω σε δέκα μέρες" και βγαίνανε τέζα με τα πόδια οριζόντια, άλλοι λέγανε "δεν ξέρουμε τι θα γίνει" και βγαίνανε σε τρεις μέρες, και το ασανσέρ ανέβαζε κοσμάκη με λουλούδια για όσους ήτανε πρώτη θέση και λέγανε απαγορεύεται η είσοδος για όσους παγαίνανε ΒΒ.".
"Το κρεβάτι του πόνου"
"Το οποίον.
Μεγαλείον!
Και να γράφει στην ταμπέλα του καταστήματος "Ζαχαροπλαστείον και Γαλακτοπωλείον η Άβυσσος". Και να γράφει στα τζάμια με τεμπισίρι "Δίδονται Λουκουμάδαι, ημερίς δραχμάς 4" και "προσφέρεται Πογάτσα Πολιτική, ημερίς 4,50". Κι από μέσα στο "ταμείον" να κάθεται η κερία Κυριακούλα, αρχοντόπαχη, φρεγατίσα, το μάτι βαφέν, το χείλι άλικο και πεντόλιρο στο βραχιόλι. Και να λέγει "Κυριάκο, μαρκάρησε το ρεζόγαλον". Και να χαμογελεί ο Κυριάκος. Μουστάκι σύρμα και δαχτυλίδι με πράσινη πέτρα, κυπαρίσσι ίσιο και λιπόσαρκο, φρύδι σμιχτό και καρύδι στο λάρυγγα. Και να ρίπτει ματιές με σημασία. " Έννοια σας , Κυριακούλα μανταμίτσα, μη φοβείσθε καθόσον μπορεί να είμαι σκέτος σερβιτόρος αλλά...".
Αλλά το βράδυ, τα κλειδιά στην τσέπη ο Κυριάκος.
Και στις έντεκα, να γατοτζαγκουρνάει το παντζούρι της. "Εδώ είμαι και άνοιξε σιγά".
Και τα ξημερώματα να γατοπερπατάει που φεύγει πρώτος ν' ανοίξει το κατάστημα "Γάλα το ποτήριον 2,50".
Μεγαλείον!
Και να γράφει στην ταμπέλα του καταστήματος "Ζαχαροπλαστείον και Γαλακτοπωλείον η Άβυσσος". Και να γράφει στα τζάμια με τεμπισίρι "Δίδονται Λουκουμάδαι, ημερίς δραχμάς 4" και "προσφέρεται Πογάτσα Πολιτική, ημερίς 4,50". Κι από μέσα στο "ταμείον" να κάθεται η κερία Κυριακούλα, αρχοντόπαχη, φρεγατίσα, το μάτι βαφέν, το χείλι άλικο και πεντόλιρο στο βραχιόλι. Και να λέγει "Κυριάκο, μαρκάρησε το ρεζόγαλον". Και να χαμογελεί ο Κυριάκος. Μουστάκι σύρμα και δαχτυλίδι με πράσινη πέτρα, κυπαρίσσι ίσιο και λιπόσαρκο, φρύδι σμιχτό και καρύδι στο λάρυγγα. Και να ρίπτει ματιές με σημασία. " Έννοια σας , Κυριακούλα μανταμίτσα, μη φοβείσθε καθόσον μπορεί να είμαι σκέτος σερβιτόρος αλλά...".
Αλλά το βράδυ, τα κλειδιά στην τσέπη ο Κυριάκος.
Και στις έντεκα, να γατοτζαγκουρνάει το παντζούρι της. "Εδώ είμαι και άνοιξε σιγά".
Και τα ξημερώματα να γατοπερπατάει που φεύγει πρώτος ν' ανοίξει το κατάστημα "Γάλα το ποτήριον 2,50".
"Ιστορία με προίκα"
[Τοιχογραφία από τη Βίλα του Φαύνου στην Πομπηία]
" Κάτω στον σπαρμένο βυθό τρώει η αμοιβάδα το πλαγκτόν, τρώει η αχιβάδα την αμοιβάδα, τρώει το μαλάκιον την αχιβάδα, τρώει το μεγάλο ψάρι το μικρό, έτσι το ίδιο όπως γίνεται και στη στεριά, το πιο δυνατό τρώει το πιο αδύνατο, εχτός από τον άνθρωπο, που τα τρώει, δυνατά και αδύνατα, όλα μαζί και μετά τρώγεται με τους ομοίους του."
"Επιχείρησις δημοσίων θεαμάτων"
"Γιατί έκανε ο Θεός τη θάλασσα;
Γιατί αλλιώς πού θα πηγαίνανε τα χταπόδια; Και τα άλλα ένα σωρό όντα; Είπε, το λοιπόν, "δεν φτιάχνω μια θαλασσίτσα, να τα ρίξω όλα μέσα, να ταξιδεύουνε και τα πετρελαιοφόρα, να κονομάνε οι μεγάλοι κι ας βάλουνε και μια σημαία της Λιβερίας να γλιτώνουνε τον φόρο, εφοπλισταί είναι, δεν είναι τίποτα φτωχαδάκια, να τα ξεζουπήξουμε".
Και φώναξε τους αρχαγγέλους του.
- Πάρτε τα παιδιά και ρίχτε νερό, ρίχτε και λουλάκι μπλου, να νοστιμήσει και μην ξεχάσετε και τ' αλάτι, καθόσον τ' ανάλατα είναι άνοστα, κι όποιος δεν πιστεύει ας ρωτήσει τους διαβητικούς, που το τρώνε κρυφά."
"Επιχείρησις δημοσίων θεαμάτων"
ΕΝΑ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΣΙΦΟΡΟ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ
Σειρά: Ταξίδι στον Πολιτισμό για το Υπουργείο Πολιτισμού.
Αρχισυνταξία :Νατάσα Μποζίνη
Υπεύθυνος έργου: Κώστας Γεωργουσόπουλος
Πρωτότυπη Μουσική: Μιχάλης Αβραμίδης
Νίκος Τσιφόρος: ένας Έλληνας "μάγκας" Γούντι Άλεν ...
ΕΝΑ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΣΙΦΟΡΟ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ
Σειρά: Ταξίδι στον Πολιτισμό για το Υπουργείο Πολιτισμού.
Αρχισυνταξία :Νατάσα Μποζίνη
Υπεύθυνος έργου: Κώστας Γεωργουσόπουλος
Πρωτότυπη Μουσική: Μιχάλης Αβραμίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου